Ο Τζεφ Ίλι, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, μιλά για την κρίση ηγεμονίας και την κρίση εκπροσώπησης που προκαλούν η μετατόπιση και η απονομιμοποίηση των διαδικασιών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και ταξικής ανασύνθεσης. Ακόμη, αναλύει τις προκλήσεις της Αριστεράς και τις απαντήσεις της δεξιάς για την αντιμετώπιση αυτής της διπλής κρίσης.
Ο Τζεφ Ίλι παραχώρησε συνέντευξη στους Αιμιλία Κουκούμα, οικονομολόγο και ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, και Ιωσήφ-Πέτρο Στανγκανέλλη, ιστορικό και μέλος της συντακτικής ομάδας του ενθέτου της εφημερίδας Αυγής «Αναγνώσεις». Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται από την Αυγή.
Σε μια παλιότερη συνέντευξή σας, περίπου δυο χρόνια πριν, στο Viewpoint magazine, είχατε αναφέρει ότι: «φαίνεται αυτοκαταστροφικό απλώς να αγνοήσουμε τις εκλογές ή να τις υποβαθμίσουμε σε ένα αμιγώς εργαλειακό ή τακτικής σημασίας ζήτημα». Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, παρά το αποτέλεσμα των εκλογών στο τέλος του Ιανουαρίου του 2015 και του Δημοψηφίσματος στις αρχές του Ιουλίου του 2015, η ΕΕ απαίτησε την απαρέγκλιτη εφαρμογή της λιτότητας και των σκληρών μέτρων τα οποία περιλαμβάνονται στα Μνημόνια. Επιπλέον, στην περίπτωση της Πορτογαλίας, παρατηρούμε ότι υπήρξαν άμεσες και ισχυρές παρεμβάσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και από άλλες χώρες, προκειμένου να μην συγκροτηθεί μια κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θεωρείτε ότι η έκφραση της λαϊκής βούλησης σε μια χώρα συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο;
Τζεφ Ίλι: Αρχικά, το δικό μου αφετηριακό σημείο είναι ένα είδος προειδοποιητικής αποδοχής της πολυπλοκότητας-των πολλών και διαφορετικών επιπέδων και πτυχών (των κατανοήσεων, των χωρικοτήτων, των χρονικών κλιμάκων) – που χρειάζεται να λαμβάνουμε υπόψη στο πλαίσιο της χάραξης μιας στρατηγικής των δυνατοτήτων για μια αποτελεσματική πολιτική παρέμβαση. Οι συνέπειες όλων όσων εμείς σήμερα συνοψίζουμε ως νεοφιλελευθερισμό (που στην πραγματικότητα είναι μια συντομογραφία των συντελούμενων από τη δεκαετία του 1970 διαδικασιών της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της ταξικής ανασύνθεσης στην Ευρώπη) κάνουν αυτήν την πολυπλοκότητα αναπόφευκτη: η αποτελεσματική πολιτική δράση δεν έχει άλλη επιλογή από το διαπραγματευτεί τις δύσκολες και συχνά αδιαφανείς σχέσεις που συνδέουν το μικρο-επίπεδο και το μακρο-επίπεδο, τις κινητές παραμέτρους του πλέγματος και των τοποθεσιών της λήψης αποφάσεων σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, διεθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, τους απίστευτα αδιόρατους επαναπροσδιορισμούς της θεσμικής πρόσβασης και λογοδοσίας, και όλες τις τρομακτικά μη δημοκρατικές ανακατανομές της κυριαρχίας που τόσο εμφανώς η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται. Αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ αφηρημένο, αλλά είναι ζωτικής σημασίας να βρούμε τρόπους για να ξεκινήσουμε από αυτήν την κατανόηση, από αυτή τη σύλληψη των δομικών περιορισμών αναφορικά με τις επιδράσεις της πολιτικής δράσης – όχι μόνο για την εξυπηρέτηση θεωρητικών σκοπών, αλλά για την ανάπτυξη τρόπων ομιλίας με ηθικό τρόπο για τους υφιστάμενους και δυνητικούς υποστηριχτές. Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι ένας «ρεαλισμός» με την φιλοσοφική ή θεωρητική έννοια. Μάλλον, πρόκειται για ένα μέσο που προσπαθεί να είναι όσο το δυνατόν πιο σαφές σχετικά με το τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτευχθεί σε καθεμιά χώρα ή από κάθε μεμονωμένη εκλογική εκστρατεία, ή για το τι προσδοκούμε από μια εκλογική στρατηγική που είναι απομονωμένη από άλλες διαδικασίες πολιτικής δράσης. Η διαύγεια της σκέψης αναφορικά με τους περιορισμούς είναι ένας αναγκαίος τρόπος για την προφύλαξη ενάντια στον τρομακτικό κύκλο των ασαφών, αλλά μεθυστικών προσδοκιών σχετικά με το τι μπορεί κάθε συγκεκριμένη εκστρατεία να επιτύχει και ενάντια στην απογοήτευση που συνεπάγεται από τις οπισθοδρομήσεις όταν η φαινομενική νίκη μετατρέπεται σε μία ακόμη ήττα.
Χρησιμοποιώ αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να ξεκινήσω να απαντώ στην ερώτησή σας αναφορικά με την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Βεβαίως, συμφωνώ ότι δεν μπορούμε να αναμένουμε μια επιτυχημένη μετάβαση σε γνήσια ριζοσπαστικές πολιτικές με πραγματική δημοκρατική λογοδοσία σε μια και μόνο χώρα που βρίσκεται σε απομόνωση, ιδίως όταν αυτή η χώρα καταλαμβάνει μια θέση με μεγάλο βαθμό ευπάθειας στο σύνολο των σχέσεων εξουσίας των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων οικονομιών. Αυτό θα ήταν αληθές ακόμα και στην περίπτωση της απουσίας του ολοένα και πιο άκαμπτου και τιμωρητικού κανονιστικού καθεστώτος της Ε.Ε., αλλά το αποτέλεσμα του υπαρκτού καθεστώτος της Ε.Ε. είναι να μεγιστοποιεί τη σκληρότητα των μέτρων λιτότητας τα οποία αδιαλείπτως απαιτούνται και εφαρμόζονται από τους πολιτικούς εκπροσώπους του γερμανικού κεφαλαίου και των ευρωπαϊκών συμμάχων τους στην ανατολική και νότια Ευρώπη. Αντιστοίχως, το πρόβλημα δεν είναι ότι η Αριστερά επικεντρώνεται πολιτικά στις εκλογές αυτές καθαυτές, αλλά το τόσο συχνό φαινόμενο της υπερεπένδυσης στην πιθανή σπουδαιότητα οποιουδήποτε εκλογικού αποτελέσματος από τη μια πλευρά, και στην αποκλειστικότητα της εστίασης σε μια εκλογική στρατηγική από την άλλη πλευρά. Η Αριστερά θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις εκλογές ως μια βασική προτεραιότητα γιατί η κινητοποίηση του εκλογικού σώματος σε επίπεδο εθνικής πολιτικής παραμένει ένα από τα ελάχιστα πεδία δημοκρατικά θεσπισμένης συλλογικής δράσης που εξακολουθούμε να έχουμε, όσο κι αν αυτή μπορεί να είναι ατελής και κοινότοπη. Συνεπώς, το πραγματικό τέχνασμα – η μεγάλη ανεπίλυτη πρόκληση που αντιμετωπίζει η αριστερά μετά τον μαρασμό των παλιών Σοσιαλιστικών και Κομμουνιστικών Κομμάτων από τη δεκαετία του 1970 – είναι η εύρεση τρόπων άρθρωσης μιας τέτοιας δραστηριότητας του εθνικού εκλογικού σώματος σε μια ευρύτερη πολιτική στρατηγική που είναι σε θέση να διατηρήσει τις ελπίδες των μαζών και την κινητοποίηση του λαού πέρα και δίπλα από αυτό που συμβαίνει εντός της παροδικότητας μιας επιτυχημένης εκλογικής εκστρατείας.
Εάν, τελικά, η επιτυχία θα προκύψει μόνο στην περίπτωση όπου η αριστερά επιτυγχάνει μια σημαντική τομή στις κοινωνίες των κεντρικών χωρών της Ε.Ε., ιδίως στη Γερμανία, ή στα κεντρικά θεσμικά πεδία λήψης αποφάσεων στο καθεαυτό επίπεδο της Ε.Ε., αυτό δεν σημαίνει ότι η αλλαγή δεν μπορεί να ξεκινήσει και από την αποκαλούμενη περιφέρεια. Άλλωστε, δεν θα είναι πρωτόγνωρο ιστορικά οι αλυσίδες να μπορούν σπάσουν στον πιο αδύναμο κρίκο. Για το σύνολο της ΕΕ, η αλλαγή ήδη αντηχεί «προς τα μέσα» από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Υπό αυτήν την έννοια, το φαινόμενο Κόρμπιν στη Βρετανία και το κίνημα «Νύχτα των Ορθίων» (Nuit debout) είναι το καθένα σημάδια αυτής της κίνησης.
