Τους τελευταίους μήνες το βλέμμα της Ευρώπης είναι στραμμένο στην Πολωνία, με την προσοχή της να εστιάζει στις πολιτικές αλλαγές που επέφερε το PiS, αλλά χωρίς να την απασχολεί ιδιαίτερα το οικονομικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης.
Η προσοχή της Ευρώπης έχει στραφεί κυρίως στις πολιτικές αλλαγές που επέφερε το συντηρητικό δεξιό κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) από τη στιγμή που απέσπασε την κυβερνητική πλειοψηφία τον περασμένο Οκτώβριο. Οι μεταρρυθμίσεις στο Συνταγματικό Δικαστήριο και τα ΜΜΕ ώθησαν τη χώρα σε πιο αυταρχικό δρόμο. Ωστόσο, το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν έτυχε της ίδιας προσοχής, εκτός από κάποια γενικά σχόλια ότι η νέα κυβέρνηση προωθεί μια σειρά ανεύθυνων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που απειλούν τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας. Όμως, η κυβέρνηση του PiS επιλέγει μια οικονομική πολιτική που θα μπορούσε να αλλάξει σημαντικά την οικονομία της χώρας. Αυτό προκαλεί διενέξεις με κατεστημένα συμφέροντα, τόσο διεθνή όσο και εγχώρια, και εγείρει νέα διλήμματα για την πολωνική αριστερά.
Από το νεοφιλελευθερισμό στον εθνικό καπιταλισμό
Τις δυο τελευταίες δεκαετίες, η Πολωνία μπήκε στον διεθνή καταμερισμό εργασίας ως χώρα με χαμηλές αμοιβές, φόρους και εργασιακά πρότυπα. Προσέλκυσε μεγάλες εισροές ξένου κεφαλαίου, συχνά μέσω της πώλησης των κρατικών βιομηχανικών και χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων. Αυτό άφησε τη χώρα με μια υπανάπτυκτη εθνική κεφαλαιακή βάση, με περίπου το 70% των πολωνικών τραπεζών να ανήκουν σε ξένες τράπεζες. Η χώρα βίωσε μια τεράστια διαδικασία αποβιομηχάνισης την περίοδο της πολιτικής μετάβασης. Τα δύο τρίτα, τουλάχιστον, των μεσαίων και μεγάλων βιομηχανιών κατέρρευσαν, οδηγώντας περίπου 2 εκατομμύρια εργαζομένων στο δρόμο (http://tinyurl.com/j6q45eb). Έκτοτε, τουλάχιστον το 45% της εργατικής δύναμης παραμένει ανενεργό (δηλαδή, δεν εργάζονται ούτε σπουδάζουν), με μεγάλες περιφέρειες να μαστίζονται από την ανεργία και τη φτώχεια. Ο μέσος μισθός εξακολουθεί να είναι πάνω από τέσσερις φορές χαμηλότερος από χώρες σαν τη Βρετανία ή τη Γερμανία, ενώ πάνω από το 25% των εργαζομένων απασχολούνται με συνθήκες προσωρινής και επισφαλούς εργασίας. Δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι περίπου δυο εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει από τη στιγμή που η Πολωνία εντάχθηκε στην ΕΕ το 2004, ή ότι ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς θα παραμείνει στο εξωτερικό.
Η κλασική οικονομική συνταγή που οδήγησε σε αυτή την κατάσταση ήταν περισσότερος νεοφιλελευθερισμός. Η Πολωνία συγκαταλέγεται στις χώρες της Ευρώπης με τους χαμηλότερους και πιο προοδευτικούς προς τα κάτω φορολογικούς συντελεστές ατομικού και επιχειρηματικού εισοδήματος. Μόλις το 12% της εργατικής δύναμης συμμετέχει σε εργατικά συνδικάτα. Οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί και τα εργασιακά πρότυπα υπερβολικά χαλαρά. Αλλά αυτά δεν είναι αρκετά. Οι πολωνοί εργαζόμενοι υποχρεώνονται να εργάζονται όλο και πιο σκληρά, με όλο και πιο επισφαλείς όρους που καθορίζονται από τις εταιρείες και τους εργοδότες. Δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι μια εταιρία σαν την Amazon άνοιξε νέα κέντρα υλικοτεχνικής υποστήριξης στην Πολωνία, επειδή μπορούσε να προσλάβει προσωπικό με λιγότερα από τρία ευρώ την ώρα, που εργάζεται δέκα ώρες τη μέρα, μόνο με ένα ημίωρο και δυο δεκαπεντάλεπτα διαλείμματα (http://tinyurl.com/jxkg26m). Αυτή η εκμετάλλευση έχει προκαλέσει οργή και απογοήτευση σε μια μερίδα της κοινωνίας, ιδιαίτερα στην παρούσα περίοδο της οικονομικής μεγέθυνσης κατά τα την οποία οι καρποί της ανάπτυξης κατανεμήθηκαν άνισα. Και με την αριστερά στην Πολωνία αδύναμη και διαιρεμένη, αυτή που κεφαλαιοποίησε την κοινωνική δυσφορία είναι η συντηρητική δεξιά.
Η κυβέρνηση του PiS δήλωσε ότι έχει την πρόθεση να δημιουργήσει μια νέα μορφή εθνικού καπιταλισμού στην Πολωνία. Έτσι ισχυρίστηκε σε μια συνέντευξή του ο Υπουργός Οικονομίας, Mariusz Morawiecki, ο οποίος περιέγραψε την αλλαγή ως εξής:
«Στο παρελθόν, η πολωνική ιδιοκτησία και οι εθνικές μας επιχειρήσεις δεν έτυχαν κρατικής στήριξης. Αντιθέτως, το ξένο κεφάλαιο βρέθηκε ντε φάκτο σε προνομιακή θέση, ενώ δεν έγινε καμιά σοβαρή προσπάθεια για την ανάπτυξη της πολωνικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας που βασίζονται στις δεξιότητες ή τα περιουσιακά στοιχεία των Πολωνών. Ο λόγος είναι ότι χρειαζόμασταν χρήμα και έπρεπε να το προσελκύσουμε. Όμως,, έπρεπε να είμαστε πιο επιλεκτικοί σχετικά με το ποιες πολωνικές εταιρίες εκποιήσαμε και να ανοιχτούμε μόνο στις περιπτώσεις που ήταν απολύτως αναγκαίες (…). Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου μεγάλο τμήμα της εθνικής περιουσίας, για την οποία οι Πολωνοί έχουν εργαστεί σκληρά, έχει διαφύγει στο εξωτερικό –και δεν θα είμαστε σε θέση να το ανακτήσουμε σύντομα-.»
Η σημερινή κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θέλει να στηρίξει την πολωνική επιχειρηματικότητα και καινοτομία, με στόχο να κάνει την Πολωνία μια μεγάλη ανταγωνιστική οικονομία. Επομένως, εκπροσωπεί ένα μέρος της (επίδοξης) αστικής τάξης της Πολωνίας, αλλά και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες που προσπαθούν να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού. Και, προκειμένου να είναι το πρώτο κόμμα στη σύγχρονη ιστορία της Πολωνίας με την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, το PiS απευθύνεται και σε χαμηλά εισοδήματα, καθώς και στην κατηγορία των κοινωνικά αποκλεισμένων. Το PiS επιτυγχάνει αυτή την κοινωνική συμμαχία υποσχόμενο ότι θα φορολογήσει το διεθνές κεφάλαιο, προκειμένου να κερδίσει πόρους που θα του επιτρέψουν να στηρίξει τις εθνικές επιχειρήσεις και να κάνει κοινωνικές δαπάνες.
Φορολογία και κοινωνικές δαπάνες
Το πρώτο μέτρο που έχει στόχο την αύξηση των εισοδημάτων είναι ένας νόμος, ο οποίος ψηφίστηκε ήδη στο κοινοβούλιο και επιβάλει φόρο 0.44% στα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ο τραπεζικός τομέας έχει περάσει σε ξένα χέρια, ενώ γνώρισε μια περίοδο συνεχόμενων υψηλών κερδών, τα οποία συγκεντρώθηκαν χάρη στο μεγάλο κόστος των τραπεζικών πράξεων και προμηθειών –από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Το δεύτερο, αφορά την επιβολή ενός νέου φόρου στα πολυκαταστήματα. Προβλέπεται να είναι προοδευτικός, ώστε το κύριο βάρος του να φέρουν τα μεγαλύτερα (κυρίως ξένα) πολυκαταστήματα. Η πρωθυπουργός, Beata Szydło, υποστήριξε ότι ο φόρος αυτός θα «επιτρέψει στις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις της Πολωνίας να γίνουν πιο ανταγωνιστικές». Επομένως, η κυβέρνηση επιχειρεί να φορολογήσει τις μεγάλες, κυρίως ξένες, χρηματοπιστωτικές και εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι επιθυμεί να βοηθήσει τις εγχώριες. Πριν να εξετάσουμε τα προβλήματα που απορρέουν από τα παραπάνω μέτρα, ας δούμε πρώτα τα κοινωνικά προγράμματα που σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει.
Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα η αναδιανομή του πλούτου γινόταν σχεδόν πάντα προς όφελος των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων. Το PiS ισχυρίζεται ότι επιθυμεί να αντιστρέψει αυτή την παράδοση και κάνει σημαία του τη χορήγηση ενός οικογενειακού επιδόματος τέκνων της τάξης των 500 Złoty το μήνα (περίπου 113 ευρώ) για κάθε παιδί, εκτός από το πρώτο. Το μέτρο αυτό θα αυξήσει σημαντικά το εισόδημα εκατομμυρίων οικογενειών, ιδιαίτερα σε περιοχές που είναι εισοδηματικά χαμηλές ή φτωχές. Θα χορηγείται σε όλες τις οικογένειες που έχουν πάνω από ένα παιδί, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων. Όμως, όσον αφορά το πρώτο παιδί, το επίδομα θα χορηγείται μόνο σε όσες είναι κάτω από το ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα (800 Złoty, δηλαδή, περίπου 181 ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι θα το λαμβάνουν πολύ λίγες οικογένειες. Το μέτρο δε στοχεύει μόνο στην ανακούφιση των φτωχών στρωμάτων, αλλά και στην ενθάρρυνση των οικογενειών να κάνουν περισσότερα παιδιά, ώστε να τονωθεί ο χαμηλός δείκτης γεννήσεων. Επιπλέον, ταιριάζει στη συντηρητική ιδεολογία του PiS που προβάλλει το ιδανικό της παραδοσιακής οικογένειας. Το μέτρο δεν έχει σχέση με την αριστερή αρχή της οικουμενικότητας, γιατί πολλοί από εκείνους που το έχουν περισσότερη ανάγκη (όπως οι μόνες μητέρες με ένα παιδί) αποκλείονται από αυτό. Επιπλέον, δεν ωθεί τις γυναίκες στην εργασία, ώστε να αυξηθεί το χαμηλό ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης, ούτε παρέχει ουσιαστική βοήθεια στους γονείς μέσω της επένδυσης στην προσχολική εκπαίδευση (όπου σημειώνεται σοβαρή έλλειψη θέσεων).
Παρά τις αδυναμίες της, αυτή η πρόταση συνιστά την πρώτη σημαντική αναδιανομή πλούτου προς τα κάτω της τελευταίας εικοσαετίας και, γι’ αυτό, βρίσκει απήχηση σε μεγάλες μερίδες της κοινωνίας. Με την κυβέρνηση να προτείνει, ακόμη, ότι θα διπλασιάσει το αφορολόγητο όριο του οικογενειακού εισοδήματος, θα αυξήσει τον κατώτερο μισθό και θα μειώσει το όριο συνταξιοδότησης, εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι το επίπεδο της ζωής τους θα βελτιωθεί.
Οι προτάσεις της κυβέρνησης για την υγεία συνιστούν άλλη μια δυνητική ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό. Ο υπουργός Υγείας αποκάλυψε ένα σχέδιο μεταρρύθμισης της δημόσιας υγείας που, αν εφαρμοστεί, θα αποτελέσει τη σημαντικότερη και πιο προοδευτική αλλαγή που έχει γνωρίσει το πολωνικό σύστημα υγείας την τελευταία εικοσαετία. Καταρχάς, η κυβέρνηση λέει ότι θα αυξήσει σημαντικά τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, με στόχο να ανεβάσει το ποσοστό τους στο 6% του ΑΕΠ. Κατά δεύτερον, σχεδιάζει να αλλάξει το ισχύον σύστημα ασφάλισης, ώστε η δημόσια υγεία να χρηματοδοτείται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό συνιστά μια μετατόπιση από το μοντέλο του Μπίσμαρκ σε ένα καθολικό σύστημα υγείας. Σήμερα, περίπου 2.5 εκατομμύρια Πολωνοί είναι χωρίς υγειονομική κάλυψη. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση ανταποκρίνεται στο άρθρο του συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η υγειονομική φροντίδα πρέπει να παρέχεται δωρεάν από το κράτος σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως του εισοδήματός τους.
Θετικές και αρνητικές κριτικές. Αριστερές εναλλακτικές λύσεις
Η πολωνική αριστερά αντιμετωπίζει ένα σοβαρό δίλημμα αναφορικά με το πώς θα απαντήσει στο οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης του PiS. Γιατί, ενώ πρέπει να αντιταχθεί σε πολλές από τις πολιτικές της μεταρρυθμίσεις, δεν είναι τόσο προφανές πώς θα πρέπει να απαντήσει στην οικονομική της στρατηγική. Η αριστερά πρέπει να απομακρυνθεί από τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση, επισημαίνοντας τα μέτρα του οικονομικού προγράμματος της κυβέρνησης που στηρίζει, ενώ παράλληλα να παρουσιάσει ολοκληρωμένες εναλλακτικές προτάσεις για εκείνα με τα οποία διαφωνεί.
Σημειώνω ορισμένα από τα προβληματικά σημεία:
· Η φορολόγηση των τραπεζών και των μεγάλων πολυκαταστημάτων είναι μια μεταρρύθμιση που έπρεπε να είχε γίνει από καιρό, ώστε το πολυεθνικό κεφάλαιο να πάψει να έχει αυτή την προνομιακή θέση. Όμως, θα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί γιατί, ειδικά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, μπορεί να κινείται εύκολα προκειμένου να αποφεύγει τη φορολόγηση. Οι τράπεζες και τα πολυκαταστήματα μπορεί να επιλέξουν να μεταβιβάσουν το κόστος της φορολόγησης στους πελάτες τους, αφού ήδη ορισμένες τράπεζες έχουν αυξήσει τις χρεώσεις τους. Επιπλέον, το διεθνές κεφάλαιο διαθέτει τεράστια πολιτική και οικονομική επιρροή και μπορεί να αντικρούσει τις κυβερνητικές προτάσεις. Σε μια περίοδο παγκόσμιας αβεβαιότητας, οι χρηματιστηριακές συναλλαγές μειώθηκαν κατά 16% από τον περασμένο Οκτώβριο. Η απόδοση των δεκαετών ευρωομολόγων της κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 80 βαθμούς βάσης, ενώ η συναλλαγματική αξία του Złoty σε σχέση με το ευρώ έφτασε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων τεσσάρων ετών (http://tinyurl.com/gwg5s8c). Αυτά τα προβλήματα οφείλονται, εν μέρει, στην απόφαση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Standard and Poor’s να υποβαθμίσει την Πολωνία, από το Α πλην στο ΒΒ συν. Αυτό συνιστά άμεση ανάμιξη στα εσωτερικά της Πολωνίας, ενώ ο οίκος αξιολόγησης αιτιολόγησε την υποβάθμιση με πολιτικά κριτήρια (http://tinyurl.com/hpfjmmt). Η αριστερά πρέπει να παρέχει σταθερή στήριξη στην κυβέρνηση εναντίον των θεσμών του χρηματιστικού κεφαλαίου, οι οποίοι θα ασκήσουν μεγάλη πίεση προκειμένου η κυβέρνηση να αποσύρει την οικονομική της πολιτική. Τα κεφάλαια θα συνεχίσουν να φεύγουν από τη χώρα και το εθνικό νόμισμα θα συνεχίσει να υποτιμάται, εντείνοντας τη δυσαρέσκεια της μεσαίας τάξης, αντί να ωφεληθούν οι πολωνοί επιχειρηματίες και εξαγωγείς.
· Προφανώς, η αριστερά δεν έχει κανένα συμφέρον να συμμαχήσει με το διεθνές κεφάλαιο και τα προνομιούχα τμήματα της κοινωνίας σε αυτό τον κοινωνικοοικονομικό διχασμό. Όμως, ένα μεγάλο μέρος τη αντίστασης που προβάλλεται στο διεθνές κεφάλαιο είναι ρητορικό, γιατί ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ). Επομένως, υπάρχει χώρος για τη διατύπωση μιας εναλλακτικής αριστερής θέσης (http://tinyurl.com/zfrnn56). Το ότι η κυβέρνηση επιλέγει τη στρατηγική του εθνικού καπιταλισμού σημαίνει ότι μάλλον θα στηρίξει τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Για παράδειγμα, παρά τις προθέσεις της να φορολογήσει τις τράπεζες και τα πολυκαταστήματα, δεν παρουσίασε καμιά μεταρρύθμιση για τη φορολογία εισοδήματος. Η Πολωνία έχει ένα σύστημα εξαιρετικά χαμηλής και προοδευτικής προς τα κάτω φορολόγησης που ευνοεί τους πλούσιους και τους υψηλόμισθους. Εκτιμάται ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θέλει να υλοποιήσει θα κοστίσουν γύρω στα έντεκα δις δολάρια ετησίως. Επομένως, είναι απαραίτητη μια μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος που θα αυξήσει και θα αναδιανείμει το εισόδημα, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι κοινωνικές δαπάνες και να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες. Ακόμη, ενόσω η κυβέρνηση εστιάζει στο διεθνές κεφάλαιο, μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια στις παρανομίες και την εκμετάλλευση των εργαζομένων από τις εγχώριες επιχειρήσεις.
· Η κοινωνική πολιτική που επιλέγει η κυβέρνηση σηματοδοτεί μια μορφή αναδιανομής του πλούτου, που επιχειρείται για πρώτη φορά στη «μετακομμουνιστική» ιστορία της Πολωνίας. Δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρει, αλλά η αριστερά πρέπει να την πιέσει να μην υπαναχωρήσει σε θέματα όπως η δημόσια υγεία και ο κατώτερος μισθός. Η αριστερά πρέπει να προσφέρει κριτική στήριξη στην απόφαση της κυβέρνησης να χορηγήσει νέα επιδόματα τέκνων. Είναι, όμως, εξίσου σημαντικό να καταδείξει τις αδυναμίες του μέτρου, αφού το επίδομα θα αφήσει απροστάτευτο το πιο ευπαθές κομμάτι της κοινωνίας. Ακόμη, αν δε συνδυαστεί με μια πολιτική επενδύσεων σε τομείς όπως οι θέσεις εργασίας, η κατοικία και οι δημόσιες παροχές, με ιδιαίτερο στόχο την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού των γεννήσεων. Η αριστερά πρέπει να υποστηρίξει τη χορήγηση ενός καθολικού επιδόματος τέκνων, ως μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος κοινωνικών επενδύσεων, το οποίο προσφέρει ένα εναλλακτικό όραμα για την κοινωνία και την οικογένεια, από εκείνο που προσφέρει το PiS.
· Το οικονομικό πρόγραμμα του PiS είναι γεμάτο υποσχέσεις για νέες κοινωνικές δαπάνες αλλά δεν διαθέτει ολοκληρωμένη εικόνα για τη χρηματοδότησή τους. Ένα αριστερό οικονομικό πρόγραμμα δεν πρέπει να επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στην κατανάλωση, αλλά οφείλει να περιλαμβάνει και μια πολιτική μεγέθυνσης μέσω επενδύσεων. Η πολωνική οικονομία συνέχισε να μεγεθύνεται και μέσα στην κρίση, κυρίως μέσα από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο ψηλότερο επίπεδο της ΕΕ (http://tinyurl.com/zvlvywf). Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στην εισροή σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων, ένα μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για να χρηματοδοτηθούν έργα υποδομών. Όμως, το κλίμα αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομία και το κυβερνητικό πρόγραμμα του εθνικού καπιταλισμού θα οδηγήσουν σε μείωση τις εισροές του διεθνούς κεφαλαίου και τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η αριστερά πρέπει να προτείνει ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που δεν εκταμιεύει απλά τους ευρωπαϊκούς πόρους οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, θα αρχίσουν να μειώνονται σε μερικά χρόνια. Ένα αριστερό πρόγραμμα θα πρέπει να έχει ως πρωταρχική έγνοια τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τις επενδύσεις στην πράσινη τεχνολογία και τις δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η κατοικία και η υγεία που θα ανεβάσουν το ποσοστό της μεγέθυνσης και θα βελτιώσουν τους όρους διαβίωσης του πληθυσμού.