Άρθρο της Viera Hudečková, βασισμένο στην παρέμβασή της στο Διεθνές Συνέδριο «Μια άλλη Ευρώπη είναι και απαραίτητη και εφικτή», που διοργάνωσε το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στις 12 Μαΐου 2018, στη Σόφια της Βουλγαρίας.
Έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη της στάσης των Τσέχων πολιτών απέναντι στην ΕΕ. Μπορεί να περιγραφεί με τη φράση: το 1990 ήμασταν φτωχοί αλλά είχαμε ελπίδες, σήμερα είμαστε σχετικά πλούσιοι αλλά απελπισμένοι.
Πριν να αναπτύξω το παραπάνω θέμα, θέλω να σας εξηγήσω τη θέση της τσεχικού κόμματος της Αριστεράς που εκπροσωπώ και την άποψή μας επί του συγκεκριμένου. Το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (SDS) είναι ιδρυτικό μέλος του ΚΕΑ και έχει θετική στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, παρά την κριτική μας θέση για τη σημερινή ΕΕ και τον τρόπο που λειτουργεί. Κατά την ενταξιακή περίοδο, το SDS δραστηριοποιήθηκε υπέρ του ευρωπαϊκού σχεδίου και της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Τσεχίας στην ΕΕ. Μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βοημίας και της Μοραβίας (CPBM), ιδρύσαμε την Οργάνωση για τον Ευρωπαϊκό Διάλογο (SPED) με στόχο την προώθηση του ευρωπαϊκού σχεδίου στην Αριστερά. Ακόμη, οργανώσαμε συναντήσεις και άλλες εκδηλώσεις την περίοδο που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος για την ένταξη της Τσεχίας στην ΕΕ.
Η Δημοκρατία της Τσεχίας έγινε μέλος της ΕΕ την 1η Μαΐου 2004, μετά τη θετική ψήφο στο δημοψήφισμα του 77% του πληθυσμού. Το ποσοστό αυτό όμως, μειώθηκε σταδιακά και από την αρχή της κρίσης, το 2008, είχε ήδη περιοριστεί στο 40%. Από την άλλη, όταν μιλάμε για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2004, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι η συμμετοχή σε αυτό ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη του 55%, γεγονός που σημαίνει ότι το ποσοστό που τάχθηκε υπέρ της ένταξης στην ΕΕ, επί του συνόλου των Τσέχων ψηφοφόρων, ήταν μόνο 43%.
Γιατί η στάση της Δημοκρατίας της Τσεχίας απέναντι στην ΕΕ είναι, στην καλύτερη περίπτωση, τόσο χλιαρή;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι προκαλεί έκπληξη. Όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ), πριν από το 1989 «η Ευρώπη ήταν ένα όνειρο» για πολλούς και η κοινή γνώμη ήταν πολύ φιλοευρωπαϊκή (φιλοδυτική). Ακολούθως, στις αρχές του 1990, στη Δημοκρατία της Τσεχίας κυριάρχησε μια πολύ αισιόδοξη άποψη, εκπροσωπούμενη κυρίως από τον Vaclav Havel και τη φιλελεύθερη πτέρυγά του. Η άποψη αυτή κατίσχυσε, παράλληλα με την εξιδανίκευση της ονομαζόμενης Πρώτης Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας (1918-1938), και με κύριο σλόγκαν το: «Στην Ευρώπη ξανά!». Ακόμη και ο V. Klaus, ο κυριότερος ευρωσκεπτικιστής σήμερα, ήταν τότε υπέρ της «επιστροφής στην Ευρώπη». Αποδείχθηκε όμως, ότι η θέση αυτή στηριζόταν κυρίως σε αυταπάτες.
Σήμερα, οι κάτοικοι της Δημοκρατίας της Τσεχίας είναι από τους πιο ευρωσκεπτικιστές πολίτες της ΕΕ και, μετά το Brexit, ορισμένοι μιλάνε για «Czexit».
Οι λόγοι αυτής της αλλαγής είναι πολλοί:
οι προσδοκίες των πολιτών για τα οφέλη από την ένταξη στην ΕΕ δεν επαληθεύτηκαν, ειδικά όσον αφορά την καθημερινότητα και το εισόδημα των νοικοκυριών,
οι πολίτες της Τσεχίας αισθάνονται όλο και πιο έντονα ότι δεν εκπροσωπούνται επαρκώς και ότι έχουν μικρή συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων εντός της ΕΕ,
μπορούμε ακόμη και να διακρίνουμε κάποια «αντιαποικιοκρατικά» συναισθήματα, με αιχμηρές επικρίσεις κατά της «Δύσης», και ειδικά κατά του πυρήνα της ΕΕ, για τη διάλυση της τσεχικής βιομηχανίας, του τραπεζικού τομέα κ.τ.λ.
