Από τη σκοπιά της αριστεράς, τα αποτελέσματα των εκλογών στο κρατίδιο του Βερολίνου που έγιναν στις 18 Σεπτεμβρίου 2016, μπορούν να θεωρηθούν επιτυχία, χάρη στις καλές επιδόσεις της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (Die LINKE). Αν όμως κοιτάξουμε τα υψηλά ποσοστά αποδοχής του AfD (Alternative für Deutschland – Εναλλακτική για τη Γερμανία), οι εκλογές αυτές συνιστούν και λόγο ανησυχίας.
Μια σύνοψη των εκλογικών αποτελεσμάτων
Το SPD (Sozialdemokratische Partei Deutschlands – Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), με ποσοστό 21,6%, κατάφερε να διατηρήσει τη θέση του ως το ισχυρότερο κόμμα του Βερολίνου. Ωστόσο, έχασε περίπου ένα 7%, το οποίο συνιστά νέο ιστορικό χαμηλό για το κόμμα στο Βερολίνο.
Το ίδιο ισχύει για το CDU (Christlich Demokratische Union – Ένωση Χριστιανοδημοκρατών: Συντηρητικοί) που έλαβε 17,6% πέφτοντας για πρώτη φορά κάτω από το όριο του 20%.
Αλλά και οι Πράσινοι, που κατατάσσονται τέταρτοι με 15,2%, μετά την ΑΡΙΣΤΕΡΑ (Die LINKE), έχασαν ψήφους.
Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ (Die LINKE) απέσπασε 15,6% και, επομένως, κατάφερε να βελτιώσει αισθητά το ποσοστό της σε σύγκριση με τις εκλογές του 2011. Στο Ανατολικό τμήμα της πόλης, το κόμμα έλαβε 25%, ενώ στο Δυτικό 10%. Το Δυτικό Βερολίνο είναι ένα νέο φαινόμενο. Όπως είχε κάνει παλαιότερα στο Αμβούργο και τη Βρέμη, το Die LINKE κατάφερε να κερδίσει και να διατηρήσει παλιούς ψηφοφόρους των Πρασίνων και στο Βερολίνο. Οι Πειρατές έμειναν πολύ πίσω από το εκλογικό όριο του 5%. Ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος των Πειρατών έδωσαν την ψήφο τους στο Die LINKE, εφόσον το κόμμα τους είχε διασπαστεί και ορισμένα επιφανή μέλη του είχαν δηλώσει την υποστήριξή τους στο Die LINKE. Το FDP (Freie Demokratische Partei – Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα: Φιλελεύθεροι), τουναντίον, πέτυχε την εκπροσώπησή του στο τοπικό κοινοβούλιο, ενώ δεν είχε εκπροσωπηθεί στο προηγούμενο.
Πραγματικός νικητής των εκλογών, όμως, αποδείχθηκε το κόμμα που θεωρεί τον εαυτό του αντίπαλο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Παρότι δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 20%, όπως έκανε στα μεγάλα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, το κόμμα έλαβε 230.000 ψήφους, κερδίζοντας 70.000 νέους ψηφοφόρους. Είναι, ωστόσο, το κόμμα που κατάφερε να κινητοποιήσει το μεγαλύτερο αριθμό ψηφοφόρων που είχαν σταματήσει να συμμετέχουν στις πολιτικές διαδικασίες και να τους πείσει να κάνουν και πάλι χρήση του δικαιώματός τους να ψηφίζουν. Περίπου 40.000 νέοι ψηφοφόροι του AfD προέρχονται από το CDU, 24.000 από τους Σοσιαλδημοκράτες, 16.000 από την Αριστερά,4.000 από τους Πράσινους και 46.000 από άλλα κόμματα. Τα ποσοστά του AfD στο Βερολίνο απέδειξαν ότι είναι ικανό να γίνει το ισχυρότερο κόμμα στην περιφέρεια των μητροπολιτικών περιοχών, ειδικά στις μειονεκτούσες περιοχές όπως το Marzahn-Hellersdorf, στο οποίο κατατάσσεται μπροστά από την Αριστερά, με οριακή διαφορά 0,1%. Μακροπρόθεσμα, θα καθιερωθεί και στις αστικές περιοχές που πλήττονται από την κοινωνική και πολιτιστική υποβάθμιση.
Οι ιδιαιτερότητες του Βερολίνου
Για να καταλάβουμε πλήρως τον ιδιαίτερο ρόλο του Βερολίνου στα εκλογικά αποτελέσματα, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ορισμένες ιδιαιτερότητες που αφορούν την πόλη και επηρεάζουν την εκλογική δυναμική της. Το Βερολίνο είναι και κρατίδιο και δήμος, όπως και έδρα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης. Άρα, οι εκλογές στο Βερολίνο αναδεικνύουν και τους υπουργούς του τοπικού κοινοβουλίου και τους αιρετούς του δήμου στα 12 διαμερίσματά του. Το 2006, η ηλικία ψήφου για τις δημοτικές εκλογές κατέβηκε στα 16. Ο συνολικός αριθμός των εδρών του τοπικού κοινοβουλίου ορίζεται από το νόμο σε εκατόν τριάντα (130). Οι εβδομήντα οχτώ έδρες χορηγούνται στα εκλογικά διαμερίσματα με πλειοψηφικό σύστημα. Οι υπόλοιπες έδρες χορηγούνται στα κόμματα, ανάλογα με το εκλογικό αποτέλεσμα και τις κομματικές λίστες υποψηφίων. Εκτός από αυτό, το αποκαλούμενο πιθανό ‘πλεόνασμα εδρών’ έχει εξισορροπητική δράση, σε περίπτωση που, λόγω των κομματικών ψήφων, ένα κόμμα δικαιούται λιγότερες ή περισσότερες έδρες από όσες κέρδισε στα εκλογικά διαμερίσματα.
Από το 2011, το Βερολίνο κυβερνάται από μια Μεγάλη Συμμαχία. Ήταν μια προσωρινή λύση, διότι οι συζητήσεις για συμμαχία μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων είχαν αποτύχει και τα ποσοστά του Die LINKE το 2011 ήταν ανεπαρκή για τη συνέχιση της κοκκινο-κόκκινης συμμαχίας (επίσης, για το Die LINKE, η συνέχιση αυτής της συμμαχίας αποτελούσε, έτσι κι αλλιώς, πηγή προστριβών).
Πάνω από είκοσι κόμματα είχαν υποβάλει υποψηφιότητα. Όμως, ήταν εκ των προτέρων σαφές ότι μόνο μερικά από αυτά θα κατάφερναν να πιάσουν το εκλογικό όριο του 5% σε επίπεδο κρατιδίου και του 3% σε δημοτικό επίπεδο. Την περίοδο που προηγήθηκε των εκλογών, επτά ήταν τα κόμματα που επικέντρωναν την προσοχή του κόσμου: οι Σοσιαλδημοκράτες (SDP), οι Συντηρητικοί (CDU), οι Πράσινοι, η ΑΡΙΣΤΕΡΑ (Die LINKE), οι Πειρατές, οι Φιλελεύθεροι (FDP) και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Τον Ιούλιο του 2016, το CDU αναμενόταν να λάβει λιγότερο από 20% και το SPD λιγότερο από 25%. Επομένως, ήδη από το καλοκαίρι, η συνέχιση της συμμαχίας τους έδειχνε να είναι αριθμητικά αδύνατη. Επιπλέον, δεν την στήριζε πλέον ο δήμαρχος που προερχόταν από το SPD, ο οποίος (όπως και η πλειοψηφία των πολιτών του Βερολίνου) ήθελε να διαλυθεί η Μεγάλη Συμμαχία και εξέφραζε την υποστήριξή του σε μια κοκκινοπράσινη συμμαχία, χωρίς, όμως, να αναφέρει ότι μια κοκκινοπράσινη συμμαχία δεν θα κέρδιζε τον απαραίτητο αριθμό εδρών ώστε να σχηματιστεί συμμαχία. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό μόνο με την εμπλοκή του Die LINKE, σε μια κοκκινο-κοκκινοπράσινη συμμαχία. Στο θέμα των πιθανών συμμαχιών, οι πολίτες του Βερολίνου είναι διχασμένοι: το 49% θεωρεί ότι είναι καλή λύση. Αυτή η χαμηλή αποδοχή, όμως, μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη συμμαχία αποτελείται από τρία, αντί δύο κομμάτων, ως συνήθως, και οι τριμερείς συμμαχίες δεν αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο σε επίπεδο κρατιδίων ή ομοσπονδιών για τη Γερμανία.
Την προεκλογική περίοδο, το πραγματικά ενδιαφέρον ερώτημα παρέμενε, ωστόσο, αν το AfD θα είχε τόση επιτυχία όση σε όλες τις προηγούμενες εκλογές σε επίπεδο κρατιδίων, ειδικά στο κρατίδιο του Mecklenburg- Δυτικής Πομερανίας, όπου έλαβε 23% (ποσοστό παρόμοιο με το 24% της Σαξονίας- Anhalt).
Ποια θέματα κυριάρχησαν στην προεκλογική εκστρατεία;
Σε αντίθεση με άλλες εκλογές σε επίπεδο κρατιδίων, το 2015 και το 2016, τα θέματα που κυριάρχησαν στην πρόσφατη εκστρατεία αφορούσαν το κρατίδιο του Βερολίνου. Ωστόσο, είναι δύσκολο να απομονώσει κανείς τα προβλήματα της προσφυγικής πολιτικής του Βερολίνου από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Οι εικόνες που έδειχναν την τραγική κατάσταση που επικρατούσε μπροστά από τα στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων στο Βερολίνο –Κρατική Αρχή Υγείας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Lageso) – αποτέλεσαν το σύμβολο της ανικανότητας και της έλλειψης προθυμίας των Συντηρητικών να εφαρμόσουν τη ρήση της Άγγελα Μέρκελ «Μπορούμε», και σε δομικό και σε οικονομικό επίπεδο. Αρχικά, ο αρμόδιος γερουσιαστής του CDU υποτίμησε το θέμα της καταγραφής των προσφύγων και της στέγασης. Μετά, δημιουργήθηκαν προσφυγικά κέντρα μόνο σε περιοχές που επιλέχθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ενοχλούνται οι ψηφοφόροι του κόμματος. Επομένως, η διαχείριση του προβλήματος από το κόμμα δημιούργησε μια κρίση νομιμότητας σε όλη τη γερουσία. Ενώ η κοινωνία ήταν ανοιχτή στους πρόσφυγες, η διοίκηση επέλεξε μια απαγορευτική προσέγγιση στο θέμα της στέγασης των προσφύγων. Ούτε ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος, ούτε ο –επίσης- σοσιαλδημοκράτης γερουσιαστής, αρμόδιος για την ένταξη των προσφύγων, έδρασαν με σωστό και υπεύθυνο τρόπο. Αν δεν υπήρχε η στήριξη της κοινωνίας των πολιτών του Βερολίνου, η ανικανότητα και έλλειψη προθυμίας της γερουσίας θα είχαν ακόμη βαρύτερες επιπτώσεις για τους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα, οι εθελοντές επωμίστηκαν όλο και πιο πολλά από τα καθήκοντα της κυβέρνησης.
Ένα άλλο κεντρικό ζήτημα για το Βερολίνο είναι η κοινωνική πόλωση της πόλης, παρότι το 80% των Βερολινέζων περιγράφουν την οικονομική τους κατάσταση ως καλή, με μόνο ένα 19% να τη θεωρεί κακή. Το Βερολίνο είναι η πόλη με τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων. Το ένα πέμπτο των παιδιών στο Βερολίνο ζουν σε συνθήκες φτώχειας, και το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στη χώρα. Ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων παραμένει στάσιμος στο 17,4%, ποσοστό υψηλό σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο. Ταυτόχρονα, η δραματική αύξηση των ενοικίων, ειδικά στις συνοικίες του κέντρου και εκείνες που είναι στη μόδα, δημιούργησε διαδικασίες «εξευγενισμού» (gentrification) και διακρίσεων, οι οποίες οδήγησαν σε έναν εκτεταμένο κοινωνικό και πολιτισμικό διχασμό μέσα στην πόλη και επηρεάζουν όλο και πιο πολύ τις περιοχές που είναι εμφανώς πίσω. Επομένως, δεν αποτελεί σύμπτωση που το AfD κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές σε ένα από τα Ανατολικά διαμερίσματα του Βερολίνου (που ήταν επί μακρόν πηγή ψηφοφόρων της αριστεράς) το οποίο απαξίωναν οι πολίτες του Βερολίνου («Πάμε στο γκέτο») από κοινωνική και πολιτισμική άποψη, ή το διέγραφαν τελείως. Οι διαδικασίες παρακμής κάποιων περιοχών επιταχύνονται –όχι μόνο στο συγκεκριμένο διαμέρισμα- και αυτό οφείλεται στην εισροή ανθρώπων που δεν μπορούν να αντέξουν τα υψηλά ενοίκια των κεντρικών (‘ιν’) συνοικιών της πόλης, γιατί έχουν χαμηλά εισοδήματα. Αυτό προκαλεί μια αυξημένη συγκέντρωση μη προνομιούχων πολιτών σε συγκεκριμένες περιοχές. Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο αυτό οδήγησε στην υποβάθμιση κάποιων περιοχών στις οποίες δημιουργήθηκαν στρατόπεδα προσφύγων, από τον γερουσιαστή του CDU, το 2015. Η κοινωνική αδιαφορία ή άγνοια αυτών των γεγονότων –και από την πλευρά άλλων κομμάτων που εκπροσωπούνται στο τοπικό κοινοβούλιο- έστρωσε το δρόμο για τη διάδοση δεξιών και αντιμεταναστευτικών αντανακλαστικών, τα οποία το Die LINKE δεν μπόρεσε να καταπολεμήσει επαρκώς. Το Die LINKE δεν συνεργάστηκε όσο έπρεπε με τους ψηφοφόρους του σε αυτές τις περιοχές. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, το Die LINKE επικεντρώθηκε σε περιοχές στις οποίες είχε πιθανότητες επιτυχίας. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα που έχει το Die LINKE, το οποίο «διαγράφει» ολόκληρες περιοχές (κυρίως τα μεγάλα κρατίδια), όπως η Σαξονία-Anhalt ή το κρατίδιο του Mecklenburg-Δυτικής Πομερανίας, ως «απρόσιτες». Κάνοντας όμως έτσι, δημιουργεί πολιτικό κενό που καταλαμβάνεται αμέσως από το AfD.
Άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Βερολίνο είναι: προβλήματα στις μεταφορές, όπως στον αστικό σιδηρόδρομο, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Βερολινέζοι όταν προσπαθούν να κλείσουν ραντεβού στα γραφεία της διοίκησης που εξυπηρετούν τους πολίτες, ο ανεξέλεγκτος τουρισμός στο κέντρο της πόλης, η ανάλγητη διαχείριση των εκδηλώσεων στην αστική περιοχή και, τέλος, η ιστορία με το αεροδρόμιο του Βερολίνου που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
Πώς αποτιμούμε το αποτέλεσμα;
Συγκριτικά με την υπόλοιπη Γερμανία, έχουμε να κάνουμε με μια μοναδική περίπτωση: υπάρχει ένα ‘ηγεμονικό’ κόμμα με λίγο περισσότερο από 20% και τρία κόμματα ‘κυνηγοί’ με ποσοστά μεταξύ 15 και 20%. Και υπάρχει και το AfD με 15% στην πρωτεύουσα, η οποία είναι και μία από τις σημαντικότερες μητροπόλεις της χώρας.
Οι Σοσιαλδημοκράτες, το Die LINKE και οι Πράσινοι έχουν κερδίσει την πλειοψηφία στο παρελθόν, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να σχηματίσουν συμμαχία. Επομένως, το ερώτημα σήμερα είναι: αν, αυτή τη φορά, σχηματιστεί μια κόκκινη-κοκκινοπράσινη συμμαχία, τι πρόγραμμα θα παρουσιάσει; Ακόμη, πώς θα περιλάβει σε αυτό το πρόγραμμα την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και την αλληλεγγύη;
Σύμφωνα με μελέτες που έγιναν την παραμονή των εκλογών, μεταξύ των θεμάτων που ήταν αποφασιστικά για το εκλογικό σώμα ήταν η κοινωνική δικαιοσύνη (την οποία ανέφερε περίπου το 50% των ψηφοφόρων), η οικονομία και η εργασία (περίπου 30%), τα σχολεία και η εκπαίδευση (περίπου 25%) και τα ενοίκια και η στέγαση (λίγο κάτω από 20%).
Ειδικά για το Die LINKE, το συγκεκριμένο κομματικό τρίγωνο έχει προβλήματα, όπως η φθορά και η έλλειψη φαντασίας των Σοσιαλδημοκρατών. Η προεκλογική εκστρατεία του SPD δεν περιλάμβανε κάποιο σαφή στόχο (έλεγε στο πρόγραμμά του ότι θα κάνει το Βερολίνο μια ‘κοινωνική πόλη’). Επομένως, τα ποσοστά που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις, αναφορικά με την κοινωνική δικαιοσύνη, έπεσαν κατά 8%. Παρά ταύτα, το κόμμα εξακολουθεί να κατατάσσεται πρώτο σε αυτό το θέμα. Οι Πράσινοι προσπάθησαν να προσελκύσουν τους πάντες με την προσέγγισή τους, χρησιμοποιώντας διαφορετικές και ασαφείς πολιτικές δηλώσεις (βλ. Hoff, σ. 12), ενώ έστρεψαν την εκστρατεία τους εναντίον της δεξιάς στην τελευταία φάση. Ο Hoff γράφει στην ανάλυσή του ότι οι Πράσινοι προσάρμοσαν την προεκλογική τους εκστρατεία, το πρόγραμμα και τους υποψηφίους τους στην ανάγκη να είναι ανοιχτοί σε όλους τους τύπους κυβερνητικών συμμαχιών και, ως εκ τούτου, καταλήγει, οι Πράσινοι είναι ο πιο δύσκολος εταίρος σε μια κοκκινο-κοκκινοπράσινη συμμαχία (βλ. Hoff, το ίδιο). Επομένως, επαφίεται στο Die LINKE να πείσει τους εταίρους της συμμαχίας να καταστρώσουν ένα κοινό πρόγραμμα και να κάνουν το Βερολίνο μια κοινωνική, δημοκρατική και ανοιχτόμυαλη μητρόπολη, παρουσιάζοντας πολύ συγκεκριμένα σχέδια και μέτρα.
Το Die LINKE ξεκίνησε την εκστρατεία του με το ερώτημα «Σε ποιον ανήκει η πόλη;» και επικέντρωσε την προσοχή του στην πιο θεμελιώδη λειτουργία της, την κοινωνική δικαιοσύνη. Το κόμμα επέλεξε το θέμα των ενοικίων και της στέγασης ως το πιο ουσιαστικό και κάλεσε τον κόσμο να εστιάσει την προσοχή του σε ένα νέο τύπο προσιτών εργατικών κατοικιών, στη θέσπιση και προάσπιση μέτρων για τον περιορισμό των αυξήσεων στα ενοίκια και την προστασία των ενοικιαστών από τις διαδικασίες «εξευγενισμού», ιδιαίτερα στις (‘ιν’) συνοικίες του κέντρου.
Το στεγαστικό είναι ζήτημα θεμελιώδους σημασίας για το Die LINKE, και πρέπει να παραμείνει τα επόμενα χρόνια. Το 2004, το κόμμα συμφώνησε να πωληθεί η μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρία της πόλης (GSW), η οποία κατείχε 64.000 διαμερίσματα, ως μέτρο αναδιάρθρωσης του προϋπολογισμού μετά την κατάρρευση της τράπεζας Berlin Landesbank που αποτέλεσε την αιτία «της πτώσης» του Die LINKE στην κοκκινο-κόκκινη συμμαχία. Για τους αριστερούς ψηφοφόρους, η αξιοπιστία του κόμματος εξαρτάται από τον τρόπο που θα διαχειριστεί το στεγαστικό και τα ενοίκια. Ως πιθανό μέλος μιας τριπλής κοκκινο-κοκκινοπράσινης συμμαχίας, το Die LINKE θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει κάνει πρόοδο στο συγκεκριμένο ζήτημα (και άλλα) και ότι τα αριστερά αιτήματά του είναι εφικτά. Αυτό σημαίνει, ότι το στεγαστικό και τα ενοίκια θα είναι η πιο κρίσιμη δοκιμασία για το Die LINKE, που θα πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα και επιμονή.
Κάποια ζητήματα αρχών στα αιτήματα του Die LINKE μοιάζουν με εκείνα που περιέλαβαν το SPD και οι Πράσινοι στο προεκλογικό τους πρόγραμμα. Επομένως, αυτό το ζήτημα μπορεί να αποτελέσει ένα από τα κεντρικά σχέδια μιας πιθανής συμμαχίας.
Ένα άλλο πιθανό και σημαντικό σχέδιο είναι η αποκατάσταση των διοικητικών υπηρεσιών για τους πολίτες. Η πόλη πρέπει να επανέλθει στην ομαλή της λειτουργία –αυτά ήταν τα λόγια και των τριών βασικών υποψηφίων, τόσο εκείνου του SPD, όσο και των Πρασίνων και του Die LINKE –και πρέπει να εστιάσει ξανά στους πολίτες. Αλλά χρειάζεται να γίνουν πιο πολλά. Το σλόγκαν «Ψήφισε το Die LINKE και η πόλη θα γίνει δική σου» (που χρησιμοποίησε το κόμμα στην προεκλογική του εκστρατεία) πρέπει να επαληθευτεί. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότητα πρόσβασης του κόσμου στις διαδικασίες αποφάσεων. Το παλιό σχέδιο για τον συμμετοχικό προϋπολογισμό απέφερε κάποια σχετική εμπειρία. Σε τελική ανάλυση, έχει να κάνει με τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική και την άμεση δημοκρατία. Δεν είναι μόνο η αποτυχία της κυβέρνησης ή η ανικανότητα του διοικητικού μηχανισμού να διευκολύνει την ένταξη των προσφύγων που παίζει στα χέρια της η δεξιά.
Επομένως, το τρίτο σχέδιο στην ατζέντα αυτής της πιθανής συμμαχίας πρέπει να είναι η κοινωνική ένταξη, με τη βοήθεια των ενεργών πολιτών που ανέλαβαν τη διαχείριση των περισσότερων προσφύγων από το καλοκαίρι του 2015, ενώ το κρατίδιο του Βερολίνου απέτυχε θλιβερά να διεκπεραιώσει αυτό το έργο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λάβει μέτρα κατά των αυξημένων περικοπών στις δαπάνες κοινωνικής προστασίας. Τέτοιες περικοπές υποτιμούν τη σημασία της κοινωνικής συνοχής που παρέχει την απαραίτητη βοήθεια και στήριξη σε όλους όσους τις χρειάζονται, ανεξάρτητα από το αν είναι πρόσφυγες ή χρόνιοι δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων, μια άλλη κατηγορία που έχει εγκαταλειφθεί εξίσου. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι και η νέα γερουσία πρέπει να είναι έτοιμη να έρθει σε σύγκρουση με την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και να κινητοποιήσει τον κόσμο να στηρίξει τις πολιτικές της θέσεις.
Για να υιοθετήσει ο κόσμος μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα (την αριστερή), είναι εξαιρετικά σημαντικό να δημιουργηθούν –τώρα- στενοί δεσμοί με την κοινωνία των πολιτών και το μεγάλο αριθμό των εθελοντών. Για να πετύχουμε μεγαλύτερη συμμετοχή, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία της προηγούμενης κοκκινο-κόκκινης συμμαχίας και να ενθαρρύνουμε τους πολίτες να παίρνουν μέρος στην πολιτική και τη λήψη αποφάσεων. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο το Die LINKE να είναι ενεργό μέλος σε αυτή τη συμμαχία και να διορθώσει την αδυναμία του να επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ των μελών της τοπικής κυβέρνησης που προέρχονται από το κόμμα και του ίδιου του κόμματος. Επομένως, υπάρχει η δυνατότητα να δοθεί μια ενεργή ώθηση από την αριστερά στη δημιουργία νέων δημοκρατικών εργαλείων. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επικεντρωθεί στις περιοχές που δεν είναι, ούτε στη μόδα, ούτε σέξι, αλλά απλώς φτωχές.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου