Παρόλο που τα γραπτά της Λούξεμπουργκ έχουν αναλυθεί ευρέως και η αλληλογραφία της έχει υποβληθεί σε λεπτομερή εξέταση από διάφορες οπτικές γωνίες, το παραπάνω ερώτημα είναι πιο δύσκολο να απαντηθεί από ό,τι φαίνεται.
Παρότι η έρευνα του οικογενειακού περιβάλλοντος έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στη μελέτη των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, λίγα ήταν τα στοιχεία που γνωρίζαμε για την οικογένεια της Λούξεμπουργκ, μέχρι την πρόσφατη δημοσίευση της έρευνας των Χόλγκερ Πόλιτ και Κριστόφ Πιλάφσκι. Πολλά από τα μονόπλευρα χαρακτηριστικά που της αποδίδονται, δηλαδή ότι αγαπούσε τον αυθορμητισμό και απεχθανόταν τις μεταρρυθμίσεις, ή ακόμη ότι αντιτάχθηκε στην επανάσταση, έχουν συχνά πολύ μικρή σχέση με τον αληθινή προσωπικότητα της Λούξεμπουργκ και αντανακλούν περισσότερο τα ενδιαφέροντα των αντιπάλων της. Αλλά το γεγονός ότι αυτές οι μονόπλευρες απεικονίσεις και προχειρότητες μπόρεσαν να προβληθούν ανεξέλεγκτα, οφείλεται ακριβώς στην περίπλοκη προσωπικότητά της, η οποία εν μέρει διαμορφώθηκε από το οικογενειακό της περιβάλλον. Αυτό ισχύει ακόμη και σήμερα. Ως ανεξάρτητη γυναίκα, διανοούμενη, δασκάλα και προπαγανδίστρια εβραϊκής προέλευσης, ξέφυγε τελείως από την τυπική εικόνα -που διαμόρφωσαν η μικροαστική και πατριαρχική οπτική- καταρχάς της σοσιαλδημοκράτισσας, και έπειτα της κομμουνίστριας λειτουργού, που επικράτησε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Σε αντίθεση με άλλους τιτάνες της Αριστεράς, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν μπορεί να συνοψιστεί σε ένα σλόγκαν -παρότι άφησε πίσω της διάσημες ρήσεις όπως: «ελευθερία είναι πάντα η ελευθερία των αντιφρονούντων», ή: πέρα από την επανάσταση «όλα τα άλλα είναι μια τρύπα στο νερό»-.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1871 στο Ζαμόσκ της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας. Ανήκε σε μια παραδοσιακή εβραϊκή οικογένεια εμπόρων. Όπως πολλές από αυτές που σήμερα θεωρούνται σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες, μεγάλωσε με όλο το εύρος της εκπαίδευσης της αστικής τάξης, όπως είχε διαμορφωθεί από τους στοχαστές του Διαφωτισμού και του ανθρωπισμού, και έζησε αυτή τη φιλοσοφία με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Όταν η οικογένειά της μετακόμισε στη Βαρσοβία, άρχισε να παρακολουθεί το εκεί σχολείο. Το 1889, αποφάσισε να μετακομίσει στη Ζυρίχη για τις σπουδές της. Ο ισχυρισμός ότι εγκατέλειψε την πολωνική πρωτεύουσα για πολιτικούς λόγους είναι ένας από τους πολλούς μύθους για τη Λούξεμπουργκ που έχουν διαψευστεί. Στην Ελβετία, γνώρισε τον Λέο Γιόγκιχες, ο οποίος παρέμεινε σύντροφός της αρκετά χρόνια και την έφερε σε επαφή με την κομματική πολιτική. Το 1893, έγινε συνιδρύτρια του Πολωνικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και λίγο πριν μετακομίσει στη Γερμανία το 1898, ολοκλήρωσε το διδακτορικό της (1897) με θέμα την οικονομική ανάπτυξη της Πολωνίας. Οι εμπειρίες της από τη διαμονή της στη Ζυρίχη και οι διαμάχες της με άλλα μέλη του κινήματος για τη μελλοντική πορεία της πολωνικής σοσιαλδημοκρατίας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των θεωρητικών και πολιτικών της απόψεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα μόνο ένα μέρος των γραπτών της στα πολωνικά έχει μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Το ευρύτερο κοινό θα είναι, ωστόσο, σε θέση να γνωρίσει αυτό το σημαντικό μέρος της δουλειάς της τα επόμενα χρόνια, χάρη στην πρόσφατη έκδοση των μεταφράσεων των γραπτών της στα αγγλικά. Την ίδια περίοδο, ανέπτυξε τη δική της αντίληψη περί ταυτότητας του κόμματος, και κατανόησε μια άλλη, στενά συνδεδεμένη, πτυχή: τη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας. Στα πρώιμα γνωστά γραπτά της καταπιάνεται κυρίως με τις μπλανκικές επιρροές των πρώιμων σοσιαλδημοκρατών που υποστήριζαν ότι μιλάνε για το προλεταριάτο. Ήδη σε αυτά τα έργα βλέπουμε την έκκληση που κάνει για ενότητα της μεταρρύθμισης και της επανάστασης, και για να είναι η μάθηση των μαζών και της ηγεσίας κοινή. Αυτή η προσέγγιση, η οποία αρχικά έβαλλε εναντίον των Μπλανκιστών, την έφερε γρήγορα σε σύγκρουση με το αναπτυσσόμενο ρεβιζιονιστικό κίνημα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αλλά και με την