Η περίπτωση της Ελλάδας, οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από το Γιούρογκρουπ και το γεγονός πως οι σκληροπυρηνικοί των κυβερνήσεων της Γερμανίας και άλλων χωρών εκβίαζαν την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα οδήγησε το DIE LINKE (το αριστερό κόμμα της Γερμανίας) σε συζητήσεις πάνω στην στάση του όσον αφορά τη νομισματική ένωση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς επίσης και την ιδέα για αποχώρηση από την ευρωζώνη.
Καταθέτοντας την πρόταση του στην κοινοβουλευτική του ομάδα, ο πρόεδρος Γρέγκορ Γκίζι οδηγείται στα παρακάτω συμπεράσματα:
«Έχει έρθει η ώρα, συνεπώς, να θυμηθούμε κάποια πράγματα:
1. «Θα έρθει μια μέρα που δεν θα υπάρχουν πια άλλα πεδία μάχης, παρά οι ανοικτές στο εμπόριο αγορές, και το ανοικτό στις ιδέες πνεύμα», προέβλεψε ο Βίκτωρ Ουγκώ στην εναρκτήρια εισήγησή του στη Διεθνή Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1849. Εκατό χρόνια αργότερα, έπειτα από αμέτρητους ευρωπαϊκούς πολέμους και δύο παγκόσμιους – για τους οποίους την κύρια ευθύνη έφερε η Γερμανία και στις δύο περιπτώσεις – οι ηγέτες των καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης γνώριζαν πως χωρίς τη δική τους παρέμβαση στην ευρωπαϊκή τάξη και την εξημέρωση της Γερμανίας, η οποία ήταν ιδιαιτέρως φιλοπόλεμη μέχρι εκείνο το σημείο, αυτή η πρόταση θα αποτελούσε κενό γράμμα. Όπως ήταν αναμενόμενο, το πρακτικό αποτέλεσμα αυτή της διαπίστωσης δεν ήταν ο προλεταριακός διεθνισμός, αλλά μάλλον μια διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης -σκληρά δομημένης από τον καπιταλισμό- με φόντο την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μπλοκ εξουσίας σε Ανατολή και Δύση. Ένας ιδρυτικός σκοπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των προκατόχων της ήταν, και συνεχίζει να είναι, η δημιουργία μιας ειρηνικής τάξης μεταξύ των κρατών-μελών διά της επιβεβλημένης ισορροπίας των εθνικών συμφερόντων και, συγκεκριμένα, μέσω του περιορισμού της Γερμανίας και του μοναδικά επιθετικού εθνικισμού της. Αυτός ο ιδρυτικός σκοπός έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής από τα κράτη μέλη της ΕΕ, και σίγουρα δεν είναι θέση της Αριστεράς να τον αμφισβητήσει ή ακόμα και να τον θέσει σε κίνδυνο – παρόλο που η ΕΕ είναι από τη φύση της μια καπιταλιστική δομή.
2. Για τη Γερμανία, η σημασία της συμμετοχής στην ΕΕ είναι διττή: από τη μια πλευρά, η ΕΕ αντιπροσωπεύει παράλληλα ένα μέσο κι ένα σκοπό για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ώστε να αφήσει το οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικοπολιτικό της στίγμα στην ΕΕ και στα κράτη μέλη, για να εξασφαλίσει και να επεκτείνει την οικονομική της θέση εξουσίας μέσα και έξω από την ΕΕ και να αυξήσει την πολιτική της επιρροή σε διεθνή κλίμακα και να γίνει ένας από τους κορυφαίους παίκτες σε πολιτικό επίπεδο. Η τεράστια οικονομική δύναμη της Γερμανίας είναι αυτό στο οποίο οφείλεται η μερικές φορές ηγεμονική της θέση στην ήπειρο, και η Γερμανία κατάφερε να αγγίξει τα επίπεδα μιας παγκόσμιας δύναμης μόνο από την εισαγωγή του ευρώ και μετά. Ως εκ τούτου, η Γερμανία έχει γίνει ο πλέον ευνοούμενος κρίκος μιας ένωσης η οποία βασίζεται, δήθεν, στην αλληλεγγύη. Τα κέρδη της Γερμανίας στο παγκόσμιο εμπόριο αυξάνονταν για πολλά χρόνια, παρότι μπορεί παράλληλα να κατέγραφε απώλειες στο εμπόριο εντός ΕΕ. Κάτι τέτοιο οδηγεί σε ένα σενάριο κατά το οποίο εντός Ευρώπης, ανοίγεται ένα χάσμα μεταξύ των χωρών της περιφέρειας και την οικονομική υπερδύναμη της Γερμανίας, και προκύπτουν αντίστοιχες κρίσεις.
Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή της στην ΕΕ και τη νομισματική ένωση σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν έλεγχοι και περιορισμοί όταν προβαίνει σε επιβολή εθνικών συμφερόντων, εμποδίζοντας έτσι την άμεση εκπλήρωσή τους – αν και δεν πρόκειται για τις ηγεμονικές αξιώσεις της χώρας. Όσο για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να επιβληθεί ένα Grexit, καθώς ούτε η Ελλάδα, ούτε η Γαλλία ή η Ιταλία το ήθελαν. Ωστόσο μπορούσαν να επιβληθούν αντικοινωνικές και αντιευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας – όχι επειδή υπαγορεύονταν από τη Γερμανία, αλλά επειδή όλα τα κράτη-μέλη ασπάζονται την ίδια νεοφιλελεύθερη προσέγγιση. Οι όποιες διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών σε αυτό το θέμα έγιναν ορατές μόνο όταν αυτή η προσέγγιση έφτασε σε ακραία μορφή – π.χ. όταν η Γερμανία και τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη ήταν έτοιμα να ρίξουν την Ελλάδα στο στόμα του λύκου, αλλά η Γαλλία και η Ιταλία δεν ήταν πρόθυμες. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας προσπαθεί να ξεπεράσει αυτήν την δυσαρμονία μέσω Συνθηκών, αυξάνοντας τις καταστατικές διατάξεις και τη θεσμοθέτηση και κατά συνέπεια διαμορφώνοντας τις πολιτικές της ΕΕ και της νομισματικής ένωσης σύμφωνα με τις πολικές και οικονομικές της επιθυμίες. Το λιγότερο που θα λέγαμε είναι πως προσπαθεί να καταστήσει την υλοποίηση εναλλακτικών σχεδίων δράσης πιο δύσκολη.
3. Ως σύνολο, η ΕΕ όλο και περισσότερο δρα ενάντια στους λαούς της ως ένα μυστηριώδες, αντιδημοκρατικό, μερικές φορές απολυταρχικό και καταπιεστικό, αντικοινωνικό και βαθιά νεοφιλελεύθερο σώμα με εμμονή στη λιτότητα. Σε ακραίες περιπτώσεις, η ΕΕ δε διστάζει να ωθήσει ορισμένες δημογραφικές ομάδες και κράτη-μέλη στα πρόθυρα της καταστροφής, προκαλώντας το κοινωνικό ντάμπινγκ και καταστρέφοντας το κοινωνικό κράτος. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπερηφανεύεται για μια φαινομενική ελκυστικότητα της -και για τους κατοίκους της ΕΕ και γι`αυτούς εκτός ΕΕ εξίσου- που δεν ανταποκρίνεται στον κοινωνικό και πολιτικό της χαρακτήρα. Αυτό έχει γίνει σαφές από τις πολυάριθμες χώρες που εκφράζουν την επιθυμία τους να ενταχθούν στην ΕΕ ή που υπογράφουν συμφωνίες συνεργασίας, από τους ανθρώπους που φέρουν την επιθυμία να μεταναστεύσουν στην ΕΕ, τις ροές προσφύγων κλπ από την μια πλευρά, και από μια υπανάπτυκτη και μετά βίας αντιληπτή εσωτερική αντιπολίτευση από την άλλη πλευρά (εκτός από τα χτυπήματα της εθνικιστικής-σοβινιστικής ΕΕ).
Εξωτερικά, η ΕΕ έχει μπει σε μια οικονομικά επεκτατική και επιθετική πορεία, συχνά δείχνοντας πολιτική αδιαφορία, αλλά τελικά ακολουθεί πάντα τον δρόμο των ΗΠΑ, όντας όλο και περισσότερο ενεργή σε στρατιωτικό επίπεδο (παρότι απέχει πολύ ακόμα από το επίπεδο επιθετικότητας που επιδεικνύουν οι ΗΠΑ ή η Ρωσία, είναι σαφώς πιο ενεργή από την Κίνα).
Βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα κατάσταση αυτής της ιμπεριαλιστικής δομής δείχνει κοινωνικά και πολιτικά καταστροφική και ανθεκτική απέναντι σε προοδευτικές αλλαγές και ότι -αντιλαμβανόμενοι τη δύναμη της ΕΕ, τις θεσμοθετήσεις και τη νομική της διάταξη- οι όποιες ελπίδες για πιθανές μεταρρυθμίσεις της ΕΕ με μια χειραφετική έννοια φαίνονται παράλογες, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί κανείς να επεξεργάζεται σκέψεις για έξοδο από την ΕΕ. Αλλά τι θα συνεπαγόταν αυτό;
Υποθέτοντας ότι η Γερμανία θα απεμπλεκόταν από τη νομισματική ένωση και την ΕΕ, αυτό δεν θα σήμαινε απεμπλοκή από τον καπιταλισμό, πράγμα το οποίο –άλλωστε- είναι αδύνατο. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να μετασχηματιστούν οι κοινωνίες. Πολλά ερωτήματα θα ανακύψουν, ωστόσο, όσον αφορά μια παραμένουσα καπιταλιστική αλλά όχι ευρωπαϊκή Γερμανία:
– Θα ήταν πιο δημοκρατική;
– Θα ήταν πιο κοινωνική;
– Θα ήταν λιγότερο νεοφιλελεύθερη;
– Θα ήταν λιγότερο εθνικιστική;
– Θα καίγονταν λιγότερα καταλύματα προσφύγων;
– Θα ήταν στην πράξη πιο διεθνιστική; (Π.χ. θα χορηγούσε στην Ελλάδα σημαντικές μειώσεις χρέους;)
Ερωτήματα σαν αυτά πρέπει να απαντηθούν. Η απάντηση: κανένα από τα παραπάνω δεν θα συνέβαινε. Ακριβώς το αντίθετο, για την ακρίβεια. Ο περιορισμός του στάτους κβο σε κάθε τέτοια περιοχή θα ήταν αναμενόμενος. Το ερώτημα για το αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για αριστερές πολιτικές παραμένει. Θα βελτιώνονταν αν η Γερμανία έβγαινε από τη νομισματική ένωση και την ΕΕ; Τώρα, δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Στο καλύτερο σενάριο, ο καπιταλισμός θα έμενε ίδιος, όπως θα γινόταν και με την κυβερνητική πολιτική, τα πολιτικά κόμματα και τις σχέσεις εξουσίας εντός της κοινωνίας. Σε ένα δυσμενέστερο, αλλά παρ’όλα αυτά πιο πιθανό σενάριο, θα ήταν αναμενόμενη μια αναγέννηση του περιβόητου γερμανικού εθνικισμού σε μεγάλη κλίμακα. Ανατρέχοντας στην ιστορία, ο γερμανικός λαός είχε την τάση να προτιμά πιθανές δεξιές και φασιστικές λύσεις από άλλες σε στιγμές κρίσης, ενώ οι κυβερνώντας επέλεγαν καταπιεστική και δικτατορική δράση. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση μιας γερμανικής εξόδου από την ΕΕ. Επιπλέον, η Γερμανία δεν θα μπορούσε πια να απολαμβάνει της προστασίας των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Κανένας επίτροπος της ΕΕ δεν θα μπορούσε να καταθέσει υπομνήματα στη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η σημερινή αντίδραση ενός αξιοσημείωτου αριθμού Γερμανών πολιτών ενάντια στη γερμανική πολιτική για τους πρόσφυγες -η οποία δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί προοδευτική- παρέχει μόλις μια αμυδρή ιδέα των συνθηκών που θα αντιμετωπίσουμε σε μια ανεμπόδιστη Γερμανία.
Συνεπώς, οι προϋποθέσεις για αριστερές πολιτικές κατά πάσα πιθανότητα θα περιορίζονταν σημαντικά, ιδίως καθώς -και αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται- οι σκέψεις σχετικά με μια πιθανή αποχώρηση από την ΕΕ είναι δημοφιλείς στους κύκλους του οικονομικού φιλελευθερισμού και των εθνικιστών. Εντός της Αριστεράς στην Ευρώπη –πέρα, ίσως, από λίγες πολύ περιθωριοποιημένες σεχταριστικές κινήσεις- δεν έχουν υπάρξει προσπάθειες για έξοδο ή διάλυση της ΕΕ ή της νομισματικής ένωσης, καθώς αμφότερα έτυχαν απογοητευτικής αποδοχής από το ευρύ κοινό. Η αποχώρηση και η διάλυση της ΕΕ ή της νομισματικής ένωσης κατά κύριο λόγο και από καιρό αποτελούσαν στόχο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Έχοντας αυτό υπόψη, η Αριστερά στη Γερμανία θα έπρεπε να αφήσει αυτή την ιδέα στην άκρη, καθώς θα ήταν εντελώς απατηλό, με υπερβολική αυτοπεποίθηση και εν τέλει υπερβολικά επικίνδυνο να επιχειρήσει ένα αριστερό σχέδιο που να έχει ως στόχο τέτοιου είδους ιδέες.
Η διάλυση της ΕΕ σήμερα θα σήμαινε την παλινόρθωση της ευρωπαϊκής οργάνωσης σε εθνικά κράτη του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα η οποία -με όλες τις προβλεπόμενες συνέπειές της όσον αφορά της ειρήνη, την ευημερία, την κοινωνική ασφάλεια και την πολιτική- θα αποτελούσε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω που η Αριστερά δεν πρέπει να εξετάζει.
Καθήκοντα για την Αριστερά
Αντί να μαλώνουμε για την αποχώρηση της Γερμανίας από τη νομισματική ένωση και/ή την ΕΕ και ως εκ τούτου να διακινδυνεύουμε τεράστιο κοινωνικό κόστος και μαζικές μεταναστευτικές ροές, πετυχαίνοντας επίσης το να δώσουμε ώθηση στα εθνικιστικά κόμματα, αλλά και αυτό που πιθανότατα θα αποτελούσε μια βαθιά πανευρωπαϊκή ύφεση (όχι μόνο με καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες, αλλά που εν τέλει θα οδηγούσε ακόμα και σε αυξημένες διενέξεις μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών), είναι καθήκον των αριστερών δυνάμεων στην Ευρώπη να κερδίσουν την πλειοψηφία του κόσμου ώστε να πετύχουν αλλαγή στις πολιτικές της ΕΕ – όπως αυτό που έχει συμβεί μόνο στην Ελλάδα μέχρι στιγμής.
Το 1998, επικρίναμε σκληρά την εισαγωγή του ευρώ γιατί, παρότι κυκλοφόρησε σε πολύ διαφορετικές οικονομίες, δεν εισήχθησαν κοινά πρότυπα για τις κοινωνικές υπηρεσίες ή τους φόρους. Η διαδικασία ενοποίησης μιας ηπείρου αποκλειστικά στη βάση ενός νομίσματος, μόνο σε κρίση μπορεί να οδηγήσει, απλώς και μόνο επειδή στο τέλος θα επικρατήσει το φθηνότερο και χαμηλότερο πρότυπο. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για την εφαρμογή της Ατζέντας 2010 (μιας σειράς από μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στο διάστημα 2003-05 από τη συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών σχέσεων) στη Γερμανία. Το ευρώ, όμως, συνέβαλε περισσότερο στη διαίρεση της Ευρώπης παρά στην ενοποίησή της, όπως ακριβώς φοβόμασταν. Ωστόσο, η επιστροφή στα προηγούμενα εθνικά νομίσματα θα γινόταν αντιληπτή όχι μόνο ως ένα βήμα προς τα πίσω στη διαδικασία ενοποίησης, αλλά θα έφερνε και καταστροφικές συνέπειες. Στις περισσότερες χώρες, το προηγούμενο νόμισμα δεν θα είχε μεγάλη αξία, κάτι που θα οδηγούσε σε αύξηση της φτώχειας, θα διευκόλυνε τις εξαγωγές αλλά σε μεγάλο βαθμό θα εμπόδιζε τις εισαγωγές. Το γερμανικό μάρκο, αντιθέτως, θα ήταν πολύτιμο, πράγμα που θα οδηγούσε στην αυξημένη αξία των καταθέσεων των πολιτών, αλλά θα αύξανε και τις τιμές των εξαγωγών σε τόσο υψηλό επίπεδο που οι εξαγωγές βασικά θα κατέρρεαν. Θα ακολουθούσαν αμέτρητες πτωχεύσεις και μαζική ανεργία. Η γερμανική οικονομική και πολιτική ηγεμονία στην Ευρώπη, ωστόσο, θα μπορούσε να αναμένεται πως θα παρέμενε στα ίδια επίπεδα.
Η Αριστερά στην Ευρώπη πρέπει επιτέλους να σταθεί ενωμένη! Δεν μπορούμε απλώς να αποφεύγουμε τις ευθύνες μας, αντιθέτως πρέπει να προωθήσουμε την αλλαγή. Αυτός ο αγώνας θα περιλαμβάνει τη σύγκρουση με τους σκληροπυρηνικούς κύκλους των κυβερνήσεων σε όλα τα κράτη μέλη και τη Γερμανία, το συντονισμό κοινών εκστρατειών και δράσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, εντείνοντας σημαντικά την πανευρωπαϊκή συνεργασία εντός του αριστερού κινήματος και δημιουργώντας έτσι ένα ευρωπαϊκό (αντιηγεμονικό) κοινό. Κοινοί στόχοι και θέματα τέτοιων εκστρατειών θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι:
– ο εκδημοκρατισμός της ΕΕ. Το μόνο δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο της ΕΕ -το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- πρέπει να εφοδιαστεί με πλήρη κοινοβουλευτικά δικαιώματα
– η αναγνώριση ευρωπαϊκών δημοψηφισμάτων (στα οποία ψηφίζονται οι Συνθήκες πάνω στη νομική του βάση)
– η έγερση κοινωνικών ζητημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο
– η έμπρακτη επίδειξη διεθνούς αλληλεγγύης
– η προώθηση ενός διαφορετικού πολιτικού δρόμου, ενός οικο-σοσιαλιστικού «Σχεδίου Μάρσαλ» για την Ευρώπη που θα μπορέσει να πετύχει πλήρη απασχόληση, ανάπτυξη δημοσίων υποδομών και δικαιώματα δημοκρατικής συμμετοχής.
Για την εφαρμογή αυτού, θα είναι αναγκαίο όχι μόνο να διαμορφώσουμε συμμαχίες με άλλες αντικαπιταλιστικές ομάδες αλλά και να συνεργαστούμε με τους σοσιαλδημοκράτες, τους Πρασίνους και τα συνδικάτα, ώστε να καθορίσουμε τους κοινούς μας στόχους και τις δυνατότητες για δράση -ενώνοντας έτσι όσο περισσότερους πολίτες γίνεται για να εργαστούν πάνω σε μια νέα αντίληψη για την Ευρώπη- και για να μεταρρυθμίσουμε τις ευρωπαϊκές δομές, πράγμα που έχει ήδη καθυστερήσει. Η εν εξελίξει εκστρατεία ενάντια στην TTIP αποτελεί ένα παράδειγμα σε αυτό το πλαίσιο. Η αναδιοργάνωση της αλληλεγγύης εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Αριστεράς καθώς επίσης και των εξωκοινοβουλευτικών κινημάτων θα είναι απαραίτητη.
Εν κατακλείδι, ας ρίξουμε μια ματιά πίσω στο ιδρυτικό μανιφέστο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς:
«Για εμάς, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει ένα μέρος στη διεθνή πολιτική για την επάνοδο του αγώνα για μια διαφορετική κοινωνία. Οι στόχοι του αγώνα αυτού είναι η ειρήνη και ο μετασχηματισμός του υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος […] Για αυτό το λόγο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ολόκληρη η Ευρωπαϊκή ήπειρος […] γίνονται ένα όλο και πιο σημαντικό μέρος για εναλλακτικές πολιτικές».
Το εκλογικό μας πρόγραμμα συνάδει με αυτή τη διατύπωση. Επίσης, δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως αναφορά για αποχώρηση από την ΕΕ και τη νομισματική ένωση ή για διάλυση κάποιου από τα δύο. Δηλώνει ακριβώς το αντίθετο:
«Το DIE LINKE υπερασπίζεται ένα νέο ξεκίνημα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μαζί με άλλα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, το DIE LINKE υπερασπίζεται μια αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη: για μια διαφορετική και καλύτερη ΕΕ. […] Παρότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση περιέχει σοβαρά δομικά ελαττώματα, το DIE LINKE δεν συνηγορεί υπέρ μιας αποχώρησης από το ευρώ, […] Η απάντηση της Αριστεράς στην Ευρώπη για την ευρωπαϊκή κρίση ως εκ τούτου πρέπει να είναι η από κοινού αντίσταση η οποία εκτείνεται πέρα από τα διεθνή σύνορα – για την επίτευξη υψηλότερων μισθών, αναβαθμισμένων κοινωνικών προτύπων και εργασιακών δικαιωμάτων. […] Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναδιαμορφωθεί και να γίνει μια πραγματικά δημοκρατική, κοινωνική, οικολογική και ειρηνική ένωση».
Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας καθώς προχωράμε μπροστά.»