Η πρώτη ισχυρίζεται ότι σε διαφορετικές ημερομηνίες συνέβησαν διάφορα γεγονότα: Η 17η Νοεμβρίου είναι μια σημαντική ημέρα στην ιστορία της Τσεχίας για δύο λόγους. Αφ’ ενός ανακαλεί στη μνήμη την αντίθεση των φοιτητών και όλης της τσέχικης κοινωνίας στην γερμανική κατοχή το 1939 και τη μετέπειτα ναζιστική καταστολή κατά των φοιτητών, στην οποία η παγκόσμια κοινότητα αντέδρασε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τη διακήρυξη της Διεθνούς Φοιτητικής Ημέρας, που έγινε στο Λονδίνο στις 16 Νοεμβρίου 1941. Αφ’ ετέρου την ίδια ημέρα, η Δημοκρατία της Τσεχίας γιορτάζει την επέτειο της λεγόμενης «Βελούδινης Επανάστασης», όταν οι κινητοποιήσεις των φοιτητών στην Πράγα προκάλεσαν αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις που κορυφώθηκαν με την πτώση του τσεχοσλαβικού κομμουνιστικού συστήματος το 1989. Βγαίνοντας στους δρόμους στις 17 Νοεμβρίου, οι πολίτες μας συνδέθηκαν με την ευρωπαϊκή αριστερή εκστρατεία.
Η δεύτερη άποψη είναι κατά πάσα πιθανότητα πιο ακριβής. Γενικά, η τσέχικη κοινωνία, και τολμώ να πω οι κοινωνίες σε πολλές άλλες λεγόμενες μετα-κομμουνιστικές χώρες, γενικώς δεν αισθάνονται ότι είναι ενσωματωμένες σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών. Ο τσέχικος λαός δεν έχει ανάγκη από μια πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Έχει ακόμα την εντύπωση ότι σε μια ενωμένη Ευρώπη τόσο το κράτος όσο και οι πολίτες της Τσεχίας θεωρούνται δεύτερης κατηγορίας από πολλούς στη Δύση. Υπάρχουν πολλοί που αντιμετωπίζονται με έλλειψη κατανόησης από τους δυτικοευρωπαίους εξαιτίας της εξαιρετικά περίπλοκης και ελάχιστα βελτιωμένης κατάστασή τους. Γι΄αυτό η αντίδραση των ανθρώπων της Ανατολικής Ευρώπης στις πανευρωπαϊκές εκκλήσεις είναι γενικά χλιαρή <ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ> δεν πιστεύουν ότι θα δώσουν λύσεις στα προβλήματά τους.
Επιστρέφοντας στην τσέχικη πραγματικότητά μας, η μεγαλύτερη διαδήλωση, με προσέλευση 20.000, έγινε στην Πράγα. Διαδηλώσεις με σημαντικά λιγότερη συμμετοχή και πολιτικό αντίκτυπο οργανώθηκαν σε άλλα περιφερειακά κέντρα. Οι συγκεντρώσεις στράφηκαν ενάντια στην κυβέρνηση και το σημερινό κατεστημένο. Συγχρόνως, δεν εξέφρασαν μόνο την απόρριψη των μέτρων μείωσης του κόστους, της δημοσιονομικής σταθεροποίησης (τη μείωση του χρέους κάτω από το 3% του ΑΕΠ) και των μεταρυθμίσεων (του συνταξιοδοτικού συστήματος, της ιατρικής περίθαλψης, της αγοράς εργασίας, της συνεχιζόμενης ιδιωτικοποίησης του δημόσιου τομέα κλπ), αλλά και τη διαφωνία (που υποστηρίζεται από τα δύο τρίτα του πληθυσμού) για την πρωτοφανή «αποκατάσταση» της εκκλησίας. Αυτό αφορά στη μεταβίβαση ιδιοκτησίας που θα μετατρέψει την εκκλησία στον μεγαλύτερο γαιοκτήμονα και δεσμεύει το κράτος να την χρηματοδοτεί με δισεκατομμύρια επί δεκαετίες για την λεγόμενη «αποκατάσταση». Ένα μη αμελητέο μερίδιο της απογοήτευσης της πλειοψηφίας του πληθυσμού προέρχεται από την «ανίκητη» διαφθορά και την αδυναμία ή την αποστροφή της κυβερνώσας ελίτ να κάνει κάτι για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Στην τσέχικη κοινωνία -σε όλα τα στοιχεία της, τις τάξεις της και τις κοινωνικές ομάδες της-υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση αδικίας και ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων κοινωνικών ομάδων εις βάρος της πλειοψηφίας και μέσω της υποβάθμισης των δημοκρατικών θεσμών. Κυριαρχεί ένα διαρκώς αυξανόμενο αίσθημα ότι έχει ήδη αποφασιστεί ποιος θα πληρώσει για τις λεγόμενες μεταρυθμίσεις και ποιος είναι απρόσβλητος.
Τα πολιτικά κόμματα (της αριστεράς), οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές, επισήμως δεν πήραν μέρος στη διαδήλωση στην Πράγα-η οποία οργανώθηκε από μια ένωση διαφόρων (κυρίως αριστερών) ομάδων πολιτών μαζί με τα συνδικάτα-παρότι την υποστήριξαν. Στην ομιλία του ο πρόεδρος των συνδικάτων είπε ότι στα συνδικάτα και την κοινωνία δεν υπήρχε διάθεση για γενική απεργία μεταξύ γιατί ο κόσμος ανησυχεί για τις θέσεις εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση. Η σχετικά μικρή συμμετοχή οφείλεται, επίσης, στο γεγονός ότι η τυπική απεργιακή κινητοποίηση δεν έχει ισχυρή απήχηση στις μάζες. Ο αντίπαλος σήμερα δεν είναι οι εργοδότες ή οι «καπιταλιστές». Πράγματι αυτή η τάξη είναι συχνά εξίσου απογοητευμένη με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Οι μεγάλες εταιρίες, οι οποίες επίσης αντιπροσωπεύουν τον πυρήνα των συνδικάτων, αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους τους σχετικά καλά. Σε δυσάρεστη θέση είναι κυρίως οι δημόσιες υπηρεσίες και οι εργαζόμενοι σ’ αυτές-όχι μόνο οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη, τις κοινωνικές και τις δημόσιες υπηρεσίες αλλά ακόμα και οι αξιωματικοί της πυροσβεστικής και της αστυνομίας. Ωστόσο, η πολιτική τους ισχύ είναι ασύγκριτα πιο αδύναμη. Και πολλοί, δικαιολογημένα, θεωρούν ότι η πολιτική δραστηριότητά τους θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε απολύσεις στο πλαίσιο του «εκσυγχρονισμού» του κράτους.
Μετά τις περιφερειακές εκλογές τον Οκτώβριο, σχηματίστηκαν περιφερειακές «κυβερνήσεις». Στις 12 από ένα σύνολο 14 περιφερειών θα ηγηθούν οι σοσιαλδημοκράτες. Σε 10 περιφέρεις η ριζοσπαστική αριστερά, την οποία εκροσώπησαν υποψήφιοι από το Κομμουνιστικό Κόμμα Βοημίας-Μοραβίας, θα μοιραστούν την εξουσία με διάφορους συμμάχους. Η κατάσταση δεν θα είναι εύκολη γιατί η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση δεν αναμένεται να βοηθήσει τις πορτοκαλο-κόκκινες περιφέρειες. Αντιθέτως, κάθε λάθος της αριστεράς θα αξιοποιηθεί από την κυβερνητική ελίτ και την δεξιά. Στις αρχές Νοεμβρίου, η κυβέρνηση κατάφερε να σταθεροποιήσει τη θέση της στη Βουλή όταν πέτυχε να κλείσει περίεργες συμφωνίες με διάφορους «επαναστάτες» βουλευτές που προέρχονταν από τις τάξεις της, εξασφαλίζοντας πλειοψηφία μιας ή δύο ψήφων με τις οποίες θα μπορούσε να προωθήσει τα σχέδια της. Προς το παρόν, έχει αποτρέψει τις πρόωρες εκλογές και την σχεδόν βέβαιη πρόσβαση της αριστεράς στο κράτος.
Όλη αυτή η περίπλοκη εσωτερική πολιτική κατάσταση αντανακλάται στα γεγονότα που σημάδεψαν την 17η Νοεμβρίου. Άρα υπήρχε λίγος χώρος για μια ευρωπαϊκή αντίληψη και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Αυτό δεν είναι καλό και πρέπει να αλλάξει. Αλλά χρειάζεται αλλαγή και από τις δύο πλευρές. Στις λεγόμενες μετακομμουνιστικές χώρες, οι πολίτες πρέπει να πειστούν ότι τα προβλήματά τους θα λύνονται πιο καλά μέσα σε μια ενωμένη αριστερή Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, οι «παραδοσιακοί» δυτικοευρωπαϊοι χρειάζεται να πειστούν ότι η ήπειρός τους είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο νομίζουν και ότι ακόμα και στο τμήμα «πέρα στην Ανατολή» υπάρχουν αδερφοί και αδερφές που μοιράζονται μαζί τους μια πατρίδα την οποία πρέπει να φροντίσουν από κοινού.