Ο Άξελ Ρούπερτ από το Ίδρυμα Rosa Luxemburg διερευνά τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της ΕΕ, εξετάζει τι έχει αλλάξει στον γεωπολιτικό προσανατολισμό της από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ασκεί κριτική στην αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ και παρουσιάζει τις ιδέες του για μια διαφορετική κατανόηση του ζητήματος της ασφάλειας.
«Έχουμε, αναμφισβήτητα, διανύσει περισσότερο δρόμο τις τελευταίες εβδομάδες από ό,τι την προηγούμενη δεκαετία», δήλωσε ο Ζοζέπ Μπορέλ, Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, έναν μήνα μετά την έναρξη του απρόκλητου και αδικαιολόγητου πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Ο Μπορέλ επεσήμανε την πρόοδο που, κατά την άποψή του, έχουν σημειώσει η ΕΕ και τα κράτη μέλη της, αντιδρώντας ενωμένα και διευρύνοντας τις δυνατότητές τους να δρουν πιο αποφασιστικά στην παγκόσμια σκηνή. Το άλμα προς τα εμπρός στο οποίο αναφέρθηκε ο Μπορέλ έχει, έκτοτε, συζητηθεί ευρέως και θεωρείται ένδειξη της γεωπολιτικής αφύπνισης της ΕΕ. Κι ενώ πολλά έχουν ειπωθεί για το πώς θα πρέπει να είναι η γεωπολιτική (ή μια πιο γεωπολιτική) αφύπνιση της ΕΕ και για το κατά πόσον ο πολεμικός εξοπλισμός της Ένωσης είναι ικανός να ανταποκριθεί στις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της, ο διάλογος επικεντρώνεται λιγότερο στο ερώτημα εάν η διακηρυγμένη γεωπολιτική αφύπνιση οδηγεί τελικά σε ένα πιο ασφαλές μέλλον. Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της ΕΕ επικεντρώνονται στην επέκταση της στρατιωτικής της ισχύος εις βάρος της ασφάλειας της πλειονότητας των ανθρώπων εντός και εκτός της ΕΕ.
Γεωπολιτική αφύπνιση;
Η έννοια μιας ΕΕ με ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο αμφισβητείται όσο και ο ίδιος ο όρος γεωπολιτική. Από τότε που η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν παρουσίασε τη «Γεωπολιτική Επιτροπή» το 2019, διατυπώθηκαν αμφιβολίες και ερωτήματα σχετικά με τους γεωπολιτικούς στόχους και τον γεωπολιτικό ρόλο της ΕΕ.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η διακηρυγμένη γεωπολιτική αφύπνιση της ΕΕ δεν αφορά τη Ρωσία ή τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά αποτελεί συνέχεια μιας μακροχρόνιας προσπάθειας να καταστεί η ΕΕ ισχυρότερος παράγοντας στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία υπήρξε περισσότερο καταλύτης για τις υφιστάμενες διαδικασίες, παρά το έναυσμα για μια ουσιαστική αλλαγή.
Ωστόσο, προστέθηκαν και κάποιοι νέοι παράγοντες στους οποίους περιλαμβάνονται οι μεταφορές θανατηφόρων όπλων στην εμπόλεμη ζώνη μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη, μια αποστολή στρατιωτικής εκπαίδευσης για 15.000 Ουκρανούς στρατιώτες, ένα εκτεταμένο σύνολο κυρώσεων κατά της Ρωσίας και η παροχή στην Ουκρανία του καθεστώτος του υποψήφιου μέλους της ΕΕ. Επιπλέον, τα κράτη μέλη της ΕΕ πήραν σημαντικά μέτρα όπως, στην περίπτωση της Γερμανίας, η ειδική χρηματοδότηση -ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ- για την αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεών της, αλλάζοντας για τον σκοπό αυτό το σύνταγμα της χώρας, και η αύξηση των αμυντικών δαπανών της στον στόχο του 2% που έθεσε το ΝΑΤΟ, γεγονός που αναφέρεται ως «Zeitenwende» (σημείο καμπής στην ιστορία της). Αυτό, ωστόσο, δεν θα επηρεάσει την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να επενδυθούν αυτά τα χρήματα και να ολοκληρωθεί η κατασκευή των νέων και αναβαθμισμένων οπλικών συστημάτων.
Η «Παγκόσμια Στρατηγική για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας της Ένωσης», τόνιζε από το 2016 την ανάγκη τα κράτη μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και να εγκαταλείψουν την προτεραιότητα της ήπιας ισχύος, εάν η ΕΕ ήθελε να καταστεί ένας ισχυρότερος παγκόσμιος παράγοντας. Ιδίως μετά το Brexit, η ΕΕ επικεντρώθηκε στην επέκταση της στρατιωτικής της ισχύος, ενώ οι άλλοι μοχλοί άσκησης γεωπολιτικής επιρροής παρέμειναν στάσιμοι ή αποδυναμώθηκε η σημασία τους: για παράδειγμα, δεν σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος στις πολιτικές γειτονίας και διεύρυνσης της ΕΕ, η αναπτυξιακή συνεργασία παραμένει χωρίς σημαντικές πρωτοβουλίες και το πρόγραμμα «Παγκόσμια Πύλη» (που θα ήταν η απάντηση της ΕΕ στην κινεζική πρωτοβουλία Μια Ζώνη Ένας Δρόμος (Belt and Road) δεν είναι σε θέση να περιορίσει την επιρροή της Κίνας στον παγκόσμιο Νότο. Η σύναψη ολοκληρωμένων εμπορικών συμφωνιών ανήκει στο παρελθόν, οι εκροές άμεσων ξένων επενδύσεων της ΕΕ έχουν μειωθεί και οι διατλαντικές σχέσεις έχουν κλονιστεί. Ταυτόχρονα, η ΕΕ (που το 2012 βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ για την Ειρήνη) έχει λάβει πρωτοφανή μέτρα για τη μετατόπιση των πόρων και της προσοχής από τις πολιτικές στις στρατιωτικές προτεραιότητες.
Η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ με στόχο την ενδυνάμωση της ισχύος της στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων
Το πιο πρόσφατο δομικό στοιχείο της εντεινόμενης στρατιωτικοποίησης της ΕΕ είναι η Στρατηγική Πυξίδα. Εγκρίθηκε στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 25 Μαρτίου 2022 και έχει ως στόχο τον σχεδιασμό της μελλοντικής ευρωπαϊκής στρατιωτικής πολιτικής και τη σύνδεση της Παγκόσμιας Στρατηγικής του 2016 με τους μηχανισμούς PESCO (Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία), ΕΤΑ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας) και ΕΜΕ (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός για την Ειρήνη) που δημιουργήθηκαν έκτοτε. Η στρατηγική αξιολόγηση του σχεδίου Πυξίδα περιγράφει μια ΕΕ που περιβάλλεται από αστάθεια και συγκρούσεις σε έναν συγκρουσιακό πολυπολικό κόσμο. Οι πολιτικές ισχύος επέστρεψαν στην παγκόσμια σκηνή και η πρόσβαση στον χώρο, τις θαλάσσιες οδούς και τους κρίσιμους πόρους τίθενται όλο και περισσότερο υπό αμφισβήτηση. Σε αυτό το «άκρως συγκρουσιακό σύστημα, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στην ασφάλεια και την άμυνά τους, ώστε να αποτελέσουν έναν ισχυρότερο πολιτικό παράγοντα και έναν παράγοντα ασφάλειας. […] πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά ώστε η ΕΕ να βελτιώσει το γεωπολιτικό της γόητρο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός, ώστε να οικοδομήσουμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση και πιο ισχυρή και πιο ικανή, που θα δρα ως εγγυήτρια της ασφάλειας.
Θεμέλιος λίθος της Στρατηγικής Πυξίδας είναι η έννοια της στρατηγικής αυτονομίας που αναμένεται να επιτύχει η ΕΕ προκειμένου να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο άλμα προς τα εμπρός. Με την υποστήριξη του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, η στρατηγική αυτονομία, παρότι δεν υφίσταται κοινός ορισμός, αναμένεται ότι θα επιτρέψει στην ΕΕ να αποφασίζει αυτόνομα και να διεξάγει πολέμους και στρατιωτικές επιχειρήσεις με όπλα και πολεμικά μέσα που θα αναπτύσσονται και θα παράγονται εντός της.
Ωστόσο, οι προοπτικές για την οραματιζόμενη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ που θα επιτρέψει στην ΕΕ να έχει ισχυρότερο γεωπολιτικό ρόλο, αποδυναμώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος. Η αποτυχία του Σχήματος της Νορμανδίας υπό το οποίο η Γαλλία, η Γερμανία, η Ουκρανία και η Ρωσία διαπραγματεύονταν πριν από τον πόλεμο, αποτελεί αποτυχία και των Ευρωπαίων να πάρουν την ασφάλεια της ηπείρου στα χέρια τους. Παρότι ο Εμανουέλ Μακρόν κήρυξε το ΝΑΤΟ ξοφλημένο το 2017, η συμμαχία, με την προσχώρηση της Σουηδίας και της Φινλανδίας, απέκτησε δύο νέα ευρωπαϊκά μέλη και αποτελεί ακόμη πιο έντονα τον αδιαμφισβήτητο ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής άμυνας. Όσον αφορά τις εισαγωγές ενέργειας, η ΕΕ εξαρτάται πλέον περισσότερο από το υγροποιημένο φυσικό αέριο των ΗΠΑ. Η εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ είναι οι πιο αποτελεσματικοί μοχλοί διεκδίκησης της υποταγής της ΕΕ στις γεωπολιτικές φιλοδοξίες των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε μια ανάλυση του Ιδρύματος Ρόζα-Λούξεμπουργκ Βρυξελών, ο Γιούργκεν Βάγκνερ καταλήγει στο εξής συμπέρασμα για τη Στρατηγική Πυξίδα: «Το πραγματικά προβληματικό ζήτημα σε όλα αυτά είναι η πλήρης δέσμευση για επέκταση του στρατιωτικού μηχανισμού, ως το μόνο αποδεδειγμένο μέσο αντίδρασης στις αυξανόμενες συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι άλλες πτυχές περιορίζονται στην κατηγορία των συμπληρωματικών στοιχείων, στο πλαίσιο των συγκρούσεων: τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, οι πρωτοβουλίες αφοπλισμού ή ελέγχου των εξοπλισμών. Μέτρα που θα ήταν κατάλληλα για τη μείωση των συνεχώς αυξανόμενων εντάσεων, αλλά δυστυχώς είναι δευτερεύοντα για το πνεύμα της Πυξίδας».
Η Στρατηγική Πυξίδα δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η σημερινή ηγεσία της ΕΕ θεωρεί την επίτευξη της στρατηγικής αυτονομίας μέσω της επέκτασης της στρατιωτικής ισχύος, κλειδί για την ενίσχυση της γεωπολιτικής της επιρροής.
Επανεξετάζοντας την ασφάλεια
Η στρατιωτική αναδιοργάνωση της ΕΕ, όχι μόνο εκτρέπει τα άκρως αναγκαία κονδύλια από την αντιμετώπιση των κλιματικών, των κοινωνικών και των υγειονομικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης προς τη βιομηχανία όπλων, αλλά αποτελεί και πραγματική απειλή για όσους εμπλέκονται στις δράσεις της ΕΕ που πριμοδοτούν την ασφάλεια στον Παγκόσμιο Νότο. Η ΕΕ είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει την αλλαγή παραδείγματος και να γίνει ισχυρή στρατιωτική δύναμη -αλλαγή η οποία ξεκίνησε πολύ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία- με ακόμη μεγαλύτερη φιλοδοξία.
Στη θέση της εντατικοποίησης της στρατιωτικοποίησής της, η ΕΕ θα έπρεπε να επικεντρώσει τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της στην αντιμετώπιση των τριών μεγαλύτερων απειλών που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα: της καταστροφής από έναν πυρηνικό πόλεμο, της απώλειας της βιοποικιλότητας και της κλιματικής κρίσης. Κανένας από αυτούς τους κινδύνους για την ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν θα επιλυθεί με περισσότερα όπλα. Μια ακόμη πιο στρατιωτικοποιημένη ΕΕ δεν θα ενισχύσει τον ρόλο της ως διπλωματικής δύναμης για την οικοδόμηση μιας νέας ευρωπαϊκής ασφάλειας βασισμένης σε κοινούς κανόνες, στη διπλωματία και τη συνεργασία. Η ΕΕ θα δυσκολευτεί να είναι και στρατιωτικός παράγοντας στην παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών και μια αξιόπιστη διαπραγματευτική δύναμη. Η αποκλιμάκωση, τα μη στρατιωτικά μέτρα πρόληψης των συγκρούσεων και οι πολυμερείς προσπάθειες αφοπλισμού, σε αντίθεση με τους συνεχώς αυξανόμενους αμυντικούς προϋπολογισμούς, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες εκφώνησε έναν λόγο που δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβητήσεις κατά την έναρξη της COP 27 στην Αίγυπτο. Προειδοποίησε την παγκόσμια κοινότητα ότι «Παλεύουμε για τις ζωές μας. Και χάνουμε. […] Είμαστε σε μια λεωφόρο που οδηγεί στην κλιματική κόλαση, με το πόδι κολλημένο ακόμα στο γκάζι». Εν ολίγοις, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μετατοπίζουμε τους πόρους και την προσοχή μας από την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης στην τροφοδότηση μιας παγκόσμιας κούρσας εξοπλισμών και μιας νέας αντιπαράθεσης στρατιωτικών συμμαχιών. Οι συνέπειες της κλιματικής κατάρρευσης επηρεάζουν ήδη και θα επηρεάσουν περαιτέρω την ίδια την υλική ασφάλεια της πλειονότητας των ανθρώπων σε αυτόν τον πλανήτη. Η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου συνεπάγεται τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικά τρόφιμα, στο νερό, τη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την ενέργεια και τη διασφάλιση των προοπτικών για ένα κοινό βιώσιμο μέλλον.
Ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε την αντίληψή μας για την ασφάλεια. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να διατηρούμε ένα σύστημα ασφάλειας που προστατεύει τους λίγους προνομιούχους εις βάρος των περιθωριοποιημένων πολλών, ωθώντας τους τελευταίους σε μια κατάσταση διαρκούς ανασφάλειας και τον πλανήτη στον φαύλο κύκλο της κατάρρευσης. Μια πειστική και ολιστική προσέγγιση του ζητήματος της ασφάλειας πηγάζει από τους κοινωνικούς αγώνες και υπηρετεί την ανάγκη για την ασφάλεια όλων, συνδέοντας μεταξύ τους τα ταξικά ζητήματα, το κλίμα, τη μετανάστευση, τον μιλιταρισμό, την ειρήνη, την κρατική καταστολή, τον σεξισμό και τον ρατσισμό. Για να εξασφαλίσουμε ένα βιώσιμο μέλλον, απαιτούνται συλλογικές προσεγγίσεις της ασφάλειας οι οποίες είναι απέναντι στις τρέχουσες ανταγωνιστικές πολιτικές και δομές ασφάλειας. Ενώ οι ανταγωνιστικές πολιτικές για την ασφάλεια επιδιώκουν να παρέχουν ασφάλεια από τον άλλο, η συλλογική ασφάλεια επιδιώκει να δημιουργήσει ασφάλεια μαζί με τον άλλο. Συλλογική ασφάλεια σημαίνει να επιδιώκουμε μια μορφή ασφάλειας που μας καθιστά ασφαλείς, επειδή οι άλλοι είναι ασφαλείς. Η απαίτηση της ασφάλειας για όλους/ες σε όλες τις πτυχές της ζωής δεν είναι ουτοπικός στόχος. Αντίθετα, είναι μια ρεαλιστική απάντηση που παίρνει στα σοβαρά την υλική αλληλεξάρτηση του κόσμου. Κανείς δεν είναι ασφαλής όσο δεν είναι όλοι ασφαλείς.
Αρχικά δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού Metapolis.