2. Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τι κέρδισε και τι έχασε, αλλά και τι δεν κέρδισε και τι δεν έχασε η ελληνική κυβέρνηση, πρέπει να λάβουμε υπόψιν τρία πράγματα: το περιβάλλον και τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε η διαπραγμάτευση, τους στόχους που προσπάθησε να πετύχει η κάθε πλευρά, τις εναλλακτικές επιλογές.
3. Μία παρένθεση. Πόσοι διαπραγματεύονταν σ’ αυτό το τραπέζι; Απάντηση: Πάρα πολλοί. Η έκβαση, αλλά και τα ενδιάμεσα στάδια, της συγκεκριμένης διαδικασίας ενείχε σοβαρά διακυβεύματα όχι μόνο για την Ελλάδα και τη Γερμανία, αλλά για όλες τις υπόλοιπες 17 χώρες που συμμετείχαν. Ακόμα όμως και αυτή η προσέγγιση (που περιορίζει το διακύβευμα στο επίπεδο του «εθνικού συμφέροντος») είναι παραπλανητική. Στην πραγματικότητα, ο Υπ. Οικ. κάθε μίας από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης διαπραγματευόταν την πολιτική (αλλά και την υπόσταση) της κυβέρνησής του. Όπως την πολιτική (και την υπόστασή τους) διαπραγματευόταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του Γιούνκερ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσω του Ντράγκι, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μέσω της Λαγκάρντ.
4. Η ακραία επιθετικότητα του Σόιμπλε ήταν ενδεικτική της πίεσης που δεχόταν η γερμανική κυβέρνηση προκειμένου να διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία της αντίληψης της για την κρίση, και τη συνέχιση της πολιτικής της λιτότητας. Ήταν επίσης ενδεικτική της προσπάθειάς της να διατηρήσει σημαντικούς παίκτες προσδεδεμένους στο σχέδιό της. Γι’ αυτό τον λόγο, η στάση της Γαλλίας και της Ιταλίας είχαν ιδιαίτερη σημασία. Οι ρωγμές που θα μπορούσε να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση προέρχονταν κατά κύριο λόγο από εκεί, και όχι –σε αυτή τη φάση- από τις χώρες του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία), οι οποίες ήταν απολύτως συντεταγμένες με την γερμανική γραμμή, υπό τον φόβο της ανόδου της Αριστεράς. Υπό μία έννοια, το παιχνίδι που έπαιξαν οι χώρες αυτές ήταν ακόμα πιο επικίνδυνο. Η επιλογή τους να ταυτιστούν με τη γερμανική στρατηγική της λιτότητας είναι φανερά ενάντια στο συμφέρον των λαών τους, και αυτό σημαίνει ότι όσο η Ελλάδα θα πετυχαίνει ακόμα και μικρές νίκες, τόσο η πίεση γι’ αυτές θα μεγαλώνει.
5. Τούτων δοθέντων, στόχος της Γερμανίας ήταν να υπογράψει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ό,τι ακριβώς θα υπέγραφε η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ: Άμεση εφαρμογή όλων των προαπαιτούμενων για την ολοκλήρωση της 5ης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος (οικονομική υποταγή) και αποδοχή της λογικής ότι ο μόνος δρόμος εξόδου από την κρίση είναι αυτός που υποδεικνύει η Γερμανία, και με τον οποίο συντάσσονται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, οι περισσότερες συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης (πολιτική υποταγή).
6. Αυτό δεν συνέβη, για δύο λόγους: ο ένας είναι ότι οι κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μπλόφα. Η κυβέρνηση ήταν και είναι δεσμευμένη να υπηρετήσει την εντολή που πήρε στις εκλογές και άρα να λογοδοτήσει στον κόσμο που την στηρίζει. Ο δεύτερος είναι ότι οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ευρώπης φοβήθηκαν τη δυναμική της ρήξης. Με άλλα λόγια, είναι ένα πράγμα να πιστεύει κανείς ότι ένα Grexit είναι μάλλον διαχειρίσιμο, και ένα άλλο πράγμα να είναι βέβαιος γι’ αυτό. Η εμπειρία της Lehman Brothers κάτι άφησε σε σχέση μ’ αυτή τη λεπτή γραμμή.
7. Υπ’ αυτή την έννοια και υπό αυτές τις συνθήκες ξεκινά από αύριο ο δεύτερος γύρος της διαπραγμάτευσης που θα διαρκέσει όσο προβλέπει η «συμφωνία- γέφυρα»: τέσσερις μήνες. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα θα κριθούν πολλά πράγματα -συμπεριλαμβανομένου του σε ποιανού την πλευρά παίζει ο χρόνος- και θα μπορέσουμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα όχι μόνο για τη στρατηγική της συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης, αλλά και για μεγαλύτερα και πιο διαχρονικά στρατηγικά ζητήματα της Αριστεράς. Ας είμαστε, γι’ αυτό, ψύχραιμοι και προσεκτικοί με τους αφορισμούς. Δεν έχουμε αυτή τη στιγμή την απαραίτητη χρονική, πολιτική και συναισθηματική απόσταση για να αποφανθούμε οριστικά.
8. Το διάστημα αυτό θα είναι μια μάχη με τον χρόνο, αλλά κυρίως μια μάχη με τον εαυτό μας. Είναι αναμενόμενη μια διαρκής σύγκρουση επί της ερμηνείας της απόφασης (το επιχείρημα του Κρούγκμαν στο άρθρο του «Delphic Demarche»[1]) και για τον λόγο αυτό, πρέπει να εκμεταλλευτούμε όλα το περιθώρια ελαστικότητας που μας δίνει η συμφωνία, έχοντας στο μυαλό μας ότι το ίδιο ακριβώς θα κάνει και η άλλη πλευρά.
9. Το συμπέρασμα του Ηλία Ιωακείμογλου είναι πολύ εύστοχο: «Η σύγκρουση παραμένει εκκρεμής και από την ανακωχή θα βγει ευνοημένος όποιος προετοιμάσει καλύτερα τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα διεξαχθεί η επόμενη διαπραγμάτευση».
10. Αυτό πρέπει να είναι το άγχος όλων μας αυτό το διάστημα – της κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ, των κοινωνικών υποκειμένων που θέλουν να συμμετέχουν σε μια πραγματική αλλαγή: να προετοιμάσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα διεξαχθεί η επόμενη διαπραγμάτευση. Αυτό συνεπάγεται πολλά πράγματα. Συνεπάγεται κατ’ αρχήν ότι η επιλογή της ρήξης θα παραμείνει ισχυρή και ότι οι τακτικοί ελιγμοί δεν θα ισοδυναμούν με ενσωμάτωση. Συνεπάγεται ότι οι δεσμεύσεις μας θα παραμείνουν οδηγός και ότι η χρονική ιεράρχησή τους θα είναι πραγματική ιεράρχηση και όχι εγκατάλειψη. Συνεπάγεται ότι οι πολιτικές διαδικασίες του κόμματος έχουν ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να συζητιούνται και να γίνονται κατανοητά όλα αυτά τα ζητήματα, αλλά και να ελέγχεται η εξέλιξη των πραγμάτων. Για να λειτουργήσει υπέρ μας ο χρόνος πρέπει να επενδύσουμε στην ειλικρινή, συντονισμένη και επί της ουσίας συνεργασία μεταξύ μας, στην κατανόηση των προβλημάτων που έχουμε να λύσουμε και στον αυστηρό προσανατολισμό στα συμφέροντα των πολλών. Αυτό θα κρίνει εν πολλοίς αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει μετά τον Ιούνιο.