Σήμερα, στις ΗΠΑ φαίνεται ότι υπάρχει ένα κύμα υποστήριξης του Μπέρνι Σάντερς. Πως εξηγείτε τη σημαντική του πορεία μέχρι τώρα; Υπάρχει κάτι που μπορεί να διδάξει η περίπτωση του Σάντερς στην ευρωπαϊκή αριστερά;
Τζεφ Ίλι: Είναι σημαντικό να μην παρασυρθούμε πάρα πολύ από την αξιοσημείωτη και εντελώς απρόσμενη επιτυχία της εκστρατείας του Σάντερς. Προφανώς, παρέχει μια καλοδεχούμενη μαρτυρία της γνήσια ευρείας συμπάθειας για τις «σοσιαλιστικές» ιδέες και ενός εύρους πολιτικών που υπερβαίνουν το υπάρχον πλαίσιο της προοδευτικής σκέψης που είναι επιτρεπτή από τους όρους της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, ιδίως για τους νεότερους ανθρώπους. Έχει αναμφίβολα δημιουργήσει ένα χώρο όπου συγκεκριμένες ιδέες και πολιτικές έχουν αποκτήσει ξανά μια νομιμοποίηση και μπορούν να συζητηθούν. Μερικές από αυτές τις ιδέες έχουν αρχίσει ελαφρώς να μοιάζουν με αυτές τις σοσιαλδημοκρατίας, αν και με πιο περιορισμένους αναδιανεμητικούς τρόπους. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό προχωρά ένα βήμα παραπέρα προς μια αναβίωση της συζήτησης για τα δημόσια αγαθά ή για το κράτος πρόνοιας, πόσο μάλλον προς μια επανεκτίμηση των εργατικών συνδικάτων και της οργάνωσης του εργατικού δυναμικού. Αλλά η θέληση του Σάντερς να μιλήσει ευθέως για την κοινωνική ανισότητα και την αναγκαιότητα αντιμετώπισής της, δίχως να αποφεύγει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του σοσιαλισμού και παρά τους χαμηλούς τόνους, είναι παρ’ όλα αυτά εντυπωσιακή. Με αυτούς τους όρους, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει σχεδόν εξολοκλήρου αυτο-αποκλειστεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών με την ανασύνταξή της στο έδαφος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που κληροδοτήθηκαν από τη δεκαετία του 1980, με σχεδόν καμιά εναπομείνασα δέσμευση ακόμη σε έναν τρομερά μετριοπαθή ρεφορμισμό που εξακολουθούσε να επιβιώνει μέσα στη δεκαετία του 1960. Η εκστρατεία του Σάντερς, δείχνοντας απλώς ότι ο λόγος της ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης, ακόμα και αυτός του σοσιαλισμού μπορούν να νόμιμα να χρησιμοποιηθούν ξανά, διδάσκει κάτι στην ευρωπαϊκή αριστερά. Πιο ουσιαστικά, η εκστρατεία υποδηλώνει έναν τρόπο για το πώς ο κατά κανόνα διάσπαρτος ακτιβισμός συγκεκριμένων πόλεων και περιφερειών μαζί με τις ξεχωριστές περιφερειακές εκλογικές διαδικασίες αναρίθμητων μονοθεματικών αιτιών και εκστρατειών, μπορούν να παράγουν μια συνέχεια με την πάροδο του χρόνου και να συνενώνονται σε ένα δυνητικό κίνημα με μακροπρόθεσμη και υπερτοπική απήχηση.
