Μερικά μαθήματα από τις εκλογές Νομαρχιακών Συμβουλίων (Départmentales) στην Γαλλία
Ήδη από τον πρώτο γύρο, οι εκλογές Νομαρχιακών Συμβουλίων στη Γαλλία έδειξαν έντονη στροφή προς τη Δεξιά και την άκρα Δεξιά Στις προηγούμενες εκλογές του 2008 και του 2011, οι ψήφοι στην Αριστερά, στο σύνολό της, έφτασαν πολύ κοντά στο 50% – αυτή τη φορά δεν έφτασαν ούτε το 37%. Η παραδοσιακή Δεξιά (το UMP και η Κεντροδεξιά) ανέβηκε από το 5% το 2008 και το 15% το 2011 σε πάνω από 25%% το 2015. Η άκρα Δεξιά αρχίζει να πετυχαίνει κάτι που μέχρι στιγμής αποτύγχανε να καταφέρει – η εθνική της επιρροή ενδυναμώνεται σε τοπικό επίπεδο. Το FN ήρθε πρώτο, σε ψήφους, σε 23 Νομούς και οι υποψήφιοί του κατάφεραν να περάσουν στο δεύτερο γύρο σε 1.100 καντόνια (από τα 20.000) – συχνά σε ευνοϊκές συνθήκες.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα πλήρωσε το τίμημα των αναξιόπιστων κυβερνήσεών του και της στρατηγική επιλογής του να κινηθεί προς το κέντρο. Το 2008 και το 2011 συγκέντρωσε, μόνο του, 26,7% και 24,9% εκ των ψήφων. Αυτή τη φορά έφτασε με το ζόρι στο 21%, συχνά σε μορφή συμμαχιών. Η αποδοκιμασία είναι δριμεία και ήταν εμφανής στο δεύτερο γύρο με την ήττα σε 27 νομούς όπου προηγουμένως διοικούνταν από Σοσιαλιστές (από τις 56 πριν τις εκλογές). Έπειτα από αυτές τις εκλογές τα 2/3 των Νομών ελέγχονται από τη Δεξιά.
Συνεπώς αυτές οι εκλογές ήταν μια νέα έκθεση της πολιτικής κρίσης που υπονομεύει την Γαλλική Δημοκρατία στο σήμερα. Παρότι όχι τόσο μεγάλη όσο το 2011 (49,8% έναντι 55,7%) το ποσοστό αποχής είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, ιδιαίτερα σε αστικές περιοχές όπου τείνουν να συγκεντρώνονται οι εργαζόμενες τάξεις. Οι πολιτικές που ασκήθηκαν από τις κυβερνήσεις, είτε από την Αριστερά είτε από την Δεξιά, μετατρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε αγανάκτηση κι όχι σε οργή. Ωστόσο αυτή η δυσαρέσκεια, υποκινούμενη από την υποχώρηση των κοινωνικών προσδοκιών, τόσο από τη Δεξιά όσο κι από την Αριστερά, δεν οδηγεί σε μαχητικό πνεύμα και αγώνες μετασχηματισμού, αλλά σε απόσυρση από την πολιτική ζωή και ψήφους στο Εθνικό Μέτωπο.
Σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, τα αποτελέσματα του Αριστερού Μετώπου μαρτυρούν μια αρκετά σθεναρή αντίσταση στην κατάρρευση της Αριστεράς.
Ο νέος εκλογικός νόμος σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε σε συμμαχίες, και συγκεκριμένα με το Ευρωπαϊκό Οικολογικό-Πράσινο Κόμμα. Στο σύνολο οι διπλές υποψηφιότητες (όλοι οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι σε ζευγάρια, ένας άντρας και μια γυναίκα) στις οποίες ένας εκ των δύο ήταν μέλος του Αριστερού Μετώπου συγκέντρωσαν περίπου το 9,4% των ψήφων στον πρώτο γύρο. Συγκριτικά, το 2008, το ΚΚΓ (PCF) είχε εξασφαλίσει το 8,8% και το 2011 το Αριστερό Μέτωπο σημείωσε 8,9%.
Σε σχέση με την υποχώρηση των Σοσιαλιστών και της Αριστεράς γενικά, αυτό μπορεί να εκληφθεί ως ενθαρρυντικό αποτέλεσμα. Η αισιοδοξία, ωστόσο, θα πρέπει να είναι συγκρατημένη. Το Αριστερό Μέτωπο παρέμεινε σταθερό – αλλά δεν είχε πρόοδο. Ούτε διείσδυσε στο λαϊκό εκλογικό σώμα που αποστασιοποιήθηκε από τους Σοσιαλιστές.
Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου επιβεβαίωσαν τις τάσεις που είχαν φανεί από την αρχή. Σε ένα πλαίσιο που ήταν καταστροφικό για την Αριστερά, και παρά το δυσμενές εκλογικό σύστημα, το Αριστερό Μέτωπο διατήρησε σχεδόν τα 2/3 της προηγούμενης εκπροσώπησής του στα νομαρχιακά συμβούλια. Επιπλέον παρέμεινε και στον δεύτερο γύρο σε 113 καντόνια, διατήρησε τους 163 συμβούλους από τους 214 που είχε πριν, όμως έχει παρουσία μόνο σε 37 νομαρχιακά συμβούλια έναντι των 61 που είχε προηγουμένως.
Το Αριστερό Μέτωπο τα πήγε καλά έναντι του Εθνικού Μετώπου σε σχεδόν τα μισά από τα καντόνια.
Ενώ, πολύ συχνά, η διαφορά με το Ε.Μ. δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο παλαιότερα, το Αριστερό μέτωπο ηττήθηκε από το Ε.Μ. μόνο σε τρεις περιπτώσεις. Σε περιοχές που διαλύθηκαν από την κρίση, φάνηκε πως η οργή ή η αγανάκτηση των εργαζόμενων τάξεων δεν τους οδήγησαν αναπόφευκτα προς το Εθνικό Μέτωπο. Το Ε.Μ. ήθελε να δείξει πως πήρε την θέση του ΚΚΓ στις εργαζόμενες τάξεις. Το κατάφερε σε εθνικό επίπεδο (συγκέντρωσε 22% στον δεύτερο γύρο) αλλά σε τοπικό επίπεδο δεν ισοπέδωσε τους κομμουνιστές ή το Αριστερό Μέτωπο.
Μέχρι στιγμής το κόμμα της Μαρίν Λε Πεν συνεχίζει να απορρίπτεται από ένα καθόλου ευκαταφρόνητο μέρος του εκλογικού σώματος, αλλά δεν είχε ποτέ τόσο υψηλές καταγραφές. Η δυνατότητά του να διαμορφώνει συμμαχίες παραμένει περιορισμένη και το ποσοστό του παραδοσιακά δεξιού εκλογικού σώματος που θα το ψήφιζε σε δεύτερους γύρους δεν θα του έδινε την πλειοψηφία. Παρόλα αυτά τα αναχώματα αρχίζουν να καταρρέουν, οι γραμμές που διαχωρίζουν την παραδοσιακή Δεξιά από το Ε.Μ. δεν είναι πια ανυποχώρητες και η δουλειά του Μετώπου για την νομιμοποίησή του στα μάτια του κόσμου συνεχίζεται.
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός και η δημοκρατική αφύπνιση πρέπει να γίνουν πιο δυναμικά, δημιουργικά και ξεσηκωτικά.
Η μεταφορά ψήφων της Αριστεράς στον δεύτερο γύρο δούλεψε για άλλη μια φορά. Ωστόσο, σε αντίθεση με την στρατηγική του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) της αποσιώπησης όλων των άλλων τάσεων έτσι ώστε να συσπειρώσει την Αριστερά γύρω από το ίδιο και τις πολιτικές του, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η προηγούμενη λογική της ενότητας της Αριστεράς δεν έχει πια την καθοδηγητική δύναμη που συνήθιζε να έχει. Στην ουσία, η δεξιά ολίσθηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος αποδυναμώνει το επιχείρημα για συσπείρωση, ειδικά όταν αυτό σημαίνει να εξηγήσουν πως η συσπείρωση πρέπει, υποχρεωτικά, να είναι πίσω και υπό της ηγεσίας του κυρίαρχου κόμματος. Συνεπώς οι δυναμικές μιας αριστερής πλειοψηφίας χρειάζονται άλλα κίνητρα και πνεύμα αλλιώς η Αριστερά θα πνιγεί μαζί με το PS ενώ οι εργαζόμενες τάξεις θα στρέφονται όλο και περισσότερο στην αποχή ή στην ψήφιση του Ε.Μ.
Προς το παρόν το Αριστερό Μέτωπο στηρίζεται σε ό,τι είχε παλαιότερα κερδίσει το ΚΚΓ, τουλάχιστον στο επίπεδο των τοπικών εκλογών. Το γεγονός ότι αυτοί οι θυλάκες δείχνουν τη δυνατότητα του για αντίσταση, η οποία ποικίλει αναλόγως τις εκλογές, δεν αναιρεί την γενική παρατήρηση πως, από το 2008 (εκτός από τις Προεδρικές εκλογές) η ψήφος στο Αριστερό Μέτωπο παραμένει στις περιορισμένες δεξαμενές των ψήφων των Κομμουνιστών, οι οποίες δεν έχουν σταματήσει τη διαδικασία διάβρωσής τους από τα πάνω. Η εκλογική δυναμική των πιο αραιοκατοικημένων περιοχών μόνο μερικώς αντισταθμίζει την καθίζηση των μέχρι πρότινος «προπύργιων». Για την ώρα, το άνοιγμα των συμμαχιών του PS προς την Αριστερά δεν έχει γίνει τόσο ευρύ ή εμφανές ώστε να αφήσει το σημάδι του στον εκλογικό χάρτη.
Σε προφανώς πολύ διαφορετικά πλαίσια, το ίδιο επίπεδο καθίζησης του αριθμού εκλεγμένων εκπροσώπων όπως στις εκλογές Νομαρχιακών Συμβουλίων του 2015 θα μπορούσε να παρατηρηθεί και στις δημοτικές του 2014. Όταν η Αριστερά δεν τα πάει καλά, η υπάρχουσα κληρονομιά είναι πολύτιμη και παρέχει μια βάση για στήριξη. Ωστόσο, στην παρούσα κατάσταση, αυτό δεν επιτρέπει στο Αριστερό Μέτωπο να ξεφύγει από την επίθεση στην Αριστερά από την ίδια την Αριστερά: είτε θα πρέπει να κλειστεί στον εαυτό της λειτουργώντας ως υποκινητής, ένα μειοψηφικό κίνημα διαμαρτυρίας είτε, στον αντίποδα, να γίνει ο νεροκουβαλητής μιας κοινωνικής δημοκρατίας η οποία έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ από τον ορίζοντα της ισότητας.
Η κουλτούρα της κοινωνικής κριτικής και της παρουσίασης μιας εναλλακτικής δεν μπορεί να εκπληρωθεί από την άτολμη διαχείριση μιας κληρονομιάς. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός και η δημοκρατική αναζωπύρωση χρειάζονται πολύ πιο δημιουργικές και ξεσηκωτικές δυναμικές – η αποτυχία των οποίων στη σημερινή συγκυρία είναι πολύ κοντά στην αυριανή παρακμή.