H πλατεία Βενκέσλας της Πράγας υπήρξε τόπος μαζικών διαδηλώσεων και αυθόρμητων συναθροίσεων των πολιτών. Αποτελεί, επίσης, ένα σύμβολο πατριωτικής και εθνικής ταυτότητας. Συνεπώς, οποιοδήποτε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό γεγονός που πραγματοποιείται στο χώρο της, έχει σημαντικές προεκτάσεις.
Στο τέλος του φετινού Απρίλη αυτού του χρόνου, περισσότεροι από 100,000 άνθρωποι συνέρευσαν στην πλατεία για να λάβουν μέρος σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που οργανώθηκε ποτέ από το 1989 και μετά. Κοινή ιδέα ήταν πίσω από αυτή τη συνάθροιση ήταν ότι η Δημοκρατία της Τσεχίας πρέπει να σταματήσει να διοικείται με τον ίδιο τρόπο που διοικείται μέχρι σήμερα. Η διαδήλωση ήταν το αποκορύφωμα της δυσαρέσκειας του λαού για την κατεύθυνση που έχει πάρει η κοινωνία υπό την ηγεσία μιας δεξιάς νεοφιλελεύθερης συμμαχίας. Η ενωμένη αυτή μάζα εστίασε σε τρία ζητήματα: οι ύπουλες και αντικοινωνικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να σταματήσουν· η κυβέρνηση θα πρέπει να παραιτηθεί· και η χώρα πρέπει να πάει σε πρόωρες εκλογές. Αυτή η διαδήλωση των πολιτών οργανώθηκε από συνδικάτα, πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών και ομάδες πίεσης, απεικονίζοντας την πραγματική δύναμη των ίδιων των πολιτικών παιχτών. Οι συνδικαλιστές είχαν έναν καλό λόγο να μείνουν ικανοποιημένοι. Έδειξαν ότι είναι ικανοί να προετοιμάσουν μια ουσιαστικά μεγάλη διαδήλωση με όρους δημοσιότητας, αλλά και με όρους οργάνωσης. Ο ρόλος που έπαιξαν οι πρωτοβουλίες των πολιτών ήταν πολύ μικρότερος, μολονότι, αρκετά σημαντικός. Τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης (οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές) παρέμειναν, επίτηδες, στο περιθώριο. Την ίδια στιγμή, υποχρεώθηκαν σε αυτή τη στάση από την «αντικομματική» συμπεριφορά μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου. Η πορεία της διαδήλωσης και ο τρόπος με τον οποίο καλύφθηκε από τα ΜΜΕ, όπως και ο τρόπος που τη χειρίστηκαν με τεχνικούς και οργανωτικούς όρους ήταν αδιαμφισβήτητα μια μεγάλη επιτυχία για τους οργανωτές. Ωστόσο, είναι επίσης εμφανές ότι δεν οδήγησε σε καμία πραγματική αλλαγή ή έστω σε εκπλήρωση μερικών τουλάχιστον αιτημάτων των διαδηλωτών. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η κυβερνητική ελίτ πρόκειται να αλλάξει απόψεις σύντομα. Όταν η κυβέρνηση μιλάει για διορθωτικά μέτρα, αυτό πρωτίστως συνεπάγεται συμμόρφωση στις πολιτικές που προωθούνται από τους σημερινούς Ευρωπαίους ηγέτες, παρά υποταγή στα αιτήματα των διαδηλωτών. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και οι δεξιοί παραδέχονται ότι ανακόπτοντας το δρόμο της ανάπτυξης, είναι το ίδιο με το να τετραγωνίζεις τον οικονομικό κύκλο.
Η διαδήλωση ήταν μια συνάντηση αυτών που ήταν απογοητευμένοι. Κοινωνιολογικές έρευνες δείχνουν ότι περισσότερο από τα ¾ του πληθυσμού της Τσεχίας είναι δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση, όπως και με το «πρόγραμμα δημοσιονομικής ευθύνης» και την πρακτική εφαρμογή αυτού, συγκεκριμένα. Πάνω σε αυτό το σημείο, συμφωνούν. Ωστόσο , δεν είναι ξεκάθαρο πως θα πρέπει να προχωρήσουν, επειδή δεν υπάρχει ένα ρεαλιστικό, γενικά αποδεκτό σενάριο για την ανάπτυξη της κοινωνίας που να αγκαλιάζει την πλειοψηφία των πολιτών. Η άποψη που υπερισχύει μεταξύ των πολιτών, είναι ότι η δυσαρέσκεια δεν συνεπάγεται άρνηση του καπιταλισμού. Η πλειοψηφία θέλει ο καπιταλισμός να «διορθωθεί». Αδιαμφισβήτητα, αυτό που ελκύει τις μάζες, είναι η ιδέα ενός κράτους ευημερίας , αυτή άλλωστε ήταν η εξιδανικευμένη εικόνα για τις χώρες της Δύσης που επικρατούσε πίσω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Η ιδέα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής, ανεξάρτητα από το αν αυτή βασίζεται στις ιδέες των κοινωνικών forum και των κριτικών πρωτοβουλιών της κοινωνίας πολιτών είτε των ριζοσπαστικών, αριστερών, κομμουνιστικών εγχειρημάτων ή άλλων αντικαπιταλιστικών σχεδίων, είναι αποδεκτή από το 1/6 περίπου του πληθυσμού.
Ποια είναι η ευρωπαϊκή διάσταση των περιστάσεων στην Τσεχία; Είναι καταπληκτικό πόσο υπάρχει τόση λίγη αναγνώριση λαμβάνουν οι ευρωπαϊκές διαστάσεις των σημερινών κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων σε αυτή τη χώρα. Την ίδια στιγμή, ακόμη και μια γρήγορη ματιά στο οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο δείχνει ολοφάνερα ότι η τσεχική κατάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατάσταση που επικρατεί σε όλο το χώρο της Κεντρικής Ευρώπης, όπου καθίσταται φανερή η επικράτηση της Γερμανίας και ορισμένων σημαντικών παγκόσμιων παικτών, καθώς επίσης και υποστηρικτών ομάδων που αντιπροσωπεύουν το ισχυρό εθνικό κεφάλαιο. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των αντικυβερνητικών συζητήσεων μεταξύ πρωτοβουλιών της κοινωνίας των πολιτών και συνδικαλιστών, δεν υπήρχε αναφορά στο γεγονός ότι είμαστε μέρος μιας πανευρωπαϊκής κοινωνικής σύγκρουσης. Συχνά, βλέπουμε δηλώσεις μιας επονομαζόμενης πατριωτικής συμπεριφοράς και καλέσματα για αγώνα κάτω από μία εθνική σημαία. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει άνοδο του εθνικισμού, αλλά είναι έκφραση μιας στενής προσέγγισης των εγχώριων προβλημάτων, παραβλέποντας τις ευρωπαϊκές διαστάσεις τους. Είναι σαν οι άνθρωποι να σκέφτονται, συνεπικουρούμενοι από τους πολιτικούς αρχηγούς τους, ότι ζουν μόνοι πάνω σε ένα απομονωμένο νησί. Αντιθέτως, δικός μας στόχος πρέπει να είναι η όσο πιο ενεργή συμμετοχή γίνεται, στην ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής αριστερής στρατηγικής, για να θέσουμε προς συζήτηση μια προοπτική της Κεντρικής Ευρώπης μαζί με την εμπειρία μας στη σοσιαλιστική περίοδο και τις συγκεκριμένες εμπειρίες από την καταστροφή των αρχών τα του κράτους ευημερίας. Ο διεθνισμός της εργατικής τάξης δεν έχει πεθάνει. Σε αντίθεση, ο διεθνισμός αυτός είναι προϋπόθεση για το μέλλον.
Είμαστε στη μέση μιας σύγκρουσης που ασκεί ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στην κοινωνία της Τσεχίας με αυξανόμενη ένταση, εκτεινόμενη σε πολλαπλές διαστάσεις. Η απουσία εποικοδομητικών σημείων εκκίνησης και συζήτησης των πολιτών θα μπορούσαν να αποδειχθούν προς όφελος κάποιων λύσεων αντί κάποιων άλλων. Οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι η Αριστερά κερδίζει δύναμη, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τους σοσιαλδημοκράτες ή τους κομμουνιστές. Από την άλλη μεριά, η νεοφιλελεύθερη δεξιά κινητοποιεί και επικαλείται το φάντασμα της επανόδου των κομμουνιστών, κερδίζοντας τουλάχιστον ένα μέρος της εξουσίας. Ένα «καυτό» φθινόπωρο είναι μπροστά μας. Εκτός από τις τοπικές εκλογές, οι οποίες αδιαμφισβήτητα θα αποτελέσουν μία κριτική της δεξιάς κυβέρνησης, αλλά και τις εκλογές για την ανανέωση του 1/3 της Γερουσίας, όπου θα είναι μια ρεαλιστική ευκαιρία των σοσιαλδημοκρατών να αυξήσουν την πλειοψηφία τους, οι πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν να είναι μέσα στο πρόγραμμα. Η νέα συμμαχική κυβέρνηση που προέκυψε θα πρέπει να διαπραγματευτεί μερικά πολιτικά ναρκοπεδία, τα οποία μπορούν κάλλιστα να τη ρίξουν. Οι οφθαλμοφανείς εκκλησιαστικές αποζημιώσεις, η οριστική έγκριση των συντάξεων, η υγεία και η φορολογική μεταρρύθμιση, και κάποιες υποθέσεις διαφθοράς, όχι μόνο συνέθλιψαν ορισμένους πολιτικούς, αλλά και ολόκληρα κυβερνητικά κόμματα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κατά συνέπεια, μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι η Άνοιξη της Τσεχίας έφερε την πρώτη ολοφάνερη επιτυχία, αλλά μέχρι στιγμής δεν προμηνύει μια ολοκληρωτική νίκη.