Οι επερχόμενες εκλογές για το γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Μπούντεσταγκ)

Εν μέσω της ύφεσης στον στον μεταποιητικό κλάδο της Γερμανίας και του γεγονότος ότι η Άνγκελα Μέρκελ δεν θα είναι εκ νέου υποψήφια, τα κόμματα των τριών υποψήφιων καγκελαρίων βρίσκονται πιο κοντά το ένα στο άλλο στις δημοσκοπήσεις περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά. Υπάρχει μια πιθανότητα για τη συμμετοχή και της Αριστεράς στην εξουσία: σε ένα συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους.

Αυτές οι κοινοβουλευτικές εκλογές μάλλον θα είναι μια συναρπαστική αναμέτρηση, με το εκλογικό σώμα να έχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ 47 κομμάτων. Κάποια μικρότερα κόμματα που έχουν να ανταγωνιστούν τα επτά που εκπροσωπούνται σήμερα στην Μπούντεσταγκ–τα συντηρητικά κόμματα Χριστιανοδημοκρατική Ένωση-CDU, την Χριστιανοκοινωνική Ένωση-CSU, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα- SPD, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία-AfD, το φιλελεύθερο Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα-FDP, η Αριστερά-DIE LINKE και οι Πράσινοι-είναι απίθανο να ξεπεράσουν το εκλογικό κατώφλι του 5% που απαιτείται για την είσοδο στο γερμανικό κοινοβούλιο. Ένα κόμμα που μπορεί να κάνει την έκπληξη είναι οι Ελεύθεροι Ψηφοφόροι- Freie Wähler (Free Voters), που εκπροσωπούνται ήδη σε ορισμένα περιφερειακά κοινοβούλια καθώς και στο Ευρωκοινοβούλιο (στο οποίο ανήκει στη φιλελεύθερη ομάδα Renew Europe).

Το εκλογικό σώμα

Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για την Μπούντεσταγκ έχουν 60,4 εκατομμύρια γερμανοί πολίτες άνω των 18 ετών. Λόγω των δημογραφικών στοιχείων της χώρας οι παλιότερες γενιές έχουν μεγαλύτερη επιρροή στα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτή ενισχύεται από την τάση των νεώτερων ψηφοφόρων να απέχουν από την κάλπη.

Οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις∙ αλλαγές στις εκλογικές προτιμήσεις

Ο μεταποιητικός κλάδος της Γερμανίας βρίσκεται σήμερα σε ύφεση. Αυτό δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της πανδημίας του COVID-19 και της επακόλουθης διαταραχής που προκλήθηκε στο παγκόσμιο εμπόριο καθώς και στις διακοπές στις αλυσίδες παραγωγής. Η γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει μια μακροχρόνια διαρθρωτική κρίση. Οι προβλέψεις για την οικονομική μεγέθυνση έχουν προσαρμοστεί προς τα κάτω στο επίπεδο του 2–3%. Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα επιφοριστεί με το καθήκον της αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας της χώρας στο φόντο μιας ριζικά μεταβαλλόμενης παγκόσμιας οικονομίας και του οικολογικού μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Μετά από 16 χρόνια ως καγκελάριος της Γερμανίας, η Άνγκελα Μέρκελ αφήνει πίσω της μια αμφιλεγόμενη κληρονομιά όσον αφορά την κοινωνική πολιτική. Από την μια πλευρά, διοικεί έναν σε μεγάλο βαθμό ευκατάστατο πληθυσμό. Όμως, μια μεγάλη πλειοψηφία του έχει μικρότερη επιρροή από ό,τι στο παρελθόν και έχει αναπτύξει μια αίσθηση εξάρτησης από τις δημόσιες υπηρεσίες και τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας που τον έχει διαμορφώσει ιδεολογικά και πολιτικά. Οι κοινωνικές αναταράξεις, η κλιματική κρίση, μια αποτυχημένη στρατηγική πρόληψης των καταστροφών, τα σχολεία με τα μεγάλα προβλήματα, και οι καταπονημένες διοικητικές και υγειονομικές υπηρεσίες αντιμετωπίζονται ως απειλές για μια φαινομενικά ασφαλή ευημερία, απειλές για τις οποίες

ευθύνονται οι «πολιτικοί» και «τα κόμματα». Η σημερινή κατάσταση στο Αφγανιστάν θέτει το πρόσθετο θέμα εξωτερικής πολιτικής του σχετικά με την ικανότητα των υποψηφίων στη διαχείριση κρίσεων. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία αντιμετωπίζει μια πολιτισμική υπερένταση. Εμφανίστηκαν εχθρικά αντίπαλα στρατόπεδα σε διάφορα θέματα, από τα εμβόλια, τον COVID-19 και την επιστήμη μέχρι τις ψευδείς ειδήσεις (fake news), τη μετανάστευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Στη δημόσια σκηνή εμφανίστηκαν νέες μορφές εξτρεμισμού.

