H ριζοσπαστική αριστερά, όχι μόνο γίνεται μάρτυρας της παγκόσμιας κυριαρχίας των επιταγών της ελεύθερης αγοράς εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και υποφέρει από αυτήν. Αυτό γίνεται πιο έκδηλο στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης στις οποίες τα παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα που ευαγγελίζονται τα σοσιαλιστικά ιδεώδη συνεχίζουν να αποτυγχάνουν, εξαιτίας πολλών και συγκεκριμένων παραγόντων, τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών.
Με το κείμενό μου επιδιώκω να παρουσιάσω αναλυτικότερα ορισμένους από αυτούς τους παράγοντες, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σλοβακίας. Γιατί πιστεύω ότι η ορθή κατανόηση των αιτίων που οδηγούν στην αποτυχία τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι καίριας σημασίας και για το μέλλον της ριζοσπαστικής αριστεράς στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και για το μέλλον της ριζοσπαστικής αριστεράς εν γένει. Το κείμενο περιλαμβάνει και πιθανές λύσεις αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση και τα ζητήματα που, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να επιλυθούν στο άμεσο μέλλον.
Σλοβακία: ένα παράδειγμα ολοκληρωτικής ήττας της ριζοσπαστικής αριστεράς
Το παράδειγμα της Σλοβακίας αξίζει την προσοχή μας, διότι μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρό υπόδειγμα της νίκης μιας χούφτας καπιταλιστών επί ενός συστήματος το οποίο ήταν σε θέση να εξασφαλίζει αξιοπρεπή, άνετη και γεμάτη ζωή σε εκατομμύρια πολιτών. Με άλλα λόγια, αποτελεί παράδειγμα ολοκληρωτικής ήττας της ριζοσπαστικής αριστεράς, από την οποία μπορούμε να διδαχθούμε πολλά.
Όπως όλοι ξέρουμε, ο σοσιαλισμός κατέρρευσε στην Τσεχοσλοβακία μετά τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1989. Η πιο πρόσφατη έρευνα επιρρίπτει την ευθύνη γι’ αυτήν την καταστροφή στην ηγεσία του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, υπό την καθοδήγηση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, και στις μυστικές υπηρεσίες της Τσεχοσλοβακίας. Ο κόσμος ξέρει, για παράδειγμα, τον ρόλο που έπαιξε ο πράκτορας της Κρατικής Ασφάλειας της Τσεχοσλοβακίας (StB), Λούτβικ Ζίβτσακ, ο οποίος υποκρίθηκε τον υποθετικά ‘νεκρό’ φοιτητή Μάρτιν Σμιντ, στη διάρκεια των εσωτερικών ταραχών το Νοέμβριο του 1989. Η ψευδής είδηση για το νεκρό φοιτητή οδήγησε στους δρόμους χιλιάδες εξαγριωμένους ανθρώπους και συνέβαλε σημαντικά στην απαξίωση των κυβερνητικών κύκλων.
Εντός ενός μήνα από το γεγονός, ο Βάσλαβ Χάβελ εκφώνησε δημόσια μια ομιλία προσπαθώντας να αγγίξει τις καρδιές του ακροατηρίου του με τα παρακάτω λόγια: «Είκοσι χρόνια επίσημης προπαγάνδας ισχυρίζονταν ότι είμαι εχθρός του σοσιαλισμού, ότι θέλω να ξαναφέρω στη χώρα μας τον καπιταλισμό, ότι υπηρετώ τον ιμπεριαλισμό και ότι κερδίζω παχυλά δώρα από αυτόν, ότι θέλω να αποκτήσω επιχειρήσεις και να εκμεταλλεύομαι τους εργάτες, κοκ. Όλα αυτά ήταν ψέματα, όπως θα δείτε σύντομα…».
Οι πολίτες της Τσεχοσλοβακίας κατάλαβαν σύντομα ποιος είχε δίκιο και ποιος έλεγε ψέματα. Αλλά ήταν πολύ αργά. Μέσα σε λίγες μέρες, ο Χάβελ έγινε Πρόεδρος και άλλαξε τους νόμους προκειμένου η δημόσια περιουσία να καταλήξει σε ιδιωτικά χέρια Την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση συνόδευε μια σκληρή αντικομουνιστική εκστρατεία. Παρά ταύτα, οι δημοσκοπήσεις του 1990 έδειχναν ότι το 41% του πληθυσμού προτιμούσε ακόμη τον σοσιαλισμό, το 3% τον καπιταλισμό και μόνο το 52% προτιμούσε κάτι ανάμεσα στα προηγούμενα δύο συστήματα. Είναι ενδιαφέρον ότι η δημοσκόπηση που διενήργησε η εταιρία Focus το 2013 έδειξε ότι το 67% των Σλοβάκων πίστευαν πως η οικονομική τους κατάσταση ήταν καλύτερη πριν από το 1989. Το αποτέλεσμα αυτό, δεν ήταν απόρροια μιας νοσταλγικής εξιδανίκευσης ή ιστορικής άγνοιας, σύμφωνα με την ερμηνεία των καπιταλιστικών μέσων ενημέρωσης. Γιατί, παρά την ισχυρή αντικομουνιστική προπαγάνδα, ο κόσμος δεν μπορεί να αγνοήσει:
Την αύξηση της ανεργίας και της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας,
την επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών,
τη μετανάστευση των νέων και της εξειδικευμένης εργασίας,
τη συγκέντρωση των ευκαιριών εργασίας στη Δυτική Σλοβακία, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα, και την ανάδυση, εξ’ αυτού, φτωχοποιημένων περιοχών, αλλά και ολόκληρων περιφερειών,
τη μικρότερη διαθεσιμότητα διαμερισμάτων λόγω της μικρής οικοδομικής δραστηριότητας και των υψηλών τιμών,
τη μείωση της βιομηχανικής και αγροτικής δραστηριότητας,
τις υψηλότερες τιμές στην ενέργεια και τα τρόφιμα,
τη μείωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, των αθλητικών δραστηριοτήτων, των υπηρεσιών υγείας και την επιδείνωση της ποιότητας του σχολικού συστήματος, λόγω της μεταφοράς του μεγαλύτερου οικονομικού βάρους χρηματοδότησης των παραπάνω θεσμών από το κράτος στους πολίτες,
την απουσία δωρεάν, ή τουλάχιστον φθηνών, δραστηριοτήτων για τα παιδιά και τους νέους,
την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας,
την αύξηση του κινδύνου εξάρτησης από ναρκωτικά στους νέους,
τη φθίνουσα δημογραφική καμπύλη,
την επιδείνωση της κρίσης αναφορικά με τη μειονότητα των Ρομά,
την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.
Συγκέντρωσα όλα αυτά τα γενικά γνωστά γεγονότα, πολλά από τα οποία ισχύουν και σε άλλες μετακομμουνιστικές χώρες, για να καταδείξω το εξής παράδοξο: παρόλες αυτές και άλλες αρνητικές αλλαγές που επέφερε ο καπιταλισμός στην πλειονότητα του σλοβακικού πληθυσμού, παρά την εμφανή προτίμηση του κόσμου για τον σοσιαλισμό, η Σλοβακία δεν έχει ούτε ένα κοινοβουλευτικό κόμμα που να ευαγγελίζεται την απομάκρυνση από τη σημερινή δικτατορία της αστικής τάξης και την υιοθέτηση ενός δικαιότερου και πιο δημοκρατικού κοινωνικού συστήματος.
Η τελευταία φορά που μια πιο ριζοσπαστική ατζέντα εκπροσωπήθηκε στο κοινοβούλιο ήταν στις εκλογές του 2002. Έτσι αντιλαμβάνονταν τότε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σλοβακίας, το οποίο κέρδισε, σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση, 6,33% των ψήφων. Σήμερα, το ΚΚΣ είναι ένα περιθωριακό κόμμα με ποσοστά στα όρια του στατιστικού λάθους και, με δεδομένες τις εξελίξεις στο εσωτερικό του τα τελευταία χρόνια, η κατάταξή του στα ριζοσπαστικά κόμματα είναι αμφίβολη. Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι δεν υπάρχει ριζοσπαστικό αριστερό υποκείμενο στη Σλοβακία, τόσο στο κοινοβούλιο, όσο και στην πολιτική σκηνή της χώρας γενικότερα.
Συνοπτικά, δεν υπάρχει ούτε ένα πολιτικό υποκείμενο στη Σλοβακία που να τάσσεται με τους φτωχούς, τους περιθωριοποιημένους, ή με όσους έχουν τη μικρότερη πρόσβαση στην εκπαίδευση και την υγεία. Δεν υπάρχει ούτε ένα πολιτικό υποκείμενο στη Σλοβακία που να αγωνίζεται για ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής για τους συνταξιούχους, που να μιλά για μια εναλλακτική μη καπιταλιστική οικονομία (π.χ. για συνεταιρισμούς που ήταν κάποτε το καμάρι της χώρας) ή να αντιδρά απέναντι σε υπερεθνικές απειλές όπως η ΤΤΙΡ. Η Σλοβακία δεν έχει πολιτικούς, ή τουλάχιστον αρκετούς ακτιβιστές, που να μπορούν να επιστήσουν την προσοχή του κόσμου μεταξύ της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας και της αυξανόμενης ανισότητας ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Δεν διαθέτουμε αρκετούς υποστηρικτές του μειωμένου ωραρίου εργασίας ή της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, ή αρκετούς ανθρώπους ικανούς να εξηγήσουν, για παράδειγμα, την ουσία του βασικού και χωρίς όρους εισοδήματος.
Οι αιτίες της ήττας
Η Τσεχοσλοβακία, ως μικρή χώρα, εξαρτούσε πάντα την τύχη και την πολιτική της κατάσταση από παγκόσμια γεγονότα. Αυτό ίσχυσε και στην περίπτωση των πολιτικών αλλαγών που οδήγησαν στην πτώση όλου του Ανατολικού Μπλοκ. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980, τόσο η δημοφιλία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, όσο και η στήριξή του από τη Μόσχα, άρχισαν να φθίνουν γοργά, ως αποτέλεσμα των λαθών που έκανε το κόμμα και των διεθνών γεγονότων. Ο σοσιαλισμός στην Τσεχοσλοβακία δεν μπορούσε να σωθεί υπό την πίεση που οδήγησε αργότερα στην πτώση του Ανατολικού Μπλοκ.
Όσοι ευαγγελίζονταν μια πιο δίκαιη κοινωνία βρέθηκαν στην άμυνα μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ. Τα ισχυρά πυρά της αντικομουνιστικής προπαγάνδας σύντομα απομάκρυναν τους ψηφοφόρους τους. Οι κομμουνιστές στη Δημοκρατία της Τσεχίας κατάφεραν, τουλάχιστον, να προστατεύσουν το κόμμα τους και να το καταστήσουν τρίτο εντός του κοινοβουλίου. Αλλά στη Σλοβακία, το κίνημα κατέρρευσε μετά την υποσχόμενη ανάδυσή του από τις στάχτες το 2002. Το κατέβαλαν οι εσωτερικές συγκρούσεις και η παρουσία λαϊκιστικών κομμάτων, σαν το Smer, που εμφανίζονταν ως λαϊκά υποκείμενα με εθνικές και κοινωνικές ανησυχίες. Το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σλοβακίας έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρό του, όταν απέτυχε να διευθετήσει τα εσωτερικά του ζητήματα, καθιστώντας εαυτόν ανίκανο να δώσει μια επιτυχή πολιτική μάχη σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση:
Συνέχισαν να δίνουν προτεραιότητα στα πολιτικά τους παιχνίδια, στις επετείους και τις επίσημες δηλώσεις, αντί να αντιδρούν, με συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες δράσεις, στα γεγονότα της επικαιρότητας (προσήλωση στον επαγγελματισμό).
Δεν άλλαξαν τις παρωχημένες διαδικασίες τους που δεν μπορούσαν να αντέξουν απέναντι στα πικρά πολιτικά σχόλια (επικοινωνία, υποτίμηση της πολιτικής στα ΜΜΕ).
Δεν επαναπροσδιόρισαν την κακή τους σχέση με τη νεολαία (γεγονός το οποίο οδήγησε, φυσικά, σε μείωση των μελών βάσης και απώλεια της επαφής με την καθημερινότητα των εργαζομένων).
Έχασαν την επαφή με τα σωματεία και τα πανεπιστήμια.
Δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτοκριτική ή να επωμιστούν την πολιτική ευθύνη για τις πολλές τους αποτυχίες, δεν απαλλάχθηκαν από το φόβο τους απέναντι στις ανοιχτές συζητήσεις και στη διαφορετικότητα των απόψεων.
Αυτή η απελπιστική κατάσταση δεν οφείλεται μόνο σε έλλειψη ικανοτήτων, αλλά και στην κυρίαρχη εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σλοβακίας πεποίθηση ότι φταίνε οι αντικειμενικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν την επιτυχία του, πράγμα ακόμη χειρότερο. Ταυτόχρονα, πιστεύουν ότι ο κόσμος δεν υποστηρίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα γιατί ζει ακόμη καλά.
Όμως, αυτή η προσέγγιση είναι επικίνδυνη γιατί καλεί έμμεσα σε παθητικότητα και αφήνει ελεύθερο χώρο σε άλλα πολιτικά υποκείμενα, ειδικά της άκρας δεξιάς, τα οποία εμφανίστηκαν μόλις στις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές της Σλοβακίας. Παρουσίασα το συγκεκριμένο ζήτημα πιο αναλυτικά σε μια ανάλυση των κοινοβουλευτικών εκλογών της Σλοβακίας το 2016 [1]. Αλλά οι ρίζες της κατάστασης πάνε πολύ βαθύτερα από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σλοβακίας. Τολμώ να πω ότι μπορούμε να ψέξουμε ακόμη και την επιρροή του Έγελου στο έργο του Μαρξ, αλλά και την άκριτη ερμηνεία του Μαρξ, που ανέλυσα με περισσότερες λεπτομέρειες σε ένα σεμινάριο για τον σημερινό μεταμαρξισμό, που έγινε στη Μπρατισλάβα το 2014 [2]. Στη συνέχεια, θα κάνω μια σύντομη παρουσίαση των βασικών της προτάσεων.
Το πρώτο είναι η βαθιά πεποίθηση στην ιστορική νίκη του σοσιαλισμού, που είχε αποθαρρυντική, αν όχι καταστροφική, επίδραση στα πολιτικά κινήματα που εμπνεύστηκαν από την κληρονομιά του Μαρξ. Σύμφωνα με τον αμερικανό κοινωνιολόγο Ιμάνουελ Βάλερσταϊν: «η πίστη στο αναπόφευκτο της προόδου αποτέλεσε αιτία ουσιαστικής αποπολιτικοποίησης, ιδιαίτερα αφότου το αντισυστημικό κίνημα κέρδισε την κρατική εξουσία».
Επιπλέον, πολλοί αποδέχονται την πεποίθηση του Μαρξ ότι η τεχνολογική πρόοδος θα λειτουργήσει, με την πάροδο του χρόνου, όλο και πιο πολύ προς όφελος της τάξης που υφίσταται εκμετάλλευση. Ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ύπαρξη πόρων για μάχη είναι ανωφελής για οποιαδήποτε πάλη, ακόμη και την ταξική, ανεξάρτητα από το πόσο ανεπτυγμένοι μπορεί αυτοί οι πόροι να είναι, αν είναι αδύνατη η πρόσβαση σε αυτούς και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Με άλλα λόγια, δεν έχει να κάνει με το επίπεδο της τεχνικής προόδου, όπως έλεγε ο Μαρξ, αλλά με τη δυνατότητα πρόσβασης στους καρπούς της. Το πρόβλημα είναι ότι η συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στα χέρια των καπιταλιστών τους επιτρέπει να έχουν πρόσβαση στις τεχνολογίες και τη χρήση τους, γεγονός που λειτουργεί προς όφελός τους.
Ο τρίτος λόγος αποτυχίας του κομμουνιστικού κινήματος έγκειται στην άκριτη αποδοχή της θετικής θέσης του Μαρξ για την εργασία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χρήση νέων διαδικασιών και τεχνολογιών οδηγεί στην αποδιοργάνωση και τη συρρίκνωση της εργατικής τάξης. Οι κίνδυνοι από την αναδυόμενη ‘αεργία’ έχουν ήδη αναφερθεί από τον Ντεμπόρ ο οποίος τονίζει ότι αν η εργασία είναι το αποφασιστικό εργαλείο που απελευθερώνει τον άνθρωπο από την εκμετάλλευση, η απουσία της οδηγεί στην εξάρτηση του δούλου από τον αφέντη. Η επιβίωση του πλήθους των άνεργων, οικονομικά άχρηστων ανθρώπων, εξαρτάται τώρα πραγματικά από τη γενναιοδωρία του κοινωνικού συστήματος που συντηρούν οι καπιταλιστές, στο βαθμό που αυτό τους επιτρέπει να διατηρούν τη δύναμή τους. Παρόλα αυτά, η προσφερόμενη γενναιοδωρία μειώνεται, εξαιτίας και της συνεχιζόμενης τεχνολογικής προόδου.
Όπως βλέπουμε, η μεταφορά του υλικού πλούτου από την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού σε ελάχιστα άτομα συμβαδίζει με τη μεταφορά πολιτικής επιρροής, τεχνολογικής και πολιτικής κυριαρχίας προς όφελος των δεύτερων, που τους επιτρέπουν να βρίσκουν νέες και αποτελεσματικότερες μεθόδους απόκτησης δύναμης και πλούτου. Επομένως, πιστεύω ότι οι πιθανότητες η πλειοψηφία που υφίσταται την εκμετάλλευση να πει ‘φτάνει πια!’ και να ξεσηκωθεί ενάντια στους καταπιεστές της δεν αυξάνονται με το χρόνο αλλά, αντίθετα, μειώνονται.
Λύσεις
Όπως έχω ήδη πει, πιστεύω ότι ο χρόνος κυλά εις βάρος μας. Ότι όσο περνά ο καιρός θα αντιμετωπίζουμε όλο και ισχυρότερους αντιπάλους και ότι αυτοί οι αντίπαλοι θα προσπαθούν όλο και λιγότερο να κρύβουν τα εγκλήματά τους εναντίον της ανθρωπότητας, τα οποία θα τυλίγουν στη συσκευασία του ‘πολέμου κατά της τρομοκρατίας’ ή της ‘προστασίας της δημοκρατίας’. Επομένως, θα πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε πολύ πιο δραστήρια για λύσεις που να οδηγήσουν στην ενδυνάμωση της ριζοσπαστικής αριστεράς στη Σλοβακία και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και σε επίπεδο Ευρώπης.
Απέναντι στις αυξανόμενες ανισότητες της κατανομής του παγκόσμιου πλούτου, η κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι αγωνιστές για την αληθινή δημοκρατία και δικαιοσύνη είναι ήδη πολύ κρίσιμη. Επομένως, πιστεύω ότι υπάρχει ένας σαφώς ορατός βασικός στόχος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει όλη η ριζοσπαστική αριστερά. Ο στόχος αυτός είναι να σταματήσει η συσσώρευση υπερβολικού πλούτου στα χέρια μερικών ατόμων, γιατί οδηγεί κατευθείαν στην κατάρρευση της δημοκρατίας και αποτελεί απειλή για τα δικαιώματα και τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, καθώς και ολόκληρου του οικοσυστήματος. Υπάρχει σωρός από τρομακτικά παραδείγματα κατάχρησης εξουσίας, βγαλμένα και από την ιστορία και από το παρόν. Και συνεχίζουν να αυξάνονται.
Η μάχη για να σταματήσει η συσσώρευση υπερβολικού πλούτου στα χέρια των λίγων συνδέεται άρρηκτα με την προσπάθεια για τη δίκαιη αναδιανομή του. Υπάρχουν, όμως, συγκεκριμένα μέτρα που να επιτρέπουν τη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου και να εμποδίζουν τη συσσώρευσή του; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι τόσο δύσκολη όσο μπορεί να φαίνεται: υπάρχουν αρκετά. Εξαρτάται μόνο από το αν η εφαρμογή τους έχει αναδιανεμητικά αποτελέσματα ή αν στηρίζει τη δημιουργία παράλληλων οικονομικών δομών που εμποδίζουν την υπερβολική συσσώρευση πλούτου στα χέρια ενός περιορισμένου αριθμού.
Μέτρα με αναδιανεμητικά αποτελέσματα:
Περιορισμός του πλούτου.
Φόρος επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών.
Προοδευτική φορολογία..
Απαγόρευση των φορολογικών παραδείσων.
Παγκόσμιος φόρος επί του κεφαλαίου του Πικετί
Δημόσιος έλεγχος των χρηματοπιστωτικών ενεργειών (συμπεριλαμβανομένου του συμμετοχικού προϋπολογισμού).
Μέτρα δημιουργίας παράλληλων οικονομικών δομών:
Κρατική ιδιοκτησία.
Συμμετοχική οικονομία (Parecon).
Δημοκρατία στον τόπο εργασίας.
Αυτόνομη δημοκρατία.
Πιστεύω ότι υπάρχει άλλη μια περιοχή που αξίζει την προσοχή της ριζοσπαστικής αριστεράς. Δεν θέλω να απαξιώσω τον ουσιαστικό ρόλο της βάσης, αλλά νομίζω ότι οι καπιταλιστές έχουν αναπτύξει το ισχυρότερο όπλο τους από τη χειραγώγησή της, γιατί η ριζοσπαστική αριστερά (με εξαίρεση τον Μαρκούζε και, ιδιαίτερα, τον Γκράμσι) την έχει εγκαταλείψει. Η εμφάνιση του μεταμοντερνισμού κατέδειξε καθαρά ότι η ικανότητα να πείθεις τους άλλους για την αλήθεια σου μετρά πολύ περισσότερο από το αν έχεις δίκιο. Επομένως, πιστεύω ότι, εκτός από την έμφαση σε κοινούς οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη δράση της εντός των υπερδομών και, ειδικά, στο χώρο των ΜΜΕ.
Αντί συμπεράσματος, είμαστε ικανοί για μια συντονισμένη και αποτελεσματική προσέγγιση;
Θεωρώ ότι μια στοιχειώδης προσέγγιση που μπορεί να οδηγήσει στην ενδυνάμωση της ριζοσπαστικής αριστεράς έγκειται στον ορισμό των ελάχιστων στοιχειωδών στόχων και των κοινών μέτρων που θα μας επιτρέψουν να τους επιτύχουμε. Αυτό το μίνιμουμ θα πρέπει, επίσης, να περιλαμβάνει τις προαναφερθείσες προσπάθειες για το σταμάτημα της συσσώρευσης υπερβολικού πλούτου από λίγους, γεγονός το οποίο οδηγεί την κοινωνία μας στην αγκαλιά του παγκόσμιου φασισμού. Ένα άλλο μίνιμουμ στο οποίο θα πρέπει να συμφωνήσει η ριζοσπαστική αριστερά αφορά τα μέτρα που θα επιτρέψουν τη δίκαιη αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου. Η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να επιτύχει τους στόχους της μόνο αν έχει τη στήριξη των μαζών. Άρα, η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να μάθει πώς να επικοινωνεί με τις μάζες και να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους, πράγμα που απαιτεί διαφορετική προσέγγιση στο έργο πεδίου και τα ΜΜΕ.
