Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν ήρθε τρίτος στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, πολύ κοντά στη δεύτερη Μαρίν Λεπέν, το Σιν Φέιν έγινε το ισχυρότερο κόμμα στη Βόρεια Ιρλανδία και ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να αναλάβει εκ νέου τη κυβέρνηση στην Ελλάδα. Η Μπάρμπαρα Στάινερ κάνει μια επισκόπηση της δύναμης των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη.
Αυτό το άρθρο δεν ασχολείται με τη στρατηγική που πρέπει να έχει η Αριστερά, την επιρροή των μέσων ενημέρωσης και του κεφαλαίου, τη μεταβολή των κοινωνικών δομών και των τρόπων παραγωγής, τις νεοαποικιακές και έμφυλες σχέσεις, την επιστημολογική κρίση (δηλαδή την κρίση της λογικής), την κρίση της κοινωνικής φροντίδας ή την οικολογική καταστροφή του πλανήτη μας. Αυτά τα ζητήματα, μαζί με τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις που έχουμε από τα κόμματα και το ερώτημα αν η 150ετής κομματική οργάνωση εξακολουθεί να είναι επίκαιρη, είναι ζητήματα που πρέπει να εξετάσουμε στο άμεσο μέλλον. Όμως, ακόμα και μόνο η παρατήρηση των πρόσφατων εξελίξεων στη δύναμη και τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη, επιτρέπει την εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων.
Η γαλλική Αριστερά είχε μια ιδιαίτερα σημαντική επιτυχία: Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν υποψήφιος πρόεδρος της Δημοκρατίας από το κίνημα Ανυπόταχτη Γαλλία (La France insoumise-LFI), ήταν ο επικεφαλής του στρατοπέδου της Αριστεράς με 22%. Όμως, δεν κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο ως αντίπαλος του Μακρόν, κυρίως λόγω του μεγάλου κατακερματισμού της Αριστεράς, η οποία συμμετείχε στις εκλογές με επτά υποψηφίους. Στην προεκλογική εκστρατεία του, τάχθηκε θαρραλέα στο πλευρό των φυλετικά καταπιεσμένων και υποστήριξε εξ ίσου θαρραλέα την ειρήνη και τον αφοπλισμό. Έχει μια σταθερή βάση ψηφοφόρων στους φτωχούς, στους επισφαλώς εργαζόμενους, σε εκείνους και εκείνες που υπόκεινται σε ρατσιστικές διακρίσεις και στους νέους και νέες των εργατικών τάξεων. Στις αρχές Μαΐου σχηματίστηκε μια αριστερή συμμαχία για τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Αυτές είναι πολύ λιγότερο δημοφιλείς στη Γαλλία και πιο δύσκολο να κερδηθούν από την Αριστερά λόγω του πλειοψηφικού συστήματος. Αλλά, η Ανυπόταχτη Γαλλία, οι Πράσινοι, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και οι Σοσιαλιστές ενώνουν τις δυνάμεις τους σε μια ιστορική συμμαχία με την ονομασία Νέα Οικολογική και Κοινωνική Λαϊκή Ένωση (Nouvelle Union Populaire écologiste et sociale-NUPES) που έχει στόχο την ανάδειξη πρωθυπουργού από την Αριστερά, αλλά και να συγκροτήσει έναν αντίπαλο στον Μακρόν πόλο εντός του κοινοβουλίου. Πρόκειται για ένα σημαντικό ενοποιητικό σύνθημα για την Αριστερά όλης της Ευρώπης.
Σε ορισμένες χώρες φαίνεται να υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ της δύναμης της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας: στη Γαλλία και την Ελλάδα τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν σχεδόν εξαλειφθεί και τη θέση τους παίρνει μια ισχυρή Αριστερά. Στη Γερμανία και την Πορτογαλία, όπου η σοσιαλδημοκρατία ανέκτησε τη δύναμή της, η Αριστερά έχασε.
