Ο Γκεόργκι Πιρίνσκι αναλύει τις κοινοβουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στη Βουλγαρία στις αρχές Οκτωβρίου και τις επιπτώσεις τους στα μείζονα πολιτικά ζητήματα: την καταπολέμηση της διαφθοράς και την τοποθέτηση της Βουλγαρίας απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς και τις συνέπειες των εκλογών για τη βουλγαρική Αριστερά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα και οι αλλαγές
Στις 2 Οκτωβρίου, οι Βούλγαροι προσήλθαν σε βουλευτικές εκλογές για τέταρτη συνεχόμενη φορά μέσα σε 18 μήνες. Το ποσοστό συμμετοχής έπεσε στο ιστορικό χαμηλό του 39,4%, με τους ακόλουθους έξι υποψηφίους να εισέρχονται στο Κοινοβούλιο (ποσοστά και έδρες που κερδήθηκαν):
GERB |
(“Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας”/SDS) |
23.36 % |
67 |
PP |
(“Συνεχίζουμε την αλλαγή”) |
20.20 % |
53 |
DPS |
(“Κίνημα για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες”) |
13.71 % |
36 |
“Vazrazhdane” |
(“Αναβίωση”) |
27.00 % |
27 |
BSP |
(Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό κόμμα) |
9.31 % |
25 |
DB |
(Συνασπισμός “Δημοκρατική Βουλγαρία”) |
7.45 % |
20 |
BV |
(“Βουλγαρική Άνοδος”) |
4.63 % |
12 |
In Total: |
88.85 % |
240 |
*Το υπόλοιπο 11,15% των ψήφων μοιράστηκε στους άλλους 23 υποψήφιους που δεν έπιασαν το όριο του 4% (ανάμεσά τους και το ITN, το κόμμα «Υπάρχει ένας τέτοιος λαός» του παρουσιαστή Σλάβι Τριφόνοφ που είχε κερδίσει την πλειοψηφία στα δύο προηγούμενα βραχύβια νομοθετικά σώματα), συν ένα γεμάτο 3,3% που επέλεξε να ψηφίσει «Δεν υποστηρίζω κανέναν».
Το GERB, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Μπόικο Μπορίσοφ, βγήκε πρώτο, ξεπερνώντας τις κατηγορίες για εκτεταμένη διαφθορά ενόσω ήταν στην εξουσία τη δωδεκαετία 2008-2020, διαφθορά που είχε οδηγήσει σε μαζικές διαδηλώσεις το καλοκαίρι του 2020. Όμως, έλαβε μόνο 67 έδρες, πολύ λιγότερες από τις 121 που απαιτεί η κυβερνητική πλειοψηφία. Το PP, το κόμμα-κίνημα που γεννήθηκε στις διαδηλώσεις κατά του GERB, διολίσθησε στη δεύτερη θέση, γιατί η πλειοψηφία των ψηφοφόρων προτίμησε τη φαινομενική σταθερότητα έναντι της καταστολής της διαφθοράς, με ένα αίσθημα απογοήτευσης για το έργο του απερχόμενου υπουργικού συμβουλίου με επικεφαλής το PP.
Μετά τη νίκη του στις προηγούμενες εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 2021, το PP, με επικεφαλής δύο απόφοιτους του Χάρβαρντ, τον Kίριλ Πέτκοφ ως πρωθυπουργό και τον Άσεν Βασίλεφ ως υπουργό Οικονομικών, σχημάτισε ένα υπουργικό συμβούλιο με τρεις άλλους, αρκετά διαφορετικούς εταίρους: το λαϊκιστικό ITN, το κεντροδεξιό DB και το αριστερό BSP, με μεγάλες ελπίδες για σταθερή κυβέρνηση και προσδοκίες για δυναμική ανάπτυξη. Ωστόσο, κατέρρευσε μετά από μόλις έξι μήνες, οδηγώντας τη χώρα στις πρόωρες εκλογές της 2ας Οκτωβρίου.