Η στροφή αυτή έγινε αισθητή με την εμφάνιση και την άνοδο των «ευρωσκεπτικιστών πολιτικών» και κομμάτων, που έκαναν εκστρατεία για το «Όχι» πριν από το δημοψήφισμα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο V. Klaus (και πολύ λιγότερο το Δημοκρατικό φόρουμ πολιτών που ίδρυσε, το ODS), που θεωρούσε την ΕΕ «σχέδιο των σοσιαλιστών» για να περιορίσει την κυριαρχία μας. Την εποχή του δημοψηφίσματος, οι πιο επιφυλακτικοί απέναντι στην Ευρώπη ήταν οι Ρεπουμπλικανοί, το πρώτο δεξιό κόμμα στη Δημοκρατία της Τσεχίας, και το CPBM που παλινδρομούσε ανάμεσα σε μια «σκληρή» και μια «μαλακή» επικριτική γραμμή (τελικά εξέφρασαν ένα «χλιαρό Όχι).
Αυτός ο σκεπτικισμός δε σχετίζεται μόνο με τη σημερινή θέση της Δημοκρατίας της Τσεχίας στην ΕΕ, αλλά και με την πιθανή δημιουργία μιας «ΕΕ δύο ταχυτήτων». Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση, μόνο το 19% των πολιτών θεωρούν ότι η Τσεχία θα βρεθεί ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στην Πολωνία είναι 58% (ένα 43% θεωρούν ότι θα βρεθεί στην «περιφέρεια» και περίπου 23% τάσσονται υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ).
Κατά παράδοξο τρόπο, τα ποσοστά αποδοχής ή απόρριψης της ΕΕ παραμένουν σχετικά σταθερά Αυτό έδειξε μια δημοσκόπηση που έγινε την περίοδο του δημοψηφίσματος στη Βρετανία. Το ένα τρίτο των ψηφοφόρων στήριζαν την ιδέα του «Czexit», ενώ 49% εξακολουθούσαν να τάσσονται υπέρ της ΕΕ. Αυτό οδηγεί στο ερώτημα: γιατί, λοιπόν, η κοινωνία δεν πείθεται για τα οφέλη της ΕΕ; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γι’ αυτό ευθύνονται και η πολιτική της Τσεχίας και οι «Βρυξέλλες». Τα λάθη που έχουν γίνει, αναφορικά με τη δομή της ΕΕ, έχουν, σίγουρα, συμβάλλει.
Μπορούμε να πούμε ότι οι αιτίες δεν έχουν σχέση με τη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη. Μέχρι στιγμής, η Τσεχία είναι ένας «καθαρός παραλήπτης» της ευρωπαϊκής οικονομικής στήριξης, με αξιοσημείωτο θετικό ισοζύγιο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις βάση μοντέλου, η οικονομία της Τσεχίας αναπτύχθηκε τουλάχιστον κατά 1,1% ταχύτερα χάρη στην ΕΕ και κέρδισε περίπου 13 δις ευρώ. Αν η Δημοκρατία της Τσεχίας δεν ήταν μέλος της ΕΕ, το ΑΕΠ της θα ήταν χαμηλότερο κατά 12%.
Η αύξηση του ΑΕΠ της Τσεχίας είναι από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ, υπερβαίνοντας το 5% τον περασμένο χρόνο. Την περίοδο 2006-2017, η Δημοκρατία της Τσεχίας είχε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης ανάμεσα στα «νέα κράτη μέλη της ΕΕ», παρότι, μακροπρόθεσμα, είναι κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Οι αποδόσεις της τσεχικής οικονομίας οφείλονται στη στενή συνεργασία της με την οικονομία της Γερμανίας και συνοδεύονται από μείωση του ποσοστού ανεργίας. Το οποίο ήταν, πρόσφατα, 3,5%, γεγονός που τοποθετεί την Τσεχία στην κορυφή της ΕΕ. Τον Μάρτιο του 2018 υπήρχαν περίπου 264.000 άνεργοι, υπήρχαν όμως, ταυτόχρονα, σχεδόν 240.000 θέσεις εργασίας. Όμως, παρά τα -μάλλον εντυπωσιακά- μακροοικονομικά μεγέθη, αν εξετάσουμε το επίπεδο ζωής, τα πράγματα είναι λιγότερο αισιόδοξα.
Μια από τις προσδοκίες του κόσμου από την ένταξη στην ΕΕ ήταν η άνοδος του επιπέδου ζωής, γεγονός που θα μας έφερνε πιο κοντά στην Ευρώπη των 15. Μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Την περίοδο 1995-2012, η σύγκλιση των εισοδημάτων των νοικοκυριών με εκείνα της Ευρώπης των 15 ήταν μόνο 0,1%, δηλαδή, από τις χαμηλότερες ανάμεσα στις χώρες της ΚΑΕ. Οι πολιτικοί της χώρας κατάφεραν να επιρρίψουν την ευθύνη γι΄ αυτό στις Βρυξέλλες και στην Ευρώπη των 15.
Υπάρχουν επαγγέλματα τα οποία εμφανίζουν μισθολογικές ανισότητες, ανάμεσα στην Τσεχία και την Ευρώπη των 15, της τάξης του 1/7. Παραδείγματος χάριν, ένας δάσκαλος στη Σλοβακία έχει ετήσιο εισόδημα 19.000 δολάρια, οι δάσκαλοι στη Βουλγαρία ή τη Ρουμανία ακόμη πιο χαμηλό, ενώ ένας Γερμανός δάσκαλος κερδίζει 89.000 δολάρια και στο Λουξεμβούργο ο μισθός τους φτάνει μέχρι και 138.000 δολάρια. Στη Δημοκρατία της Τσεχίας, μόνο 53% των δασκάλων πιστεύουν ότι οι αποδοχές τους αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματά του επαγγέλματός τους, ενώ ο αντίστοιχος διεθνής μέσος όρος είναι 77%. Το 88% των δασκάλων θεωρούν ότι η κοινωνία δεν εκτιμά το επάγγελμα του δασκάλου, σε σύγκριση με το 69% του διεθνούς μέσου όρου.
Η διάχυτη αντίληψη ότι η Τσεχία είναι μια «χώρα Β’ κατηγορίας» αυξάνει την αρνητική στάση των πολιτών απέναντι στις Βρυξέλλες και τη Δύση γενικότερα.
Όλες οι τσεχικές τράπεζες πουλήθηκαν σε ξένους επενδυτές, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι τραπεζικές κρατήσεις αυξάνονται ενώ τα τεράστια κέρδη που αποφέρουν, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, μεταφέρονται στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία κ.λπ. Ο κόσμος βλέπει ότι ένα σημαντικό μέρος του ΑΕΠ της Τσεχίας φεύγει στο εξωτερικό, ως έσοδο ξένων εταιριών.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όλα τα μεγάλα εργοστάσια πουλήθηκαν σε ξένους επενδυτές, για να κλείσουν, όπως και οι ανεπιθύμητοι ανταγωνιστές τους, σε πολλές περιπτώσεις. Οι μισθοί παραμένουν πολύ χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους στη Δύση. Αυτό προκαλεί απογοήτευση ακόμη και στους υποστηρικτές της ΕΕ, όπως δείχνει το επόμενο γράφημα, που παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση ανάμεσα στις απόψεις των υποστηρικτών και των αντιπάλων της ΕΕ. Όπως βλέπουμε, οι ίδιες αυταπάτες και προκαταλήψεις χαρακτηρίζουν και αυτούς που τάσσονται υπέρ της αποχώρησης, και εκείνους που υποστηρίζουν την παραμονή στην ΕΕ. Φυσικά, το Ναι ή το Όχι επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα, αλλά αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η κατανομή τους. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι για τους περισσότερους ανθρώπους «δεν μετράει» η πραγματικότητα, που σημαίνει ότι η θέση τους είναι κυρίως συναισθηματική. Παρόμοιο συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε και από τη σύγκριση των πιο συναφών «θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος» ανάμεσα στο 1995 και το 2018:
Θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος 1995 |
Θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος 2018 |
Σχέσεις Τσεχίας – Γερμανίας (1945) |
Μεταναστευτικό ζήτημα (αιτία η Γερμανία) |
Ρυθμίσεις των αγορών στην ΕΕ |
Ρυθμίσεις («γραφειοκρατία των Βρυξελλών») |
Ανθρώπινα δικαιώματα (π.χ., το πρόβλημα των Ρομά) |
Ανθρώπινα δικαιώματα (φεμινισμός, ενσωμάτωση) |
Κανονισμοί στους χώρους εργασίας |
Χώροι εργασίας (προστασία οδηγών) |
Προστασία καταναλωτών |
Διαφορές στη σύνθεση των τροφών |
Συγκρίνοντας τα προβλήματα ή «προβλήματα» -τα οποία είναι συχνά ελάσσονα ζητήματα- που συζητιούνταν στην τσεχική κοινωνία το 1995 και το 2018, βλέπουμε ότι «πίσω από την επιφάνεια» είναι στην ουσία τα ίδια. Αυτό σημαίνει ότι ελάχιστα έχουν λυθεί από τις εθνικές ελίτ ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ίδιες οι «ελίτ» δημιούργησαν ή διόγκωσαν κάποια από αυτά τα ζητήματα. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, συνιστά μια πρόκληση, αλλά και μια ευκαιρία για την Αριστερά της Τσεχίας και της Ευρώπης. Η αποδυνάμωση, ή η κατάρρευση του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα βοηθούσε κανέναν. Πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους βελτίωσης της ΕΕ.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου
tweet