Αυτό που περιμέναμε εδώ και καιρό να συμβεί, συνέβη: στην Ιταλία, τη χώρα που ο αντιφασισμός είναι γραμμένος στο Σύνταγμα της, πρώτοι στις εκλογές ήρθαν οι Fratelli d’Italia, το κόμμα της Τζόρτζια Μελόνι – της Μελόνι που δεν αυτοαποκαλείται φασίστρια γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο, αλλά δεν χάνει ευκαιρία να δείχνει ότι είναι.
Όχι μέσω του συμβόλου του κόμματός της, στο οποίο κυριαρχεί σκόπιμα η ιστορική τρίχρωμη φλόγα, αλλά μέσω των δεσμών που τονίζει επανειλημμένα ότι έχει με όλες τις παρόμοιες οργανώσεις που κυκλοφορούν στην Ευρώπη, από εκείνη της Μαρίν Λεπέν μέχρι το VOX της Ισπανίας και τις κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Το σύνολο των ψήφων της Δεξιάς δεν αυξήθηκε, αλλά παρά ταύτα είναι επικίνδυνο το γεγονός ότι η Μελόνι απορρόφησε σχεδόν πέντε εκατομμύρια ψήφους κάποιων που μόλις πριν από πέντε χρόνια είχαν ψηφίσει τη Λέγκα ή τον Μπερλουσκόνι, οι δυνάμεις των οποίων είναι πλέον περιθωριακές.
Η Μελόνι είναι σήμερα η νικήτρια των εκλογών και ο πρόεδρος Ματαρέλα υποχρεούται να της αναθέσει τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, η πολιτική της οποίας, ωστόσο, δεν θα διαφέρει πολύ επί της ουσίας από την πολιτική του Ντράγκι. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι πια μια επιλογή που μπορούν να κάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις∙ έχει αποφασιστεί εδώ και καιρό από τους μεγάλους χρηματοπιστωτικούς ομίλους της διεθνούς αγοράς και οι εθνικές κυβερνήσεις το μόνο που έχουν δικαίωμα να αποφασίσουν είναι οι λεπτομέρειες εφαρμογής της πολιτικής που επιβάλλει. Εν πάση περιπτώσει, η Μελόνι έχει ήδη δηλώσει την πίστη της στο ΝΑΤΟ και ο Ντράγκι συνεργάζεται τώρα μαζί της ώστε αυτή να αποκομίσει όσα πιο πολλά μπορεί από την ΕΕ. Η ίδια θα προσπαθήσει επίσης να κάνει τον κόσμο να πιστέψει πως έκανε μια πολιτική στροφή. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι η κυβέρνησή της θα έχει ασκήσει πολιτικές που θα έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων, στις διώξεις των μεταναστών, στα δικαιώματα των γυναικών, στις αμβλώσεις, στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, στην παιδεία κλπ.
Αλλά η πιο ανησυχητική πλευρά της νίκης της Μελόνι είναι η περιφρόνηση της δημοκρατίας, η ψευδαίσθηση που δημιουργεί στα θύματα του συστήματος ότι αν εξαλειφθεί η «φλυαρία» της πολιτικής και εμπιστευτούμε μια ισχυρή προσωπικότητα, όλα τα προβλήματα θα λυθούν.
Τονίζω αυτήν την πλευρά της μελλοντικής μας κυβέρνησης, διότι δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε την σκέψη των Ιταλών που την ψήφισαν αν επικεντρωθούμε μόνο στο γεγονός ότι αυτή η επιλογή είναι αντίθετη προς τον παραδοσιακό αντιφασισμό, αγνοώντας τον ταξικό πυρήνα του σημερινού πολιτικού πλαισίου, ένα λάθος που έγινε στην προεκλογική εκστρατεία του Partido Democratico-PD (Δημοκρατικό Κόμμα), το οποίο ήταν ο πραγματικός ηττημένος των εκλογών, μια εξέλιξη που ανάγκασε τον Λέτα να δηλώσει ότι θα παραιτηθεί. Αυτό που απασχολούσε το PD ήταν να μην τρομάξει τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες προσπαθούσε μέχρι την τελευταία στιγμή να συμμαχήσει- και έτσι ήρθε σε ρήξη με το Κίνημα Πέντε Αστέρων, το οποίο, αντίθετα, ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του προ πενταετίας ισχυρού εκλογικού του σώματος, κατακτώντας την τρίτη θέση με 15, 3%, ένα ποσοστό λίγο μικρότερο από αυτό του PD. Τα υψηλότερα ποσοστά του Κινήματος των Πέντε Αστέρων σημειώθηκαν κυρίως στο Νότο, λόγω του καλού κοινωνικού του προγράμματος. Τα τελευταία χρόνια, αυτό το κίνημα, που γεννήθηκε ως διαμαρτυρία «κατά της πολιτικής», αυτοπροσδιοριζόμενο ως «ούτε δεξιό, ούτε αριστερό», κατέληξε να συγκυβερνά με όλες τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά αυτή η βασανιστική εμπειρία του είχε ως αποτέλεσμα την ωρίμανσή του και την περιθωριοποίηση της πιο διφορούμενης πτέρυγας του. Σήμερα, είναι σαφώς ευθυγραμμισμένο – αν και με μια κουλτούρα που σίγουρα δεν είναι παραδοσιακά αριστερή – με το δικό μας πολιτικό μέτωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι συγκέντρωσε πάρα πολλές ψήφους όλων εκείνων που ήθελαν να καταδικάσουν την επιλογή του PD να μην το συμπεριλάβει στο «ευρύ αντιφασιστικό μέτωπο».
Πάνω απ’ όλα, σήμερα υπάρχει ένας επείγων, αλλά και εφικτός στόχος. Το πιο σημαντικό στατιστικό στοιχείο αυτών των εκλογών, στο οποίο κανείς δεν έδωσε σημασία, είναι ότι σχεδόν το 40% των Ιταλών (περισσότεροι κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από την προηγούμενη φορά) δεν προσήλθε στις κάλπες. Ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι. Όχι επειδή είναι αποπολιτικοποιημένοι, αλλά απλώς γιατί δεν ενδιαφέρονται για μια πολιτική συζήτηση στο επίπεδο των θεσμών, τόσο απόμακρη από αυτό που εκείνοι θεωρούν σημαντικό: τη διαφαινόμενη κοσμοϊστορική αλλαγή που οφείλεται στην οικολογική απειλή, και όχι μόνο, με την οποία ουδείς υπουργός ασχολείται. (Έχει υπολογιστεί ότι μόνο το 0,5% του χρόνου των προεκλογικών ομιλιών αφιερώθηκε σ’ αυτό το θέμα).
Η ανασυγκρότηση της ιταλικής Αριστεράς είναι εφικτή, αλλά αυτό είναι κάτι που θα πάρει πολύ χρόνο και δεν συνίσταται στην αντιγραφή του «μελανσονικού» σχεδίου, γιατί εδώ στην Ιταλία δεν αρκεί να συναρμολογήσουμε μικρά κομμάτια ηττημένων κομμάτων, όπως έγινε στη Γαλλία. (Θα μπορούσε να συμβεί αυτό στη Γαλλία αν η Αριστερά εκεί δεν είχε βιώσει το διφορούμενο αλλά ισχυρό τράνταγμα της εξέγερσης των Κίτρινων Γιλέκων;). Μια επανεκκίνηση της Αριστεράς, η οποία μάλιστα θα φέρει και ένας μέρος της πολιτιστικής της κληρονομιάς και της εμπειρίας της, είναι κάτι που δεν πρέπει να απορριφθεί. Αλλά αυτή η επανεκκίνηση πρέπει να ξεκινήσει από την κοινωνία, με την ανασυγκρότηση ενός δικτύου κοινοτήτων και σχεδίων, χωρίς να προσποιούμαστε ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στα περίφημα μεταπολεμικά χρόνια, όταν μπόρεσε να υπάρξει ένας κοινωνικός συμβιβασμός που επέτρεψε μια σχετική ανακατανομή των πόρων και σημαντικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες σήμερα έχουν αποσαρθρωθεί παντού (όπως π.χ. στη Σουηδία). Σήμερα, είτε θα αντιμετωπίσουμε τον πυρήνα του συστήματος παραγωγής, κατανάλωσης και διαβίωσης – κάτι που απαιτεί μια πραγματική επανάσταση- είτε θα ανοίξει ο δρόμος στη βία που αναπόφευκτα παράγει η μη βιώσιμη αδικία. Αυτό είναι το κύριο πεδίο στο οποίο πρέπει να δώσουμε τη μάχη. Είναι βέβαιο ότι οι 18 βουλευτές και γερουσιαστές που έχουμε σήμερα λόγω της συμμετοχής μας στη λίστα Verdi – Sinistra Italiana (Πράσινη-Ιταλική Αριστερά) θα μας βοηθήσουν, αλλά το κύριο καθήκον μας είναι να ξανακερδίσουμε την κοινωνία.
Η Unione Popolare (Λαϊκή Ενότητα), αποτελούμενη από τα κόμματα Rifondazione Comunista (Κομμουνιστική Επανίδρυση), Potere al Popolo (Εξουσία στο Λαό), DeMocrazia e Autonomia-DeMa (Δημοκρατία και Αυτονομία), Manifesta και άλλες ομάδες) δεν κατάφερε να εισέλθει στο Κοινοβούλιο, όπως ήταν αναμενόμενο λόγω του φριχτού εκλογικού νόμου που κατέστησε αναγκαίες τις λεγόμενες τεχνικές συμμαχίες. (Μερικές φορές πρέπει να κάνει κάποιος έναν μικρό συμβιβασμό, ο οποίος σε αυτές τις εκλογές άξιζε τον κόπο, όπως συνέβη με την περίπτωση της Sinistra Italiana από την οποία ουδείς απαίτησε κάποια πολιτική παραχώρηση. Αν δεν είχε συμβεί αυτό η Αριστερά θα είχε εξαφανιστεί εντελώς από το Κοινοβούλιο, γεγονός που θα είχε πολύ αρνητικές συμβολικές συνέπειες).
Η «υποχρεωτική επανάσταση» που βρίσκεται τώρα στην ατζέντα ονομάζεται «αποανάπτυξη» – η οποία δεν είναι, όπως οι δεινόσαυροι μας θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, μια επιστροφή στον μεσαίωνα της λιτότητας, αλλά αντίθετα η κατάκτηση μιας ευτυχίας διαφορετικού τύπου. (Πρόσφατα δημοσιεύτηκε το βιβλίο ενός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο με τίτλο Capital in the Anthropocene (Το κεφάλαιο στην ανθρωπόκαινο), το οποίο περιγράφει μια ευτυχισμένη ζωή που δεν θα βασίζεται στην εμμονική κατανάλωση περιττών αγαθών. Έγινε μπεστ σέλερ στην Ιαπωνία, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ, με τις πωλήσεις του να φτάνουν τα 500.000 αντίτυπα. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι σχεδόν όλοι οι αναγνώστες του είναι νέοι άνθρωποι).