Ο Φαμπιάν Φιγκεϊρέντο πραγματοποιεί μια αιχμηρή ανάλυση που σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο οι σημερινές συνθήκες στην Ευρώπη και τον Παγκόσμιο Βορρά, στις οποίες κυριαρχούν ο πόλεμος, η ενεργειακή κρίση και ο εθνικισμός, επηρεάζουν την ανάπτυξη της Aκροδεξιάς.
Στο Θερινό Πανεπιστήμιο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2022 στην πόλη Αβέιρο της Πορτογαλίας, το transform! europe μου έθεσε 12 προκλητικές ερωτήσεις σχετικά με την Ακροδεξιά στον Παγκόσμιο Βορρά και τον διαδοχικό κύκλο κρίσεων που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Στη συζήτηση της ολομέλειας του συνεδρίου με θέμα «Δημοκρατία σε όλο τον κόσμο: να πολεμήσουμε την Ακροδεξιά», κατάφερα, με την πολύτιμη συμβολή της οικονομολόγου Γιούλια Γιουρτσένκο και το συντονισμό της συζήτησης από την Κορνήλια Χίλντεμπραντ, να απαντήσω ικανοποιητικά μόνο σε δύο από τις ερωτήσεις. Η ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε με βάση αυτές δεν μας επέτρεψε από πλευράς χρόνου να ασχοληθούμε με τις υπόλοιπες. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα μπορέσουμε να ξανασυναντηθούμε για να εμβαθύνουμε και να επικαιροποιήσουμε τον διάλογο που αρχίσαμε. Οι γραμμές που ακολουθούν είναι μια παρουσίαση αυτής της συζήτησής μας, με την αξιοπιστία που μπορούν να έχουν οι σημειώσεις και την εμπιστοσύνη στη μνήμη μου για όσα είπαμε πριν από δύο μήνες.
1) Σε περιόδους πολέμου, εντείνεται η βία και αυξάνεται ο εθνικισμός. Αυτό βοηθάει την Ακροδεξιά στην Ευρώπη ή σταθεροποιεί τους κυβερνώντες;
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από βαθιά αστάθεια, αβεβαιότητα και λαϊκή ανησυχία. Είναι όλο και πιο δύσκολο για την πολιτική εξουσία να ανταποκριθεί στα κοινωνικά αιτήματα ή να μετριάσει τις επιπτώσεις των διαδοχικών κρίσεων. Δεν έχουμε πρακτικά καμία ανάμνηση από περιόδους χωρίς «κρίση». Ζούμε σε μια μόνιμη κρίση.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει αποδυναμώσει τα εργαλεία που διαθέτει η πολιτική εξουσία. Οι κυβερνήσεις κυβερνούν όλο και λιγότερο. Το κέντρο λήψης των αποφάσεων απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις πολιτικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν και εκλέχθηκαν σε ένα μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Σε πολλές χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως στη δική μου, την Πορτογαλία, αλλά και στην Ελλάδα και την Ισπανία, η δημοκρατική άνοιξη πραγματοποιήθηκε μόλις τη δεκαετία του 1970).
Τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξαμε μάρτυρες μιας αποδημοκρατικοποίησης στις χώρες του Παγκόσμιου Βορρά. Πρόκειται για μια διαδικασία που εξελίχθηκε παράλληλα με την εντατικοποίηση της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή με την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης, και την αποδυνάμωση των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργαζομένων.
Με άλλα λόγια αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ενίσχυση του καπιταλισμού και η υποχώρηση του σοσιαλισμού στον Παγκόσμιο Βορρά έκαναν τις κοινωνίες μας πιο άνισες, πιο «σπαρτιατικές», τις κρίσεις πιο συχνές και, κυρίως, πιο απρόβλεπτες. Είναι σημαντικό να το τονίζουμε αυτό σε όλα τα φόρουμ συζητήσεων, γιατί πιστεύω ότι είναι σημαντικό να διαχωρίζουμε τη δική μας ανάλυση από τη φιλελεύθερη και κυρίαρχη ανάλυση που, κατ’ αρχήν, αγνοεί την προέλευση των σημερινών μας προβλημάτων: τον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού.
Όλες οι κυβερνήσεις του Παγκόσμιου Βορρά προσπάθησαν να αντλήσουν πολιτικό μέρισμα από τον πόλεμο, χρησιμοποιώντας τον για να καταφέρουν: να ξεπεράσουν εσωτερικά σκάνδαλα – η περίπτωση Μπόρις Τζόνσον, να επιτεθούν στην αντιπολίτευση σε μια προεκλογική εκστρατεία και να κινητοποιήσουν το εκλογικό σώμα (Εμανουέλ Μακρόν), να εδραιώσουν την εξουσία τους εκμεταλλευόμενοι τις αντιφάσεις των «συμμάχων» τους (Μάριο Ντράγκι), να ενισχύσουν την ατλαντική συναίνεση και να απομονώσουν τη ριζοσπαστική Αριστερά (Αντόνιο Κόστα και Πέδρο Σάντσεθ), ή να διαλύσουν τις παρεξηγήσεις για τη μεταπολεμική αμυντική πολιτική της χώρας τους (Όλαφ Σολτς).
Καμία από αυτές τις κυβερνήσεις δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβώς ως σταθερή, ορισμένες είναι σίγουρα λιγότερο ασταθείς από άλλες, αλλά όλες προσπάθησαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να «σταθεροποιηθούν» εκμεταλλευόμενες τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είναι απίθανο να τo καταφέρουν αυτό.
Από την άλλη πλευρά η ανάπτυξη της Ακροδεξιάς δεν επιβραδύνεται. Οι δυνάμεις της έχουν ωφεληθεί και θα συνεχίσουν να ωφελούνται από τον πόλεμο. Θα αναφερθώ λεπτομερέστερα σ’ αυτό το θέμα απαντώντας στη δεύτερη ερώτηση.
2) Πώς τα πάει η Ακροδεξιά στην Ευρώπη αυτή την στιγμή;
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η Ακροδεξιά κατευθύνει και οργανώνει ιδεολογικά σχεδόν ολόκληρο το δεξιό στρατόπεδο. Αυτό είναι πολύ εμφανές στη Γαλλία: Η Μαρίν Λεπέν έχει μετατρέψει τη γκωλική Δεξιά σε μια απολύτως δευτερεύουσα δύναμη. Στην Ιταλία, την ηγεσία της Δεξιάς διεκδικούν η Λέγκα του Σαλβίνι και οι Αδελφοί της Ιταλίας της Μελόνι. Η Φόρτσα Ιτάλια του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι πλέον μια παρακμιακή δύναμη, ένα μικρό παραμάγαζο της Ακροδεξιάς.
Τα ακροδεξιά κόμματα έχουν εκλεγμένους βουλευτές σε όλα τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Μάλτα. Σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών, αποτελούν τη δεύτερη ή τρίτη πολιτική δύναμη που ασκεί μεγάλη πίεση και επιρροή στον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας και της ατζέντας των μέσων ενημέρωσης της παραδοσιακής Δεξιάς. Αυτό είναι πολύ εμφανές στις περιπτώσεις του VOX στην Ισπανία, του Κόμματος της Ελευθερίας στην Αυστρία και των Σουηδών Δημοκρατών.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αν και προκάλεσε δυσαρέσκεια σε αρκετά ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα γνωστά για την εγγύτητά τους στο Κρεμλίνο, όπως το AfD στη Γερμανία, η Λέγκα στην Ιταλία ή το κόμμα της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, αύξησε τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ ισχυρών ακροδεξιών σχηματισμών που προηγουμένως βρίσκονταν σε αντιπαράθεση ή είχαν έντονες διαφορές μεταξύ τους.
Στην πράξη όλα σχεδόν τα ακροδεξιά κόμματα έχουν αποστασιοποιηθεί από τη ρωσική επιθετικότητα –τουλάχιστον ρητορικά- και έχουν φροντίσει η πάντοτε ευαίσθητη σχέση τους με την κυβέρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν να μην είναι πια ένας εξόφθαλμα διχαστικός παράγοντας, ιδίως μεταξύ των δυτικών και των ανατολικοευρωπαϊκών κομμάτων, όπως το πολωνικό PiS ή η Ακροδεξιά της Βαλτικής. Το ίδιο φυγόκεντρο αποτέλεσμα είχε η προοδευτική αλλαγή της θέσης των μεγαλύτερων ακροδεξιών κομμάτων υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τύπου Brexit, στην υποστήριξη ενός ρατσιστικού και ξενοφοβικού ευρωπαϊκού εθνικιστικού σχεδίου, που φιλοδοξεί να ελέγξει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές θα ξεδιαλύνουν αυτό το μυστήριο. Πρέπει όμως να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι υπάρχει το ενδεχόμενο η Ακροδεξιά να αυξήσει όχι μόνο το εκλογικό της αποτέλεσμα αλλά και την ενότητά της στη δράση, αξιοποιώντας την ευρωπαϊκή δομή και το βαθύ ευρωπαϊκό δημοκρατικό έλλειμα για να επιβάλει την πολιτική της ατζέντα, ενθαρρύνοντας απερίφραστα κάθε μορφή ανισότητας.