Δυστυχώς, η ριζοσπαστική αριστερά απέχει, αυτή τη στιγμή, πολύ από την κατάκτηση αυτού του μίνιμουμ. Και αυτό ισχύει και σε εθνικό (σλοβακικό) και υπερεθνικό (ευρωπαϊκό) επίπεδο. Ως παράδειγμα, πρέπει να αναφέρω ότι η στήριξη των συνεταιρισμών δεν τυγχάνει πολλής προσοχής -αν τυγχάνει κάποιας- σε κανένα από τα παραπάνω επίπεδα. Και αυτό συμβαίνει τη στιγμή που γιορτάζουμε την 170η επέτειο από την ίδρυση της πρώτης πιστωτικής συνεταιριστικής εταιρίας στην Ευρώπη η οποία, επί τη ευκαιρία, ιδρύθηκε στη Σλοβακία. Η εμπειρία μου από την GUE/NGL μου απέδειξε πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, είναι για την ευρωπαϊκή αριστερά να συμφωνήσει σε μια κοινή προσέγγιση στο ζήτημα των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή των φορολογικών παραδείσων. Για να μην αναφερθώ στις διαφορετικές προσεγγίσεις για το περιβάλλον ή την πιο πρόσφατη μεταναστευτική κρίση. Κοιτάζοντας τον τεράστιο αριθμό παραγόντων που διχάζουν τη ριζοσπαστική αριστερά, είναι ακόμη πιο απογοητευτικό να συνειδητοποιεί κανείς ότι οι καπιταλιστές χρειάζονται έναν και μόνο στόχο για να ενωθούν όλοι μαζί ενάντια στους εργαζόμενους: το κυνήγι του κέρδους.
Δεν πρέπει να ασπαζόμαστε την ίδια θεωρία με τον Στρέεκ Πολάνυι ή τον Πικετί για να κατανοήσουμε πόσο βλαβερή είναι η συνεχιζόμενη συσσώρευση υπερβολικού πλούτου στα χέρια των λίγων. Σε τελική ανάλυση, αυτό τον κίνδυνο, που είναι περισσότερο από εμφανής και παρών, τον επισήμαναν με μεγαλύτερη σαφήνεια και αμεσότητα ο Μαρξ και ο Λένιν. Ο δικός μας ρόλος τώρα, είναι να του αντισταθούμε. Πιστεύω πως είναι δυνατόν, αν χρησιμοποιήσουμε μια δραστική, έγκαιρη και συντονισμένη προσέγγιση.
Αλλά, σε ποιον θα δώσουμε τον ρόλο του συντονιστή της ριζοσπαστικής αριστεράς; Η ομάδα της GUE/NGL διαλύεται και εξαντλείται από το σύστημα εργασιών του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Η ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς λειτουργεί εις βάρος μιας πολιτικής αρχών για τη ριζοσπαστική αριστερά. Κατά τη γνώμη μου, μας λείπει ένα κοινό ευρωπαϊκό σώμα, σε επίπεδο, τουλάχιστον, ομάδας εργασίας (είτε μέσα είτε έξω από την GUE/NGL), που μοναδικό της στόχο να έχει την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς, τη δημιουργία και οικοδόμηση επαφών με εταίρους, το συντονισμό και την αποτίμηση της πολιτικής κατάστασης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και το συντονισμό κοινών δραστηριοτήτων για όλη την ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου
Υποσημειώσεις:
[1] http://www.transform-network.net/blog/blog-2016/news/detail/Blog/darkness-at-the-end-of-the-tunnel.html
[2] https://www.youtube.com/watch?v=zh5JG6-s3OE