Ποιο είναι το νέο αυτή τη φορά;

Δύο πράγματα θα είναι διαφορετικά στις βουλευτικές εκλογές αυτού του χρόνου. Πρώτον, η απερχόμενη Άνγκελα Μέρκελ δεν θα είναι εκ νέου υποψήφια. Κανείς δεν είναι σε θέσση να ασχοληθεί κριτικά μαζί της, αλλά όλοι θα συγκριθούν με αυτήν. Και η καγκελάριος Μέρκελ είναι αυτή την στιγμή εξαιρετικά δημοφιλής. Ως ο απερχόμενος αντικαγκελάριος, ο υποψήφιος του SPD Όλαφ Σολτς παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον «προφανή» συνεχιστή της προηγούμενης κατάστασης. portrays himself almost as the ‘obvious’ continuity candidate. Κάνοντάς το αυτό, ελπίζει να πάρει πίσω τους «μερκελιστές σοσιαλδημοκράτες», δηλαδή εκείνους από τους συνήθεις ψηφοφόρους του SPD που φήφισαν την CDU λόγω της Μέρκελ.

Η Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) και ο Άρμιν Λασετ (CDU) δεν τα έχουν πάει καλά. Το αποτέλεσμα είναι πολύ σοβαρό αν λάβει κανείς υπόψη ότι στους εξαιρετικά περίπλοκους καιρούς και σε στιγμές που απαιτείται μεγαλύτερη καθοδήγηση και ηγετική ικανότητα, η προσωπικότητα εκείνων που θα έχουν τη βασική ευθύνη της διακυβέρνησης είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.

Δεύτερον, αυτές οι εκλογές έχουν προσθέσει ένα νέο επίπεδο πολυπλοκότητας. Στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά των κομμάτων των τριών υποψήφιων καγκελαρίων είναι πιο κοντά από ποτέ το ένα στο άλλο. Παραμένει ασαφές ποιο από τα κόμματα το CDU, το SPD ή οι Πράσινοι, θα υπερισχύσει στις εκλογές. Είναι επίσης ασαφές ποια από τις πολλές συμμαχικές επιλογές θα αποφασιστεί. Με εξαίρεση το AfD, όλα τα καθιερωμένα κόμματα είναι υποψήφια για έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Αυτό σημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι οι ψηφοφόροι δεν γνωρίζουν ποιος θα είναι τελικά ο ηγέτης της χώρας. Σημαίνει επίσης ότι, μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας, οι υποσχέσεις των εκλογικών προγραμμάτων και οι δηλώσεις των υποψηφίων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου θα παίξουν τελικά δευτερεύοντα ρόλο στις διερευνητικές συζητήσεις για τη δημιουργία κάποιου κυβερνητικού συνασπισμού.

Η εμπειρία της χώρας από την πολιτική που έχουν ασκήσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις των κρατιδίων στις οποίες κατά περίπτωση συμμετέχουν διάφορα από τα υποψήφια κόμματα, και είχαν στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, έχει μια πρόσθετη συμβολή στη δυσαρέσκεια με ένα κομματικό σύστημα στο οποίο τα κόμματα πασχίζουν να αναδείξουν τις μεταξύ τους διαφορές.

Έχει ξεκινήσει μια μάχη για τον τρόπο έκφρασης του πολιτικού μομέντουμ. Το «νέο» είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πολύ στην εκστρατεία του CDU/CSU, το «τώρα» εμφανίζεται στις αφίσες του DIE LINKE, τα προβλήματά μας «ποτέ» δεν ήταν τόσο μεγάλα υποστηρίζει το FDP, ενώ οι Πράσινοι είναι «έτοιμοι». Είτε υπάρχει μια σταθερή έκκληση για αλλαγή είτε η πεποίθηση ότι η αλλαγή έχει συμβεί και τώρα ήρθε η ώρα της άμεσης δράσης.

Αποτελέσματα των εκλογών για την Μπούντεσταγκ του 2017

CDU/CSU: Χριστιανοδημοκρατική Ένωση/Χριστιανοκοινωνική Ένωση, SPD: Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, LINKE: Η Αριστερά, FDP: Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, AfD: Εναλλακτική για τη Γερμανία
Πηγή: Tagesschau.de

Τα βασικά θέματα και οι θέσεις των κομμάτων

Δομική οικονομική αλλαγή, οικολογικός μετασχηματισμός και εκσυγχρονισμός του κράτους πρόνοιας: αυτές είναι οι τρεις βασικές πολιτικές προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούν τα κόμματα που συμμετέχουν στις εκλογές-και πρέπει να το κάνουν σε ασυνήθιστους καιρούς που χαρακτηρίζονται από αστάθεια και κρίση.

