Η Katja Woronina αναλύει πώς το ρωσικό πολιτικό σύστημα εξουσίας ελέγχει και επηρεάζει τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα ή κόμματα και πώς αυτό επηρεάζει τη ρωσική ακροδεξιά.
Εκείνοι που επιδιώκουν να έχουν μια ανεξάρτητη ατζέντα αναλαμβάνουν ορισμένους κινδύνους και αναγκάζονται να δοκιμάζουν τα όρια του επιτρεπτού ή να υποτάσσονται προκειμένου να δρουν μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Ακόμη και όταν τα συμφέροντα συμπίπτουν, τα περιθώρια ελιγμών παραμένουν περιορισμένα. Θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι στάση της ρωσικής ηγεσίας έχει ιδεολογικά κίνητρα, ή ακόμη και ότι δεν έχει μια συνεκτική ιδεολογία, αλλά τελευταία μετά την επιστροφή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην προεδρία το 2012, σίγουρα αυτή η ηγεσία στηρίζεται όλο και περισσότερο σε παραδοσιακές και συντηρητικές αξίες που μοιράζεται με κάποια φασιστικά στοιχεία. Εκείνος που δίνει τις θεωρητικές κατευθύνσεις είναι ο φιλόσοφος και εγκέφαλος του ρωσικού φασισμού Ιβάν Ιλγίν.
Με την περεστρόικα και τη συνακόλουθη ελευθερία της έκφρασης, υπήρξε μια άνοδος της ρωσικής Ακροδεξιάς. Η Ρωσική Εθνική Ενότητα (RNU) δημιούργησε ένα μεγάλο αριθμό δεξιών οργανώσεων και κινημάτων που χαρακτηρίζονταν από πολλαπλές διαιρέσεις και συγκρούσεις μεταξύ τους. Ενώ σε άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες εξελίσσονταν διαδικασίες συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας – με φόντο την απομάκρυνση από την κεντρική κυβέρνηση της Μόσχας και τη νεοαποκτηθείσα κρατική ανεξαρτησία – η ιδέα της δημιουργίας ενός ρωσικού έθνους-κράτους ήταν πολύ περισσότερο περίπλοκη.
Ρωσικό έθνος-κράτος έναντι πολυεθνικής αυτοκρατορίας
Τελικά, σήμερα εξακολουθεί να μην υπάρχει ένα ρωσικό έθνος-κράτος. Η Ρωσία είναι ταυτόχρονα προϊόν των επιδιώξεων αυτοκρατορικής ισχύος και της μερικής αποσύνθεσής της, ενώ υπάρχει ένα πλήθος εθνοτικών ομάδων, καθώς και αυτόνομες δημοκρατίες ορισμένων εθνικών μειονοτήτων. Κατά συνέπεια, στην Ακροδεξιά μπορεί να βρει κανείς ένα ευρύ φάσμα στάσεων και οραμάτων. Το θεμελιώδες ερώτημα εξακολουθεί να είναι αν ο αυτοκρατορικός χαρακτήρας της Ρωσίας είναι πρωταρχικής σημασίας ή αν πρέπει να μιλάμε για ρωσικό εθνικισμό. Επιπλέον, υπάρχουν διαφορετικές επιθυμίες ως προς τη μορφή της κυβέρνησης – από τη μοναρχία μέχρι μια εθνικοδημοκρατική μορφή διακυβέρνησης – και, φυσικά, η στάση απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία ή η πλήρης απόρριψη της θρησκείας, όπως συμβαίνει με τους παγανιστές νεοναζί.
Παρ’ όλες τις διαφορές, για μεγάλο χρονικό διάστημα, χιλιάδες ακροδεξιοί ριζοσπάστες από διάφορες οργανώσεις συγκεντρώνονταν για να πραγματοποιήσουν τις λεγόμενες «ρωσικές πορείες». Αφορμή γι’ αυτές είναι η Ημέρα Εθνικής Ενότητας, η οποία καθιερώθηκε το 2005 και γιορτάζεται στις 4 Νοεμβρίου. Προοριζόταν ως εναλλακτικός εορτασμός της 7ης Νοεμβρίου – της πρώην επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, από τη μία πλευρά η κυβέρνηση ξεφορτώθηκε μια αντιδημοφιλή, συμβολική γιορτή που απευθυνόταν σε κοινωνικές αξίες∙ από την άλλη πλευρά, η πράξη αυτή ήταν επίσης μια αντίδραση στη λεγόμενη Πορτοκαλί Επανάσταση στην Ουκρανία. Τα ακροδεξιά εξτρεμιστικά κινήματα και η νεοναζιστική σκηνή βίωσαν μια τεράστια ώθηση από τις (νόμιμες) ετήσιες πορείες και τις είδαν ως μήνυμα ότι τους επιτρεπόταν να έχουν όλες τις ελευθερίες του κόσμου. Ήταν η εποχή που, κάθε χρόνο, οι νεοναζί διέπρατταν δεκάδες δολοφονίες με ρατσιστικά κίνητρα και σκότωναν τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Η κοινή απόρριψη των μεταναστών από την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο ένωσε δεξιούς διαφορετικών καταβολών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο δημόσιος διάλογος για το θέμα αυτό κυριαρχούνταν σε μεγάλο βαθμό από ρώσους εθνικιστές, οι οποίοι τον τροφοδοτούσαν μέχρις ότου ο μηχανισμός ασφαλείας τον κήρυξε κρατικό μονοπώλιο, μετά τα πογκρόμ στη συνοικία Μπιριούλοβο της Μόσχας τον Οκτώβριο του 2013. Τελικά, για τα κρατικά όργανα η αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς ήταν πάντα μια εξισορροπητική πράξη.
Πολλοί δεξιοί επωφελήθηκαν από την έκφραση πολιτικής αφοσίωσης στον κρατικό μηχανισμό – είτε με το να τους επιτρέπεται να λειτουργούν ανενόχλητοι είτε με το να έχουν οικονομικά οφέλη. Άτομα, όπως ο Ντμίτρι Ρογκόζιν- ο οποίος κάποτε ήταν επικεφαλής του μπλοκ Rodina («Μητέρα Πατρίδα»), που σε κάποιες φωτογραφίες εμφανίζεται να χαιρετά με το ναζιστικό τρόπο- ασκούσαν ευθεία κριτική στο Κρεμλίνο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε ακολούθησαν μια διακεκριμένη καριέρα: Ο Ρογκόζιν είναι σήμερα επικεφαλής της ρωσικής διαστημικής υπηρεσίας Roscosmos. Κάποιοι άλλοι είχαν παρόμοιες ελπίδες, αλλά παραγκωνίστηκαν. Ο Ντμίτρι Ντεμούσκιν, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του δεξιού χώρου για πολλά χρόνια, από πεπεισμένος εθνικοσοσιαλιστής έγινε παραδοσιακός εθνικιστής και στο ενδιάμεσο διάστημα εξέτισε μια ποινή φυλάκισης. Ο Ίλια Γκοριάτσεφ, πολιτικός ηγέτης της «Μαχητικής Οργάνωσης των Ρώσων Εθνικιστών» (BORN), η οποία ευθύνεται για αρκετές δολοφονίες, εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Νεοναζί ως εθελοντές μαχητές κατά της Ουκρανίας
Το 2014 σηματοδότησε, από πολλές απόψεις, μια τομή και οδήγησε στη δημιουργία νέων αστερισμών εξουσίας: Η συντριπτική πλειοψηφία της άκρας Δεξιάς υποστήριξε τη λεγόμενη Ρωσική Άνοιξη και τα αυτονομιστικά κινήματα στο Ντονμπάς. Στην κοινή αντίληψη, ωστόσο, ελάχιστα έγινε γνωστή με τις δικές της θέσεις και δεν υπήρξε κάποια ευδιάκριτη διαφοροποίησή της από την κυρίαρχη άποψη. Στο Ντονμπάς πολεμούσαν εκείνη την περίοδο αρκετές εθελοντικές οργανώσεις, στις οποίες συμμετείχαν διάφοροι νεοναζί, καθώς και υποστηρικτές του Εθνικού Μπολσεβίκικου Κόμματος. Ο Ντεμούσκιν και το κίνημά του "Russkiye", από την άλλη πλευρά, περιέγραψαν τη σύγκρουση στην πλατεία Μαϊντάν ως αγώνα ενάντια σε ένα διεφθαρμένο καθεστώς και είδαν την προπαγάνδα που συνόδευε τη Ρωσική Άνοιξη ως μια προσπάθεια να απαξιωθεί ο εθνικισμός, και συνεπώς και οι εθνικιστές στη Ρωσία.
Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών δημοσίευσε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η ρωσική Ακροδεξιά συμμετέχει και σήμερα στον αγώνα κατά της Ουκρανίας. Αναφέρεται η Ρωσική Αυτοκρατορική Λεγεώνα (RIL), παρακλάδι του μοναρχικού Ρωσικού Αυτοκρατορικού Κινήματος (RID), το οποίο έχει μια απερίφραστα ρατσιστική κοσμοθεωρία. Ο ηγέτης της, Ντένις Γκαρίγιεφ, έχει πάρει στο παρελθόν εντολές από τον ρωσικό μηχανισμό ασφαλείας για ενέργειες της ομάδας του. Η ομάδα Rusich, που ιδρύθηκε το 2014 και της οποίας ηγείται ο διαβόητος νεοναζί Αλεξέι Μιλχάκοφ από την Αγία Πετρούπολη, φαίνεται επίσης να εμπλέκεται στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Μιλχάκοφ είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο παρελθόν είχε συμμετάσχει στη μισθοφορική ομάδα Βάγκνερ στη Συρία – τουλάχιστον αυτό προκύπτει από μια φωτογραφία στην οποία μπορεί να αναγνωριστεί καθαρά το πρόσωπό του. Νεοναζί περιλαμβάνονται επίσης και στους πολεμικούς ανταποκριτές, όπως ο Γκλεμπ Έρβγιε του ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων RIA Novosti.
Όμως, ένα μέρος της ρωσικής νεοναζιστικής σκηνής δεν συμπαθεί τις λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες στο Ντονμπάς ή τον αγώνα κατά της Ουκρανίας, ούτε υποστήριξε το Μαϊντάν το 2014. Οι πράξεις αυτών των νεοναζιστών κινούνται από το μίσος τους για όσους δεν είναι λευκοί, καθώς και για τους άστεγους. Γι’ αυτούς τους ακροδεξιούς, η διάπραξη μεμονωμένων δολοφονιών είναι υψίστης σημασίας. Επιτρέπουν στον εαυτό τους να εργαλειοποιηθεί από το κράτος με έναν άλλο τρόπο: Την άνοιξη συνελήφθησαν αρκετοί νεοναζί, στους οποίους περιλαμβάνονταν και κάποιοι που είχαν διαπράξει εγκλήματα. Μεταξύ άλλων, κατηγορούνται για απόπειρα δολοφονίας του Βλαντιμίρ Σολοβιόφ, ίσως του πιο γνωστού προπαγανδιστή του καθεστώτος στη ρωσική τηλεόραση.