προσέγγιση του Λένιν για την οργανωτική πολιτική. Στα μάτια της Λούξεμπουργκ, η κομματική δημοκρατία ήταν ένα πολύτιμο αγαθό που ένιωθε ότι απειλούνταν από τον συγκεντρωτισμό του Λένιν, καθώς και από την αυξανόμενη κυριαρχία των κοινοβουλευτικών θέσεων και συμβιβασμών στο εσωτερικό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Όταν η κομματική ηγεσία υποτιμά την κρίση των μαζών, η σοσιαλδημοκρατία είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ένιωσε ότι οι απόψεις της δικαιώθηκαν από τη ρωσική επανάσταση που ξέσπασε μεταξύ του 1905 και του 1907. Μόλις ξεκίνησε η επανάσταση, ταξίδεψε παράνομα στη Βαρσοβία, αλλά συνελήφθη σύντομα και, τον Ιούνιο του 1906, απελευθερώθηκε με εγγύηση. Όταν επέστρεψε στη Γερμανία, έγινε δασκάλα στο σχολείο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, το 1907, και εργάστηκε εκεί μέχρι το 1914. Όσο ήταν στο Βερολίνο, χρησιμοποίησε τις εμπειρίες της από την επανάσταση για να διατυπώσει την άποψή της για τη γερμανική εργατική τάξη, γεγονός που την κατέστησε ηγέτιδα του αριστερού κινήματος του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Όταν τέθηκαν τα ζητήματα του ρόλου των μαζικών απεργιών, των κοινοβουλευτικών τακτικών, της στρατιωτικής και της αποικιοκρατικής πολιτικής, άρχισε να συγκρούεται όλο και πιο έντονα με τα βαριά ονόματα της ηγεσίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, όπως ο Αύγουστος Μπέμπελ και ο Καρλ Κάουτσκι. Αυτές οι συγκρούσεις την οδήγησαν πίσω στις ακαδημαϊκές της ρίζες, κυρίως στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ, με την οποία καταπιάστηκε παράλληλα με τη δουλειά της ως δασκάλας. Σε αντίθεση με άλλους θεωρητικούς της Δεύτερης Διεθνούς, προσέγγισε τον Μαρξ με τον παραδοσιακό μαρξικό τρόπο, δηλαδή κριτικά. Είχε ήδη επικρίνει τις ιμπεριαλιστικές τάσεις των πολιτικών της εποχής της, στις αναλύσεις περί οικονομικής πολιτικής που συνέγραψε στα τέλη του 19ου αιώνα. Όσο εργαζόταν στο σχολείο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, προσπαθούσε να βρει κάποιες λογικές εξηγήσεις για τις τάσεις αυτές χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Μαρξ. Η μελέτη όμως της μαρξικής θεωρίας της αναπαραγωγής, αναδείκνυε την ανάγκη για περαιτέρω επεξεργασία. Λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο που διαδραματίζουν οι αποικίες και οι εξαρτημένες, μη καπιταλιστικές περιοχές και κλάδοι στην αναπαραγωγή των σχέσεων του κεφαλαίου, τόνισε την ανάγκη η σοσιαλδημοκρατία να έχει σταθερές θέσεις ενάντια στον μιλιταρισμό και την αποικιοκρατία. Οι απόψεις της οδήγησαν μαρξιστές θεωρητικούς όπως ο Όττο Μπάουερ και ο Λένιν (παρότι ο τελευταίος δεν το παραδέχτηκε ποτέ), να εξετάσουν την αναπαραγωγή συνολικά και να καταστήσουν την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ, μια μακροοικονομική θεωρία. Αυτό ώθησε τη Λούξεμποργκ να γράψει το κύριο έργο της για την οικονομία: Η συσσώρευση του κεφαλαίου που αποτέλεσε τη βασική αφετηρία για το μανιφέστο του νεοεμφανιζόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, αν και μόνο για λίγα χρόνια. Το έργο έχει αναμφίβολα αδυναμίες και ελαττώματα. Αλλά διαθέτει ένα αδιάσειστο πλεονέκτημα: την αναζήτηση στη φύση των κεφαλαιακών σχέσεων των αρχών του 20ού αιώνα, των πολλαπλών επιθετικών μορφών με τις οποίες οι σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικής αγοράς και ιδιοκτησίας μπορούν να κυριαρχήσουν σε παγκόσμια κλίμακα.
Η πορεία της σκέψης και της δράσης της Λούξεμπουργκ διατηρεί μέχρι σήμερα τη βαρύτητα και την έμπνευσή της. Η κομματική δομή και η κομματική δημοκρατία, η συνεχής μάθηση μαζί με και από τις μάζες, ο διεθνισμός, η αταλάντευτη κριτική στον καπιταλισμό, ο ασυμβίβαστος αντι-μιλιταρισμός και η αναζήτηση της ανεξαρτησίας και της καλλιέργειας είναι τα στοιχεία και οι ιδέες που ενσαρκώνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, αλλά και αυτά που την κάνουν τόσο συναρπαστική, τόσο σημαντική και επίκαιρη.
Για παραπάνω διάβασμα:
– Walter Bayer, Ρόζα Λούξεμπουργκ: Ουτοπίστρια ή εξερευνήτρια;
– Holger Politt , Ο σοσιαλισμός του εργατικού κινήματος, της Ρόζα Λούξεμπουργκ
– Michael Brie , Show Us the Wonder! Where is Your Wonder?
– On Rosa Luxemburg, Για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι πιο πρόσφατες εκδόσεις