Το παρακάτω άρθρο θα δημοσιευτεί σύντομα σε μια έκδοση του γραφείου Βρυξελών του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ
Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι
Είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση στα πρόθυρα της κατάρρευσης; Τον περασμένο χρόνο ζήσαμε ορισμένα γεγονότα που μας κάνουν να το πιστεύουμε. Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάστηκε να υπογράψει το πιο βάρβαρο κοινωνικά και το πιο καταστροφικό οικονομικά από όλα τα Μνημόνια Κατανόησης που επιβλήθηκαν στην χώρα, την 13η Ιουλίου 2015, μέχρι την ώρα που μια καθαρή πλειοψηφία Βρετανών ψηφοφόρων αποφάσισαν ότι είναι καλύτερο για τη χώρα τους να είναι εκτός της ΕΕ, δημιουργώντας ένα πολιτικό κενό άνευ προηγουμένου. Και ως επιστέγασμα, η κατάληξη της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, με στόχο την απέλαση όλων των προσφύγων που πατάνε το πόδι τους σε ευρωπαϊκό έδαφος στην Τουρκία –αυξάνοντας, ωστόσο, δραματικά το φόρο αίματος στη Μεσόγειο, με 4000 θύματα μόνο για το πρώτο εξάμηνο του 2016- αποτελεί καθαρή παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης, αλλά και μια ηθική αποτυχία για την Ευρώπη.
Ο Αλέξης Τσίπρας, πριν ακόμη εκλεγεί για πρώτη φορά πρωθυπουργός, τον Ιανουάριο του 2015, έκανε σαφές ότι η τύχη τα Ελλάδας είναι συνδεδεμένη με την ΕΕ. Το αποκαλούμενο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν αφορούσε μόνο το τέλος της πολιτικής της λιτότητας και τον σχεδιασμό μιας βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά κυρίως την πρόθεση για αλλαγή πορείας της ΕΕ ως συνόλου. Ποτέ πριν ο νεοφιλελευθερισμός, που θεσμοθετήθηκε σταδιακά μέσα από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, δεν είχε τύχει τόσο μεγάλης αμφισβήτησης στην Ευρώπη. Και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα δέχτηκε τόσο συστηματικά ανοιχτή εχθρότητα, αν όχι βαρβαρότητα. Το συμπέρασμα που θα πρέπει να εξάγουμε από όλα αυτά είναι ότι η μάχη για μια άλλη ΕΕ δεν μπορεί να είναι μονομερής. Σε ένα έγκλημα χρειάζονται συνεργοί, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για ένα κράτος που έχει ένα ΑΕΠ το οποίο μετά βίας ξεπερνά το 2% της οικονομίας της ΕΕ, κοινωνικά κινήματα καλά ριζωμένα, αναζωογονημένα συνδικάτα και μαζική διεθνιστική αλληλεγγύη. Οι σοσιαλδημοκράτες «Ευρωπαίοι εταίροι» εγκατέλειψαν την Ελλάδα και το ευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης ήταν πολύ αδύναμο για να ασκήσει πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις.
Δεν πρέπει, όμως, αυτή η ήττα να μας αποπροσανατολίζει. Η αληθινή αλληλεγγύη είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε απέναντι στις πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Για να ονομάσουμε μερικές από αυτές: την αντίθεση στην αβεβαιότητα της επισφαλούς εργασίας, την αυξανόμενη κοινωνική ανασφάλεια και το κοινωνικό ντάμπινγκ μεταξύ και εντός των χωρών της ΕΕ, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διασφάλιση ότι η αναπόφευκτη ενεργειακή μετάβαση θα γίνει προς όφελος των εργαζομένων, την εγγύηση της ζωής των ανθρώπων που διαφεύγουν από εμπόλεμες περιοχές και το σχεδιασμό του μέλλοντος των κοινωνιών της Ευρώπης. Την αποδοκιμασία των σειρήνων του δεξιού λαϊκισμού, που τόσοι πολιτικοί ηγέτες ασπάζονται όταν θυσιάζουν τις πολιτικές ελευθερίες και την πολιτική συνύπαρξη στο βωμό μιας απατηλής μάχης κατά της τρομοκρατίας. Η επιβράδυνση των εθνικών οικονομιών που μετά βίας προσφέρουν κάποιες προοπτικές, ο φόβος απώλειας της εθνικής κυριαρχίας που τα ακροδεξιά κόμματα χειρίζονται τόσο επιδέξια, έξω από κάθε ταξική λογική και η –πολύ πραγματική- απειλή της κοινωνικής κινητικότητας προς τα κάτω, είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που εξηγούν γιατί τόσο πολλοί Ευρωπαίοι ρίχνονται στην αγκαλιά του κοινωνικού σωβινισμού και/ή των ανοιχτά ξενοφοβικών πολιτικών δυνάμεων.
Η υπερψήφιση του Brexit πρέπει να γίνει αντιληπτή ως το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της τάσης. Μια γρήγορη ματιά στο αποτέλεσμα δείχνει ένα καθαρό διχασμό ανάμεσα στους νικητές και τους ηττημένους της παγκοσμιοποίησης, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης που υποστήριξαν μαζικά το Brexit χρησιμοποίησαν το δημοψήφισμα και για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους προς το σύνολο του πολιτικού κόσμου, ταυτόχρονα με την απόρριψη της ένταξης σε μια ΕΕ την οποία αντιλαμβάνονται ως κύρια αιτία των προβλημάτων τους. Οι δημοφιλείς πολιτικοί της δεξιάς έριξαν λάδι στη φωτιά επιρρίπτοντας στους μετανάστες την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, ενώ απέκρυψαν προσεκτικά τον ρόλο που έχουν παίξει ολόκληρες δεκαετίες νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην απορρύθμιση της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Παρά ταύτα, η υπερψήφιση του Brexit μπορεί να θεωρηθεί μια ακόμη ένδειξη της βαθιά ριζωμένης πεποίθησης ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ικανό να ικανοποιεί τις ανάγκες των πολιτών. Οι πολυάριθμες εκκλήσεις που έγιναν, έκτοτε, από τα χείλη πολιτικών ηγετών, για ανοικοδόμηση της Ευρώπης [1], δεν πρέπει να μας αποσπούν από τη μεγάλη εικόνα. Αυτό που παίζεται σήμερα είναι βασικά μία από τα ίδια: μεγαλύτερη «ασφαλειοποίηση» των συνόρων της ΕΕ αφενός, και η ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης ΟΝΕ) αφετέρου. Οι πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Γιούρογκρουπ και η ΕΚΤ, ζητούσαν εδώ και πάνω από ένα χρόνο μεγαλύτερη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη διευκόλυνση της ελαστικοποίησης των αποδοχών και συνέχιση της λιτότητας. Με άλλα λόγια, ακριβώς την ίδια πολιτική που εφαρμόζεται από την αρχή της κρίσης η οποία έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική και έχει προκαλέσει λαϊκή δυσαρέσκεια, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την πολιτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η βασική ιδέα της ονομαζόμενης Έκθεσης των πέντε Προέδρων αποκρυσταλλώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: «Για να επιτύχει η ΟΝΕ, πρέπει να λειτουργούν καλά οι αγορές εργασίας και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας» [2]. Αλλά, για ποιον; Προφανώς, όχι για τους εργαζόμενους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρείχε μεγάλη στήριξη στη γαλλική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της μαζικής κινητοποίησης εναντίον ενός συνόλου διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας, γνωστού και ως Εργατικός Νόμος. Όπως δήλωσε ο Επίτροπος για το Ευρώ και τον Κοινωνικό Διάλογο, «ο νόμος αυτός θα καταπολεμήσει τη δυσκαμψία της αγοράς εργασίας και θα ενισχύσει την απασχόληση» [3].
Για να είμαστε δίκαιοι, η Άγγελα Μέρκελ, ο Φρανσουά Ολάντ και ο Ματέο Ρέντσι τόνισαν επίσης την ανάγκη να ενισχυθεί η ανάπτυξη, όταν συναντήθηκαν στο Βερολίνο λίγο μετά το δημοψήφισμα για το Brexit. Μέχρι στιγμής δεν έχουν ανακοινωθεί λεπτομέρειες, αλλά υπάρχουν ισχνές πιθανότητες να κάνουν κάτι πέρα από υποσχέσεις, για να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ βλέπει τις επενδύσεις. Αν δεν καταφέρει να αντλήσει διδάγματα από τις αποτυχίες του Συμφώνου Ανάπτυξης που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 2012 –δηλαδή, ότι η έλλειψη φρέσκου χρήματος διοχετευμένου στην οικονομία, μαζί με την επέκταση της «φορολογικής σταθερότητας, φιλικής προς την ανάπτυξη» [4] αποδείχθηκε ανίκανη να δημιουργήσει έναν ενάρετο κύκλο που να προωθεί την ανάπτυξη στην ΕΕ και την απασχόληση- το «Επενδυτικό Σχέδιο για την Ευρώπη» είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Το ονομαζόμενο Σχέδιο Γιούνκερ, που ανακοινώθηκε με πολλές φαμφάρες τον Νοέμβριο του 2014 [5], εγκρίθηκε επίσημα τον Ιούνιο του 2015 και τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως μετά, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, με στόχο την αντιμετώπιση του ελλείμματος επενδύσεων που υφίσταται η Ευρώπη από την αρχή της κρίσης. Βασική του αρχή είναι να χρησιμοποιηθεί ένα μικρό μέρος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ως εγγύηση στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων τα οποία θα είναι πιο επισφαλή και καινοτόμα από τα συνηθισμένα. Αυτά τα προγράμματα επρόκειτο να δημιουργήσουν επενδύσεις συνολικού μεγέθους 315 δις ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια μέσω της μόχλευσης και της συγχρηματοδότησης [6]. Ωστόσο, από την έναρξη εφαρμογής του σχεδίου, έχουν εγκριθεί σχέδια της τάξης των 11,2 δις ευρώ μόνο. Η εφαρμογή του Σχεδίου Γιούνκερ είναι αργή, δεδομένου ότι το σχέδιο προβλέπει την εκταμίευση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων 60 δις ευρώ σε τρία χρόνια, δηλαδή, 20 δις το χρόνο [7], γεγονός το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις αρχικές προσδοκίες, και όχι μόνο.
Δεν είναι μυστικό ότι η οικονομία της Ευρωζώνης δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη στασιμότητα. Σύμφωνα με τα τελευταία ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα, η Ευρωζώνη των 19 είχε ανάπτυξη 0,3% το τρίτο τέταρτο του 2015, ενώ το μέσο ποσοστό ανεργίας παραμένει άνω του 10% [8], με σοκαριστικές ανισότητες ανάμεσα στις χώρες. Η κρίση καθορίζει ακόμα τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες: οι ανισότητες έχουν αυξηθεί σταθερά από την έναρξή της, πλήττοντας πρώτα και περισσότερο από όλους τους εργαζόμενους με τις λιγότερες δεξιότητες, τις γυναίκες και τους νέους, ενώ ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής πολιτικής παραμένει μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ανταγωνιστικότητα –η οποία προσλαμβάνεται ως ένα καθοδικό σπιράλ όλο και χαμηλότερων μισθών, όλο και μικρότερης κοινωνικής προστασίας και κοινωνικού διαλόγου- παρά τις ηχηρές αποτυχίες της. Οι κυβερνήσεις, είτε συντηρητικές είτε σοσιαλδημοκρατικές, δεν ξέφυγαν από το ατσάλινο κλουβί του νεοφιλελευθερισμού. Η Ευρώπη αξίζει καλύτερη μοίρα. Γιατί, αλλιώς, τι μπορεί να εμποδίσει τους δεξιούς εθνικιστές από το να κυριαρχήσουν σε όλη την Ευρώπη και να οδηγήσουν τις ευρωπαϊκές χώρες και τους κατοίκους τους σε νέους ανταγωνισμούς;
Πρέπει να βρούμε καθολικές λύσεις για μια καλύτερη και δικαιότερη Ευρώπη. Για να γίνει αυτό, έχει σημασία ο σχεδιασμός μιας βιομηχανικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρώπης –ή, με άλλα λόγια, μιας στρατηγικής για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της Ευρώπης. Η ίδια η έννοια του παραγωγικού μετασχηματισμού δεν αφορά μόνο την ανάκτηση των ευρωπαϊκών παραγωγικών δυνατοτήτων, αλλά και την καθιέρωση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που θα ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες και τις οικολογικές επιταγές, με πυξίδα την οικονομική δημοκρατία. Πιστεύουμε ότι χωρίς μια ισχυρή βιομηχανία, με βαθιά μετασχηματισμένους τους στόχους και τα μέσα, η Ευρώπη δεν θα τα καταφέρει να ξεφύγει από την τρέχουσα κρίση και να μπει σε τροχιά οικονομικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής και, τέλος, πολιτικής ανάπτυξης, την οποία έχουμε τόση ανάγκη.
Οι θεμελιώδεις στόχοι του παραγωγικού μετασχηματισμού της Ευρώπης
Η εργασία πρέπει να αποτελεί το επίκεντρο του σχεδίου για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για την Ευρώπη. Ο ορθόδοξος λόγος περί ανταγωνιστικότητας εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει ως κόστος, και ποτέ ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή, πηγή δημιουργίας αληθινού πλούτου. Πάνω απ’ όλα, μια προοδευτική βιομηχανική πολιτική θα πρέπει να συγκροτείται με θεμέλιο λίθο τη συμβολή των εργαζομένων –και των δεξιοτήτων και εμπειριών τους- σε κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας. Η κριτική μετατόπιση από τη λάθος θεώρηση της εργασίας θα επιτρέψει την αντιμετώπιση της ανεργίας και την απορρόφηση της μη χρησιμοποιούμενης εργασίας. Και θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την τύφλωσή μας αναφορικά με τη συμβολή της μη αμειβόμενης παραγωγικής εργασίας των γυναικών στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, γεγονός που δεν είναι μικρότερης σημασίας. Οι όποιες προσπάθειες για ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης θα αποτύχουν χωρίς τη μαρξιστική φεμινιστική οπτική. Είναι όλο το σύστημα της αμειβόμενης εργασίας, μαζί με τις έμφυλες ανισότητές του που πρέπει να αναθεωρηθεί. Άλλωστε, πρέπει να δοθεί ειδική βαρύτητα στους νέους, οι οποίοι υπέφεραν επί μακρόν από την κρίση. Η διαρροή εγκεφάλων χιλιάδων νέων από τις χώρες του Νότου της ΕΕ, με πολύ υψηλό επίπεδο μόρφωσης και δεξιοτήτων, πρέπει να σταματήσει αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των δυνατοτήτων ανάπτυξης στην πηγή του.
Ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της οποιασδήποτε πολιτικής για τον παραγωγικό μετασχηματισμό. Η επαναφορά της δυνατότητας δράσης του δημοσίου χρειάζεται την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα της διοίκησης, καθώς και την άμεση συμμετοχή των πολιτών και των εργαζομένων. Οι αρμόδιοι θεσμοί που υλοποιούν τη βιομηχανική πολιτική σε επίπεδο ΕΕ πρέπει να λειτουργούν με διαφάνεια, να είναι δημοκρατικοί και να λογοδοτούν για τις επιλογές τους. Πρέπει επίσης, να διασφαλίζουν την κοινωνική συμμετοχή. Οι στρατηγικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με προσοχή, στη βάση της δημοκρατικής διαβούλευσης, λαμβάνοντας υπόψιν και άλλα κοινωνικά συμφέροντα –όπως τη φωνή των εργαζομένων, των συνδικάτων και των τοπικών αρχών-. Όλα αυτά, είναι ακόμη πιο κρίσιμα κατά την επιλογή των παραγωγικών δραστηριοτήτων στις οποίες χορηγούνται δημόσιοι πόροι. Η δημοκρατική λήψη αποφάσεων είναι ιδιαίτερα αναγκαία για τον επαναπατρισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων και την ανάπτυξη βραχέων αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς και για τον προσδιορισμό του τι θα σημάνει κάτι τέτοιο για συγκεκριμένες περιοχές. Η απόφαση για το είδος των επενδύσεων θα πρέπει να είναι συλλογική. Αν πρέπει το κράτος να ξαναγίνει πρωταγωνιστής, αξίζει να θυμόμαστε ότι οι εθνικοποιήσεις δεν αποτελούν απαραιτήτως απειλή για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό ή ότι δεν ανταποκρίνονται απαραιτήτως στις κοινωνικές ανάγκες. Πρέπει να ξανασκεφτούμε τη δημόσια ιδιοκτησία με τρόπο που να προσανατολίζεται προς την κοινωνική κυριότητα των κοινών αγαθών και την οικονομική δημοκρατία.
«Αλλαγή συστήματος, όχι κλιματική αλλαγή» είναι ένα από τα πιο δυνατά συνθήματα του κινήματος για κλιματική δικαιοσύνη. Εννοεί ότι οι επιφανειακές αλλαγές δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αλλά απαιτείται μια συστημική επανάσταση των παραγωγικών μας δομών. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την οικολογική κατάσταση έκτακτης ανάγκης μαζί με τη βιομηχανία και τους εργαζόμενούς της, και όχι ενάντια σε αυτήν. Η βιομηχανία μπορεί να στηρίζεται στις ανθρώπινες και τις τεχνολογικές δυνατότητες, αλλά και στην έρευνα, για να παράγει αγαθά και υπηρεσίες, ενώ παράλληλα μπορεί να προστατεύει το περιβάλλον. Το κλειδί γι’ αυτό, είναι η επίτευξη της ενεργειακής απόδοσης. Ως προς τον τρόπο επίτευξης, τα συνδικάτα έχουν μάλλον συμφωνήσει μεταξύ τους, όπως φαίνεται από το κείμενο της ETUC (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων) “A New Path for Europe” (Ένας νέος δρόμος για την Ευρώπη) [9], το οποίο συνιστά την επένδυση του 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ το χρόνο στην ενεργειακή απόδοση, επί δέκα συνεχόμενα χρόνια –μαζί με άλλα μέτρα, όπως: η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της ενεργειακής κατανάλωσης ώστε να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση, επενδύσεις σε βιώσιμες βιομηχανίες μέσα από μια μαζική στήριξη της έρευνας και της ανάπτυξης, καθώς και επενδύσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, το ρόλο των οποίων δεν πρέπει να ξεχνάμε για την ολοκλήρωση της οικολογικής μετάβασης, αποφασίζοντας σε ποιες από αυτές θα πρέπει να βελτιωθεί η ποιότητα.
Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν πρέπει να στηρίζεται σε κυκλικούς παράγοντες, αλλά να προκύπτει από δομικούς παράγοντες τους οποίους θα προσδιορίζουν οι κοινωνίες. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά και δεν θα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις διεθνείς οικονομικές διακυμάνσεις. Ωστόσο, η βιωσιμότητα της ανάπτυξης εξαρτάται άμεσα από τη σχέση της ανάπτυξης με το φυσικό περιβάλλον και τις φυσικές πηγές. Το περιβαλλοντικό κόστος δεν μπορεί να θεωρείται ένα από τα στοιχεία του συνολικού κόστους, αλλά θα πρέπει να αποτελεί τον βασικό περιορισμό σε οποιασδήποτε παραγωγική δραστηριότητα. Ακόμη και σε καιρούς κρίσης, δεν επιτρέπεται να θυσιάζουμε την προστασία του περιβάλλοντος στο βωμό της (αλόγιστης) ανάπτυξης. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης αναφορικά με το κλίμα απαιτεί τον βαθύ μετασχηματισμό των προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης. Η μετατόπιση προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης δεν θα γίνει αν δεν αλλάξουν οι νοοτροπίες και οι συλλογικές δεξιότητες που διαμορφώνουν την -ακόμη πιο αναγκαία- ισχυρή πολιτική βούληση.
Ο επαναπατρισμός των παραγωγικών δραστηριοτήτων είναι καίριας σημασίας σε μια προοδευτική ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Για να γίνουμε σαφείς: το σημαντικότερο δεν είναι η μείωση των κοινωνικών και των φορολογικών βαρών, η μείωση του κόστους των καυσίμων ή το όφελος από τις υποδομές που θα χρηματοδοτήσουν οι τοπικές αρχές. Το σημαντικότερο όλων είναι να εγκαταλείψουμε τη λογική που οδηγεί τους εργαζόμενους και ολόκληρες περιοχές σε κατάσταση γενικευμένου ανταγωνισμού. Αυτή η σχέση μεταξύ των εταιριών/περιοχών δεν είναι βιώσιμη. Εμποδίζει την εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, γιατί ακολουθεί τη λογική των αγορών και της χρηματιστικής οικονομίας. Με αποτέλεσμα, η εξωτερική ανάθεση (outsourcing) και η υπεργολαβία να εκτοξευτούν στα ύψη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Καμιά εταιρία δεν διαθέτει όλα τα απαραίτητα για την ανάπτυξή της και κάθε εταιρία εξαρτάται από ένα σύστημα που δημιουργεί γύρω της, ένα δίκτυο. Αυτό το δίκτυο των αλληλεξαρτήσεων, παρότι στηρίζεται στον ανταγωνισμό της αγοράς, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια άλλη μορφή συνεργασίας, που συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα επίπεδα στα οποία οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται, από το τοπικό μέχρι το ευρωπαϊκό.
Η χρηματιστική οικονομία πρέπει να ξαναρυθμιστεί, για να χαλαρώσει ο βρόγχος που επικρέμαται επάνω από την πραγματική οικονομία. Οι δεκαετίες του θριαμβεύοντος νεοφιλελευθερισμού που πέρασαν επέτρεψαν στους κατόχους τίτλων να αποκτήσουν σημαντική επιρροή εις βάρος των μισθωτών και των παραγωγικών επενδύσεων. Η ακραία μεταβλητότητα των κεφαλαιακών ροών καθιστά την επιστροφή των παραγωγικών επενδύσεων πολύ λιγότερο επικερδή, στρώνοντας έτσι το δρόμο για την εξαφάνιση πολυάριθμων βιομηχανικών τομέων και τη συγκέντρωση των πιο ανταγωνιστικών βιομηχανιών στις πιο δυναμικές χώρες του πυρήνα της ΕΕ. Επομένως, είναι εξαιρετικά σημαντικό να θεσπίσουμε ένα συνεκτικό σύνολο αποτελεσματικών μηχανισμών, προκειμένου να αναχαιτίσουμε το κεφάλαιο, στο οποίο θα πρέπει να συμπεριλάβουμε ένα φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, την κατάργηση των υψηλών ρυθμών στις εμπορικές συναλλαγές και την αυστηρή αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι τράπεζες καταθέσεων από τις εμπορικές τραπεζικές δραστηριότητες.
Το σχέδιο για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι προοδευτικό αν δεν επιδιώκει να μειώσει τις ασυμμετρίες μεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειας. Όπως έχει, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση έχει ενισχύσει τις ανισορροπίες στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και έχει οξύνει τις εντάσεις ανάμεσα στις εθνικές βιομηχανίες. Από το 2008, το παραγόμενο βιομηχανικό προϊόν μειώθηκε μαζικά και με άνισο τρόπο στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη πόλωση. Εκτός από την Πολωνία, η βιομηχανική παραγωγή της οποίας αυξήθηκε κατά 18% μεταξύ του 2008 και του 2013, οι χώρες στον πυρήνα της ΕΕ κατάφεραν, στην καλύτερη περίπτωση, να ανακτήσουν το παραγωγικό επίπεδο που είχαν προ κρίσης. Επωφελήθηκαν από ένα ειδικό σύστημα βιομηχανικών σχέσεων (του οποίου ηγείτο η Γερμανία) το οποίο στηρίζεται στη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και των κερδών, μέσω της εξωτερικής ανάθεσης της παραγωγής. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ δεν κατάφερε να αναστρέψει τη βαθιά τάση αποβιομηχάνισης. Τα περιφερειακά και διαρθρωτικά ταμεία δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν τον αρχικό τους στόχο: να μειώσουν τις διαφορές του επιπέδου ζωής μεταξύ των κρατών και να βοηθήσουν τις οικονομικά αδύναμες χώρες να δημιουργήσουν βιώσιμες οικονομικές δομές. Μετά από οχτώ χρόνια κρίσης, η ΕΕ είναι πιο πολωμένη και διασπασμένη από ποτέ άλλοτε. Οι οικονομικές δραστηριότητες και η πολιτική δύναμη τείνουν να συγκεντρώνονται όλο και πιο πολύ στο κέντρο, που περιορίζει τη ζημιά της βιομηχανίας του, ενώ η περιφέρεια είναι πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αποδυναμωμένη από την Τρόικα.
Το σχέδιο ανάκαμψης για την Ευρώπη δεν μπορεί να αγνοήσει αυτές τις εντεινόμενες ασυμμετρίες. Πρέπει να υπερβούμε την τρέχουσα διχοτομία «κέντρο εξαγωγέας /περιφέρεια εισαγωγέας». Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας χρειάζονται ένα μείζον επενδυτικό πακέτο για να αναβιώσουν τον βιομηχανικό και παραγωγικό τους ιστό, ενώ ο ευρωπαϊκός πυρήνας πρέπει να τονώσει ενεργά την εσωτερική του ζήτηση. Η ανοικοδόμηση των αλυσίδων αξιών απαιτεί άλλες ρυθμίσεις για τις ανταλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο και άλλες για τα κράτη της Ευρωζώνης, προκειμένου να μετριαστεί η πίεση που ασκείται στους πιο αδύναμους. Ωστόσο, μια τόσο ριζική αλλαγή λογικής δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αν δεν αντικαταστήσουμε τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό με τη συνεργασία.
Θα λειτουργήσει, άραγε, το Brexit ή ότι άλλο έχουν καταφέρει τα ακροδεξιά κόμματα με την εθνικιστική, αντιευρωπαϊκή ατζέντα τους ως ηλεκτροσόκ, ώστε να οδηγηθούμε σε πολιτικές διαφορετικές από αυτές που εφαρμόζονται από την αρχή της κρίσης; Βλέποντας τι έχει να προσφέρει η ΕΕ για να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια –περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και αυξημένη αστυνόμευση των συνόρων της ΕΕ- δεν μπορούμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι. Οι συνηθισμένες πολιτικές δεν θα καταφέρουν τίποτε άλλο από το να θρέψουν την ακροδεξιά, η οποία αποδείχθηκε –με ελάχιστες εξαιρέσεις- ο κύριος κερδισμένος από την κρίση. Η πολιτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι σε κίνδυνο. Και είναι πολύ πιθανό να καταρρεύσει, αν οι προοδευτικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις δεν συνεργαστούν για να προωθήσουν μια προοδευτική βιομηχανική πολιτική για όλη την Ευρώπη. Γιατί, στη δεδομένη πολιτική συγκυρία και με τη δεδομένη ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην το κάνουμε.
Σημειώσεις:
http://www.theguardian.com/politics/2016/jun/29/brexit-reshaping-domestic-politics-eu-member-states-merkel
Δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 22 Ιουνίου 2015: http://europa.eu/rapid/press-release_IP-15-5240_en.htm
https://www.euractiv.com/section/social-europe-jobs/news/commission-backs-french-labour-law-reforms/
Έκφραση που προτιμά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, εννοώντας λιτότητα
http://europa.eu/rapid/press-release_IP-14-2128_en.htm
Βλ. τη συζήτηση για το Σχέδιο Γιούνκερ στο: transform! Discussion Paper #1/2015, Towards Europe’s Productive Transformation – An Emergency, 2015, σς 3-4, http://www.transform-network.net/uploads/tx_news/paper__5_PRINT.pdf.
http://ec.europa.eu/priorities/sites/beta-political/files/1_en_act_part1_v11.pdf
Νούμερα της Eurostat, Ιούλιος 2016 : http://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Main_Page
https://www.etuc.org/sites/www.etuc.org/files/EN-A-new-path-for-europe_3.pdf
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου