Ο αέρας είναι καθαρός και αναζωογονητικός, αλλά το ταξίδι δεν τελειώνει εδώ. Μπαίνουμε σε μια περίοδο που θα είναι πιο ευαίσθητη και, από ορισμένες απόψεις, πιο δύσκολη.
Σήμερα, το άγχος και οι εντάσεις από το μακρύ ταξίδι που ξεκινήσαμε εδώ και πάνω από ένα χρόνο, είναι ακόμη παρόντα, απομένουν, όμως, πολλά χιλιόμετρα να διανύσουμε ακόμα πριν να πάμε για ύπνο.
Βέβαια, από το ύψος του θριάμβου αυτής της εκλογικής νίκης, ο αέρας φαίνεται καθαρός και αναζωογονητικός, αλλά το ταξίδι δεν τελειώνει εδώ. Μπαίνουμε σε μια περίοδο πιο ευαίσθητη και, από ορισμένες απόψεις, δυσκολότερη. Προκειμένου να ετοιμαστούμε για αυτή τη νέα φάση, ας ξεκινήσουμε αναλύοντας τα μέχρι σήμερα γεγονότα.
32.234.845 άτομα –το 65,47% του εκλογικού σώματος- συμμετείχαν στο δημοψήφισμα για τη μεταρρύθμιση του συντάγματος, καθορίζοντας με την ψήφο τους την αλλαγή ή τη διατήρηση του ιταλικού συντάγματος. Η προσέλευση στο δημοψήφισμα ήταν πολύ σημαντική, γιατί, σε αντίθεση με προηγούμενες περιπτώσεις, δεν απαιτούνταν ποσοστό 50% συν μία ψήφος για να καταστεί έγκυρο το αποτέλεσμα.
Το Ναι απέσπασε περίπου 13,5 εκατομμύρια ψήφους, ή ποσοστό 40,89%, ενώ το Όχι περίπου 19,5 εκατομμύρια, ή το 59,11% των ψήφων. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει και τους ψηφοφόρους που ζουν στο εξωτερικό οι οποίοι, ως προς τη συγκεκριμένη ψηφοφορία, αποτελούν αντικείμενο ζωηρών αντιπαραθέσεων, και αναφορικά με τις λεπτομέρειες, γιατί ο πρωθυπουργός τους έστελνε ενημερωτικό υλικό από την εκστρατεία του Ναι, και αναφορικά με τη διαδικασία της ψηφοφορίας, αλλά και με το ενδεχόμενο οι ψήφοι να νοθεύτηκαν από τους υπαλλήλους των ιταλικών προξενείων στο εξωτερικό.
Ο γεωγραφικός χάρτης των αποτελεσμάτων δείχνει μια Ιταλία ταγμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην πλευρά του Όχι, με μόνες τις επαρχίες του Μπολτσάνο, της Τοσκάνης και της Εμίλια Ρομάνα να εμφανίζουν πλειοψηφία υπέρ του Ναι. Οι πιο έντονες γεωγραφικές τάσεις εμφανίζονται στο Νότο και τα νησιά, όπου το Όχι πήρε γύρω στο 70%, φτάνοντας μέχρι και 74% σε ορισμένες επαρχίες της Σικελίας και της Σαρδηνίας.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων δείχνει ότι το Όχι ήταν ιδιαίτερα ισχυρό στους νέους, κυρίως τους άνεργους ή όσους δεν έχουν εργασιακή ασφάλεια, οι οποίοι, μαζί με τους μεγαλύτερους εκλογείς, ψήφισαν υπέρ της υπεράσπισης των συνταγματικών αξιών και των μη προνομιούχων.
Τέλος, το Όχι εξέφραζε τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην οικονομική και την κοινωνική κατάσταση, δεδομένου ότι οι ψηφοφόροι δεν ενέκριναν τα σχέδια του Ρέντσι ως λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Τα μέτρα λιτότητας που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις Μόντι, Λέτα και Ρέντσι, όλες τους υποταγμένες στις εντολές της ευρωπαϊκής ελίτ σαν τα πιστά σκυλιά, δεν οδήγησαν σε αξιόλογη άρση της οικονομικής στασιμότητας, σε μείωση της ανεργίας και των αυξανόμενων επιπέδων φτώχειας.
Η ψήφος καθεαυτή ήταν μια αντίδραση στον αντιδημοκρατικό μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος προς μια ακραία εκδοχή αδιάφορης «διακυβέρνησης» την οποία ενδιαφέρει μόνο η συντήρηση του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Ταυτόχρονα, αποτελούσε την απόρριψη των μέτρων που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα, τα οποία άφησαν τον ανταγωνισμό της παγκοσμιοποίησης να επιφέρει τον όλεθρο στην αγορά εργασίας και τα δικαιώματα (Μεταρρύθμιση για τις συντάξεις, Εργασιακός Νόμος, Buona Scuola, Sblocca Italia, κ.ά.).
Η ετερόκλιτη εκστρατεία του Όχι, την οποία ο Ρέντσι αποκάλεσε «σύμφυρμα», συνένωσε τις πολιτικές δυνάμεις ενός ευρέος φάσματος, που κυμαινόταν από τους οπαδούς της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά (Leghisti) μέχρι το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, ενώ ακόμη και ο Μπερλουσκόνι ενεπλάκη σε αυτήν, στα τελευταία της στάδια. Αρχικά, ο Μπερλουσκόνι είχε εντάξει τα τηλεοπτικά του κανάλια υπέρ της εκστρατείας του Ναι, υπέρ μιας μεταρρύθμισης η οποία αντέγραφε –σε ένα βαθμό- εκείνες που είχε προσπαθήσει ο ίδιος να περάσει, αλλά είχαν απορριφθεί στο δημοψήφισμα του 2008. Επηρεασμένος προφανώς από τις δημοσκοπήσεις που έδιναν τη νίκη στο Όχι με σημαντική διαφορά, στράφηκε τελικά κατά της μεταρρύθμισης, για να αποσπάσει μεγαλύτερη επιρροή στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις, ώστε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση και να ψηφίσει νέο εκλογικό νόμο.
Τα ΜΜΕ προσπαθούν να παρουσιάσουν αυτές τις δυνάμεις ως τους πολιτικούς εκπροσώπους της εκστρατείας του Όχι, αποκρύπτοντας το σημαντικό ρόλο που έπαιξε η επιτροπή της εκστρατείας του Όχι στη δημιουργία μιας επιτυχημένης συμμαχίας.
Ωστόσο, παρότι οι πολύ σημαίνουσες προσωπικότητες που συγκρότησαν την επιτροπή του Όχι απέτυχαν να συγκεντρώσουν 500.000 υπογραφές, οι οποίες απαιτούνταν για να καταστούν επίσημοι πολιτικοί εκπρόσωποι, κατάφεραν να αποσπάσουν ευρεία λαϊκή συναίνεση. Ακόμη, συγκρότησαν τοπικές επιτροπές σε όλη τη χώρα και, επομένως, μπορούν, σωστά, να θεωρούνται ο κινητήρας της επικοινωνιακής μηχανής του Όχι.
Τα μέλη των επιτροπών εργάστηκαν μαζί για να εξασφαλίσουν ότι οι δεκάδες χιλιάδες πολιτών που εργάζονται ή σπουδάζουν μακριά από το εκλογικό κέντρο του τόπου κατοικίας τους θα μπορούσαν να ψηφίσουν μέσω του εκπροσώπου του εκλογικού τους καταλόγου.
Δημιουργήθηκαν νέες σχέσεις, αφήνοντας κατά μέρος τις κομματικές ταυτότητες και τους εγωισμούς και κινητοποιήθηκαν πολλοί εθελοντές που αποτέλεσαν το χαρτί της νίκης.
Τώρα ξεκινά μια περίοδος διακανονισμών, κατά τη διάρκεια της οποίας η αριστερά πρέπει να διεξαγάγει έναν εσωτερικό διάλογο που δεν είναι καθόλου σαφής. Αυτό που δείχνει αυτή η νίκη, πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι ότι η αριστερά διαθέτει και το χώρο και τους ανθρώπους που θα τη στηρίξουν.
Υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος η λαϊκιστική δεξιά να ιδιοποιηθεί τη νίκη και να την απορροφήσουν οι δυνάμεις που επιδιώκουν την αποχώρηση της Ιταλίας από την ΕΕ, χωρίς αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου. Οι εσωτερικές εντάσεις στο PD (Δημοκρατικό Κόμμα) θα δημιουργήσουν αναστάτωση, η φύση της οποίας δεν είναι ακόμη διακριτή.
Όσο για τον Ρέντσι, φαίνεται να είναι σίγουρος για τη σύντομη επανεκλογή του, επενδύοντας στα 13,5 εκατομμύρια ψηφοφόρων που στήριξαν την αποτρόπαια πρότασή του.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου