Ποιοι είναι οι αντιπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και γιατί αγωνίζονται;
Το transform! europe έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενα τα οποία αναλύουν το εκλογικό σώμα των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη, με κύρια την έκδοση Ριζοσπαστική μέσα στη διαφορετικότητά της: η Ευρωπαϊκή Αριστερά το 2010-2020. Δεν ισχύει όμως το ίδιο όσον αφορά την ανάλυση των ίδιων των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών κομμάτων και ιδίως εκείνων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΕΑ). Προκειμένου να καλυφθεί αυτό το χάσμα, το transform! europe πραγματοποιεί έρευνες ήδη από το τρίτο συνέδριο του κόμματος, το 2010, με αντικείμενο τους αντιπροσώπους του κόμματος σε κάθε συνέδριό του. Αυτό γίνεται για να καταστεί δυνατή η καλύτερη κατανόηση της σύνθεσης των αντιπροσώπων, του πόσο διαφορετικά είναι τα αριστερά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, του τι ευαγγελίζονται οι αντιπρόσωποι και πού εντοπίζουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες για μια κοινή ευρωπαϊκή δράση.
Αυτό το άρθρο συνοψίζει τις τέσσερις έρευνες που διεξήχθησαν στα συνέδρια του κόμματος: το 2010 στο Παρίσι, το 2013 στη Μαδρίτη, το 2016 στο Βερολίνο και το 2019 στη Μάλαγα. Βασίζεται στις αναλύσεις που δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο του transform! europe.
Δεν κατέστη δυνατό να ληφθούν υπόψη οι πιο πρόσφατες κρίσεις, όπως η πανδημία του Covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Παρόλο τον περιορισμό, μπορούμε να κάνουμε ένα σύνολο σημαντικών διαπιστώσεων σχετικά με τους δρώντες, συμπεριλαμβανομένων των σκέψεων τους για την εικόνα του εαυτού τους, την κοινωνικοοικονομική και κοινωνικο-πολιτισμική τους θέση και τη στάση τους απέναντι στην ΕΕ και άλλα σημαντικά ευρωπαϊκά ζητήματα. Παρόμοιες διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν και για το ίδιο το ΚΕΑ, τις μεθόδους εργασίας και την αποτελεσματικότητά του σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Συνέχεια, παρά την ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού
Προκύπτει ένα αξιοσημείωτο παράδοξο: σχεδόν μόνο το 10% των σημερινών αντιπροσώπων συμμετείχε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στη Ρώμη το 2004. Μόνο ένα 40% των αντιπροσώπων της Μάλαγας, το 2019, συμμετείχε στο συνέδριο του 2016 στο Βερολίνο. Επομένως, υπάρχουν πάντα νέοι αντιπρόσωποι που αποστέλλονται στα συνέδρια του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ωστόσο, παρατηρούνται εκπληκτικές συνέχειες όσον αφορά την κοινωνική τους σύνθεση, τη στράτευσή τους και την πολιτική τους θέση. Εμφανίζουν όμως διαφορές στην αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και κυρίως στη στάθμιση των νέων ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Η ηλικία και η κοινωνική θέση των αντιπροσώπων
Οι αντιπρόσωποι εκπροσωπούν ακριβώς το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκουν, σε μεγάλο βαθμό σε εθνικό επίπεδο: τα μεσαία και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα του εκλογικού σώματος και τα αντίστοιχα τμήματα των «λαϊκών τάξεων», ειδικά στις μεγάλες πόλεις.
Η ηλικιακή σύνθεση εξισορροπείται με την πάροδο του χρόνου στα κομματικά συνέδρια, δηλαδή, παρόλο που οι νέοι αντιπρόσωποι είναι πλειοψηφία, τόσο το ποσοστό των αντιπροσώπων ηλικίας έως 34 ετών, όσο και εκείνο των άνω των 65 είναι περίπου το ένα τέταρτο, ενώ οι αντιπρόσωποι μεταξύ 35 και 64 ετών αποτελούν περίπου το μισό του συνόλου. Πάνω από 70% προέρχονται από μεγάλες πόλεις, με μόνο το 8,5% από μικρότερες ή από αγροτικές περιοχές.
Η συντριπτική πλειονότητα των αντιπροσώπων αυτοπροσδιορίζονται ως άθεοι ή άπιστοι, ενώ λιγότεροι από 10% θεωρούν τους εαυτούς τους πιστούς. Αυτό ίσχυε τόσο το 2010 όσο και το 2019.
Μια παρόμοια συνέχεια παρατηρείται στην κοινωνική θέση των αντιπροσώπων: το ποσοστό των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης ήταν περίπου 45%. Το ποσοστό των επαγγελματικά ανενεργών ή συνταξιούχων ήταν περίπου 20% σε όλα τα συνέδρια του κόμματος. Το ποσοστό των προσωρινά εργαζομένων έχει αυξηθεί από 9% (2013) σε 14% (2019). Περίπου 7% είναι αυτοαπασχολούμενοι. Τα χαμηλά ποσοστά ορισμένων ομάδων παραμένουν σχεδόν σταθερά, όπως οι άνεργοι -περίπου 6%- και οι φοιτητές: γύρω στο 4%.
Αντίο στους βιομηχανικούς εργάτες: Μόνο το 6% των αντιπροσώπων εργάζονται στη βιομηχανία. Αυτό αντικατοπτρίζει την αδύναμη σύνδεση που έχουν τα κόμματα-μέλη της ΕΑ με το κλασικό βιομηχανικό προλεταριάτο –στο βαθμό που εξακολουθεί να υπάρχει στις χώρες της Νότιας και της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης-. Το χαμηλό ποσοστό εξειδικευμένων και ημιειδικευμένων εργαζομένων (2,5% για την κάθε κατηγορία) θα πρέπει επίσης να εξεταστεί στο πλαίσιο αυτό. Το ποσοστό των αντιπροσώπων που εργάζονται στη γεωργία είναι ακόμη χαμηλότερο.
Υψηλά επίπεδα τυπικής εκπαίδευσης: Παρόλο που τα εκπαιδευτικά προσόντα δεν ελήφθησαν υπόψη κατά την παρουσίαση της αξιολόγησης του ερωτηματολογίου του 2018, μπορούμε να συμπεράνουμε, λόγω της περιγραφής της θέσης εργασίας, ότι η συνέχεια είναι και εδώ εμφανής. Όπως προκύπτει από τις αξιολογήσεις που έγιναν από το 2010 έως το 2016, το ποσοστό των επιστημόνων είναι πάνω από 80%, όμως, με εντελώς διαφορετικές εισοδηματικές πραγματικότητες, συμπεριλαμβανομένης και της επισφαλούς εργασίας. Αντίθετα, το ποσοστό των αντιπροσώπων με επαγγελματικά προσόντα είναι σημαντικά χαμηλότερο, γύρω στο 6%.
Η μεσαία τάξη: Πάνω από 70% των αντιπροσώπων ανήκουν στη μεσαία τάξη, η οποία περιλαμβάνει και την ανώτερη μεσαία τάξη, σε ποσοσστό γύρω στο 5%, και την κατώτερη, σε ποσοστό άνω του 17%. Πάνω από το ένα τέταρτο τοποθετούν τους εαυτούς τους στην εργατική τάξη και γύρω στο 4% στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Με εισοδηματικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι 7,5% των αντιπροσώπων έχουν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα 100.000 ευρώ και ένα άλλο 7,5% μεταξύ 100.000 και 70.000 (ποσοστά τα οποία έχουν αυξηθεί μετά τα τελευταία συνέδρια του κόμματος). Περισσότεροι από τους μισούς αντιπροσώπους έχουν οικογενειακό εισόδημα μεταξύ 20.000 και 70.000 ευρώ. Περίπου ένα τρίτο από αυτούς ζει σε νοικοκυριά με εισόδημα μεταξύ 5.000 και 20.000 ευρώ, κυρίως αντιπρόσωποι από χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ).
Σχετικά με την κοινωνικοπολιτική στράτευση των αντιπροσώπων
Διάφορες πολιτικές γενιές: Οι περισσότεροι ερωτηθέντες (59%) εντάχθηκαν στα εθνικά τους κόμματα τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι για την πλειονότητα των αντιπροσώπων της ΕΑ, οι λόγοι της ένταξής τους σε κάποιο κόμμα συμπίπτουν με τη δυσφορία κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, την εναντίωσή τους στην ολοκληρωτική διάλυση των κοινωνικών υποδομών και την περαιτέρω ένταση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ως αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης του 2008-2009. Μόνο το ένα τρίτο των ερωτηθέντων πολιτικοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1960-1989, δηλαδή, σε περιόδους κρατικού σοσιαλισμού και μαζικών αντιπαραθέσεων, ή κλιμάκωσης των στρατιωτικών συγκρούσεων και της απειλής μιας πυρηνικής σύγκρουσης.
