Οι εκλογές που έγιναν για την εικοστή σύνθεση του γερμανικού Κοινοβουλίου (Μπούντεσταγκ), σήμαναν το τέλος της 16χρονης ηγεσίας της Άγκελας Μέρκελ στην καγκελαρία. Μαζί με τη διακυβέρνησή της, έληξε προς ώρας και η αναταραχή στο κομματικό σύστημα: μετά τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι Χριστιανοδημοκράτες και το βαυαρικό αδελφό τους κόμμα, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CDU/CSU) -τελευταίο εναπομείναν «λαϊκό κόμμα» παλαιάς κοπής- δεν μπορούν πλέον να υπερβούν εύκολα το όριο του 30% ώστε να διεκδικήσουν κυρίαρχο ρόλο στην κυβέρνηση. Το γερμανικό κομματικό σύστημα έγινε πλουραλιστικό.
Όπως ήταν αναμενόμενο μετά τις πρόσφατες πολιτειακές εκλογές στα γερμανικά κρατίδια, ένα αντιδημοκρατικό κόμμα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ισχυροποίησε τη θέση του. Προς το παρόν, το κομματικό σύστημα είναι διχασμένο: το στρατόπεδο των δημοκρατικών κομμάτων είναι απέναντι σε μια πολιτική δύναμη που απορρίπτει επανειλημένα τους συνταγματικούς κανόνες διευθέτησης των πολιτικών συγκρούσεων. Το πόσο θα αντέξει αυτό το τείχος προστασίας απέναντι στους αντιδημοκρατικούς είναι κατά κύριο λόγο στα χέρια του CDU/CSU.
Τρίτον, η ηγεσία της Μέρκελ στην καγκελαρία σηματοδοτεί το τέλος μιας δεκαετούς διστακτικής «επιστροφής του κράτους». Στις πολλαπλές κρίσεις από το 2008 και μετά, το γερμανικό κράτος δρούσε ως μια αρχή διάσωσης και προστασίας από τις (ανθρωπογενείς) καταστροφές της αγοράς και της φύσης. Μετά την κρίση του COVID-19, κατέστη σαφές ότι οι δημόσιοι θεσμοί, δηλαδή το κράτος, χρειάζονται εκσυγχρονισμό. Η σύνθεση και το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης θα έχουν να αποφασίσουν πώς θα υλοποιηθεί η μετάβαση προς έναν «πράσινο καπιταλισμό»: με πλήρη εμπιστοσύνη στις «απρόσκοπτες» δυνάμεις της αγοράς, ή υπό την καθοδήγηση των επενδύσεων και των ρυθμίσεων που θα επιβάλλει το εκσυγχρονισμένο δημοκρατικό κράτος; Τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι το εκλογικό σώμα είναι διστακτικό.
Είναι πιθανό η επόμενη ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αποτελείται από τρία (χωρίς το CDU/CSU) ή τέσσερα (μαζί με αυτό) κόμματα. Ο υποψήφιος καγκελάριος του CDU, Άρμιν Λάσετ, υπαινίχθηκε ήδη τη νύχτα των εκλογών ότι ίσως αναδειχθούν καινούρια μοντέλα, σαν το αυστριακό (συμμαχία μεταξύ συντηρητικών και Πρασίνων). Στη μετά Μέρκελ εποχή, θα γίνουν ανακατατάξεις στους πολιτικούς συσχετισμούς της Γερμανίας. Η μετάβαση σε ένα πολυκομματικό σύστημα με τρία κόμματα να καταγράφουν 15-25% και πολλά άλλα της τάξης του 5-10% φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί (γεγονός που δεν αποκλείει την πιθανότητα εμφάνισης νέων κομμάτων και εξαφάνισης παλαιότερων). Η μετακίνηση και η κινητικότητα των Γερμανών ψηφοφόρων συνεχίζει να αυξάνεται.
Τα τελικά προκριματικά αποτελέσματα για το Γερμανικό Κοινοβούλιο 2021
FDP: Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (Freie Demokratische Partei) – ανήκει στην Ευρωομάδα: Renew Europe (φιλελεύθεροι), CSU: Χριστιανοκοινωνική Ένωση (Christlich Soziale Union) – EΛΚ (συντηρητικοί), Die Linke: Η Αριστερά – GUE/NGL (ριζοσπαστική Αριστερά) SPD: Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands) – Σ&Δ (σοσιαλδημοκράτες), CDU: Χριστιανοδημοκρατική Ένωση Γερμανίας (Christlich Demokratische Union Deutschlands) – EΛΚ (συντηρητικοί).
Κόμμα |
Ψήφοι σε εκατομμύρια |
Ποσοστά |
Διαφορά με το 2017 |
SPD |
11.9 |
25.70% |
+5.20% |
CDU/CSU |
11.2 |
24.10% |
-2.70% |
Greens |
6.8 |
14.80% |
+5.80% |
FDP |
5.3 |
11.50% |
+0.70% |
AfD |
4.8 |
10.30% |
-2.30% |
Die LINKE |
2.3 |
4.90% |
-4.30% |
Εκλογική συμμετοχή: 76.6% (+0.4%)
Σημείωση: Το εκλογικό κατώφλι για το Κοινοβούλιο είναι 5%
πηγή: Bundeswahlleiter, οι τροποποιήσεις δικές μου
Η εκλογική συμμετοχή και οι εξαιρετικές συνθήκες
Η συνολική συμμετοχή ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από το 2017. Η απροσδιοριστία των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων λειτούργησε υπέρ της εκλογικής συμμετοχής. Ειδικά το SPD φαίνεται να κατάφερε να κινητοποιήσει ανθρώπους που δεν ψήφιζαν. Έξω από ορισμένα εκλογικά τμήματα υπήρχαν μεγαλύτερες ουρές, παρόλο το ιστορικά υψηλό ποσοστό επιστολικής ψήφου.
Οι συνθήκες στις οποίες οι ψηφοφόροι αποφάσισαν για τη σύνθεση του Κοινοβουλίου διέφεραν από πολλές απόψεις από τις προηγούμενες εκλογές. Μια ιδιαιτερότητα, βέβαια, ήταν η συνεχιζόμενη πανδημία και η διατήρηση των μέτρων, που άλλαξαν την καθημερινότητα των πολιτών και ενίσχυσαν την κοινωνική απομόνωση. Μετά το τρίτο κύμα της πανδημίας, η επιθυμία για σταθερότητα και ασφάλεια διαδόθηκε ευρέως στη γερμανική κοινωνία. Πολλοί άνθρωποι, που αγωνίζονται για μια επιστροφή στην κανονικότητα, μπορεί να βίωσαν την ίδια την προεκλογική εκστρατεία ως ένα «απόμακρο και αφηρημένο γεγονός», σύμφωνα με τον Στέφαν Γκρούνεβαλντ από το Ινστιτούτο Ράινγκολντ.
Οι εκλογές αυτές στιγματίστηκαν από ένα σύνολο μοναδικών συνθηκών:
- Η/ο εν ενεργεία καγκελάριος δεν έθεσε ξανά υποψηφιότητα. Άρα, ήταν σαφές ότι τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πολιτικό προσωπικό, θα γινόταν μια νέα αρχή. Επομένως, ένα από τα διακυβεύματα των εκλογών ήταν πόσο μεγάλη πρέπει να είναι αυτή η «νέα αρχή».
- Για πρώτη φορά, υπήρχαν όχι δυο αλλά τρεις υποψήφιοι για την καγκελαρία. Μόνο η υποψήφια των Πρασίνων Αναλένα Μπέρμποκ προέρχεται από την αντιπολίτευση, ενώ οι άλλοι δύο, Όλαφ Σολτς και Άρμιν Λάσετ, εκπροσωπούν τη συμμαχία που κυβέρνησε τη Γερμανία τα οχτώ τελευταία χρόνια.
- Τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, κανένα κόμμα δεν είχε καθαρό προβάδισμα. Για πρώτη φορά από το 2005, ήταν αδύνατο να προβλέψει κάποιος ποιος θα ήταν ο νικητής. Αυτό καταδεικνύει μια αλλαγή στο κομματικό σύστημα.
- Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία, μια τρικομματική συμμαχία θεωρούνταν η πιο πιθανή έκβαση των εκλογών. Συνολικά τέσσερις τρικομματικές συμμαχίες, όλες ήδη δοκιμασμένες και τεσταρισμένες στα ομοσπονδιακά κρατίδια, έμοιαζαν εφικτές.
- Με δεδομένη την ποικιλία των επιλογών, ο χαρακτήρας των εκλογών άλλαξε: αυτή τη φορά οι εκλογές καθόρισαν τη σύνθεση του Κοινοβουλίου και όχι την επόμενη κυβέρνηση. Το ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα θα αποφασιστεί από τα κόμματα και τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Αυτό ενισχύει μια όψη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ο ομοσπονδιακός πρόεδρος θεώρησε σκόπιμο να τονίσει μετά τις εκλογές: τα κόμματα οφείλουν να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά την ημέρα των εκλογών.
Η κατανομή των εδρών
SSW: Südschleswigscher Wählerverband
Το εκλογικό κατώφλι του 5% δεν ισχύει για το Südschleswigscher Wählerverband (SSW) που είναι κόμμα μιας εθνικής μειονότητας (της δανικής).
πηγή: Bundeswahlleiter; οι τροποποιήσεις δικές μου
Η αναδιάταξη του Κέντρου
Οι Χριστιανοδημοκράτες και ο Βαυαρός εταίρος τους έλαβαν τα χειρότερα εκλογικά ποσοστά στην ιστορία τους. Το CDU έπεσε κάτω από το 20% (18,9%), το CSU μετα βίας πέρασε το εκλογικό κατώφλι (5,2%) και συνολικά ηττήθηκαν από το SPD για πρώτη φορά από το 2002. Το CDU/CSU, όχι μόνο πρότεινε έναν υποψήφιο για την καγκελαρία ο οποίος δεν μπόρεσε να τραβήξει το κόμμα του, αλλά τους τελευταίους μήνες/χρόνια μείωσε αισθητά τα ποσοστά του, γιατί το εκλογικό σώμα απαξίωσε τις πολιτικές του ικανότητες.
Παρόλα αυτά, το εκλογικό τους αποτέλεσμα ήταν υψηλότερο από τα χαμηλά ποσοστά των δημοσκοπήσεων, ενδεχομένως λόγω της κινητοποίησης των ψηφοφόρων του σκληρού πυρήνα, τους οποίους τρομάζει το ενδεχόμενο μιας «στροφής προς τα αριστερά». Η πολιτική ηγεσία του κόμματος, μιλούσε για εκλογική νίκη, προβλέποντας ότι έτσι θα κινητοποιούσε τους ψηφοφόρους της. Όμως, παρέβλεψαν το γεγονός ότι για την επίτευξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας απέναντι σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση -της οποίας θα ηγείτο το SPD– με τους Πράσινους και το Die Linke, χρειάζονταν και κάποιους βουλευτές από το AfD. Το κρυφό μήνυμα των εκλογών ήταν, ως εκ τούτου, ότι: προκειμένου να νικήσει τους «Κόκκινους», το CDU θα συμμαχούσε ακόμη και με το AfD.
Το CDU/CSU μπορεί ακόμη να κρατήσει την καγκελαρία αν καταφέρει να έρθει σε διαπραγμάτευση με τους Πράσινους και το FDP για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η επιστροφή στην καγκελαρία τους είναι απαραίτητη και για να θέσουν υπό έλεγχο τις εσωκομματικές συγκρούσεις, οι οποίες ήταν πολλές και ανοιχτές, μετά τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, προκειμένου -τουλάχιστον- να αναβάλλουν την περαιτέρω διάσπαση του κόμματος. Από τη θέση της αντιπολίτευσης όμως, η ανοιχτή σύγκρουση για τη μέλλοντική στρατηγική του κόμματος, είναι αναπόφευκτη.
Το SPD είναι ο νικητής αυτών των εκλογών. Ο Όλαφ Σολτς μπορεί να διεκδικήσει την καγκελαρία και να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβερνητική πλειοψηφία. Το εντυπωσιακό αυτής της εκλογικής επιτυχίας -σε σύγκριση με τις τρεις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις- είναι η συνέπεια και η ενότητα με την οποία το SPD εφάρμοσε την εκλογική του στρατηγική. Στα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, το SPD προηγείται καθαρά του CDU. Στο Βραδεμβούργο πέτυχε το καλύτερο ποσοστό του, 29,5%. Ήρθε δεύτερο, μετά το AfD, στη Θουριγγία με 23,4%, και στη Σαξονία με 19,3%.
Το SPD υιοθέτησε νωρίς μια εμφανώς επιθετική προεκλογική στρατηγική την οποία διατήρησε, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά περί καταδίκης και δημόσιας γελοιοποίησής του. Όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του Όλαφ Σολτς για την καγκελαρία, πάνω από ένα χρόνο πριν, το SPD βρισκόταν πολύ πίσω από το CDU/CSU και τους Πράσινους στις δημοσκοπήσεις. Πολλοί ρωτούσαν: για ποιο λόγο το κόμμα πρότεινε υποψήφιο για την καγκελαρία, αν όχι από εγωισμό; Με ποιους θα σχηματίσει κυβέρνηση ο Σολτς; Όμως, το SPD ήταν το μόνο κόμμα που αντιλήφθηκε σε πρώιμο στάδιο τη σημασία της απόσυρσης της Άγκελας Μέρκελ. Όπως έγραψα πέρσι τον Σεπτέμβριο, «αν το SPD θέλει να μεγαλώσει και να διεκδικήσει την καγκελαρία, θα πρέπει να κερδίσει τους ψηφοφόρους που θα προτιμήσουν τον Σολτς από το CDU».
Το γεγονός ότι και οι άλλες κρίσεις -οι καταστροφικές πλημμύρες, οι δασικές πυρκαγιές, η απόσυρση από το Αφγανιστάν- απέβησαν ζημιογόνες για τις εκλογές μπορεί να ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το μομέντουμ του «σχεδόν εν ενεργεία». Πολιτικά, ο Όλαφ Σολτς στηρίχθηκε στην ανάκτηση των σοσιαλδημοκρατών οπαδών της Μέρκελ, προβάλλοντας τρία θέματα που και συγκεκριμένα ήταν και μπορούσαν να γίνουν οθόνη για κάθε είδους προβολή: «σεβασμό» και «αξιοπρέπεια» για τους σκληρά εργαζόμενους, μια σημαίνουσα αύξηση του κατώτερου μισθού σε συνδυασμό με μετριοπαθείς φορολογικές αυξήσεις για όσους «κερδίζουν όσα κι εγώ ή και περισσότερα», και μια φιλοπεριβαλλοντική βιομηχανική πολιτική.
Το τι μπορεί να επιτύχει ένας καγκελάριος του SPD και σε ποιο πολιτικό πλαίσιο, τί «πραγματικά» επιδιώκει ο Όλαφ Σολτς, παραμένει ανοιχτό. Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο όμως, είναι οτι κατάφερε να δώσει στο SPD αυτό που χρειαζόταν επειγόντως μετά από μια μακρά περίοδο υποχώρησης: την εικόνα ότι είναι σε θέση να νικήσει και να λάβει εκ νέου στρατηγικές αποφάσεις. Απομένει να δούμε πόσο αυτό μπορεί να διαρκέσει μετά τις εκλογές.
Οι Πράσινοι μπορούν να πανηγυρίζουν για την ιστορική εκλογική τους επιτυχία -το καλύτερο αποτέλεσμα που πέτυχαν ποτέ σε ομοσπονδιακές εκλογές- παρότι οι ίδιοι απογοητεύτηκαν, δεδομένου ότι οι δημοσκοπήσεις τους έδιναν μεγαλύτερα ποσοστά μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Κατά πάσα πιθανότητα, θα συμμετέχουν στην επόμενη ομοσπονδιακή κυβέρνηση -και μπορεί να έχουν να αντιμετωπίσουν τον Κρίστιαν Λίντερ ως υπουργό οικονομικών, που όχι μόνο προτίθεται να διατηρήσει το δόγμα του «μαύρου μηδενικού» (του ισοσκελισμένου ομοσπονδιακού προϋπολογισμού) χωρίς αύξηση των φόρων, αλλά έχει και μια ριζικά διαφορετική αντίληψη του ρόλου του κράτους στη δημόσια ζωή.
Για μεγάλο διάστημα, οι Πράσινοι τα πήγαιναν πολύ καλά στις δημοσκοπήσεις. Ταυτόχρονα όμως, η εμπειρία έδειχνε ότι όσο πλησίαζε η ημέρα των εκλογών, τόσο περισσότερο οι ψηφοφόροι αναρρωτιούνταν αν συμφωνούν πραγματικά με τις αλλαγές που προτείνουν και τους τρόπους εφαρμογής τους. Οι Πράσινοι, με το προφίλ που έχουν φτιάξει, ως περιβαλλοντικό κόμμα που τάσσεται κατά της κλιματικής κρίσης, ανταποκρίνονταν συχνά στη διάθεση που προκαλούσε η πολιτική συγκυρία, αλλά όταν ερχόταν η ώρα να ψηφιστούν οι πολιτικές τους, το ποσοστό αποδοχής εξασθενούσε. Αν μπορούμε να πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, αυτοί που τάσσονται με την ήπια μετάβαση στον πράσινο καπιταλισμό υπό την καθοδήγηση του CDU ή του SPD, είναι οι νεότεροι και όχι οι παλαιότεροι ψηφοφόροι.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα πλειοψηφικό ποσοστό του πληθυσμού είναι ανοιχτό σε αλλαγές όταν πρόκειται για την κλιματική πολιτική, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια. Αλλά αυτό που ξεπερνά και ενοχλεί πολλούς είναι η αίσθηση ότι μόνοι υπεύθυνοι για την αποτροπή της κλιματικής καταστροφής θεωρούνται οι καταναλωτές και οι πολίτες. Εδώ και δεκαετίες γίνεται λόγος για ατομική ευθύνη σε πολλά τμήματα της κοινωνίας, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων. Ο φόβος μήπως συρθούν σε έναν τέτοιο φαύλο κύκλο εξαιτίας των πολιτικών των Πρασίνων κάνει πολλούς, με λιγότερες ή περισσότερες ευαισθησίες για το κλίμα και την οικολογία, να διαθέτουν την ψήφο τους αλλού.
Οι απώλειες του Die LINKE στις περιφέρειες
Το Die LINKE έχασε κυρίως στην Ανατολική Γερμανία
πηγή: Grafik: Moritz Wichmann/nd; Bundeswahlleiter
Ενίσχυση της Δεξιάς, καταστροφή της Αριστεράς
Το Die Linke έλαβε ένα καταστροφικό ποσοστό. Μακράν του στόχου του για διψήφιο αποτέλεσμα και συμμετοχή στην κυβέρνηση, απέτυχε να πιάσει το εκλογικό κατώφλι και να μπει στο κοινοβούλιο, με ποσοστό 4,9%, χάνοντας πάνω από 2 εκατομμύρια ψήφους, περίπου το μισό ποσοστό του 2017. Σχεδόν οι μισές από τις χαμένες ψήφους πήγαν στους δυο εταίρους του, το SPD και τους Πράσινους, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του Infratest dimap. Επειδή όμως το κόμμα κατάφερε να στηρίξει τρεις άμεσες έδρες στη Λειψία (Σόρεν Πέλμαν) και το Βερολίνο (Γκεζίνε Λοτς και Γκρέγκορ Γκίζι), θα εκπροσωπηθεί τελικά στη γερμανική Βουλή από μια ομάδα που θα διαθέτει μάλλον περιορισμένα κοινοβουλευτικά δικαιώματα, χάρη στη ρήτρα της «βασικής εντολής». Με αυτόν τον τρόπο αποφεύχθηκε οριακά το χειρότερο ενδεχόμενο.
Από τα πέντε κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, το Die Linke πέτυχε διψήφια ποσοσστά μόνο στη Θουριγγία (11,4%) και στο Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία (11,1%). Στο Βραδεμβούργο, με 8,5%, ηττήθηκε ακόμη και από τους Πράσινους (9,0%). Ο μέσος όρος και στα πέντε κρατίδια ήταν μόλις 9,8%.
Αναμένονται σκληρές εσωκομματικές συγρούσεις για τον μελλοντικό προσανατολισμό του κόμματος. Μια επιφανειακή ανάλυση θα απέδιδε την εκλογική αποτυχία σε αδυναμίες τακτικής. Στην πραγματικότητα, αυτές οι αδυναμίες τακτικής αποτελούν συνέπεια βαθύτερων προβλημάτων και διαρκών στρατηγικών αδυναμιών. Όπως και το CDU, το Die Linke δεν κατάφερε να αλλάξει εγκαίρως την ηγεσία του για τις εκλογές εξαιτίας της πανδημίας. Έτσι, η νέα ηγεσία του κόμματος δεν είχε τον χρόνο να διαμορφώσει το στίγμα της και απομονώθηκε.
Από την κατάρρευση της μειοψηφικής κυβέρνησης της Χανελόρε Κραφτ στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία και την ακόλουθη αποτυχία του Die Linke να επανεκλεγεί στο κοινοβούλιο του κρατιδίου το 2012, το κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με την ανάγκη να αναπτύξει μια στρατηγική άξια του ονόματός του. Οι στρατηγικές έχουν μεσοπρόθεσμους στόχους, δηλαδή, διάρκεια που ξεπερνά μια κοινοβουλευτική θητεία. Περιλαμβάνουν προγραμματικές εκλογικές υποσχέσεις για γενικές, κανονιστικές πολιτικές αρχές, απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με το πώς θα μεγιστοποιήσουν τις ψήφους και/ή τι πολιτικά παιχνίδια πρέπει να παίξουν. Ακόμη, ποιες προεκλογικές υποσχέσεις μπορούν να ικανοποιηθούν με δεδομένους τους συσχετισμούς μεταξύ των κομμάτων. Προφανώς, τέτοιες σκέψεις δεν απουσιάζουν από το Die Linke, το αντίθετο μάλιστα. Αυτό που λείπει, ωστόσο, είναι ένα κέντρο στρατηγικής που θα στρατεύσει τους κομματικούς ακτιβιστές σε μια στρατηγική που θα τους επιτρέπει να πείθουν τους ψηφοφόρους να στηρίξουν το κομματικό πρόγραμμα. Αυτό είναι το έργο που πρέπει να επιτελέσει η κομματική ηγεσία τα επόμενα δυο χρόνια: αναγνώριση και επεξεργασία των «λαθών των τελευταίων ετών», και «ανασυγκρότηση του κόμματος», όπως δήλωσε το απόγευμα της Κυριακής η συμπρόεδρός του Σουζάν Χένιχ- Βέλσοου.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) θα εκπροσωπούνται στο Μπούντενσταγκ με ισχυρό διψήφιο ποσοστό. Και πάλι, οφείλουν τη νίκη τους σε μια προεκλογική εκστρατεία που επικεντρώθηκε στον ηγέτη του κόμματος Κρίστιαν Λίντερ. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι ψηφοφόροι αποδίδουν στο κόμμα ιδιαίτερη ικανότητα στην «ψηφιοποίηση», κυρίως οι νεαροί (άνδρες) ψηφοφόροι. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια έχει αναδυθεί μια μικρή σοσιαλφιλελεύθερη «πτέρυγα», ως αντίποδας στο αφήγημα που προωθεί ο Κρίστιαν Λίντερ περί κράτους και ελευθερίας, όπου το κράτος αντιμετωπίζεται σαν ένα γραφειοκρατικό τέρας που πρέπει να περιοριστεί και να δαμαστεί.
Το FDP κατάφερε να χτίσει το προφίλ μιας μετριοπαθούς κριτικής των μέτρων κατά της πανδημίας από τη σκοπιά των αστικών δικαιωμάτων. Κάνοντας αυτό, βάδισε πάνω σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στα φιλελεύθερα δημοκρατικά δικαιώματα και την ελευθεριακή απαξίωση του κράτους, που θεωρεί κάθε κρατική δραστηριότητα απειλή για τις ελευθερίες των καουμπόις της ελεύθερης αγοράς. Όμως πάνω απ’ όλα, το FDP του Λίντερ επωφελήθηκε και από την αδυναμία του CDU/CSU και από τη δύναμη του SPD: το CDU/CSU δεν ήταν αρκετά ισχυρό για να προτείνει δικό του καγκελάριο σε μια δικομματική κυβέρνηση (μαζί με τους Πράσινους), ενώ το SPD έβγαινε αρκετά ενισχυμένο στις δημοσκοπήσεις ώστε να προτείνει καγκελάριο σε μια τρικομματική κυβέρνηση. Και στις δυο περιπτώσεις, το FDP μπορούσε να παίξει κεντρικό ρόλο: μαζί με τους Πράσινους, μπορούσε να αναδείξει καγκελάριο τον Άρμιν Λάσετ, εμποδίζοντας μια «αριστερή κυβέρνηση» υπό τον Όλαφ Σολτς. Το κόμμα της ελεύθερης αγοράς δεν κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση κατά την προεκλογική περίοδο. Ο Λίντερ περιόρισε τις επιδεικτικές φιλοδοξίες του στην κατάληψη της θέσης του υπουργού οικονομικών. Εν έτει 2021, καλύτερα να κυβερνάς κακά παρά καθόλου.
Το AfD θα εκπροσωπείται για δεύτερη φορά στη γερμανική Βουλή, με μικρές απώλειες. Πιθανώς δεν θα αποτελεί πλέον τη μείζονα αντιπολίτευση (εκτός αν το SPD και το CDU σχηματίσουν πάλι συμμαχία). Στη Θουριγγία, με ηγέτη τον διαβόητο Μπιορν Χέκε, είναι το ισχυρότερο κόμμα με ποσοστό 24% (και 5 άμεσες έδρες), όπως και στη Σαξονία με 24,6% (και 10 άμεσες έδρες). Στα υπόλοιπα τρία κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, τα ποσοστά του κυμαίνονται μεταξύ 18% και 19,6%.
Τα ποσοστά του AfD στις βουλευτικές εκλογές -μαζί με εκείνα στις πολιτειακές, όλα εκ των οποίων οδήγησαν σε μια ελαφρώς αποδυναμωμένη επιστροφή του στο κοινοβούλιο- δείχνουν ότι το κόμμα έχει καθιερωθεί στο κομματικό σύστημα και έχει καταφέρει να συγκροτήσει έναν εκλογικό πυρήνα. Αυτός ο εκλογικός πυρήνας σε πολλές περιοχές της χώρας φαίνεται να συνδέεται με τη δημιουργία των δικών του πολιτικών χώρων οι οποίοι λειτουργούν μακριά από τη ροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και από τον δημόσιο διάλογο, χάρη στη δημιουργία των δικών τους ενημερωτικών καναλιών, ιδεολογικών ομάδων και πραγματικοτήτων. Μετά τις βουλευτικές εκλογές, το κόμμα θα αποφασίσει για τη μελλοντική του πορεία: αν θα μετατραπεί σε κοινοβουλευτικό κόμμα που επιθυμεί να αποτελέσει τμήμα ενός συντηρητικού μπλοκ, ή αν θα συνεχίσει ως κινηματικό κόμμα που χρησιμοποιεί κάθε αναδυόμενη διαμαρτυρία ενάντια στις πολιτικές του κράτους ως ευκαιρία για ριζοσπαστικοποίηση και εκδήλωση της εχθρότητάς του για τη δημοκρατία.
Ποιες ήταν οι πρωταρχικές έγνοιες των ψηφοφόρων;
Την ημέρα των εκλογών ρωτήθηκαν οι ψηφοφόροι για το τι τους απασχολεί κυρίως. Είχαν να επιλέξουν ανάμεσα από ένα σύνολο θεμάτων τα οποία ταιριάζουν σε συγκεκριμένες κομματικές επιλογές: η ιδέα ότι οι ξένοι που έρχονται στη Γερμανία είναι πάρα πολλοί επιλέχθηκε από οπαδούς του FDP και του AfD, το ότι το Ισλάμ ασκεί μεγάλη επιρροή ανησυχεί την πλειονότητα των ψηφοφόρων του AfD, λιγότερο όμως εκείνους του FDP και του CDU/CSU, και σε κάποιο βαθμό και ψηφοφόρους του SPD. Το επίπεδο ζωής απασχολεί κυρίως τους ψηφοφόρους του AfD, όπως και η ανησυχία ότι η Γερμανία αλλάζει πολύ. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής απασχολούν κυρίως τους ψηφοφόρους του Die Linke και του CDU, και κυριαρχούν ελαφρώς ανάμεσα στις έγνοιες των ψηφοφόρων του FDP, αλλά όχι πλέον στο AfD.
Παρόλες τις πολιτικές διαμάχες για το κοινωνικό χάσμα, το αυξανόμενο κενό μεταξύ πλούσιων και φτωχών και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η μεσαία τάξη, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων θεωρεί ότι τα πράγματα είναι «περισσότερο δίκαια» παρά άδικα στη Γερμανία. Πάνω από τα δύο τρίτα των οπαδών του CDU/CSU, των Πρασίνων και του FDP εξέφρασαν την παραπάνω θέση, μαζί με μια μικρή πλειοψηφία ανάμεσα στους οπαδούς του SPD. Μόνο οι ψηφοφόροι του Die Linke και του AfD έχουν ριζικά διαφορετική άποψη. Η μελλοντική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, είτε τεθεί υπό την ηγεσία του SPD είτε του CDU, θα είναι μια κυβέρνηση οι οπαδοί της οποίας θεωρούν τη σημερινή τάξη πραγμάτων «μάλλον δίκαιη».
Η κατάσταση αλλάζει όταν πρόκειται για την κατανομή του (οικονομικού) πλούτου. Εδώ, το 77% των ερωτηθέντων υποστηρίζουν ότι η κατανομή του πλούτου δεν είναι δίκαιη. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 57% (για τους οπαδούς του CDU/CSU) και 96% (για εκείνους του Die Linke). Πώς γίνεται, όμως, μόνο ένα 45% των ψηφοφόρων (ή το 19% όσων στηρίζουν το CDU/CSU) να θεωρούν ότι στη Γερμανία υπάρχουν κοινωνικές αδικίες, και ταυτόχρονα όσοι πιστεύουν ότι ο πλούτος κατανέμεται άνισα να φτάνουν το 77% (και το 57% όσον αφορά τους ψηφοφόρους του CDU/CSU); Η άνιση κατανομή του πλούτου δεν διαταράσσει απαραιτήτως την άποψη ότι η κοινωνική τάξη συνολικά είναι δίκαιη (και επομένως νόμιμη).
Αυτές οι φαινομενικές αντιθέσεις στην πρόσληψη της καθημερινότητας αυξήθηκαν όταν ρωτήθηκαν αν θα ήθελαν να δουν «κάποιες διορθώσεις» (51%), ή κάποια «μείζονα αλλαγή» (40%), ή αν θα προτιμούσαν «να παραμείνουν όλα ως έχουν» (6%) αναφορικά με το μέλλον της χώρας. Παρότι όσοι επιθυμούν «μείζονες αλλαγές» αυξήθηκαν κατά 21% σε σχέση με το 2017, το ποσοστό αυτό παραμένει χονδρικά στα ίδια επίπεδα με το 1998 και το 2009, χαμηλότερο όμως από εκείνα του 2005. Αυτή τη στιγμή, η επιθυμία για μείζονες αλλαγές είναι πολύ πολωμένη ανάμεσα στους οπαδούς των κομμάτων: τα δύο τρίτα ή και παραπάνω των οπαδών του Die Linke, των Πρασίνων και του AfD επιθυμούν τέτοιες αλλαγές, σε σχέση με μια μειοψηφία ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων.
Όμως, οι λόγοι που διαμορφώνουν την ψήφο δεν βρίσκονται απαραιτήτως σε αυτές τις τοποθετήσεις, ανησυχίες και ευχές. Σύμφωνα με το Infratest, 48% των ψηφοφόρων του SPD λένε ότι αν δεν ήταν ο Όλαφ Σολτς δεν θα είχαν ψηφίσει το SPD. Το ποσοστό αυτό αναλογεί χονδρικά στα ποσοστά που έδιναν οι δημοσκοπήσεις στα τέλη του 2020/αρχές του 2021.
Τι έπεται;
Ανεξάρτητα από το ποιος θα καταφέρει να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία, θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα σύνολο πολιτικών ζητημάτων τα οποία λίγο ως πολύ παρουσιάζονταν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας σα να επρόκειτο για ταύρους σε γυαλοπωλείο:
- Πρόσφυγες και μετανάστευση: η μετανάστευση εργαζομένων (με δεξιότητες), η ένταξή τους και το νομικό καθεστώς τους αποτελούν μέρος της πολιτικής ατζέντας, υπό το φως της ηλικιακής δομής της εγχώριας εργατικής δύναμης, του ποσοστού των μεταναστών που εντάσσονται στην αγορά εργασίας, και της αδιέξοδης προσφυγικής πολιτικής.
- Η δημοκρατία ως τρόπος ζωής: τα πάντα, από τον αυξανόμενο ακατέργαστο τόνο του καθημερινού πολιτικού λόγου και τις απειλές προς τους πολιτικούς, μέχρι τα απειλητικά τηλεφωνήματα, θέτουν σε κίνδυνο τη δημοκρατική επίλυση των συγκρούσεων στην κοινωνία και, μαζί με τις επικοινωνιακές φούσκες, προωθούν τον αλληλοαποκλεισμό και όχι τον συμβιβασμό. Η δημοκρατική αρχή ότι και η άλλη πλευρά μπορεί να έχει δίκιο γίνεται όλο και πιο σπάνια, ενώ η βάση του δημοκρατικού διαλόγου, η παραδοχή μιας κοινής πραγματικότητας, εγκαταλείπεται.
- Το μέλλον της γηρασμένης διατήρησης και χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας: η γενιά των μπούμερ μόλις άρχισε να συνταξιοδοτείται. Μαζί με την περαιτέρω ψηφιοποίηση του κόσμου της εργασίας αφενός, και την κλιματική πολιτική αφετέρου, οι συγκρούσεις γύρω από το δίπολο «τώρα/αύριο» θα κορυφωθεί. Με άλλα λόγια: όλο και περισσότεροι πολίτες θα πρέπει να πεισθούν, τα επόμενα δέκα χρόνια, για πολιτικά προγράμματα τους καρπούς των οποίων δεν θα προλάβουν να δουν.
- Η Ευρώπη και η ΕΕ ως πλαίσιο δράσης: είναι αδιαμφισβήτητο ότι κεντρικά ζητήματα όπως: το προσφυγικό/μεταναστευτικό, η ενέργεια και η κλιματική πολιτική και η δημόσια (ψηφιακή) υποδομή μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όμως, τέτοια ζητήματα αναφορικά με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -όπως η δημιουργία μιας επενδυτικής κοινότητας, μιας ένωσης μεταφορών, μιας συλλογικής ευρωπαϊκής πολιτικής διαπραγμάτευσης, κλπ- αποφεύχθηκαν να τεθούν στην προεκλογική εκστρατεία.
- Η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας: ο διάλογος για τα όσα διδαχτήκαμε από τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν (με την εντολή των Ηνωμένων Εθνών) με τη συμμετοχή της Γερμανίας, μετατέθηκε στο μέλλον, παρότι είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν και επί Μπάιντεν τη νέα τους στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ. Μια στάση που υιοθέτησε πρώτος ο Ομπάμα και ενίσχυσε ο Τραμπ. Τι σημαίνει αυτό για τον ρόλο της Γερμανίας στον κόσμο και για την εξωτερική πολιτική της ευρωπαϊκής στρατηγικής;
Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει -σε διάστημα τεσσάρων ετών- μεγάλες πρωτοβουλίες οι οποίες θα επηρεάσουν μαζικά τις συνθήκες ζωής τα επόμενα 20 με 30 χρόνια και περαιτέρω. Ακόμη κι αν τα καταφέρει, τίποτα δεν εγγυάται ότι ο συσχετισμός δυνάμεων θα σταθεροποιηθεί σε συνθήκες εντεινόμενων αλλαγών. Πράγματι, είναι πολύ πιθανό η επόμενη κυβέρνηση να είναι απλώς μεταβατική.
Αρχική δημοσίευση στο: website του Rosa–Luxemburg–Foundation (τροποποιημένη)