Ένας συντροφικός διάλογος χωρίς ταμπού είναι αναγκαίος – Δήλωση που υπογράφεται από εκπροσώπους του Transform! europe
I
Το φόντο της πολύπλευρης κρίσης της EE είναι οι πολιτικές της λιτότητας που εφαρμόζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και οι οποίες έχουν οδηγήσει τις κοινωνίες της νότιας Ευρώπης σε αιμορραγία, έχουν καταστρέψει τις ελπίδες οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης στην Ανατολή ενώ έχουν αποσταθεροποιήσει κοινωνίες ακόμα και στη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εγκαθιδρύθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση έχει αποτύχει. Στο βαθμό που αυτή η αποτυχία δεν ομολογείται και η κυρίαρχη πολιτική υλοποιείται με αυταρχικά μέσα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση κινδυνεύει με κατάρρευση.
II
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 ανέδειξε μια αριστερή προοπτική και καλωσορίσθηκε με ενθουσιασμό ακόμα και πολύ πέρα και από τον αριστερό ριζοσπαστικό περίγυρο. Η προσπάθεια της πρώτης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να βρει μια βιώσιμη λύση για την Ελλάδα στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις και να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα ενός εναλλακτικού δρόμου έφτασε στο τέλος της με την επιβολή στην Ελλάδα ενός τρίτου Μνημονίου. Η άποψή μας είναι πως αυτή η ήττα είναι συνέπεια της δυσμενούς ισορροπίας δυνάμεων στην ΕΕ, της γενικότερης αδυναμίας της αριστεράς στην Ευρώπη (η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε μόνη απέναντι στις κυβερνήσεις όλων των χωρών της ΕΕ, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο Δ.Ν.Τ.) αλλά επίσης και της ίδιας της αρχιτεκτονικής της ΕΕ που διαμορφώθηκε από τις ευρωπαϊκές συνθήκες: Μάαστριχτ, Λισαβόνα, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, κ.λπ.
Μια εκτενής συζήτηση για τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν από την ελληνική εμπειρία διεξάγεται στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε όλο το κόσμο. Θέλουμε να συμμετάσχουμε ενεργά σε αυτή τη συζήτηση, αλλά αρνούμαστε να πάρουμε μέρος στα χτυπήματα ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία εκτελούνται από διάφορους κύκλους, και είναι αναντίστοιχα, ειδικά αν συνυπολογίσουμε την αποτυχία των κινημάτων και των αριστερών κομμάτων στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να αλλάξουν την αρνητική στάση των κυβερνήσεών τους απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές πως αυτό που είναι επιτακτικά αναγκαίο είναι η αλλαγή στην ισορροπία των δυνάμεων σε όσο περισσότερες χώρες της ΕΕ είναι δυνατόν, όπως επίσης και η ανάπτυξη ενός πλατιού ευρωπαϊκού κινήματος ενάντια στη λιτότητα με στόχο την υπεράσπιση της πραγματικής δημοκρατίας.
III
Αυτό το συμπέρασμα επαληθεύεται και από τη διαμάχη που διεξάγεται στην Ευρώπη για την προσφυγική πολιτική, το κέντρο της οποίας είναι ξανά η Ελλάδα. Ο ερχομός εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από περιοχές που πλήττονται από πολέμους, περιοχές που βρίσκονται σε κρίση ή έχουν υποστεί οικολογικές καταστροφές, έχουν προσθέσει άλλη μια πτυχή στην κρίση της ΕΕ την οποία και επιδεινώνουν περαιτέρω. Η ΕΕ αντιμετωπίζει κίνδυνο κατάρρευσης από αυτήν την ανθρωπιστική πρόκληση. Δεν είναι απλώς ένα ζήτημα λογιστικού και οικονομικού χαρακτήρα, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από κοινού με αλληλέγγυο τρόπο από τα κράτη-μέλη. Αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι η αυτοαντίληψη της ΕΕ, που ενώ συμμετέχει στην νέο-αποικιακή διαίρεση του κόσμου μέσα από συμφωνίες εμπορίου, πολέμους υπό την στήριξη του ΝΑΤΟ και οικολογικές καταστροφές, την ίδια στιγμή είναι κουφή και τυφλή στις ανάγκες των ανθρώπων που ως επακόλουθο των παραπάνω πολιτικών ξεριζώνονται, απωθούνται και βρίσκονται στα σύνορά της. Πρόκειται για έναν κατευθυνόμενο προς τα έξω ευρωκεντρικό εγωισμό, ο οποίος συνάδει με την ανάπτυξη εθνικών εγωισμών εντός της ΕΕ. Για να επιβάλουν το σφράγισμα των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, οι υπουργοί εσωτερικών φτάνουν στο σημείο να περιορίζουν την ελευθερία να ταξιδεύεις ακόμη κι εντός της εκάστοτε χώρας. Στο τέλος αυτό μπορεί να οδηγήσει μόνο σε περαιτέρω καταστροφή της αξιοπιστίας της ΕΕ.
IV
Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν και αντίθετες τάσεις, στην κατεύθυνση μίας εναλλακτικής πολιτικής, όπως φαίνεται από το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είναι ακόμα στην κυβέρνηση παλεύοντας να περιορίσει τα αποτελέσματα του νέου Μνημονίου, ότι ήρθε το τέλος του δικομματισμού στην Ισπανία, ότι υπάρχει αριστερή πλειοψηφία στην πορτογαλική βουλή, ότι μια νίκη του Σιν Φέιν στην Ιρλανδία είναι πιθανή και το ότι έχουμε μια νέα ηγεσία στο Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας.
Ωστόσο, η τάση αυτή απέχει πολύ από το να είναι η καθοριστική μιας φάσης κατά την οποία το πολιτικό κέντρο, και ειδικά το πολιτικό κέντρο που αντιπροσωπεύεται από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, καταβαραθρώνεται. Στις εκλογές που έγιναν σε εννέα χώρες το 2015, τα κόμματα της ακροδεξιάς έλαβαν το διπλάσιο ποσοστό των ψήφων απ’ ό, τι τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η αύξηση των ψήφων της ακροδεξιάς είναι η έκφραση της απογοήτευσης και της ανασφάλειας που γιγαντώνεται σε ευρωπαϊκή κλίμακα σε όλες τις πληθυσμιακές κατηγορίες, ιδιαίτερα στα χαμηλότερα μεσοστρώματα, εξαιτίας της μαζικής ανεργίας, της επισφάλειας και της αποσύνθεσης του κοινωνικού κράτους. Η απογοήτευση, ωστόσο, είναι και πολιτική. Ο μεγάλος συνασπισμός που κυβερνά τις περισσότερες χώρες της ΕΕ είναι διαρκώς όλο και λιγότερο ικανός να ανταποκριθεί στις ανάγκες των λαών της και ειδικά εκείνων που έχουν υποστεί τα περισσότερα δεινά της κρίσης, ενώ την ίδια στιγμή σε πολλές χώρες η ριζοσπαστική αριστερά είναι ανίκανη να παρουσιάσει μια αξιόπιστη εναλλακτική σε αυτήν την επιδεινούμενη κατάσταση.
V
Σε αυτή την κατάσταση οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που χειροτερεύει, οι διάφοροι δρώντες της ριζοσπαστικής αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων, των συνδικάτων, η ακαδημαϊκή αριστερά και τα πολιτικά κόμματα, σε κάθε χώρα και στην Ευρώπη ολόκληρη είναι ανάγκη να διεξάγουν έναν ευρύ και κριτικό διάλογο.
Σε αυτόν τον διάλογο, ακόμη και μια έξοδος από το ευρώ ή την ΕΕ δεν είναι ταμπού. Υπάρχουν σύντροφοι και συντρόφισσες στην Ευρώπη που υποστηρίζουν την άποψη πως σε ιδιαίτερες περιπτώσεις και κάτω από ορισμένες συνθήκες αυτή η έξοδος μπορεί στην πραγματικότητα να αυξήσει τον πολιτικό χώρο για ελιγμούς. Παρόλα αυτά, ως πρόγραμμα για το σύνολο της ευρωπαϊκής αριστεράς αυτό μπορεί να βοηθήσει το κίνημα μόνο αν τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες σήμερα θα μπορούσαν να επιλυθούν ευκολότερα δίχως θεσμοθετημένη, διεθνή συνεργασία. Αλλά αυτό είναι παράλογο, και δεν ήταν ποτέ μια αριστερή οπτική.
Η προφανής αποτυχία της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει προς ασαφείς κατευθύνσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή ενότητα. Ποιές σχέσεις μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών θεωρούμε ως τις πλέον κατάλληλες για να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα προβλήματα – την οικονομική κρίση, την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, την κλιματική αλλαγή, την ασφάλεια κ.λπ. Μια Ευρώπη των 28, 35 ή 50 εθνικών νομισμάτων, εθνών-κρατών και συνοριακών καθεστώτων στην οποία οι πιο ισχυρές χώρες θα ανταγωνίζονται με όλα τους τα μέσα για κυριαρχία; Έτσι οραματιζόμαστε το διεθνές περιβάλλον στις επιμέρους χώρες μας για την κοινωνική πρόοδο και τον μετασχηματισμό; Μπορεί κάποιος να πιστέψει ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε τη δεξιά και την ακροδεξιά στο πεδίο του εθνικισμού; Πέραν από αντιρρήσεις επί της αρχής, τόσο τα ιστορικά όσο και τα σύγχρονα παραδείγματα δείχνουν πόσο απέλπιδα θα ήταν μια τέτοια προσπάθεια.
VI
Εντούτοις, είναι γεγονός πως η ίδια η ΕΕ είναι πλέον υπό αμφισβήτηση. Αν η ιδέα της ειρηνικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης είναι να προστατευτεί από τον αυξανόμενο εθνικισμό, τότε το νόημά της θα πρέπει να ορισθεί ξανά. Η ΕΕ θα είναι είτε δημοκρατική, κοινωνική και ειρηνική, δηλαδή ριζικά διαφορετική, είτε θα χαθεί.
Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να απορρίψει τη στρεβλή διχοτόμηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ενάντια στην εθνική αυτοδιάθεση. Είναι αλήθεια πως υπό συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η εθνική αυτοδιάθεση μπορεί μόνον να ασκηθεί εκεί όπου δημιουργείται χώρος για αυτήν μέσω της δημοκρατικά θεσμοθετημένης διεθνικής συνεργασίας. Είναι όμως εξίσου αληθές πως η μόνη Ευρώπη που μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατική είναι η Ευρώπη που συνδέει την υπερεθνική δημοκρατία με το σεβασμό στην εθνική αυτοδιάθεση. Έχει νόημα να σκεφτόμαστε την εθνική και υπερεθνική δημοκρατία ως αμοιβαίες καταστάσεις.
Στο φως της εμπειρίας δύο παγκοσμίων πολέμων και ακόμη περισσότερο των σημερινών προβλημάτων, η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από τον πρωταγωνιστή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, μεταξύ της σημερινής ΕΕ και μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, βασισμένης σε δημοκρατικά και κοινωνικά θεμέλια, υπάρχει ένα πολιτικό και θεσμικό χάσμα. Εάν το αίτημα για μια επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ένα νόημα, τότε αυτό το νόημα δεν είναι άλλο από την ασυνέχεια.
VII
Εμείς στο transform! επιθυμούμε να συνεισφέρουμε στον εν εξελίξει διάλογο για ένα «Εναλλακτικό Σχέδιο για την Ευρώπη». Το δίκτυό μας δεν χρησιμοποιεί τον όρο «Σχέδιο Β’», ο οποίος αξιοποιείται από ορισμένα τμήματα του κινήματος, καθώς πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμία σύγχυση με το «Σχέδιο Β’» ενός μέρους της κυρίαρχης ελίτ στην Γερμανία, στην Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες της ΕΕ, το οποίο στην πραγματικότητα συνίσταται στην οπισθοχώρηση της Ευρώπης υπέρ εθνικιστικών εγωισμών. Αυτό το αντιδραστικό «Σχέδιο Β’» θα οδηγήσει σε εθνικιστικό ανταγωνισμό μεταξύ χωρών με τη χρήση κάθε πιθανού μέσου. Δεν είναι σύμπτωση το ότι στον λαϊκίστικο λόγο της ακροδεξιάς ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο αντι-ευρωπαϊσμός ανακατεύονται δημιουργώντας ένα αμάλγαμα.
Όμως τα συνθήματα και τα λόγια δεν μας αφορούν. Συμμετέχουμε στις συζητήσεις που διοργανώνονται από όλες τις πρωτοβουλίες στις οποίες οι συμμετέχοντες/ουσες μπορούν να συζητήσουν με συντροφικότητα τις απόψεις τους για την επίτευξη μιας ρεαλιστικής και ανεξάρτητης αριστερής θέσης στην Ευρώπη. Θέλουμε να βοηθήσουμε αυτές τις πρωτοβουλίες ώστε να μην ανταγωνίζονται η μία με την άλλη, αλλά να βρουν δρόμους επικοινωνίας μεταξύ τους στο πνεύμα των παλιών καλών καιρών του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος, αναπτύσσοντας τα κοινά σημεία της θεωρίας και της πρακτικής τους, ειδικά ως προς τον εξελισσόμενο ευρωπαϊκό αγώνα ενάντια στην Διατλαντική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (TTIP).
Φεβρουάριος 2016
Υπογράφεται από τους Βάλτερ Μπάιερ (Βιέννη), Μαξίμ Μπενατούιγ (Παρίσι), Μάργκα Φερρέ (Μαδρίτη), Αγγελίνα Γιαννοπούλου (Αθήνα), Χάρης Γολέμης (Αθήνα), Κορνήλια Χίλντερμπραντ (Βερολίνο), Γίρι Μάλεκ (Πράγα), Ούγκο Μοντέιρο (Λισαβόνα), Μπάρμπαρα Στάινερ (Βιέννη)