Οι σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία περνούν σήμερα μια μακροχρόνια κρίση που εγείρει πολλά ζητήματα ασφάλειας σε περιφερειακό και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν σταδιακά, ως απόρροια των ασυμμετριών που υπήρχαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, της κατάρρευσης και διάλυσης του Σοβιετικού Μπλοκ και της Σοβιετικής Ένωσης. Η επιδείνωση αυτή ξαναήρθε στην επιφάνεια από το 2007 και μετά. Κοντολογίς, η ουκρανική κρίση και η κρίση στις σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας μπορούν να ειδωθούν ως συστατικά μέρη ενός πιο σύνθετου συνόλου προβλημάτων.
Συνοπτικά, υπάρχουν πολλά πεδία όπου τα προβλήματα της ΕΕ και της Ρωσίας είναι κοινά, όπως: η μορφή και το περιεχόμενο της συνεργασίας ΕΕ – Ρωσίας (ειδικά οι διαφορετικές απόψεις που έχουν για το «καθεστωτικό ζήτημα» στη Ρωσία και η μη ρεαλιστική γεωπολιτική προσέγγιση της ΕΕ), το ΝΑΤΟ και η διεύρυνσή του (με κυρίαρχο τον ρόλο των ΗΠΑ στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της ευρωπαϊκής ηπείρου) και ο ρόλος της Ρωσίας και της ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη και το μετασοβιετικό χώρο. Σε όλα αυτά τα πεδία, εμφανίζονται πολλά σημάδια κρίσης. Η κρίση στις σχέσεις ΕΕ – Ρωσίας συνοδεύεται από παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης και ανησυχίες αναφορικά με την ασφάλεια, από αντιπαραθέσεις που οφείλονται στα ΜΜΕ –αλλά και στις πολιτισμικές διαφορές- από την κυριαρχία του δημόσιου λόγου περί ασφάλειας στο εσωτερικό της Ρωσίας, αλλά και των ευρωπαϊκών κοινωνιών, και από οικονομική αβεβαιότητα.
Είναι απαραίτητη μια ανοιχτή και υπομονετική συνεργασία.
Η σχέση με τη Ρωσία αποτελεί βασικό πρόβλημα στρατηγικής και ασφάλειας για την Ευρώπη, ως μέρους της Ευρασίας. Κύριο σύστημα ασφάλειας για την Ευρώπη εξακολουθεί να είναι το ΝΑΤΟ, που συνιστά κατάλοιπο των ψυχροπολεμικών διαιρέσεων και συνόρων. Γενικά, η σημερινή κρίση έχει καταστήσει προφανές ότι πολλές από τις ελπίδες που γεννήθηκαν το 1989 δεν αξιοποιήθηκαν.
Η Ρωσία, που είναι έξω από το ΝΑΤΟ αλλά, γεωγραφικά, σε στενή εγγύτητα με αυτό και στην άκρη της Ευρώπης, προσλαμβάνει υποκειμενικά το ΝΑΤΟ ως απειλή για την ασφάλειά της και ως όργανο των ΗΠΑ για να δυναμώσουν και να διατηρήσουν την ηγεμονία τους στην Ευρώπη. Αντιλαμβάνεται την Ουκρανία ως εργαλείο αποδυνάμωσης της Ρωσίας και του περιφερειακού της γοήτρου στη σφαίρα των ρωσικών συμφερόντων που έχουν ζωτική σημασία για τη Μόσχα. Πρόσφατα, έγινε πολύ σαφές ότι η συγκρουσιακή ζώνη τοποθετείται πάνω στον άξονα Βαλτικής και Μαύρης Θάλασσας, ο οποίος ήταν ανέκαθεν σημαντικός για τη ρωσική ασφάλεια. Οι οπορτουνιστικές δράσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία και την Κριμαία είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην εικόνα της παγκοσμίως.
Το ΝΑΤΟ και τα μέλη του χρησιμοποίησαν τις πρόσφατες εξελίξεις ως εργαλείο, προκειμένου να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα -και πολιτική και με όρους ασφάλειας- της παρουσίας της συμμαχίας στην Ευρώπη, αλλά και για να αιτιολογήσουν την επόμενη κούρσα εξοπλισμών. Η θέση της ΕΕ θα είναι προβληματική όσο συναρτά την ασφάλειά της με το ΝΑΤΟ, αποδίδοντας ιδιαίτερο ρόλο στις ΗΠΑ, που γεωγραφικά είναι στην άλλη άκρη του ωκεανού. Έτσι, η ΕΕ στερείται ενός αυτόνομου ηπειρωτικού πλαισίου ασφάλειας. Με βάση αυτή την οπτική, τα συμφέρονται και οι ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια εμφανίζονται μάλλον ως παράνομα και οι δράσεις της ουσιαστικά επιθετικές, ή ως επιδιώξεις για την έναρξη ενός νέου μεγάλου πολέμου. Το αναδυόμενο δίλημμα για την ασφάλεια έχει τη δική του σπειροειδή δυναμική η οποία στηρίζει τη σύγκρουση και τη στρατιωτικοποίηση των σχέσεων και από τις δυο πλευρές. Οι νέες μορφές πάλης για τη νομιμότητα έχουν ήδη μετατραπεί σε «πολέμους προπαγάνδας» και στις δυο πλευρές, με μάλλον αρνητικές επιπτώσεις στην ποικιλομορφία της άποψης και τον ανοιχτό διάλογο.
Είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί μια κοινή ευρωπαϊκή γραμμή για τη Ρωσία, γιατί η ΕΕ αντιπροσωπεύει ακόμη ένα σύνολο εθνών-κρατών που το καθένα τους έχει διαφορετική γεωγραφία, γεωπολιτική ταυτότητα και αντίληψη των απειλών. Ένας επιπλέον σημαντικός παράγοντας είναι η εσωτερική ποικιλομορφία εντός της ΕΕ και οι εσωτερικές της ασυμμετρίες που οφείλονται στην ανισοκατανομή της ισχύος. Τέλος, ένας άλλος παράγοντας είναι η πρόσφατη, συνεχιζόμενη κρίση της ΕΕ. Θα μπορούσαμε, με ασφάλεια, να πούμε ότι η κρίση στην ΕΕ και η σημερινή κατάσταση των σχέσεών της με τη Ρωσία αποτελούν συστατικά μέρη της κρίσης του ευρωπαϊκού σχεδίου.
Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα σαφές πανευρωπαϊκό συμφέρον για ασφαλή συνύπαρξη με τη Ρωσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του ευρωπαϊκού σχεδίου. Με όρους στρατηγικής, η Ρωσία αντιπροσωπεύει έναν δυνητικό στρατηγικό σύμμαχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, σε πεδία όπως οι φυσικοί πόροι και η οικονομία, αλλά και σε θέματα που σχετίζονται με την ασφάλεια και, αναμφίβολα, σε πολιτισμικά και πολιτιστικά θέματα. Αυτό γίνεται ακόμη πιο αισθητό στο πλαίσιο της αργής αλλά αναπόφευκτης παρακμής και της Ρωσίας και της ΕΕ στην παγκόσμια αρένα. Η σημερινή σύγκρουση, το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει το καθεστώς ανηλικότητας της ΕΕ (απέναντι στις ΗΠΑ) και της Ρωσίας (απέναντι στην Κίνα). Συνοπτικά, η Ευρώπη δεν μπορεί να ζει σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας χωρίς να είναι και η Ρωσία στο ίδιο σκάφος. Δεν εννοώ την ένταξη της Ρωσίας στην ΕΕ, αλλά μια υπομονετική και ανοιχτή συνεργασία που στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, κάτω από την ομπρέλα μιας κοινής αρχιτεκτονικής για την ασφάλεια. Από την άποψη της βιωσιμότητας, είναι ανάγκη η Ευρώπη να δημιουργήσει δίκτυα ασφάλειας μαζί με τη Ρωσία, αντί να στηρίζει την ασφάλειά της στην εικόνα μιας ρωσικής απειλής που κρύβεται πίσω από ένα νέο Σιδηρούν Παραπέτασμα στην Ανατολή.
Να ξεκινήσουμε μια νέα συζήτηση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια
Με βάση την τρέχουσα κατάσταση στην ΕΕ και ευρύτερα, θα πρέπει να προταθούν κάποιες αρχές, προκειμένου να μειωθούν οι εντάσεις και να αποφευχθεί μια όξυνση ή κλιμάκωση της κρίσης. Οι αρχές αυτές αποτελούν τον βασικό όρο επανέναρξης του διαλόγου (ή, πιο εύστοχα, μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας) με τη Ρωσία, ως εναλλακτικής προσέγγισης από την οπτική της ΕΕ.
Καμιά ιδεολογική προσέγγιση με τη Ρωσία δεν θα βοηθήσει τώρα. Μπορεί να έχουμε τις αντιρρήσεις μας για το πολιτικό καθεστώς της Ρωσίας, αλλά η χρήση του ως κεντρικού θέματος σε οποιαδήποτε στρατηγική συζήτηση με τη Ρωσία, δεν είναι ούτε λογική ούτε παραγωγική. Αντιθέτως: το «καθεστωτικό ζήτημα» πρέπει να μπει στην άκρη και να μη χρησιμοποιείται ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πίεσης στη Ρωσία. Μέχρι τώρα, η στρατηγική αυτή ενέτεινε και αναπαρήγαγε τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια, ενώ γινόταν αντιληπτή ως πρόκληση απέναντι στη ρωσική επιταγή να δρα ως αυτόνομος παίκτης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρωσική πλευρά προσπάθησε να ξεκινήσει ένα διάλογο για την ποικιλομορφία της δημοκρατίας, θέμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πεδίο διαλόγου, σε διανοητικό και σε πολιτικό επίπεδο.
Η ρωσική ηγεσία δεν είναι ούτε αριστερή ούτε εναλλακτική ή αντισυστημική. Εκπροσωπεί μια μάλλον εθνική συντηρητική πολιτική ιδεολογία, ενσωματωμένη σε ένα συγκεκριμένο τύπο νεοφιλελεύθερου κρατικού καπιταλισμού. Παρόλα αυτά, στο εσωτερικό της χώρας εκπροσωπεί ένα πολύ ευέλικτο σύνολο ιδεών οι οποίες στην ουσία είναι πολύ συγκυριακές. Είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε τη Ρωσία ως μια συστημική εναλλακτική δύναμη στο σύστημα των διεθνών σχέσεων. Αντιπροσωπεύει μάλλον μια νεορεβιζιονιστική δύναμη που επιθυμεί να καθιερωθεί ξανά μέσα σε ένα σύστημα που στηρίζεται στον καπιταλισμό. Προτιμά την πολιτική των ισορροπιών και έχει γίνει ισχυρός οπαδός της ιδέας ενός πολυπολικού κόσμου, ως νέου τρόπου κατανομής της περιφερειακής ισχύος, που μπορεί να αντανακλά καλύτερα την ποικιλομορφία του κόσμου. Η Ρωσία του Πούτιν ρέπει στον πραγματισμό, όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική εν γένει. Ωστόσο, η ουκρανική κρίση συνέβαλε σε μια ελαφρά στροφή της στην ιδεολογία. Έχοντας αυτό υπόψιν, η ρωσική προσέγγιση δεν στηρίζεται σε κάποια αντικαπιταλιστική ή αντισυστημική πολιτική. Ως εκ τούτου, η γενική πρόσληψη της Ρωσίας από την ΕΕ πρέπει να είναι εξίσου πραγματιστική και ρεαλιστική, με απόρριψη του σχήματος της -ιδεολογικά προσλαμβανόμενης- «ιεραποστολικής» πολιτικής (όπως για παράδειγμα: η φιλελεύθερη ΕΕ απέναντι στη συντηρητική Ρωσία). Ωστόσο, είναι καλό να θυμόμαστε ότι η βασική εικόνα που έχει η Ρωσία για τον εαυτό της, καθώς και τα ένστικτά της, είναι αυτά μιας μεγάλης δύναμης.
Παρά την παγκοσμιοποίηση, η γεωγραφία έχει ακόμη σημασία. Γι’ αυτό, η σοβαρή επιδίωξη ενός ποικιλόμορφου και ανοιχτού διαλόγου για μια Ευρώπη που θα περιλαμβάνει τη Ρωσία, θα είναι παραγωγική. Οποιαδήποτε απόπειρα έξωσης της Ρωσίας από την Ευρώπη εξαιτίας της διαφορετικότητάς της είναι σοβαρό λάθος, γιατί η προσπάθεια υποτίμησης της γεωγραφίας της ευρωπαϊκής ηπείρου είναι αφέλεια. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τους άμεσους γείτονες της Ρωσίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Γι’ αυτές τις χώρες, οποιαδήποτε αντιπαράθεση και στρατιωτικοποίηση στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας προκαλούν μεγαλύτερη ανασφάλεια στο κατώφλι του σπιτιού τους, ως μέρους του διλήμματος για την ασφάλεια και της σπειροειδούς λογικής του.
Είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε μια νέα συζήτηση για την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρώπης (που δεν είναι το ίδιο με την ΕΕ) ως μέρος μιας απαραίτητης ριζικής μεταρρύθμισης της ΕΕ και του ρόλου της στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και παγκοσμίως. Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να οδηγήσει σε πιο πραγματιστικές προσεγγίσεις ή προσεγγίσεις ενός νέου απομονωτισμού. Αυτό μπορεί να ανοίξει ένα παράθυρο που θα δώσει την ευκαιρία στην Ευρώπη να οικοδομήσει μια πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική για την ασφάλεια, την οποία και να θεσμοθετήσει. Η Ρωσία αποτελεί αναμφίβολα κεντρικό πυλώνα σε μια τέτοια αρχιτεκτονική. Στις αρχές του 21ου αιώνα, είναι ανάγκη να συζητήσουμε και να προβληματιστούμε πάνω στο ζήτημα της πανευρωπαϊκής ασφάλειας και των αρχών της, πέρα από το ΝΑΤΟ και την ιδεολογία του Ατλαντισμού. Αυτό, μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε τελικά τις αρνητικές συνέπειες του Ψυχρού Πολέμου με τις διαχωριστικές του τομές και τα φαντάσματά του να είναι ακόμη ζωντανά στην Ευρώπη, αλλά και στη Ρωσία.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου