Η έκβαση των βουλευτικών εκλογών στη Βρετανία -οριακή πλειοψηφία για το Συντηρητικό Κόμμα- ήταν απρόσμενη. Οι δημοσκοπήσεις και οι ειδήμονες είχαν προβλέψει πως δεν θα υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση, με πολύ μικρή διαφορά ανάμεσα στους δύο πρώτους, ώστε να μην μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν θα νικούσε το Συντηρητικό ή το Εργατικό Κόμμα.
Η προεκλογική συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ενδεχόμενο μιας μειοψηφικής κυβέρνηση των Εργατικών, που θα συμπληρωνόταν από τα μικρότερα κόμματα ενάντια στη λιτότητα και ενάντια στο αμφιλεγόμενο σύστημα της Βρετανίας για τα πυρηνικά όπλα (Trident), τα οποία ενισχύονταν στις δημοσκοπήσεις.
Στην πράξη, οι Συντηρητικοί αναδείχθηκαν καθαροί νικητές με 331 έδρες και 36,9% των ψήφων, εκπλήσσοντας ακόμη και τους εαυτούς τους, και σχηματίζοντας κυβέρνηση πλειοψηφίας για πρώτη φορά μετά την κυβέρνηση 1992-1997 του Τζον Μέιτζορ. Οι πραγματικοί ηττημένοι ήταν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, οι οποίοι ήταν προηγουμένως σε συνεργασία με τους Συντηρητικούς, με τον αριθμό των βουλευτικών εδρών τους να μειώνεται από 56 σε 8. Τιμωρήθηκαν συνολικά από τους ψηφοφόρους τους για την τοποθέτηση μιας κυβέρνησης Συντηρητικών στην εξουσία για πέντε χρόνια με ένα πρόγραμμα λιτότητας στη βάση των ιδεολογικών τους κατευθύνσεων, αναδιανέμοντας τον πλούτο από τον απλό λαό στους πλούσιους: μετά από πέντε χρόνια κυβέρνησης συνασπισμού οι πλούσιοι δεν είχαν υπάρξει ποτέ πλουσιότεροι.
Οι Εργατικοί έπεσαν λίγο έξω από τις προβλέψεις τους, με 232 έδρες και 30,4% των ψήφων. Δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν μια εναλλακτική οικονομική στρατηγική, αποδεχόμενοι την αφήγηση των Συντηρητικών πως είναι απαραίτητες βαθιές περικοπές δαπανών και όντας ευρέως γνωστοί ως το κόμμα της «λάιτ-λιτότητας». Σε αυτή τη βάση, ο αριθμός των ψηφοφόρων που ήταν έτοιμος να ψηφίσει τους Εργατικούς ήταν ανεπαρκής, ειδικά όταν ο Κάμερον μπορούσε να επιδείξει κάποιους τρέχοντες οικονομικούς δείκτες, υποστηρίζοντας πως η οικονομία δείχνει τάσεις ανάκαμψης και πως θα ήταν καλύτερο να παραμείνει στα «υπεύθυνα χέρια» των Συντηρητικών. Οι Εργατικοί είχαν αποτύχει από τις προηγούμενες εκλογές του 2010 να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά τον ισχυρισμό των Συντηρητικών ότι οι Εργατικοί ήταν υπεύθυνοι για την Βρετανική οικονομική κρίση – αντί να αντεπιτεθούν στη βάση του ότι πρόκειται για μια παγκόσμια οικονομική κρίση – και ήταν πια πολύ αργά για να καταρρίψουν αυτό το μύθο.
Υπάρχουν δύο ιδιαιτέρως σημαντικοί παράγοντες σε αυτές τις εκλογές. Πρώτον, το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα – η αξιοσημείωτη ιστορία επιτυχίας των εκλογών – το οποίο κατέκτησε 56 από τις 59 έδρες στην Σκωτία, ως επί το πλείστον σε βάρος των Εργατικών οι οποίοι ήταν κυρίαρχοι στην Σκωτία και πλέον η δύναμή τους έχει μειωθεί σε μία έδρα. Το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα κατείχε προηγουμένως 6 έδρες, αλλά πλέον αποτελεί το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά το σκωτσέζικο δημοψήφισμα πέρυσι, υπάρχει μια ασυνήθιστη αναζωπύρωση του πολιτικού ακτιβισμού και της πολιτικής συμμετοχής από τα λαϊκά στρώματα στην Σκωτία, βασισμένη στην εκστρατεία υπέρ του «Ναι», που εκδηλώθηκε με ένα είδος ριζοσπαστικής εθνικής αφύπνισης η οποία οδήγησε σε αυτή τη ψήφο που οδηγεί σε μετασχηματισμούς. Η εκστρατεία του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος ήταν πάνω σε ένα πρόγραμμα έντονα εναντίον της λιτότητας και του συστήματος για τα πυρηνικά όπλα – σε στενή συνεργασία με το Κόμμα της Ουαλίας (Plaid Cymru) και το Πράσινο Κόμμα, των οποίων οι τρεις γυναίκες ηγέτιδες άλλαξαν εντελώς τη δυναμική των προεκλογικών συζητήσεων. Το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα κατάφερε να καταρρίψει τους περιορισμούς του εκλογικού συστήματος του τύπου «ο πρώτος τα παίρνει όλα», εν μέρει λόγω της φύσης της πολιτικής του και του εντεινόμενου αισθήματος ανεξαρτησίας, αλλά και χάρη στο ότι το Κόμμα είχε ήδη σχηματίσει κυβέρνηση στο αποκεντρωμένο σκωτσέζικο κοινοβούλιο όπου βρίσκεται σε λειτουργία μια μορφή αναλογικής εκπροσώπησης. Με αυτή τη βάση ήταν πιθανό να γίνει η «ζημιά» στις εθνικές εκλογές.
Αυτό μας πηγαίνει στον δεύτερο σημαντικό παράγοντα, το πως οι εκλογές μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως το τελευταίο στάδιο στην εν εξελίξει και αυξανόμενη κρίση του Βρετανικού εκλογικού συστήματος. Υπό το σύστημα «ο πρώτος τα παίρνει όλα», μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων δεν εκπροσωπείται καθόλου στο κοινοβούλιο και αυτές οι εκλογές το κατέστησαν αρκετά σαφές. Ο αριθμός εδρών που κατέκτησε το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα θα υποδήλωνε πως κέρδισε σχεδόν όλες τις ψήφους, αλλά στην πράξη κέρδισε περίπου τους μισούς εκ των ψηφισάντων. Ας πάρουμε δυο άλλα κόμματα που είχαν έξαρση της στήριξής τους αυτή την περίοδο: το ακροδεξιό Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου κατέκτησε το τρίτο υψηλότερο μερίδιο των ψήφων – 12,6% ή σχεδόν 4 εκατομμύρια ψήφους αλλά κατέχει μόλις μία έδρα, και το Πράσινο Κόμμα που έλαβε 3,8% ή περίπου 1 εκατομμύριο ψήφους κατέχει επίσης μία έδρα. Το αίτημα για μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος τώρα επιταχύνεται. Το σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης υπάρχει ήδη στο σκωτσέζικο και το ουαλικό κοινοβούλιο, στις Ευρωεκλογές και στις εκλογές για την ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου (GLA) και θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο για την κυβέρνηση να διατηρήσει ένα τόσο εμφανώς άδικο σύστημα. Απευθύνονται ήδη εκκλήσεις για συνταγματική συνέλευση πάνω σε αυτό ζήτημα και οι Εργατικοί θα έχουν πια καταλάβει γιατί είναι απαραίτητη η αλλαγή – με αναλογικό σύστημα δεν θα είχαν χάσει σχεδόν όλες τις έδρες τους στην Σκωτία από το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα. Μια αλλαγή στο εκλογικό σύστημα θα παρείχε επίσης τη δυνατότητα για ανάπτυξη ενός εκλογικά βιώσιμου ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος.
Εντωμεταξύ, αυτές τις μέρες μέχρι τις εκλογές, υπάρχει μια έκρηξη διαδηλώσεων και ενεργητικότητας στους δρόμους – η προοπτική ακόμη πέντε χρόνων λιτότητας κινητοποιεί τον λαό για δράση, για να προστατεύσει ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας και να συντρίψει την ψευδή αφήγηση του νεοφιλελευθερισμού. Η λαϊκή περιφρόνηση και δυσπιστία προς το κατεστημένο δεν ήταν ποτέ πιο έντονη. Από κοινού αυτοί οι δυο παράγοντες παρέχουν τη βάση για ενωτική δράση ώστε να οργανωθεί μια εναλλακτική επιλογή.