Δύο άλλα κόμματα που έλαβαν κοινοβουλευτικές έδρες, το «Vazrazhdane» και το BV, γνώρισαν άλλες αλλαγές. Το πρώτο, ένα σκληρό εθνικιστικό κόμμα κατά της ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, διπλασίασε το ποσοστό του. Έχει όμως απορρίψει κάθε συνασπισμό με άλλα κόμματα στη νέα Βουλή. Το δεύτερο, το BV, είναι ένα νέο κόμμα που εισέρχεται στο Κοινοβούλιο για πρώτη φορά και προτάσσει το «βουλγαρικό εθνικό συμφέρον». Έχει δηλώσει ότι είναι έτοιμο να συνομιλήσει με όλα τα κόμματα.
Τα ζητήματα και οι στρατηγικές
Ένα κεντρικό ζήτημα, τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές, είναι αυτό που αφορά την υπέρβαση της διαφθοράς και τη διασφάλιση ενός λειτουργικού δικαστικού σώματος, ικανού να διώκει και να καταδικάζει τους δράστες που κατέχουν υψηλά αξιώματα. Μεγάλο μέρος των προεκλογικών συζητήσεων είχε να κάνει με τη δικαστική μεταρρύθμιση, με τους συμμετέχοντες να ανταλλάσσουν κατηγορίες για την απουσία δράσης η οποία έπρεπε να είχε αναληφθεί εδώ και καιρό.
Το GERB, παρότι κέρδισε τις εκλογές, εξακολουθεί να θεωρείται «τοξικό» λόγω του ιστορικού κατάχρησης της εξουσίας που έχει και, ως εκ τούτου, το PP αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του. Μαζί του τάσσονται και οι πρώην εταίροι του: DB και BSP. Το τρίτο κόμμα στο Κοινοβούλιο, το ουσιαστικά εθνοτικό-τουρκικό DPS, θεωρείται ότι έχει μια άτυπη συνεργασία με το GERB και, ως εκ τούτου, είναι ανεπιθύμητο ως πιθανός εταίρος σε έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό.
Ένα άλλο εξαιρετικά διχαστικό ζήτημα αφορά την άρση του βέτο της Βουλγαρίας για την έναρξη διαπραγματεύσεων αναφορικά με την ένταξη της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Αιτία του βέτο ήταν η άρνηση της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας να αναγνωρίσει την ύπαρξη, στο έδαφός της, βουλγαρικής μειονότητας και να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματά της, καθώς και η εκτεταμένη ρητορική μίσους κατά της Βουλγαρίας. Πολλοί θεώρησαν ότι το PP ήταν υπερβολικά πρόθυμο να αποδεχθεί το λεγόμενο σχέδιο συμβιβασμού της γαλλικής Προεδρίας, το οποίο κρίθηκε από κάποια τμήματα της κοινωνίας ως εικονικό ξεπούλημα των βασικών εθνικών ταυτοτικών προτεραιοτήτων.
Άλλο ένα έντονα αμφισβητούμενο ζήτημα είναι η θέση της Βουλγαρίας στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Βουλγαρία δέχτηκε δεκάδες χιλιάδες Ουκρανούς πρόσφυγες και δήλωσε την υποστήριξή της στην Ουκρανία, ωστόσο απέφυγε να στείλει όπλα, γιατί η βουλγαρική κοινωνία ήταν έντονα διχασμένη. Θεωρήθηκε ότι το PP αντέδρασε πολύ βεβιασμένα αρνούμενο τη μετατροπή του ρουβλίου για τις πληρωμές του φυσικού αερίου της Gazprom, καθιστώντας έτσι τη Βουλγαρία μία από τις δύο πρώτες χώρες στις οποίες διακόπηκε η προμήθεια σε φυσικό αέριο. Η απέλαση 70 Ρώσων διπλωματών και υπαλλήλων της ρωσικής πρεσβείας από τη Βουλγαρία εντάχθηκε από πολλούς στο ίδιο πλαίσιο.
Άλλωστε, ο ρόλος του προέδρου Ράντεφ (επανεξελέγη τον Νοέμβριο του 2021 για δεύτερη πενταετή θητεία) ήταν και παραμένει ένα ακόμη αμφιλεγόμενο ζήτημα. Κατά την περίοδο 2021-2022 ο Πρόεδρος, ενεργώντας σύμφωνα με το Σύνταγμα, χρειάστηκε να διορίσει τρεις διαδοχικές υπηρεσιακές κυβερνήσεις, δίμηνης θητείας, με δυνατότητα επέκτασης κατά ένα μήνα, προκειμένου η κυβέρνηση να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αυτό κατέστη αναγκαίο δύο φορές το 2021, λόγω της αποτυχίας δύο βραχύβιων κοινοβουλίων να συγκροτήσουν κυβερνητικούς συνασπισμούς και μια τρίτη φορά φέτος, μετά τη διάλυση του τετρακομματικού συνασπισμού στην τελευταία Εθνική Συνέλευση στα τέλη Ιουλίου.
Το PP, μαζί με το DB και το BSP (κάπως απρόσμενα στην περίπτωση του BSP, γιατί ο Ράντεφ αρχικά ήταν ο υποψήφιός του για την προεδρία το 2016) ισχυρίστηκαν ότι μέσω αυτών των υπηρεσιακών κυβερνήσεων ο πρόεδρος Ράντεφ άσκησε, ως μη όφειλε, επιρροή στην πολιτική διαδικασία επικρίνοντας ανοιχτά τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων και προωθώντας έμμεσα καίριους κυβερνητικούς διορισμούς και αποφάσεις.
Εν τω μεταξύ, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο κόσμος είχε την αίσθηση ότι τα κόμματα είναι εγκλωβισμένα στους πολιτικούς ανταγωνισμούς τους και μακριά από τα φλέγοντα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα απέναντι στην εκτόξευση των τιμών της θέρμανσης, της ηλεκτρικής ενέργειας και των τροφίμων. Με αποτέλεσμα την ουσιαστική αποσύνδεση της πολιτικής από τις ανησυχίες των πολιτών, που οδηγεί σε μια σχεδόν πλήρη κατάρρευση της εμπιστοσύνης τους στις εκλογές, τους θεσμούς και τη συνολική δημοκρατική διαδικασία. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πρόταση που κατέθεσε το ITN στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, για διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με το εάν η Βουλγαρία θα πρέπει να γίνει προεδρική δημοκρατία ή να παραμείνει κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Όλη αυτή η σειρά ζητημάτων και προκλήσεων θα κορυφωθεί στις 19 Οκτωβρίου, οπότε θα συνέλθει -σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα- για πρώτη φορά το νεοεκλεγέν Κοινοβούλιο, αφήνοντας για άλλη μια φορά τον Ράντεφ έκθετο σε κατηγορίες ότι παρέτεινε αδικαιολόγητα τη διαδικασία μετά τις 2 Οκτωβρίου. Προς το παρόν, επειδή οι πιθανότητες σχηματισμού κυβέρνησης μοιάζουν αδύναμες, οι προοπτικές για νέες πρόωρες εκλογές στις αρχές του 2023 γίνονται όλο και πιο πιθανές.
Η Αριστερά
Ο κύριος εκπρόσωπός της –το βουλγαρικό σοσιαλιστικό κόμμα– υπέστη άλλη μια ταπεινωτική ανατροπή, πέφτοντας στην πέμπτη θέση με λιγότερο από 10 τα εκατό των ψήφων, παρά την προσπάθεια της ηγεσίας του κόμματος να εμφανίσει το κυβερνητικό του έργο ως έντονα κοινωνικό και φιλειρηνικό. Έτσι, έπαψε να αποτελεί ένα από τα δύο κύρια κόμματα της χώρας, πέφτοντας στο χαμηλότερο ποσοστό όλων των εποχών, επειδή θεωρήθηκε ότι όσο το GERB ήταν στην εξουσία, υιοθέτησε τη γραμμή της «παραδοσιακής οικογένειας και των εθνικών αξιών» σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να ανταγωνιστεί τους ακραίους εθνικιστικούς σχηματισμούς και, τέλος, να απαλλαγεί από «τους εσωτερικούς εχθρούς».
Στις εκλογές συμμετείχαν και αρκετοί κεντροαριστεροί σχηματισμοί με μικρή επιτυχία, αντανακλώντας τον κατακερματισμό και την έλλειψη συνοχής στο αριστερό φάσμα της κοινωνίας. Μετά την αποτυχία του BSP να αποτελέσει έναν ισχυρό αριστερό πόλο, το ζήτημα της επαρκούς εκπροσώπησης των αριστερών πολιτών αποκτά νέα επιτακτικότητα, υπό το πρίσμα των αυξανόμενων εθνικιστικών και αντιδημοκρατικών τάσεων.