Ποια είναι τα βασικά θέματα που υπάρχουν στα εκλογικά προγράμματα των κομμάτων [1];

Τo CDU και το CSU θεωρού ότι είναι τα μόνο λαϊκά κόμματα που έχου απομείνει. Το πρόγραμμά τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πλατφόρμα που είχε στις εκλογές του 2017. Το σύνθημά τους για τη Γερμανία και για την πολιτική της ΕΕ είναι «σταθερότητα».
Μετά από σημαντικές κυβερνητικές παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές προσπαθούν να επαναφέρουν το κράτος σε ένα ανεκτό επίπεδο.
Εστιάζουν την προσοχή τους εστιάζεται στο ζήτημα της τεχνολογίας και των υποδομών. Στο πρόγραμμα γίνεται έκκληση για μιας μεγάλης κλίμακας προώθηση της καινοτομίας. Αυτό θα συνδυαστεί με μείωση της γραφειοκρατίας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα θέματα νόμου και τάξης βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα. Τα ζητήματα που αφορούν το κράτος πρόνοιας είναι ζωτικής σημασίας.
Οι ενεργητικές ευρωπαϊκές και παγκόσμιες πολιτικές έχουν ιδιαίτερη θέση στο πρόγραμμα των CDU/CSU, όπως και η μεγαλύτερη ολοκλήρωση της ΕΕ και η επιθυμία αυτή να παίζε έναν καθοριστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Το κλίμα και το περιβάλλον είναι χαμηλά στην ατζέντα τους.

Για άλλη μια φορά, το SPD τονίζει την ανάγκη για επενδύσεις στο κράτος πρόνοιας: παροχή δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης, βελτιωμένη κοινωνική προστασία για τους άνεργους, συντάξεις και βασικό επίδομα παιδιού. Το SPD παρουσιάζεται ως το κόμμα των εργαζομένων, απαιτώντας «καλές και ασφαλείς θέσεις εργασίας».
Ο όρος που χρησιμοποεί το SPD διατυπώνοντας το αίτημά του για μεγαλύτερη ισότητα σε θέματα όπως το εισόδημα και ο πλούτος, η προστασία των μειονοτήτων, το φύλο, η κατανομή των οικονομικών βαρών της που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, είναι «σεβασμός». Η βιωσιμότητα είναι ένα άλλο βασικο θέμα του εκλογικού του προγράμματος.
Σε γενικές γραμμές, το SPD θέτει τη ρύθμιση της αγοράς και τις επενδύσεις στο κράτος πρόνοιας στην κορυφή της ατζέντας του. Η συμπερίληψη θεμάτων όπως η ισότητα και ο σεβασμός καθιστούν αυτό το πρόγραμμα πιο αριστερό σε σύγκριση με εκείνο που είχε στις εκλογές του 2017.

Στο δικό του προεκλογικό πρόγραμμα, το AfD εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στις αυστηρές συντηρητικές, «παραδοσιακές αξίες», ιδιαίτερα στην «οικογένεια». Όσον αφορά την απορρύθμιση, το κόμμα υποστηρίζει μια ακόμη πιο υπερ-ελεύθερη αγορά και από το FDP. Η αντι-ΕΕ πολιτική είναι επίσης ένα καθοριστικό στοιχείο της ατζέντας του. Με το σύνθημα «Πρώτα η Γερμανία» προωθεί τον εθνικισμό και τον πατριωτισμό. Το AfD απορρίπτει την παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων από τα μέτρα που επιβάλλονται για τον έλεγχο της πανδημίας. Οι «πολιτικές ελευθερίες» αποτελούν την αιχή του δόρατος του αγώνα του εναντίον, μεταξύ άλλων, των κρατικών ΜΜΕ «που αντιμετωπίζουν του πολίτες ως νήπια», της πολιτικής ορθότητας κ.λπ. Πρόκειαι, αναμφίβολα, για ένα δεξιό πρόγραμμα.

Το FDP εμφανίζεται ως ένα προοδευτικό φιλελεύθερο κόμμα που επικεντρώνει την προσοχή του στις ίσες ευκαιρίες, τις πολιτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ενδυνάμωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά τα άλλα, το κόμμα πιστεύει ακράδαντα στην ελεύθερη αγορά, την απορρύθμιση και την απελευθέρωση της οικονομίας της αγοράς από τη γραφειοκρατία και τις κυβερνητικές ρυθμίσεις.
Η ψηφιοποίηση είναι ένα μείζον θέμα. Το κόμμα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την προώθηση της τεχνολογικής εξέλιξης και επιμένει ότι πρέπει να επεκταθούν οι υποδομές που σχετίζονται με αυτήν. Σε αντίθεση με προηγούμενα εκλογικά του προγράμματα, αυτή τη φορά το φιλελεύθερο αυτό κόμμα κάνει έκκληση και για επενδύσεις στο κράτος πρόνοιας.

Οι Πράσινοι διατηρούν την γνωστή προσέγγισή τους στα προγραμματικά θέματα η οποία που βασίζεται στις αξίες τους. Η προτεραιότητά τους είναι η ισότητα και η δικαιοσύνη, που συνδέονται με το κλίμα και τηβιωσιμότητα.
Το πρόγραμμά τους κλίνει επίσης σαφώς υπέρ «της προτεραιότητας του κράτους». Περισσότερη κυβέρνηση, υπό την έννοια της επέκτασης του κράτους πρόνοιας, σημαίνει να δοθεί βάρος στην ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών, με έμφαση στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου δημόσιο τομέα υγείας. Πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ρύθμιση στην αγορά εργασίας, και να βελτιωθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης. Όμως, για τους Πράσινους ένα μεγαλύτερο κράτος σημαίνει επίσης την ενίσχυση κάποιων θεσμών, όπως η αστυνομία και ο στρατός, καθώς και αυστηρότερες ρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι πλούσιοι ιδιώτες και οι εταιρείες πρέπει να πληρώνουν περισσότερους φόρους∙ συζητείται επίσης η επιβολή ενός φόρου περιουσίας. Προβλέπονται μεγαλύτερες κρατικές επενδύσεις σε «πράσινες» τεχνολογίες και στην έρευνα, καθώς και κοινωνικά μέτρα για την ανακούφιση των επιπτώσεων που θα έχουν οι αλλαγές. Η Γερμανία πρέπει να έχει μια ενεργητική μεταναστευτική πολιτική, καθώς και μια πιο ενεργητική εξωτερική πολιτική στα ζητήματα που αφορούν την προστασία του κλίματοςκαι τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Παραδοσιακά, το DIE LINKE εστιάζει την προσοχή του στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, δηλαδή της κοινωνικής αναδιανομής σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, και σε μια ειρηνική εξωτερική πολιτική.

Το πολιτικό εργαλείο που έχει επιλέξει είναι η αναδιανομή: αυτή περιλαμβάνει μια διαφορετική πρωτογενή κατανομή (υψηλότεροι μισθοί, εξάλειψη του τομέα των χαμηλών μισθών), μεταφορά εισοδημάτων (υψηλότερες συντάξεις, συνταξιοδότηση το αργότερο στα 65 έτη, αύξηση των χαμηλών συντάξεων) και κοινωνικές εγγυήσεις έναντι διαφόρων κινδύνων.

Πρέπει να διευρυνθεί το κράτος πρόνοιας και να βελτιωθούν οι δημόσιες υπηρεσίες (στους τομείς της διαβίωσης, της φροντίδας και της υγείας, της εκπαίδευσης και των τοπικών δημόσιων συγκοινωνιών). Όλες αυτές οι δαπάνες θα χρηματοδοτηθούν μέσω μιας φορολογικής πολιτικής που θα μετατοπίζει το βάρος από εκείνους που έχουν χαμηλά και μεσαία εισοδήματα σε εκείνους που έχουν υψηλά εισοδήματα ή σημαντικό πλούτο.

Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι η «δίκαιη μετάβαση» σε σχέση με το κλίμα και το περιβάλλον. Και εδώ το κλειδί είναι η κοινωνική αναδιανομή.

Το πρόγραμμα του DIE LINKE προβάλλει ως βασική αξία την αλληλεγγύη, υποστηρίζοντας μια ριζοσπαστική, προοδευτική, ελευθεριακή πολιτική κατά των διακρίσεων και του ρατσισμού και μια πολιτική για το άσυλο και τους πρόσφυγες στην οποία αντανακλάται αυτή η αξία.

Το DIE LINKE πρέπει να είναι πάλι στην Μπούντεσταγκ μετά από αυτές τις εκλογές. Σ’ αυτήν την περίπτωση ένας μόνο δρόμος υπάρχει για τη συμμετοχή του στην εξουσία: ένας συνασπισμός με το SPD και τους Πράσινους. Κανένα από τα τρία κόμματα δεν είναι υπέρ μιας τέτοιας εταιρικής σχέσης, αλλά και κανένα δεν την αποκλείει. Η εκπροσώπηση στο γερμανικό κοινοβούλιο είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του κόμματος. Η πολιτική του ατζέντα έχει διαμορφωθεί εδώ και μια δεκαετία, και έκτοτε υπάρχει εισροή νέων μελών που αποτελούν πλέον το 50% της βάσης του κόμματος.Το DIE LINKE είναι πράγματι ένα κόμμα του μέλλοντος.

 

Υποσημείωση

  1. Αυτό βασίζεται στην ανάλυση του Berlin Social Science Center (WZB):
This site is registered on wpml.org as a development site.