Υψηλές θέσεις των αντιπροσώπων, έναντι της χαμηλής επιρροής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Πάνω από το 40% των αντιπροσώπων συμμετέχουν στα ανώτερα όργανα των εθνικών τους κομμάτων, περίπου το 30% σε υψηλές θέσεις, περίπου το 13% σε μεσαία όργανα και μόνο το 15-17% είναι μέλη χωρίς κομματικές ευθύνες. Αυτό δεν άλλαξε με τα χρόνια. Είναι ενδιαφέρον ότι μόνο το ένα τρίτο των αντιπροσώπων βλέπουν μια «ισχυρή» ή «πολύ ισχυρή» επιρροή της ΕΑ στο κόμμα τους. Για το 40%, η επιρροή δεν είναι "τόσο ισχυρή" και λίγο λιγότερο από το 20% δεν βλέπουν καμία επιρροή στο κόμμα τους.
Η συμμετοχή τους στα συνδικαλιστικά όργανα και τα κοινωνικά κινήματα: Ένας μεγάλος βαθμός συνέχειας είναι εμφανής μεταξύ των αντιπροσώπων των τελευταίων τεσσάρων κομματικών συνεδρίων όσον αφορά στην πολιτική και την κοινωνική τους συμμετοχή. Περίπου το 80% των αντιπροσώπων είναι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων σε εθνικό επίπεδο. Παρομοίως, υπάρχουν υψηλά ποσοστά συμμετοχής και σε οργανώσεις της νεολαίας (λίγο κάτω από 80%). Μέχρι 60% των αντιπροσώπων συμμετέχουν ή συμμετείχαν σε κάποιο κοινωνικό κίνημα (κίνημα ειρήνης, περιβαλλοντικό κίνημα) ή ήταν/είναι μέλη σε οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το ποσοστό των αντιπροσώπων που δραστηριοποιούνται σε φεμινιστικές οργανώσεις είναι λίγο πάνω από το 30% – ποσοστό που έχει αυξηθεί κατά 10 μονάδες με την πάροδο του χρόνου-. Περίπου 40% των αντιπροσώπων έχουν συμμετάσχει σε ένα από τα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ. Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, το ATTAC ή το Alter Summit αφορούν μόνο το 20% των αντιπροσώπων.
Περί αυτοπροσδιορισμού
Στην ενότητα που αφορά στον αυτοπροσδιορισμό τους, ο πολιτικός τους προσανατολισμός -αν, για παράδειγμα, είναι κομμουνιστές ή αντικαπιταλιστές- παίζει σαφώς πιο σημαντικό ρόλο (75%) από την κοινωνική τους τάξη (44%), το φύλο (26%) ή την εθνική τους ταυτότητα (9.5%, με τη δυνατότητα πολλαπλών απαντήσεων).
Λίγο περισσότεροι από τους μισούς αντιπροσώπους (52%) θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μιας εθνικής κοινότητας και ταυτόχρονα Ευρωπαίους/ες. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε υπέρ εκείνων που επιλέγουν μόνο τον εθνικό προσδιορισμό. Το 2019, το ποσοστό αυτό αφορούσε το 19% των αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένων κυρίως αντιπροσώπων ηλικίας έως 34 ετών. Αυτή η τάση ήταν ήδη εμφανής το 2016: το 24% και το 23% των αντιπροσώπων από τη Βόρεια Ευρώπη και τις χώρες της ΚΑΕ αντίστοιχα και το 23% όλων των αντιπροσώπων ηλικίας έως 34 ετών προσδιορίστηκαν μόνο με βάση την εθνική τους ταυτότητα το 2016. Από την άλλη, το ποσοστό των αντιπροσώπων που αισθάνονται και Ευρωπαίοι και μέλη μιας εθνικής κοινότητας (με πρώτο τον ευρωπαϊκό προσδιορισμό τους) παρέμεινε σταθερό με την πάροδο του χρόνου σε λίγο περισσότερο από 20%.
Στο συνέδριο του κόμματος το 2019, ελαφρώς λιγότεροι από 25% δήλωσαν "όχι πολύ ικανοποιημένοι" με την κατάσταση της ΕΕ και ελαφρώς λιγότεροι από το 70% "καθόλου ικανοποιημένοι". Μόνο το ένα τρίτο θεωρούσαν ότι η χώρα τους επωφελείται από την ΕΕ, ενώ λίγο κάτω από 40% δεν πίστευαν το ίδιο. Παρ’ όλα αυτά, περισσότεροι από 70% δεν πίστευαν ότι η χώρα τους πρέπει να εγκαταλείψει την ΕΕ και το ίδιο ίσχυε σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό με την ευρωζώνη.
Τα δικαιώματα στην Ευρώπη και άλλα ζητήματα
Οι αντιπρόσωποι, ωστόσο, βλέπουν πολλά προβλήματα και σε εθνικό επίπεδο. Εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους για την κατάσταση της δημοκρατίας το 2019, με φόντο την αυξανόμενη άνοδο της Δεξιάς στην Ευρώπη. Σχεδόν 80% των αντιπροσώπων είναι δυσαρεστημένοι με τη δημοκρατία στη χώρα τους και πάνω από το 80% βλέπουν ισχυρά ή πολύ ισχυρά ακροδεξιά κόμματα στις χώρες τους. Οι στρατηγικές που πρότειναν ήταν κυρίως η ύπαρξη αριστερών δομών στις όλο και πιο φτωχές γειτονιές και η αυξημένη συμμετοχή των συνδικάτων. Οι συγκεκριμένες επιλογές δράσης που πρότειναν ήταν κυρίως η πολιτική συμμετοχή των μεταναστών (περίπου 80%), η εφαρμογή πολυπολιτισμικών προσεγγίσεων και η δουλειά κατά του φασισμού.
Όταν ρωτήθηκαν σχετικά με μεμονωμένες πολιτικές δηλώσεις που έχουν κάνει επανειλημμένα, το ποσοστό συμφωνίας μεταξύ των αντιπροσώπων ήταν πολύ μεγάλο σε ορισμένα θέματα: το δικαίωμα στην άμβλωση (σχεδόν 100%), η εθνικοποίηση των σημαντικών βιομηχανιών και των δημόσιων υπηρεσιών (σχεδόν 100%), το δικαίωμα των μεταναστών να διατηρούν τα έθιμά τους (περίπου 90%), το δικαίωμα γάμου για τα άτομα ίδιου φύλου (80%), η πεποίθηση ότι οι μετανάστες συνεισφέρουν στη χώρα τους (λίγο κάτω από 90%). Αυτές οι αξίες ήταν πολύ λιγότερο διαδεδομένες στο παρελθόν. Την απελευθέρωση της χρήσης της κάνναβης εγκρίνει πλέον το 70% των αντιπροσώπων.
Η ιδεολογική τοποθέτηση των εθνικών τους κομμάτων
Όταν ρωτώνται για την ιδεολογία του δικού τους (εθνικού) κόμματος, αναδύεται μια διαφοροποιημένη εικόνα. Τα πιο συχνά αναφερόμενα κόμματα είναι τα κομμουνιστικά (άνω του 30%). Ακολουθούν τα σοσιαλιστικά και τα αντικαπιταλιστικά (άνω του 20%), και προοδευτικά κόμματα. Τα εθνικά κόμματα διαδραματίζουν πολύ μικρότερο ρόλο από τα οικολογικά ή τα φεμινιστικά.
Η μεγάλη πλειονότητα (90%) των αντιπροσώπων θεωρεί τα κοινωνικά κινήματα όχι μόνο ως τους στενότερους συμμάχους των αριστερών κομμάτων, αλλά και ως καθοριστικούς παράγοντες για τον μετασχηματισμό (σχεδόν 70%, σε σύγκριση με τα αριστερά κόμματα, που εμφανίζουν ποσοσστό 64%). Παραδόξως, όταν τους ζητήθηκε να εντοπίσουν τους κύριους παράγοντες του κοινωνικού μετασχηματισμού, μόνο το 32% τον συνέδεσε με την παραδοσιακή εργατική τάξη και μόνο το 30% με τους επισφαλείς εργαζόμενους. Για τους αντιπροσώπους, το ίδιο ισχύει μάλλον και για τη νεολαία και τις γυναίκες, με ποσοστό και για τις δυο κατηγορίες 48%. Αυτό αναδεικνύει ένα διπλό πρόβλημα: αφενός, τη θέση μιας μάλλον συντηρητικής εργατικής τάξης –ιδίως του στενότερου πυρήνα του βιομηχανικού προλεταριάτου– και, αφετέρου, την έλλειψη βιώσιμων δεσμών με αυτούς.
Η κατάταξη των εθνικών κομμάτων των αντιπροσώπων και του ΚΕΑ στην κλίμακα Αριστερά – Δεξιά, υπήρξε αξιοσημείωτη. Με την πάροδο του χρόνου, η πλειονότητα των αντιπροσώπων τοποθετούν τον εαυτό τους μεταξύ του 1 και του 2, σε μια κλίμακα που κυμαίνεται μεταξύ του 1 (ριζοσπαστική Αριστερά) και του 10 (άκρα Δεξιά). Η πλειοψηφία των εθνικών κομμάτων βρίσκεται γύρω στο 2 της κλίμακας και το ΚΕΑ τοποθετείται δεξιότερα, με μετατοπίσεις προς τα αριστερά μεταξύ του 2010 και του 2016, που το κατατάσσουν στο 2,6 κατά μέσο όρο.
Το 2019, η έρευνα ρωτούσε αν η αποτελεσματικότητα του ΚΕΑ είχε γίνει ισχυρότερη ή ασθενέστερη μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009. Περίπου το ένα τρίτο των αντιπροσώπων θεωρούν την Ευρωπαϊκή Αριστερά ισχυρότερη από πριν, λίγο λιγότερο από το 20% τη θεωρεί αμετάβλητη, και περίπου το 45% τη θεωρούν κάπως ασθενέστερη ή σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι πριν από την κρίση –νηφάλια αξιολόγηση-.
Οι πιο ξεκάθαρες θέσεις και τα μεγαλύτερα ποσοστά συμφωνίας μεταξύ των αντιπροσώπων των κομμάτων μελών και παρατηρητών εντοπίζονται στα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας των φύλων (90 %). Τα ποσοστά συμφωνίας για το κράτος πρόνοιας, την ανεργία, την εκπαίδευση, την υγεία και τη μετανάστευση είναι κάπως χαμηλότερα. Όσον αφορά το περιβάλλον, την ασφάλεια και την άμυνα, μόνο το 60% και το 58% αντίστοιχα έχουν κοινές θέσεις. Οι θέσεις τους για τον πληθωρισμό, το ευρώ, την ενεργειακή πολιτική και τα ζητήματα της τεχνολογίας και της επιστήμης θα αποκτήσουν μακροπρόθεσμα στρατηγική σημασία για την Ευρωπαϊκή Αριστερά. Το μικρότερο ποσοστό συμφωνίας αφορά στη διεύρυνση της ΕΕ (30%).
Το 2018, τα θέματα που επισημάνθηκαν ως χρήζοντα προσοχής περιλάμβαναν: την περιβαλλοντική και την κλιματική πολιτική (60%), τα κοινωνικά ζητήματα και την αντιμετώπιση των κρίσεων (30%), την οικονομία, τους φόρους και τη μετανάστευση (πάνω από 20%), τις διεθνείς σχέσεις, την ανεργία, την έμφυλη δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την υγεία (μεταξύ 10-15%). Η πολιτική ασφάλειας και άμυνας, η ενεργειακή πολιτική και οι συντάξεις έλαβαν χαμηλότερες βαθμολογίες. Αυτό σίγουρα θα αλλάξει στο μέλλον, ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, η κατάταξη δείχνει πιθανές ομοιότητες.
Η ικανότητα δράσης της Eυρωπαϊκής Αριστεράς
Η πολιτική ικανότητα δράσης της Eυρωπαϊκής Αριστεράς αντιμετωπίζεται πολύ κριτικά. Το 57% τη θεωρεί "όχι ισχυρή" και το 36% "καθόλου ισχυρή". Αυτό σημαίνει ότι πάνω από το 90% των αντιπροσώπων θεωρούν ότι η ΕΑ, απέναντι στις σημερινές προκλήσεις, δεν έχει επαρκή δυναμική παρέμβασης. Αυτό ασφαλώς συνδέεται με την επιδείνωση των συνθηκών του ευρωπαϊκού πλαισίου, με τη μείωση των πόρων του ΚΕΑ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τον ρόλο που παίζει στη διαμόρφωση της εθνικής αριστερής πολιτικής και με τη σημασία που έχει η ευρωπαϊκή πολιτική για τους εθνικούς αγώνες. Ως εκ τούτου, το ζήτημα του πώς θα αυξήσουμε τις δυνατότητες και την επιρροή του ΚΕΑ είναι επείγον. Σε ποια ζητήματα εμφανίζονται οι μεγαλύτερες αλληλεπικαλύψεις, προκειμένου να καταστούν οι ευρωπαϊκές εκστρατείες αποφασιστικές;