Ομιλία στο Θερινό Πανεπιστήμιο του ΚΚΓ. – Το δίλλημα της Ευρώπης είναι αληθινό. Αφενός, είναι ξεκάθαρο ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, όπως αποκάλυψε και το βρετανικό δημοψήφισμα. Βεβαίως, το βρετανικό ΟΧΙ δεν στρεφόταν μόνο εναντίον της ΕΕ, αλλά και της πολιτικής τάξης στη Βρετανία, καταδεικνύοντας έτσι ότι η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν απειλεί μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τα κράτη-μέλη της.
Είναι αλήθεια ότι η δική μας αριστερά, η αριστερά του μετασχηματισμού, έχει κάνει προόδους σε πολλές χώρες -στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία- και ότι το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που ιδρύθηκε μόλις πριν από μια δεκαετία, αποτελεί σημαντική κατάκτηση. Ωστόσο, έχει ακόμη μια αδυναμία: την απουσία ενός κοινού σχεδίου για την Ευρώπη που να κινητοποιεί. Χωρίς αυτό η αριστερά δεν θα καταφέρει να αλλάξει το συσχετισμό των δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός το οποίο έχει αρνητικές συνέπειες σε εθνικό επίπεδο. Το παράδειγμα της Ελλάδας ήταν η δοκιμή.
Στα μισά της μάχης είναι εύκολο να είναι κανείς υπερβολικά αισιόδοξος για το συσχετισμό των δυνάμεων.
Οι αριθμοί, όμως, δείχνουν την αλήθεια. Σε εννέα ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες έγιναν εκλογές το 2015, τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς σημείωσαν ποσοστό 11%, την ώρα που τα δεξιά εθνικιστικά και αυταρχικά κόμματα έλαβαν 22% των ψήφων και, στην πιο ακραία περίπτωση, κέρδισαν τις προεδρικές εκλογές στην Πολωνία.
Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν την πόλωση του πολιτικού τοπίου ως αποτέλεσμα της κρίσης. Δείχνουν, επίσης, ότι το στρατόπεδο με τη μεγαλύτερη δυναμική, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι εκείνο της ριζοσπαστικής δεξιάς.
Επιπλέον, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων σε όλα τα μήκη και πλάτη της ΕΕ υποδεικνύει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα σύνολο δυσάρεστων, πλην όμως μεμονωμένων, γεγονότων στην Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Γαλλία, κ.λπ., αλλά με μια ευρωπαϊκή στροφή προς τα δεξιά, η οποία επηρεάζει και τα κεντρώα κόμματα, όπως για παράδειγμα εδώ στη Γαλλία, και η οποία εκφράζει μια ποιοτική διαφορά: ότι όλα τα προαναφερθέντα κόμματα μοιράζονται την αντίθεσή τους στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια διπλή πρόκληση που δεν πρέπει να βλέπουμε απλουστευτικά: η αριστερά έχει να αντιμετωπίσει και τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος παρουσιάζεται και πάλι ως η μοναδική λύση (όπως στην περίφημη φράση ΤΙΝΑ: There Is No Alternative) και τη ριζοσπαστική δεξιά, η οποία ενδύεται το μανδύα ενός αναγεννημένου εθνικισμού που δεν αφορά μόνο μεμονωμένες χώρες, αλλά ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί μια καλύτερη ευρωπαϊκή τάξη.
Πώς τοποθετούμαστε απέναντι σε αυτή τη μάχη, που είναι αληθινή και αποκρυσταλλώνεται σε έναν δεξιό δικομματισμό σε ευρωπαϊκή κλίμακα;
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να επισημάνουμε ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση, καθώς και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, δεν υπήρξαν ποτέ αριστερά προγράμματα. Γιατί θα έπρεπε η αριστερά να υπερασπίζεται ένα σύστημα συνθηκών και θεσμών τα οποία πολεμούσε από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν;
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών με ένα κακό ενιαίο νόμισμα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά και σύστημα διεθνών σχέσεων οι οποίες καθιερώθηκαν ως αποτέλεσμα του Ψυχρού Πολέμου, τον οποίο τελικά κέρδισε η Δύση.
Το σύστημα αυτό είναι αναμφίβολα ιεραρχικό, αδιαφανές και έντονα αντιδημοκρατικό. Όμως, αυτός είναι ο καπιταλισμός, ή ο ιμπεριαλισμός, αν προτιμάτε. Μας απογοητεύει μόνο αν έχουμε πιστέψει σε αυτόν.
Οπότε, ποιες στρατηγικές εναλλακτικές λύσεις διαθέτουμε;
Ως αφετηρία, ας μην έχουμε αυταπάτες για την Ευρώπη μετά τη διάλυση της ΕΕ. Γιατί δεν πρόκειται να είναι ένα ειδυλλιακό μέρος όπου οι χώρες, που θα έχουν επιτέλους απελευθερωθεί από τον βραχνά των Βρυξελών, θα συνυπάρχουν ειρηνικά η μια πλάι στην άλλη, μέσα από διαδικασίες διαπραγματεύσεων και συνεργασιών.
Αυτή η ‘νέα Ευρώπη’ θα μοιάζει, αντιθέτως, με την παλιά Ευρώπη του μεσοπολέμου, που ήταν διχασμένη από τις αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες εμπλέκονταν στις ελάσσονες αντιπαραθέσεις των μικρών εθνών-κρατών. Ειδικά στην Κεντρική Ευρώπη όπου τα σύνορα, που καθορίστηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι ακόμη ρευστά εξαιτίας της πολυεθνικής σύνθεσης των εν λόγω εδαφών. Όπως για παράδειγμα, το Νότιο Τιρόλο, η Γερμανική Σουδητία, η Τρανσυλβανία κ.ά., γεγονός που καθιστά παράλογη την εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία αυτό επιβεβαιώνει.
Για να το πω διαφορετικά, η διάλυση της ΕΕ θα ωφελήσει την αριστερά μόνο αν θεωρήσουμε ότι τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες θα επιλύονταν καλύτερα σε μια Ευρώπη των 28, των 35, ή και των 50 διαφορετικών εθνικών νομισμάτων, εθνών-κρατών και συνοριακών καθεστώτων. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μου φαίνεται πειστικό.
Επομένως, πώς πρέπει να βαδίσουμε μεταξύ της Σκύλλας και της Χάρυβδης, ανάμεσα στον αφελή ευρωπαϊσμό και στην αποδοχή του εθνικισμού;
Για μένα, το ζήτημα της Ευρώπης τίθεται καταρχήν με όρους στρατηγικής και όχι ως ζήτημα ιδεολογίας. Δεν έχουμε τόση ανάγκη από το σχέδιο μιας ιδανικής και προκατασκευασμένης Ευρώπης, στην οποία διατρέχουμε τον κίνδυνο να είμαστε διαιρεμένοι αντί να εμπνεόμαστε. Δηλαδή, ή από τους αγώνες των λαών θα προκύψει μια δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη, ή δεν θα υπάρξει Ευρώπη.
Με αυτή την προοπτική, χρειαζόμαστε ορισμένα σημεία αναφοράς για μια ευρωπαϊκή στρατηγική. Το κριτήριο για την επιλογή μιας τέτοιας ενωτικής στρατηγικής είναι ότι μας επιτρέπει να ανταποκρινόμαστε καλύτερα στις πολιτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι, προφανώς, διαφορετικές για την κάθε χώρα και την κάθε περιοχή.
Επομένως, η πρότασή μου περιλαμβάνει τρία σημεία:
1. Συμφωνούμε όλοι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μέλλον μόνο αν εγκαταλειφθεί η πολιτική της λιτότητας. Αυτό επιβάλει ο κοινός νους. Αλλά, πώς επιτυγχάνεται αυτό; Απαιτείται διάλογος χωρίς ταμπού. Για παράδειγμα, σε άρθρο του στους Financial Times πριν από λίγες μέρες, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς πρότεινε την αντικατάσταση του ενιαίου νομίσματος από ένα σύστημα που αποκαλεί «ευέλικτο ευρώ», με ένα σκληρό, ας πούμε, «ευρώ για τις χώρες του Βορρά» και ένα πιο αδύνατο «ευρώ για τον Νότο». Γιατί όχι;
Προσθέτει όμως ότι: «οι καλές νομισματικές διευθετήσεις δεν μπορούν να εγγυηθούν την ευημερία. Οι λανθασμένες οδηγούν σε ύφεση και οικονομική κρίση». Με άλλα λόγια, το νομισματικό σύστημα μπορεί να αλλάξει, αλλά τα προβλήματα θα παραμένουν γιατί οι απαιτούμενες αλλαγές χρειάζονται περισσότερες κινήσεις και την καθιέρωση, μεταξύ άλλων: «μιας κοινής τραπεζικής ένωσης, κυρίως την εγγύηση των καταθέσεων όλων των κρατών-μελών, κανόνες περικοπών των εμπορικών πλεονασμάτων και ευρωομολόγων ή κάποιον παρεμφερή μηχανισμό αμοιβαίας κάλυψης του χρέους. Η νομισματική πολιτική θα πρέπει να εστιάζει περισσότερο στην ανεργία, την ανάπτυξη και τη σταθερότητα, και όχι μόνο στον πληθωρισμό». Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο σημείο:
2. Όλο αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη βάση μιας ισχυρής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η αριστερά πρέπει να την προωθήσει και να την ενισχύσει! Πρέπει όλοι/ες μας να επωμιστούμε αυτή την ευρωπαϊκή ευθύνη. Και πρέπει να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια ότι δεν αρθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση έδινε τη μεγάλη μάχη με τους θεσμούς. Η πανευρωπαϊκή προοπτική δεν είναι η μόνη πιθανή. Πρέπει να απορρίψουμε την ψευτοδιχοτόμηση, κυρίως μεταξύ της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Επιθυμούμε μια Ευρώπη στην οποία το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης να μπορεί να υλοποιείται από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση! Μια Ευρώπη που σέβεται τη δημοκρατική κυριαρχία κάθε λαού. Αυτό είναι το θέμα! Μόνο έτσι μπορεί η Ευρώπη να αποκαλείται δημοκρατική.
3. Ωστόσο, απέναντι στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, ένα από τα κέντρα του οποίου είναι η Ευρώπη, η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να ισχύσει μόνο αν, πέρα από την εθνική της έκφραση, έχει και ευρωπαϊκό χαρακτήρα.
Χωρίς υπεραπλουστεύσεις, η καρδιά κάθε δημοκρατίας είναι ο κοινοβουλευτισμός, ο οποίος κατακτήθηκε μέσα από εθνικές επαναστάσεις αλλά δεν έχει ακόμη κυριαρχήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό το ευρωπαϊκό έλλειμμα λειτουργεί εις βάρος και των εθνικών κοινοβουλίων, η εξουσία των οποίων καταργείται από σωρεία εθνικών και ευρωπαϊκών γραφειοκρατιών που διέπουν τις διακυβερνητικές διαδικασίες.
Γι’ αυτόν το λόγο, θα ήθελα να δω μια αριστερά που αγωνίζεται για ένα ολοκληρωμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ένα κοινοβούλιο εκλεγμένο με καθολική και ισότιμη ψηφοφορία, που διαθέτει όλη την ευρωπαϊκή νομοθετική εξουσία και δεν την ασκεί εις βάρος των εθνικών κοινοβουλίων, αλλά στη βάση της συνετής και διαφανούς κατανομής της εξουσίας η οποία θεμελιώνεται σε ένα δημοκρατικό σύνταγμα.
Για να ανακεφαλαιώσω:
Είναι γεγονός ότι η ΕΕ τίθεται σήμερα υπό αμφισβήτηση. Με οδηγό την ιστορία του περασμένου αιώνα και τα προβλήματα που τίθενται σήμερα, η αριστερά δεν μπορεί παρά να πρωταγωνιστεί στο αίτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Όμως, προκειμένου η ιδέα της ειρηνικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να προστατευθεί από τον αναπτυσσόμενο εθνικισμό, πρέπει να την επανεφεύρουμε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα είναι κοινωνική ή θα είναι άχρηστη. Η ΕΕ ή θα εκδημοκρατιστεί ή θα απαξιωθεί. Ή θα είναι ειρηνική ή θα διαλυθεί.
Απέναντι σε αυτό το δίλημμα, δεν είναι η ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας που πρέπει να τολμήσουμε να απορρίψουμε, αλλά το νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό πλαίσιο των θεσμών και των συνθηκών μέσα από τις οποίες αυτή η ιδέα έχει υλοποιηθεί.
Μετάφραση:Καλλιόπη Αλεξοπούλου