Η άκρα δεξιά έχει σημειώσει σημαντικές νίκες, όχι μόνο στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, αλλά και στις σκανδιναβικές χώρες. Θεωρείτε ότι υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά ή ιδεολογικές ομοιότητες ανάμεσα σε αυτές τις νίκες, ή θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί και να διακρίνουμε αυτές τις νέες μορφές ανόδου της ακροδεξιάς, λ.χ. της ανόδου των νοσταλγών του ναζισμού στην Ουκρανία και την Ουγγαρία, από αυτές των ξενοφοβικών ακροδεξιών κομμάτων της Σκανδιναβίας;
Τζεφ Ίλι: Σε μεγάλο βαθμό συμφωνώ με το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, δηλαδή τη σημασία του διαχωρισμού αυτοαποκαλούμενων και απροκάλυπτα νεοφασιστικών ομάδων από το ευρύτερο πεδίο της δεξιάς τάσης επιθετικότητας που επί του παρόντος επικεντρώνεται στη μετανάστευση, την προσφυγική κρίση, το φόβο απέναντι στους ξένους, και στη γενικευμένη εχθρότητα προς το Ισλάμ. Οι αυτοαποκαλούμενες νεοφασιστικές ομάδες και τα αντίστοιχα κόμματα σίγουρα υπάρχουν, συνήθως σε μια σχετικά μικρής κλίμακας βάση από χώρα σε χώρα, είτε μέσω της ευθείας συνάρτησης με την κοινή καταγωγή από τη δεκαετία του 1940 και την απροκάλυπτη νοσταλγία για το ναζισμό, είτε από πιο αντιπροσωπευτικές μορφές προσκόλλησης στο ναζισμό ή τον ιταλικό φασισμό. Αλλά ακόμα πιο ανησυχητική είναι σίγουρα η ευρύτερη εξάπλωση της ακροδεξιάς μαχητικότητας για την οποία ο σύγχρονος λόγος περί «φυλής» επικεντρώνεται στην πολιτιστική καταγωγή, στα κοινωνικά δικαιώματα, στην οργισμένη μισαλλοδοξία, και μια περιοριστικά επινοημένη ιδέα για μια ιθαγένεια βασισμένη στο χρώμα του δέρματος και τον τόπο γέννησης έχει μετατραπεί σε κύρια κινητήρια ιδέα. Επί του παρόντος, η πιο ανησυχητική πλευρά συνολικά στην Ευρώπη είναι η σύγκλιση αυτών των δυο φαινομένων: από την μια πλευρά, οι ιδεολογικά ενσυνείδητοι φασιστικοί σχηματισμοί και από την άλλη πλευρά, ένας πολύ ευρύτερος δεξιός λαϊκισμός με επίκεντρο τις ιδέες της φυλής.
Προχωρώντας από το αυταρχικό έδαφος των πολιτικών του νόμου και της τάξης, ο προκύπτων συνασπισμός δυνητικά ενσωματώνει και στοιχεία του πιο παραδοσιακού συντηρητισμού, ενώ συγκεντρώνει τη δυσαρέσκεια πολλών μικροαστών ψηφοφόρων και ψηφοφόρων της εργατικής τάξης οι οποίοι έχουν πληγεί από τη λιτότητα και από τις κοινωνικές μετατοπίσεις ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της μακροπρόθεσμης οικονομικής αλλαγής. Ένα επιπλέον στοιχείο παρέχεται από τις προφανείς συμπάθειες στο εσωτερικό της αστυνομίας και των κρατικών μηχανισμών ασφάλειας. Χωρίς μια αποφασιστική, ενσυνείδητη και ευρηματική πολιτική απάντηση σε όλα αυτά από την πλευρά της αριστεράς, οι πιθανοί κίνδυνοι μιας ολοένα και διευρυνόμενης δεξιάς συσσωμάτωσης αυτού του είδους, που είναι ικανή να μετατοπίζει τους βασικούς όρους του πολιτικού λόγου με αποφασιστικό τρόπο προς τα δεξιά, γίνονται με προβληματικό τρόπο πραγματικοί.
Ζούμε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων, μάρτυρες μιας οικονομικής κρίσης δίχως ορατό τέλος, κρίσης αντιπροσώπευσης, και ταυτόχρονα μάρτυρες της παρατηρούμενης ανόδου του νεοφασισμού. Θεωρείτε ότι η σημερινή περίοδος έχει κοινά σημεία με τη δεκαετία του 1930;
Τζεφ Ίλι: Θεωρώ ότι η σύγκριση με τη δεκαετία του 1930 έχει κάποια σημαντική αξία – όχι επειδή οι δύο οικονομικές κρίσεις είναι η μία ακριβές αντίγραφο της άλλης, ή γιατί ο συγκεκριμένος χαρακτήρα των λαϊκών πολιτικών σχηματισμών στις δυο περιόδους είναι ο ίδιος, αλλά επειδή οι όροι των δυο πολιτικών κρίσεων εμφανίζουν ορισμένα ζωτικής σημασίας κοινά χαρακτηριστικά. Και σε αυτό το σημείο, παραμένω σε μεγάλο βαθμό πουλαντζικός. Τόσο στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1930, όσο και στη σημερινή Ευρώπη ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ισχυρά τεμνόμενη και ολοένα και πιο οξεία δυαδική κρίση: σύμφωνα με τους όρους του Πουλαντζά, μια κρίση αντιπροσώπευσης και μια κρίση ηγεμονίας. Από την άλλη πλευρά, το κρατικο-θεσμικό σύμπλεγμα ακινητοποιείται και ουσιαστικά παύει να λειτουργεί, έτσι ώστε η αναγκαία διαδικασία διαπραγμάτευσης μιας αρκετά στέρεης βάσης για τη συνοχή μεταξύ των βασικών διαιρέσεων των κυρίαρχων τάξεων καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη στη διαχείρισή της. Σε αυτήν την περίπτωση, εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην κοινοβουλευτική συνταγματική διακυβέρνηση, όπως η προεδρική δικτατορία (όπως ίσχυε κατά το Άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης) ή μια «κυβέρνηση τεχνοκρατών» ή κάποια άλλη μορφή αυταρχικής και χωρίς λογοδοσίας κυβέρνησης αρχίζουν να κερδίζουν την υποστήριξη της δεξιάς και των συμμάχων της, έτσι ώστε η συνταγματική δημοκρατία μπορεί να καταλυθεί και να ανασταλεί. Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία κινητοποίησης ενός επαρκούς μεγέθους λαϊκής υποστήριξης μεταξύ του εκλογικού σώματος είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, έτσι ώστε τα υπάρχοντα κόμματα δεν μπορούν πλέον να διασφαλίσουν την απαιτούμενη υποστήριξη και οι μηχανισμοί τους καταρρέουν. Σε αυτήν την περίπτωση, το εκλογικό σώμα αρχίζει να στρέφεται και αυτό προς άλλες κατευθύνσεις. Αν χρησιμοποιήσουμε αυτό το πλαίσιο μιας δυαδικής κρίσης, τότε έχουμε στη διάθεσή μας ένα πολύ καλό μέσο για να αρχίσουνε να αξιολογούμε τις πολιτικές συνέπειες από την κρίση του 2008 είτε αναφερόμαστε στο επίπεδο της Ε.Ε. συνολικά, είτε από σε χώρα σε χώρα, από καπιταλισμό σε καπιταλισμό, από πολιτεία σε πολιτεία. Υπό αυτήν την έννοια, νομίζω ότι η κρίση του 1930 έχει κάτι κοινό με το σήμερα.
Ο Αλεξάντερ Έμπερχαρντ Γκάουλαντ, ηγετικό πολιτικό στέλεχος του AfD («Εναλλακτική για τη Γερμανία»), σε μια από τις δηλώσεις είχε αναφέρει: «Είμαστε ένα κόμμα των απλών ανθρώπων. Μ’ αυτό εννοώ επίσης ανθρώπους, οι οποίοι δεν θέλουν να έχουν δίπλα τους κανένα κέντρο φιλοξενίας για αιτούντες άσυλο. Πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά και να αδράξουμε τους φόβους και τις ανησυχίες που συνδέονται μ’ αυτά». Πώς θα σχολιάζατε την εμφάνιση του συγκεκριμένου κόμματος στη γερμανική πολιτική σκηνή και, γενικότερα, την τρέχουσα συζήτηση αναφορικά με την αναζήτηση της «εθνικής γερμανικής ταυτότητας»;
Τζεφ Ίλι: Σε εντυπωσιακό βαθμό, οι Γερμανοί έχουν μια ασυνήθιστα επιτυχή και συνεπή προθυμία να αντιμετωπίσουν τις πτυχές της γενοκτονίας του εθνικού παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένων όλων των εγκλημάτων του ναζισμού και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στο επίκεντρο των οποίων είναι το Ολοκαύτωμα και η ευρύτερη καταγραφή των γενοκτονιών του καθεστώτος. Βεβαίως, αυτό ήταν πάντα άνισα αληθές, σε όλες τις γενιές, τις κοινωνικές κατηγορίες, και στα διάφορα μέρη του πολιτικού φάσματος. Επίσης, είναι το αποφασιστικό επίτευγμα των συζητήσεων που διεξήχθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, των οποίων τα αποτελέσματα χρειάζονταν συνεχώς υπεράσπιση και επαναβεβαίωση. Τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είδαν μια δραματική έκρηξη του δημόσιου ενδιαφέροντος και της διαμάχης γύρω από αυτά τα ζητήματα (π.χ. στην αποκαλούμενη «διαμάχη των ιστορικών» [Historikerstreit] και σε άλλες παρόμοιες αντιπαραθέσεις). Οι αρνητικές συνέπειες από τη γερμανική επανένωση παρήγαγαν μια ολόκληρη σειρά από τέτοιου είδους συζητήσεις. Η απάντηση στο βιβλίο του Ντάνιελ Τζόνα Γκολντχάγκεν Πρόθυμοι Δήμιοι: Οι Εκτελεστές του Χίτλερ – Οι καθημερινοί Γερμανοί και το Ολοκαύτωμα (μτφ. Τάσος Ρόκας, επιμ. Στέφανος Ροζάνης, Αθήνα, Terzo Books, 1998), στα Εκθέματα της Βέρμαχτ, στο βεβιασμένο ενδιαφέρον για τη γερμανική θυματοποίηση στο πλαίσιο του πολεμικού βομβαρδισμού, όλα αυτά ήταν παραδείγματα και ο κατάλογος είναι μακρύς.
Σε γενικές γραμμές, η αριστερή θέση αρχών, με επιτομή τις θέσεις του Γιούργκεν Χάμπερμας, επαναβεβαίωσε επιτυχώς τη σημασία της γερμανικής ηθικο-πολιτικής ευθύνης και της συνεχιζόμενης αναγκαιότητας για συμφιλίωση με το παρελθόν (σημ.: όπως περιγράφεται από τη σύνθετη γερμανική λέξη «Vergangenheitsbewaeltigung», ως ο αγώνας για το ξεπέρασμα των αρνητικών σημείων του παρελθόντος, κυρίως του Ολοκαυτώματος). Μιλώντας συγκριτικά, αυτό είναι ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας, ένα παράδειγμα το οποίο άλλες κοινωνίες θα μπορούσαν κάλλιστα να ακολουθήσουν. Την ίδια στιγμή, υπάρχει ένας τρόπος κατά τον οποίο όλη αυτή η σύνεση έχει πάρα πολύ εύκολα επικεντρωθεί στο καθαυτό ζήτημα του Ολοκαυτώματος, έτσι ώστε πολλά άλλα χαρακτηριστικά των συνεπειών του γερμανικού βίαιου επεκτατισμού του 20ου αιώνα δεν λαμβάνουν την ίδια προσοχή, ιδίως εκείνων που συνεπάγεται η αλαζονική πολιτικο-οικονομική υπεροχή της Γερμανίας στο εσωτερικό του κανονιστικού καθεστώτος της ΕΕ και της σύνδεσής της με προγενέστερες στιγμές αντίστοιχου γερμανικού επεκτατισμού, όπως τη δεκαετία του 1940. Είναι περιττό να σας θυμίσω τις πιο πρόσφατες εκφάνσεις αυτού του συνδρόμου, όπως για παράδειγμα τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης κρίσης της ελληνικής οικονομίας. Κάποια συλλογική αυτο-επίγνωση αναφορικά με αυτές της πτυχές των επιπτώσεων της γερμανικής εξουσίας παγκοσμίως παραμένει ως ένα τυφλό σημείο στην, κατά τ’ άλλα, εκπληκτική καταγραφή της συμφιλίωσης με το παρελθόν. Ασφαλώς και αυτά δεν είναι σε καμιά περίπτωση ισοδύναμα, και σε άλλους τομείς των διεθνών πολιτικών η στάση της Γερμανίας υπήρξε και πάλι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, όπως η αρχική αντίδραση της Μέρκελ στην πολιτική και ηθική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης λόγω της συριακής προσφυγικής κρίσης, όταν άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν θλιβερά αδρανείς. Αλλά κάποια πρόσθετη συλλογική αυτοεπίγνωση σχετικά με το ιστορικό αντίκτυπο της Γερμανίας στην ανατολική και νοτιοανατολική ήπειρο θα έκανε την παραπάνω αναφερθείσα καταγραφή ακόμα πιο εντυπωσιακή.
Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα
[Ολόκληρη η συνέντευξη, καθώς και εργογραφία του Τζεφ Ίλι, στο μπλογκ των «Αναγνώσεων», avgi-anagnoseis.blogspot.gr]