Στην εκστρατεία του για τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου, ο σοσιαλιστής πρόεδρος της Πορτογαλίας, Αντόνιο Κόστα, κατάφερε να δαιμονοποιήσει τα αριστερά κόμματα (το Μπλόκο και το Κομμουνιστικό Κόμμα) που στο πρόσφατο παρελθόν στήριζαν την κυβέρνηση μειοψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Οι επιθέσεις του κατά των αριστερών κομμάτων ήταν πολύ πιο σκληρές από τις επιθέσεις του κατά της Δεξιάς. Τα ποσοστά των δύο αριστερών κομμάτων μειώθηκαν από 9,5% και 6,3% αντίστοιχα σε περίπου 4,4% και ο Κόστα μπορεί πλέον να κυβερνήσει έχοντας την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Εδώ, πρέπει επίσης να επικρίνουμε τον ρόλο των δημοσκοπήσεων και των μέσων ενημέρωσης στον επηρεασμό των ψηφοφόρων. Είχαν λανθασμένα προβλέψει ότι οι εκλογές θα ήταν μια κούρσα στήθος με στήθος μεταξύ των κομμάτων του κέντρου. Επιπλέον, υπήρχε το απειλητικό σενάριο ότι αν δεν επικρατούσαν οι σοσιαλιστές, την κυβέρνηση θα αναλάμβανε ένας ακροδεξιός συνασπισμός. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε καμία σχετική μετακίνηση ψηφοφόρων μεταξύ του δεξιού και του αριστερού στρατοπέδου. Αυτό σημαίνει ότι, σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Πορτογαλία εξακολουθεί να υπάρχει μια αριστερή πλειοψηφία, που απέκρουσε τη Δεξιά.
Είναι η κυβερνητική στήριξη μοιραία για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Στην Πορτογαλία, η περίοδος 2015-2019 κατά την οποία τα αριστερά κόμματα στήριξαν την κυβέρνηση έφερε αρκετές ανατροπές στις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» της τρόικας και διάφορες κοινωνικές βελτιώσεις. Μετά τις εκλογές του 2019, ο Κόστα δεν ανανέωσε τη συμφωνία του με την Αριστερά, προτιμώντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη διαφόρων φιλελεύθερων βουλευτών για ορισμένους νόμους, καθώς και εκείνη της Δεξιάς. Για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με τα αιτήματά τους για κοινωνικές και εργασιακές μεταρρυθμίσεις, αυτή η πορεία μόνο επιζήμια θα μπορούσε να είναι, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εργοδοτικών ενώσεων.
Στην Τσεχική Δημοκρατία, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βοημίας και Μοραβίας (KSČM) υπέστη μια συντριπτιική ήττα λόγω της στήριξης που παρείχε στη νεοφιλελεύθερη και διεφθαρμένη κυβέρνηση του κόμματος ANO. Τόσο αυτό όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες, δεν κατάφεραν να φτάσουν το όριο του 5% και δεν εκπροσωπούνται πλέον στο κοινοβούλιο. Μετά τη «μετάβαση», το KSČM ήταν το μόνο κόμμα που διαδέχθηκε τα κομμουνιστικά κόμματα του πραγματικού σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Εξακολουθούσε να περιλαμβάνει τον όρο κομμουνισμός στο όνομά του και διατήρησε επίσης τη θέση του στο κοινοβούλιο. Μέχρι το 2002, ήταν η τρίτη ισχυρότερη δύναμη στο κοινοβούλιο με 18,5%. Όμως, το ποσοστό αυτό μειωνόταν σε όλες τις επόμενες εκλογές και το 2017 ήταν μόνο 7,8%. Με αυτό το ποσοστό έγινε ο βασιλικός σύζυγος της κυβέρνησης μειοψηφίας του ολιγάρχη και ιδρυτή του ANO, Αντρέι Μπάμπιτς, την οποία στήριξε με συμφωνία ανοχής. Ενδεχομένως αυτό ήταν λάθος. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι ο μέσος όρος ηλικίας τόσο των μελών όσο και των ψηφοφόρων του KSČM είναι πολύ μεγάλος και το κόμμα δυσκολεύτηκε να ανανεωθεί από πλευράς προσωπικού. Τουλάχιστον, σήμερα το κόμμα εξέλεξε ως πρόεδρό του τη νεαρή ευρωβουλεύτρια Κατερίνα Κονέτσκα. Κατά πόσον αυτή θα μπορέσει να ανοίξει τον δρόμο για μια νέα πολιτική άνοιξη -μετά την επικύρωσή της ως προέδρου από το συνέδριο του κόμματος τον Μάιο- είναι κάτι που μένει να το δούμε.
Η Αριστερά παραμένει σταθερά ασταθής
Το κόμμα Ντι Λίνκε στη Γερμανία είχε σχεδόν την ίδια τύχη με το Τσέχικο Κομμουνιστικό Κόμμα. Μόνο χάρη σε μια ιδιομορφία του εκλογικού νόμου κατάφερε να έχει τρεις βουλευτές και να παραμείνει στην Μπούντενσταγκ παρά το γεγονός ότι το ποσοστό του ήταν κάτω από το κατώφλι του 5%. Μερικοί από τους λόγους για αυτό το αποτέλεσμα είναι η έλλειψη στρατηγικής, οι εσωτερικές συγκρούσεις στο κόμμα και το γεγονός ότι αυτό συμπιέζεται μεταξύ των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υποσχέθηκε προεκλογικά ένα κατώτατο ωρομίσθιο 12 ευρώ, ενώ η Ντι Λίνκε απαίτησε ένα ευρώ παραπάνω, κάτι που δεν μπόρεσε να επιβάλει. Επιπλέον, υπήρξαν δύσκολοι στρατηγικοί ελιγμοί σε άλλα θέματα, όπως στην απόσυρση των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Ξεκίνησε μια εξαιρετικά επείγουσα και αναγκαία στρατηγική συζήτηση, η οποία όμως αποτελματώθηκε λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης του Covid-19. Συνεπώς, η πολιτική στρατηγική του κόμματος παρέμεινε ασαφής σε πολλούς ψηφοφόρους. Οι τρέχουσες συζητήσεις φαίνεται να είναι στραμμένες στο εσωτερικό του κόμματος, με αποτέλεσμα να μην φαίνεται η έντονη αντίθεσή του στην πολεμοκάπηλη κυβέρνηση συνασπισμού με τα χρώματα του φωτεινού σηματοδότη. Οι ελπίδες για ένα νέο ξεκίνημα εναποτίθενται στο συνέδριο του κόμματος που θα γίνει τον Ιούνιο στην Ερφούρτη.
Στις Βόρειες χώρες τα αριστερά κόμματα υποστηρίζουν επίσης σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ή – όπως στη Φινλανδία – συμμετέχουν στην κυβέρνηση και παρ’ όλα αυτά διατηρούν τις δυνάμεις τους. Αλλά και εδώ είναι αντιμέτωπα με το γνωστό δίλημμα: να συμμετάσχουν ή να στηρίξουν κυβερνήσεις στις οποίες ηγούνται οι σοσιαλδημοκράτες και να μοιραστούν μαζί τους την ευθύνη για τις αποτυχίες τους, ή να παραμείνουν στην αντιπολίτευση, κάτι που μειώνει την επιρροή τους στα δημόσια πράγματα. Ιδιαίτερα στα θέματα της στρατιωτικοποίησης και του ΝΑΤΟ αυτό το δίλημμα είναι μια μεγάλη πρόκληση για τα κόμματα της Αριστεράς. Στη Δανία, η Κοκκινο-Πράσινη Συμμαχία/Λίστα Ενότητας πέτυχε σημαντικά κέρδη στις περιφερειακές εκλογές, κατορθώνοντας μάλιστα να γίνει η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην Κοπεγχάγη. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσαν να πείσουν τα άλλα κόμματα να στηρίξουν τη δική τους υποψηφιότητα για τη θέση του δημάρχου, γεγονός που επίσης δείχνει πόσο περιορισμένη είναι τελικά η επιρροή της βούλησης των ψηφοφόρων στην κατανομή της εξουσίας.
Η Αριστερά (ξανά) στην κυβέρνηση;
Το ποσοστό του κυπριακού Ανορθωτικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού (ΑΚΕΛ) στις εκλογές του 2021 ήταν 22,3%. Αυτό το αριστερό κόμμα κυβερνούσε την Κύπρο από το 2008 έως το 2013.
Στην Ισπανία, το Unidas Podemos (UP) – η συμμαχία της Ενωμένης Αριστεράς (Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας και άλλοι αριστεροί) και του Podemos – συμμετέχει στην κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Σοσιαλιστών (PSOE), στην οποία συμμετέχει επίσης το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας. Η κυβέρνηση αυτή προέκυψε τον Ιανουάριο του 2020 μετά από πολλούς γύρους εκλογικών αναμετρήσεων, όταν το PSOE δεν είχε ουσιαστικά άλλη επιλογή. Μόνο σε αυτή την κατάσταση οι σοσιαλιστές ήταν διατεθειμένοι να κυβερνήσουν με ένα αριστερό κόμμα, ανταποκρινόμενοι έτσι στις απαιτήσεις του εκλογικού σώματος. Για το Unidas Podemos αυτό σήμαινε την είσοδό του στην κυβέρνηση, ως σχετικά αποδυναμωμένος εταίρος όμως, σε σχέση με τη θεαματική εκλογική άνοδο του Podemos το 2015. Η δημοφιλέστερη υπουργός αυτής της «προοδευτικής κυβέρνησης είναι η ανεξάρτητη κομμουνίστρια υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίας.
Έπειτα από έναν αγώνα με νύχια και με δόντια λόγω της αδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, κατάφερε να ψηφιστεί στο κοινοβούλιο ένας νέος εργατικός νόμος που ενισχύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Μετά την αποχώρηση του Πάμπλο Ιγκλέσιας από την κομματική πολιτική, εν μία νυκτί το 2021, η Ντίας θα μπορούσε να είναι η επόμενη ηγέτιδα της Ενωμένης Αριστεράς.
Η διεξαγωγή εκλογών στην Ελλάδα αυτό το φθινόπωρο φαίνεται όλο και περισσότερο πιθανή. Η συντηρητική κυβέρνηση χαρακτηρίζεται από κακοδιαχείριση, είτε πρόκειται για την πανδημία, είτε για τις δασικές πυρκαγιές, είτε για το χάος στις χιονοπτώσεις. Ανεξάρτητα από όλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα σπάνια οι εκλογές διεξάγονται στην καθορισμένη τακτική ημερομηνία. Ως εκ τούτου, σήμερα όλα τα κόμματα βρίσκονται σε εκλογική προετοιμασία. Για να αντιμετωπίσουν τη συντηρητική υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας και την προπαγάνδα των ΜΜΕ, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδιάζουν μια προοδευτική συμμαχία αριστερών και προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων. Το κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα από το 2015 ως το 2019 δεν κατάφερε να αποκομίσει κέρδη από την υγειονομική κρίση και στις δημοσκοπήσεις παραμένει σταθερό γύρω στο 27%. Τον Απρίλιο, πραγματοποίησε το το τρίτο συνέδριό του -μετά από έξι χρόνια λόγω της επιδημίας του Κόβιντ 19- και συνεχίζει την πορεία του προς τον μετασχηματισμό του σε ένα μαζικό κόμμα των μελών του. Στην ομιλία του στο συνέδριο, ο ηγέτης του κόμματος Τσίπρας παρουσίασε ένα ριζοσπαστικό αριστερό πρόγραμμα μεταρρυθμιστικής πολιτικής.
Μετά την εκλογική επιτυχία στη Βόρεια Ιρλανδία, φαίνεται πιθανό ότι το σοσιαλιστικό και εθνικιστικό Σιν Φέιν, αν μπει στην κυβέρνηση, ενδεχομένως να επιδιώξει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για μια ενωμένη Ιρλανδία.
Στη Σλοβενία, ο πράσινος-φιλελεύθερος επιχειρηματίας Ρόμπερτ Γκόλομπ, ο οποίος έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό μόλις λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, επικράτησε σ’ αυτές με το Κίνημα για την Ελευθερία του οποίου ηγείται ως ο βασικός αντίπαλος του μέχρι τότε πρωθυπουργού. Το κόμμα Λεβίτσα, που ιδρύθηκε το 2014, έχασε πολλές ψήφους που πήγαν στον Γκόλομπ, με το ποσοστό του να πέφτει περισσότερο από το ήμισυ και το κόμμα να διατηρεί μετά βίας την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση με ποσοστό 4,4%. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα συμμετέχει στην κυβέρνηση του Γκόλομπ μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ο Λούκα Μέσετς είναι αναπληρωτής επικεφαλής της κυβέρνησης και το Λεβίτσα κατέχει τρία υπουργεία.
Ουγγαρία: απουσία της Αριστεράς από τα ψηφοδέλτια και Σερβία: μια νέα Αριστερά
Στην Ουγγαρία, η ασυνήθιστα ευρεία αλλά νεοφιλελεύθερη συμμαχία της αντιπολίτευσης από την κεντροαριστερά έως τη Δεξιά έχασε από τον Βίκτορ Όρμπαν στις. Εξ αιτίας κυρίως των εξαιρετικά μεγάλων οικονομικών και οργανωτικών εμποδίων και αποκλεισμών, κανένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα δεν συμμετείχε στις εκλογές.
Στη Σερβία, το κυβερνών Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία και η αριστερή συμμαχία Μοράμο κατάφερε να μπει στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά, εκλέγοντας 14 βουλευτές στο Βελιγράδι.
Συμπέρασμα
Η Αριστερά μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσω συμμαχιών. Η κομμουνιστική Αριστερά στην Τσεχική Δημοκρατία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία, αλλά και η ανανεωμένη Αριστερά στη Γερμανία και την Πορτογαλία και το αριστερό σχέδιο στην Ισπανία πέφτουν στις εκλογές και τις δημοσκοπήσεις. Τα μικρά κόμματα που στηρίζουν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να υπολογίζουν ότι θα κερδίσουν από αυτή την στήριξη. Ο μετασχηματισμός της Ευρώπης σε μια κοινωνική και οικολογική ένωση μπορεί να πετύχει μόνο ως αποτέλεσμα μιας ισχυρής συμμαχίας προοδευτικών δυνάμεων.
Συνιστούμε:
Ριζοσπαστική μέσα στην πολυμορφία της: η Αριστερά στην Ευρώπη την περίοδο 2010-2020, edited by Cornelia Hildebrandt, Danai Koltsida and Amieke Bouma