Στις 20 Φεβρουαρίου, όταν ήρθαν τα νέα της συμφωνίας των Βρυξελλών, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι νίκησε. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι το μεγαλύτερο μέρος του Τύπου υποστήριξε αυτή τη θέση. Έτσι, από το Λονδίνο η εφημερίδα Independent ανέφερε: “υπάρχουν πολλοί αναλυτές που συμφωνούν ότι τα αποτελέσματα των συνομιλιών ήταν μια ταπεινωτική ήττα για την Ελλάδα”.
-
Ο Αλέξης Τσίπρας το είπε σωστά. Η Ελλάδα κέρδισε μια μάχη-ίσως μια αψιμαχία-και ο πόλεμος συνεχίζεται. Όμως, η μεγάλη ξαφνική αλλαγή που έφερε η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται. Από ψυχολογική άποψη, η Ελλάδα ήδη άλλαξε. Υπάρχει φρόνημα και αξιοπρέπεια στην Αθήνα, κάτι που έλειπε πριν από έξι μήνες. Γρήγορα θα ανοίξουν νέα μέτωπα στην Ισπανία, ίσως στην Ιρλανδία και αργότερα στην Πορτογαλία, τρεις χώρες που θα έχουν εκλογές σύντομα. Δεν είναι πιθανό η κυβέρνηση στην Ελλάδα να καταρρεύσει ή να υποταχθεί, στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν και με την πάροδο του χρόνου ο ελιγμός που επετεύχθη σ’ αυτή την πρώτη αψιμαχία θα γίνεται όλο και πιο καθαρός. Σε ένα χρόνο, το πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό από το σημερινό.
Πηγή: Social Europe, 23 Φεβρουαρίου 2015
Δεν υπήρχαν λεπτομέρειες, οι αναλυτές ήταν ανώνυμοι και οι πηγές τους αδήλωτες -αν και παρακάτω αναφέρονταν δύο που αμφότερες ήταν στην υπηρεσία τραπεζών. Υπάρχουν πολλά παρόμοιια παραδείγματα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Το περιοδικό New Yorker είναι μια άλλη ιστορία. Είναι ένα ανεξάρτητο περιοδικό, με μεγάλη φήμη, που απευθύνεται σε ένα αποστασιοποιημένο κοινό. Και ο Τζων Κάσιντυ είναι ένας προσεκτικός ρεπόρτερ. Οι αναγνώστες τον παίρνουν στα σοβαρά και δεν είναι αδιάφορο να κάνει λάθος. Η ανάλυση του Κάσιντυ παρουσιάστηκε με τον τίτλο “Πώς την πάτησε η Ελλάδα” και στην πρώτη παράγραφο υπήρχε η εξής πρόταση: “Από τη στιγμή που η νέα ελληνική κυβέρνηση του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ έλεγε σε όλους, εδώ και βδομάδες, ότι δεν θα συμφωνούσε στην επέκταση του προγράμματος σωτηρίας και ότι ήθελε μια νέα συμφωνία δανεισμού που θα της έλυνε τα χέρια, η συμφωνία είναι μια υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ και μια νίκη της Γερμανίας και του κατεστημένου της ΕΕ”.
Στην πραγματικότητα, ουδέποτε υπήρξε κάποια ευκαιρία δανειακής σύμβασης που θα έλυνε εντελώς τα χέρια της Ελλάδας. Οι δανειακές συμβάσεις έχουν υποχρεώσεις. Η επιλογή ήταν μεταξύ συμφωνίας με υποχρεώσεις και μη συμφωνίας χωρίς υποχρεώσεις. Η επιλογή έπρεπενα γίνει μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου, γιατί μετά από αυτή την ημερομηνία η ΕΚΤ θα έπαυε να στηρίζει τις ελληνικές τράπεζες. Μη συμφωνία θα σήμαινε έλεγχοι κεφαλαίου ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση των τραπεζών, χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ. Έτσι, προκειμένου να τηρηθούν οι προεκλογικές υποσχέσεις, η σχέση μεταξύ Αθήνας και Ευρώπης έπρεπε να “επεκταθεί” με τρόπο αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.
Αλλά τι ακριβώς να επεκταθεί; Δύο δυνατότητες υπήρχαν και καμιά δεν ήταν “επέκταση του προγράμματος σωτηρίας”. Η φράση “επέκταση του τρέχοντος προγράμματος” υπήρχε στα έγγραφα της τρόικα, υπονοώντας την αποδοχή των όρων και των συνθηκών που υπήρχαν. Αυτό ήταν απαράδεκτο για τους Έλληνες, αλλά το τεχνικά-πιο-σωστό “επέκταση των όρων και συνθηκών” ήταν λιγότερο προβληματικό. Το τελικό κείμενο επεκτείνει την “Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (“Master Financial Assistance Facility Agreement”-MFFA), μια έκφραση που ήταν ακόμα καλύτερη. Η MFFA “στηρίζεται σε ένα σύνολο δεσμεύσεων”, αλλά αυτές είναι-τεχνικά-διαφορετικές. Έτσι, η MFFA επεκτείνεται αλλά δεν θα γίνει αξιολόγηση των δεσμεύσεων.
Υπήρξε επίσης η ωραία λέξη “ρύθμιση”-την οποία η ελληνική πλευρά εντόπισε σε σχέδιο ανακοίνωσης του προέδρου του Γιούρογκγρουπ, Γερούν Ντάϊσελμπλουμ, το απόγευμα της Δευτέρας 23 Φεβρουαρίου. Τελικά το έγγραφο της Παρασκευής 20 Φεβρουαρίου ήταν ένα αριστούργημα: “Ο στόχος της επέκτασης είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση των δεσμεύσεων της ισχύουσας ρύθμισης η οποία θα εφαρμοστεί με ευελιξία από κοινού μεταξύ των ελληνικών αρχών και των θεσμών” Αυτή η επέκταση θα χρησιμοποιηθεί ως γέφυρα για συζητήσεις που θα οδηγήσουν σε μια ενδεχόμενη νέα ρύθμιση μεταξύ του Γιούρογκρουπ, των θεσμών και της Ελλάδας. Οι ελληνικές αρχές θα παρουσιάσουν μια πρώτη λίστα μεταρρυθμίσεων, που θα βασίζονται στην τρέχουσα ρύθμιση, μέχρι το τέλος της Δευτέρας 23 Φεβρουαρίου. Οι θεσμοί θα εκφράσουν μια πρώτη άποψη αν αυτές μπορούν να είναι ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για μια επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης”.
Αν νομίζετε ότι μπορείτε να βρείτε σε αυτήν την έκφραη κάποια ακλόνητη δέσμευση σε ακριβείς όρους και δεσμεύσεις του “τρέχοντος προγράμματος”, καλή τύχη. Δεν υπάρχει. Έτσι, λοιπόν, η τρόϊκα δεν μπορεί να έρθει στην Αθήνα και να διαμαρτυρηθεί για την επαναπρόσληψη των καθαριστριών.
Για να καταλάβουμε τα αμφιλεγόμενα θέματα που υπάρχουν μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης, πρέπει να ψάξουμε στο Μνημόνιο που υπέγραψαν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις. Ένα πρώτο σημείο: δεν είναι παράλογα όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτό το έγγραφο. Ένα μεγάλο μέρος του απλώς αντανακλά τους νόμους και τις ρυθμίσεις της ΕΕ. Οι διατάξεις που αφορούν τη φορολογική διοίκηση, τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης είναι, γενικώς, μια καλή πολιτική και ο ΣΥΡΙΖΑ τη στηρίζει. Έτσι, δεν ήταν δύσκολο στη νέα ελληνική κυβέρνηση να δηλώσει ότι συμφωνεί με το “εβδομήντα τα εκατό” του μνημονίου.
Το υπόλοιπο “τριάντα τα εκατό” υπάγεται κυρίως σε τρία ζητήματα: τους δημοσιονομικούς στόχους, τις ιδιωτικοποιήσεις σε εξευτελιστικό τίμημα και τις αλλαγές των εργατικών νόμων. Ο δημοσιονομικός στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% ήταν μια πατάτα όπως όλοι παραδέχονταν ιδιωτικά. Η νέα κυβέρνηση δεν είναι αντίθετη σε αυτές καθαυτές τις ιδιωτικοποιήσεις, αρνείται εκείνες που δημιουργούν ιδιωτικά μονοπώλια και είναι αντίθετημε το ξεπούλημα που δεν φέρνει στα ταμεία κάποιο σοβαρό χρηματικό ποσό. Η μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας είναι μια πιο σημαντική διαφωνία–αλλά η θέση της ελληνικής κυβέρνησης συμβαδίζει με αυτήν του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, σε αντίθεση με αυτήν του “προγράμματος”. Τώρα αυτά τα θέματα θα συζητηθούν. Ο δημοσιονομικός στόχος αποτελεί πια ιστορία και οι Έλληνες συμφώνησαν να μην πλαρουν “μονομερή” μέτρα, μόνο στη διάρκεια των τεσσάρων μηνών κατά τους οποίους θα διερευνάται η δυνατότητα νέας συμφωνίας.
Ο Κάσιντυ παραδέχεται κάποια από αυτά, αλλά στη συνέχεια ελαχιστοποιεί τη σημασία τους, με το σχόλιο ότι η συμφωνία “φαίνεται να αποκλείει κάποια μεγάλης έκτασης υιοθέτηση ενεργητικών κεϋνσιανών πολιτικών”. Σε ποιο έγγραφο υπάρχει κάποια τέτοια υπόσχεση; Δεν υπάρχουν χρήματα στην Ελλάδα, το κράτος έχει χρεοκοπήσει. Μεγάλης έκτασης κεϋνσιανές πολιτικές ουδέποτε ήταν στο τραπέζι των προτάσεων αφού αναγκαστικά θα οδηγούσαν σε έξοδο-μια επεκτατική πολιτική με την υιοθέτηση ενός νέου νομίσματος, με όλους τους γνωστούς κινδύνους. Μέσα στο ευρώ, τα κεφάλαια που θα πάνε για επενδύσεις θα προέλθουν από την καλύτερη είσπραξη των φόρων ή από έξω, από ιδιώτες επενδυτές και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Το σχόλιο του Κάσιντυ δεν στηρίζεται πουθενά.
Μια άλλη ακραία φαντασίωση είναι η άποψη ότι η ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είχε “ζαλιστεί” από την εκλογική επιτυχία, που είχε έρθει “από του πουθενά”. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε πριν από μήνες ότι αν μπορούσε να καταφέρει να γίνουν εκλογές τον περασμένο Δεκέμβριο, θα τις κέρδιζε. Και ήμουν εκεί την Κυριακή το βράδυ, 8 Φεβρουαρίου, όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας άνοιξε τις εργασίες της Βουλής με τις θέσεις του για την κατάσταση της οικονομίας. Ο Τσίπρας δεν κάνει σαχλαμάρες. Και τα πρώτα λόγια που μου είπε ο Γιάνης Βαρουφάκης όταν πήγα στο υπουργείο οικονομικών, πριν πάμε να τον ακούσουμε, ήταν αυτά: “Καλώς ήρθες στο δηλητηριασμένο δισκοπότηρο”.
Σε σχέση με τις διπλωματικές ανταλλαγές, ο Κάσιντυ συμπεραίνει ότι ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης “το παρατράβηξαν”. Όποιος παρατηρούσε αυτά που συνέβαιναν θα έβλεπε ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν ενωμένη. Οι αρχικές προσπάθειες που έγιναν να περιθωριοποιηθεί ο Βαροφάκης αποκρούστηκαν. Στη συνέχεια, καθώς προχωρούσαν οι συνομιλίες, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ και ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί το άλλαξαν-επιφυλάχθηκαν να συμβάλλουν στη λύση και παρουσίασαν ένα σχέδιο απόφασης τη Δευτέρα. Οι άλλες κυβερνήσεις μαλάκωσαν τις θέσεις τους. Στο τέλος, παραδόξως, η γερμανική κυβέρνηση ήταν αυτή που διασπάστηκε-δημοσίως-με τον αντιπρόεδρο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ να θεωρεί ότι η ελληνική επιστολή ήταν βάση για τη διαπραγμάτευση, ενώ λίγο πριν ο υπουργός οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε είχε πει ότι δεν ήταν. Κι αυτό ανάγκασε την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να κάνει ένα τηλεφώνημα στον Αλέξη Τσίπρα με στόχο την αλλαγή κλίματος. Ίσως επρόκειτο για έναν σκηνοθετημένο ελιγμό. Αλλά ακόμα κι έτσι, ο Σόϊμπλε ήταν αυτός που αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει στο τέλος. Φαίνεται ότι αυτά τα τα γεγονότα δεν απασχόλησαν τον Κάσιντυ.
Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση πηγαίνοντας στις συνομιλίες δεν είχε πράγματι καταλάβει ότι δεν είχε ισχυρά διαπραγματευτικά όπλα στην πορεία, με αποτέλεσμα-όπως γράφει ο Κάσιντυ-να παραχωρήσει το πλεονέκτημα στον Σόϊμπλε από τη στιγμή που “διαπίστωσε ότι ο Βαρουφάκης δεν μπορούσε να παίξει το χαρτί του Grexit; Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες ουδέποτε είχαν την πρόθεση να παίξουν κάποιο χαρτί, ούτε να μπλοφάρουν, όπως έγραψε ο Βαρουφάκης στην εφημερίδα The New York Times και όπως είχα και εγώ γράψει δύο ημέρες μετά τις ελληνικές εκλογές στην ιστοσελίδα Social Europe: “Πόση δύναμη είχε η Ελλάδα; Προφανώς όχι μεγάλη. Τα μεγάλα όπλα τα είχε η άλλη πλευρά. Υπάρχει όμως κάτι σημαντικό. Ο πρωθυπουργός Τσίπρας και η ομάδα του μπορεί να μιλήσει με τη γλώσσα της λογικής χωρίς κάποιου είδους απειλές. Έτσι η δίκαιη και ηθική χειρονομία από την άλλη πλευρά θα ήταν να δώσει στην Ελλάδα ένα δημοσιονομικό χώρο και να της εξασφαλίσει μια χρηματοδοτική σταθερότητα ενόσω διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις. Αν αυτό συμβεί, τότε μπορούν να προχωρήσουν οι κανονικές διαπραγματεύσεις”.
Όπως φαίνεται, αυτό ήταν που έγινε για τους λόγους που ανέφερα: εν τέλει, η καγκελάριος Μέρκελ προτίμησε να μη γίνει η ηγέτιδα που θα έφερε την ευθύνη κατάτμησης της Ευρώπης.