Η ομιλία του Γκρέγκορ Γκίζι, Προέδρου του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), στο Ομοσπονδιακό Συνέδριο του κόμματος που έγινε στη Λειψία, στις 9 Ιουνίου 2018. Θέμα της, η αντιπαράθεση για τους πρόσφυγες και τη μετανάστευση.
Αγαπητοί σύντροφοι,
Ζούμε σε όλο και πιο δύσκολους καιρούς. Ποια κατεύθυνση θα πάρει ο κόσμος; Θα εξοικειωθούμε ακόμη περισσότερο με τον πόλεμο; Πού θα οδηγήσει ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης; Πώς θα επηρεάσει τους εργαζόμενους στην Ευρώπη και την Αμερική; Θα συνεχίσει ο καπιταλισμός τη νεοφιλελεύθερη πορεία του, επεκτείνοντας τους χαμηλούς μισθούς, αυξάνοντας τον αριθμό των επισφαλών θέσεων εργασίας και εντείνοντας το κοινωνικό χάσμα; Θα εξακολουθήσουν οι μεγάλες εταιρίες και τράπεζες να λειτουργούν χωρίς ρυθμίσεις; Μπορούμε ακόμη να ανατρέψουμε την καταστροφική κλιματική αλλαγή; Και οι προσπάθειές μας να βοηθήσουμε τα εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο που ζουν σε συνθήκες πείνας, δοκιμασίας και φτώχιας; Πώς μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη φτώχια στη Γερμανία, την Ευρώπη και τον κόσμο;
Το πιο εύκολο είναι να δώσουμε αρνητικές και απαισιόδοξες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα και να βυθιστούμε στην κατάθλιψη. Ταυτόχρονα όμως, θα είμαστε ανίκανοι να αναλάβουμε δράση. Από την άλλη πάλι, μπορούμε να πιστέψουμε ότι η όποια απόπειρα για ουσιαστική αλλαγή αξίζει τη μάχη.
Ως Πρόεδρος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) και μέλος του κόμματός μας, έχω παρατηρήσει ότι, τόσο στην Αριστερά στην Ευρώπη όσο και στο κόμμα μας, υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις γι’ αυτά τα θέματα. Ξέρω καλά ότι υπάρχουν θέματα που επιλύονται μόνο σε τοπικό επίπεδο, κάποια άλλα που απαιτούν εθνικές απαντήσεις, ενώ υπάρχουν ζητήματα που χρειάζονται διεθνή δράση. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Έχουμε θεσμούς σε όλα από τα παραπάνω επίπεδα και η Αριστερά πρέπει να επιθυμεί και να μπορεί να αναλαμβάνει δράση σε όλα. Τη στιγμή που θα αρχίσουμε να απορρίπτουμε τη δράση σε κάποια επίπεδα, θα υποτιμήσουμε αυτόματα την επιρροή μας συνολικά, ακυρώνοντας τη δράση μας και στους θεσμούς που θεωρούμε ότι αξίζει να στοχεύουμε. Στην Αριστερά της Ευρώπης και της Γερμανίας, υπάρχουν σύντροφοι που εστιάζουν τη δράση τους σε εθνικό επίπεδο και άλλοι που αναζητούν να αναπτύξουν διεθνιστική δράση.
Καταρχάς, πρέπει να αποδεχθούμε την πραγματικότητα του 21ου αιώνα, και στη Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη. Έχουμε να κάνουμε με μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, με ευρωπαϊκούς ομίλους, με περιβαλλοντικά προβλήματα και άλλα ζητήματα που απειλούν τη βιωσιμότητα των κοινωνιών μας και ο μόνος τρόπος για να τα λύσουμε αφορά το διεθνές, και όχι το εθνικό, επίπεδο. Επίσης, αντιμετωπίζουμε ξανά πολύ κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα. Οι μεγάλες εταιρίες και τράπεζες διαθέτουν εργαζόμενους, υπηρεσίες και μονάδες παραγωγής και στις πέντε ηπείρους. Το κοινωνικό ζήτημα είχε πάντα μια διεθνή διάσταση, παρότι οι αντιδράσεις εκδηλώνονταν κατά κύριο λόγο σε εθνικό επίπεδο. Αλλά, οι μεγάλες εταιρίες και τράπεζες απέδωσαν πλέον στο κοινωνικό ζήτημα καθολική, παγκόσμια διάσταση. Χάρη σε αυτές, μπορούμε πλέον να συγκρίνουμε τα επίπεδα διαβίωσης -μέσω των υπαλλήλων τους, των κινητών τηλεφώνων, του διαδικτύου, εν ολίγοις: μέσω της παγκοσμιοποίησης- των εργαζομένων. Η μόνη απάντηση των κυβερνήσεών μας, μέχρι σήμερα, ήταν ο απομονωτισμός. Αν, λοιπόν, η Αριστερά θέλει να προσφέρει στον κόσμο μια βιώσιμη προοπτική, θα πρέπει να προτείνει διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης, που να αφορούν όλη την ανθρωπότητα.
Τέσσερις είναι οι κύριοι λόγοι που με έκαναν να ενταχθώ στην Αριστερά.
Ο πρώτος λόγος ήταν, και είναι ακόμη, το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης. Ξέρω ότι στην ιστορία της Αριστεράς υπήρξαν εξαιρέσεις, αλλά επί της ουσίας, ήταν πάντα ένα ειρηνευτικό κίνημα.
Ο δεύτερος λόγος ήταν, και είναι, το αίτημά της για κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά δεν εξίσωσα ποτέ τη δικαιοσύνη με την ισότητα για όλους. Γιατί η δικαιοσύνη αποδέχεται τις διαφορές των ανθρώπων, με βάση την ευθύνη, τη σκληρή δουλειά, τις δεξιότητες και άλλα κριτήρια. Αλλά το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη επιδιώκει την καταπολέμηση της φτώχιας, στον ίδιο βαθμό που επιθυμεί να αποκλείσει τη συσσώρευση του πλούτου επ’ άπειρον, γεγονός το οποίο γεννά, αναπόδραστα, τη φτώχια.
Ο τρίτος λόγος ήταν, και είναι, η μάχη της Αριστεράς για ίσες ευκαιρίες. Οι άνθρωποι γεννιούνται, κάποτε, σε απολύτως διαφορετικές συνθήκες. Το ερώτημα στο οποίο τα έθνη και οι κοινωνίες πρέπει να απαντήσουν είναι: ποιες ευκαιρίες είμαστε πρόθυμοι να προσφέρουμε σε εκείνους που είναι αναγκασμένοι να παλεύουν περισσότερο από τους άλλους; Από αυτή την άποψη, υπάρχουν δομές που είναι πιο υποστηρικτικές, και άλλες που κάνουν τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη. Η Γερμανία είναι ένα εξαιρετικά φτωχό παράδειγμα όσον αφορά την κοινωνική κινητικότητα. Η ισότητα ευκαιριών εξαρτάται από την ισότητα των φύλων. Όλοι/ες πρέπει να έχουμε ίσες ευκαιρίες, ανεξάρτητα από την υπηκοότητα, τη θρησκεία (ή την απουσία της), την εθνικότητα ή το σεξουαλικό προσανατολισμό. Πρέπει να εξασφαλίσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ενσωμάτωση των ατόμων με αναπηρία. Και πρέπει να τους προσφέρουμε ίσες ευκαιρίες, κυρίως όσον αφορά την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, την τέχνη και τον πολιτισμό.
Ο τέταρτος και τελευταίος λόγος ήταν και είναι, ο διεθνισμός της Αριστεράς, ένα θέμα που θεωρώ θεμελιώδες. Είμαι αποφασισμένος να πολεμήσω για ίσες ευκαιρίες μόνο στη δική μου κοινωνία ή σε όλο τον κόσμο; Μπορούμε να μιλάμε για κοινωνική δικαιοσύνη, αν η επιδίωξη αυτή περιορίζεται στα σύνορά μας; Δε συνιστά ο διεθνισμός τον ουσιώδη πυλώνα στον αγώνα μας για την ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τις ίσες ευκαιρίες; Ακόμη και δεξιά κινήματα μπορεί να αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη και ίσες ευκαιρίες σε ένα έθνος. Αλλά δεν θα το κάνουν ποτέ πέρα από τα εθνικά τους σύνορα, γι’ αυτό και ο διεθνισμός αποτελεί κεντρικό θέμα για το αριστερό κίνημα.
Ο χαρακτηρισμός ενός πολιτικού αιτήματος ως λάθους, απλώς επειδή δεν έχει απήχηση, είναι παράλογη. Στο κάτω-κάτω, ένας από τους κεντρικούς ρόλους της πολιτικής επικοινωνίας είναι να μεταδίδει ιδέες, ακόμη και σε ανθρώπους που αρχικά είναι αρνητικοί σε αυτές.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς τελειώνει με μια έκκληση για ενότητα: «Εργάτες όλου του κόσμου, ενωθείτε!» Η έκκληση αυτή συμπυκνώνει την απόρριψη της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Καλούν αυτές τις κοινωνικές τάξεις να αναγνωρίσουν και να αγωνιστούν για τα κοινά τους συμφέροντα, και να μην αφήνουν τις κυρίαρχες τάξεις να τους στρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου. Οι κυρίαρχες τάξεις είχαν τουλάχιστον δυο λόγους για να το κάνουν: ήθελαν να κατακτούν άλλες χώρες για να εκμεταλλεύονται και άλλες πηγές πλούτου, ενώ δεν επιθυμούσαν να ανατραπούν από τις λαϊκές τάξεις. Όποτε ο τσάρος της Ρωσίας είχε προβλήματα, ενοχοποιούσε γι’ αυτά τους Εβραίους. Ήθελε οι άνθρωποι να αλληλοσκοτώνονται. Οι Γερμανοί και οι Γάλλοι κτηματίες δεν είχαν λόγους να σφάζονται μεταξύ τους, αλλά τους παρακινούσαν για να το κάνουν. Οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς αντιστάθηκαν σε αυτό, με τις ιδέες τους: πίστευαν ότι το κοινό κοινωνικό πεπρωμένο θα πυροδοτούσε την αλληλεγγύη, η οποία θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά του κινήματός τους.
Σήμερα, η αειφορία του περιβάλλοντος και η σχέση της με το κοινωνικό ζήτημα είναι ο πέμπτος λόγος για τον οποίο ενστερνίζομαι την πολιτική της Αριστεράς.
Αλλά, όπως είπα ήδη, έχω παρατηρήσει μια αυξανόμενη τάση, και στην Ευρωπαϊκή Αριστερά και στην Αριστερά της Γερμανίας, να υποβαθμίζουμε την εμβέλεια κάποιων ζητημάτων στο εθνικό επίπεδο. Για να σας το κάνω πιο κατανοητό: δεν υπάρχουν ρατσιστές και εθνικιστές εδώ, αλλά υπάρχουν κάποιοι που είναι διανοητικά και συναισθηματικά προσδεμένοι στο έθνος και που θέλουν να το βλέπουν προστατευμένο από τη φτώχια που εισέρχεται από άλλες χώρες. Το ξαναλέω με σαφήνεια: δεν πρέπει να επιτρέψουμε ποτέ οι λύσεις στα διεθνή προβλήματα να επιδεινώνουν την κατάσταση των λαϊκών και των μεσαίων τάξεων στη Γερμανία. Τουναντίον, αγωνιζόμαστε για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής στις λαϊκές και τις μεσαίες τάξεις της Γερμανίας. Πρέπει, όμως, να τις κάνουμε να καταλάβουν ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν δεν επιλύονται με τον απομονωτισμό ή με την κακομεταχείριση των ανθρώπων από άλλες χώρες. Οφείλουμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους αυτούς κοινωνικές εγγυήσεις. Το επίδομα ανεργίας δεν ήταν μεγαλύτερο πριν από την άφιξη των προσφύγων στη Γερμανία και δεν υπέστη καμιά περικοπή. Η πλειονότητα των Γερμανών βουλευτών είναι εκείνη που εξαναγκάζει τους πιο φτωχούς να ζουν στο όριο της επιβίωσης, ανεξάρτητα από το πόσοι είναι και ανεξάρτητα από τον αριθμό των προσφύγων που δεχόμαστε στη χώρα. Αυτό πρέπει να καταπολεμήσουμε, στο όνομα όλων όσοι το υφίστανται. Ο αγώνας μας δεν πρέπει να γίνεται για να περιοριστεί ο ανταγωνισμός στους χαμηλόμισθους κλάδους μέσω του περιορισμού των οικονομικών μεταναστών, αλλά μέσω της αύξησης των μισθών για όλους. Επιπλέον, πρέπει να ανακουφίσουμε τη μεσαία τάξη της Γερμανίας από την υπερβολική πίεση που δέχεται, γιατί οι πολιτικοί φοβούνται πάρα πολύ να αντιταχθούν στις μεγάλες εταιρίες και τις τράπεζες, αλλά και σε όλους όσους πλουτίζουν παρανομώντας. Ο ρόλος της Αριστεράς δεν είναι να προστατεύει τον πλούτο αυτών των ανθρώπων.
Οπότε, ναι, με ανησυχεί η κατάσταση της Αριστεράς, και στην Ευρώπη και στη Γερμανία. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τις βασικές αρχές του διεθνισμού. Αν συμβεί αυτό, θα χαθεί ένας από τους κύριους λόγους ένταξής μας στην Αριστερά.
Δεν θέλουμε οι άνθρωποι να αποφασίζουν μόνοι τους πώς και πού θέλουν να ζήσουν; Βέβαια, μπορεί κανείς να σκέφτεται διαφορετικά και να αντιτάσσεται στην οικονομική μετανάστευση. Αλλά γιατί να σταματήσουμε εκεί; Γιατί να μην πάμε πιο μακριά, ώστε να διαλύσουμε τα ομόσπονδα κρατίδιά μας; Δεν θα μπορούσε κάποιο μέλος της Βαυαρικής Αριστεράς να ασκήσει πίεση, ώστε η Βαυαρία να εγκαταλείψει την Ομόσπονδη Δημοκρατία και να μην επιτρέπει στους εργαζόμενους από τη Σαξονία να αναζητούν εργασία σε αυτήν, γιατί έτσι αφαιρούν θέσεις από τους Βαυαρούς και απειλούν τα τοπικά επίπεδα των μισθών; Το 2016, το 60% των μεταναστών που ήρθαν στη Γερμανία ήταν Ευρωπαίοι, επομένως, γιατί να μην περιορίσουμε την κίνηση των εργαζομένων στην ΕΕ; Σίγουρα, δεν είναι αυτός ο επιθυμητός τρόπος για να διαχειριζόμαστε αυτά τα θέματα, έτσι δεν είναι;
Ασφαλώς, πρέπει να αναγνωρίσουμε, και να καταπολεμήσουμε, τις αιτίες της μετανάστευσης, με μέτρα που να αφορούν τις ίδιες τις χώρες, στις οποίες οι άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Αλλά χρειάζεται μια διεθνιστική προσέγγιση, και αυτό δε συνιστά λόγο για να σταματήσουμε να δεχόμαστε τους πρόσφυγες. Από τα 65 εκατομμύρια πρόσφυγες που μετακινούνται σήμερα σε όλο τον κόσμο, μόνο τα 3,2 έχουν εισέλθει στην ΕΕ των 28 κρατών μελών από το 2015. Πολύ φτωχότερα κράτη, όπως ο Λίβανος και η Ιορδανία, δέχτηκαν πολύ περισσότερους πρόσφυγες. Αντί να παραπονιέται για την κατάσταση με τους πρόσφυγες, η Ευρώπη οφείλει να τους προσφέρει υποστήριξη. Αν δε συμβεί αυτό, οι πρόσφυγες θα πρέπει να βρουν διαφορετικό δρόμο.
Αυτό σημαίνει ότι τώρα, και στο μέλλον, πρωταρχικός στόχος μας πρέπει να είναι η αλλαγή της κατάστασης σε παγκόσμια κλίμακα -όπως και σε τοπική- με τρόπο που να μην αναγκάζονται οι άνθρωποι να αφήνουν τα σπίτια τους. Θα ήταν καταστροφικό αν προσπαθούσαμε να αντισταθμίσουμε τις ισχνές επιτυχίες μας στο παρελθόν αρνούμενοι, άμεσα ή έμμεσα, στους πρόσφυγες το δικαίωμα να χτίσουν το μέλλον τους και των οικογενειών τους αλλού, ακόμη και στην ίδια μας τη χώρα. Η πρώτη μας κίνηση στην προσπάθεια να δαμάσουμε τη δύναμη των νεοφιλελεύθερων παγκόσμιων εταιριών, και των πολιτικών τους πιονιών που είναι σε κυβερνητικές θέσεις, δεν πρέπει να είναι η κατασκευή τειχών που θα κρατήσουν μακριά τα φτωχότερα θύματά τους. Αυτό καταστρατηγεί τα βασικά δικαιώματα αυτών των ανθρώπων, ενώ η ένταξή τους θα επιτρέψει στην κοινωνία μας να γίνει πιο πλούσια, όχι πιο φτωχή.
Προκειμένου να εξασφαλίσουμε την επιτυχή ένταξή τους, θα πρέπει ίσως να σκεφτούμε την πρόταση της Γκεζίνε Σβαν για την ίδρυση ενός ευρωπαϊκού ταμείου, αρμόδιου για τα τοπικά συμβούλια, το οποίο δεν θα καλύπτει μόνο το κόστος υποδοχής και ένταξης των προσφύγων, αλλά θα προσφέρει κι ένα ισότιμο ποσό για τη χρηματοδότηση επενδύσεων υποδομής, ειδικά στην κατοικία, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Μια τέτοια κοινωνική πρωτοβουλία θα είχε θετικό αντίκτυπο σε όλη τη χώρα, και θα ωφελούσε τους πάντες. Θα μπορούσε να λειτουργεί και ως κίνητρο, ώστε οι τοπικές κοινότητες να υποδέχονται τους πρόσφυγες.
Η ένταξη των προσφύγων περιλαμβάνει τη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας, την προστασία τους από τη γκετοποίηση, την παροχή βοήθειας ώστε να έχουν πρόσβαση στην απόκτηση δεξιοτήτων και την αγορά εργασίας και τη μεταβίβαση των βασικών μας αξιών και δικαιωμάτων, που περιλαμβάνουν τα άρθρα 1-20 του Θεμελιώδους Νόμου. Ασφαλώς και πρέπει να συνεχίσουμε να πιέζουμε για την ισότητα συνολικά. Κανένας πρόσφυγας δεν έχει το δικαίωμα να βλάψει τον πολιτισμό μας, την τέχνη μας και τον τρόπο ζωής μας εδώ στη Γερμανία, αλλά κάθε πρόσφυγας έχει το δικαίωμα να εισφέρει στον πολιτισμό μας, την τέχνη και τον τρόπο ζωής μας.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο διεθνισμός είναι πολύ σημαντικός, είναι ότι βιώνουμε την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού και τη στροφή του εκλογικού σώματος προς την ακροδεξιά, και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Ηγέτες σαν τον Τραμπ πυροδοτούν τον εθνικό εγωτισμό. Αλλά, οι απόπειρές τους να προστατεύσουν τα έθνη τους από τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης χωρίς να αμφισβητούν τις βασικές της αξίες, δεν θα επιβραδύνουν καθόλου την προέλασή της, και, εντέλει, οι ηγέτες αυτοί δεν θέλουν να το κάνουν.
Μοναδικός τους στόχος είναι να εξασφαλίσουν ότι μόνο οι δικές χώρες τους θα αποκομίζουν τα αναμενόμενα και πολύ απτά κέρδη από τις επενδύσεις του κεφαλαίου, να μειώσουν, για το δικό τους πληθυσμό, σε ένα ανεκτό όριο, τις σοβαρότατες συνέπειες που επιφέρει ο ανταγωνισμός των χαμηλών τιμών και η διαρκής διαθεσιμότητα των πόρων και να κρατήσουν τον κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό όλεθρο που αποσταθεροποιεί τον υπόλοιπο κόσμο μακριά από τα δικά τους σύνορα.
Μετατρέποντας τους πρόσφυγες σε αποδιοπομπαίους τράγους, η Δεξιά καταστρώνει ένα επιφανειακά απλό σχέδιο. Πρόκειται, όμως, για καθαρό ρατσισμό και έλλειψη ανθρωπιάς και, από τον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται, για ουσιαστική επίθεση στο Θεμελιώδη Νόμο μας. Θα είναι λάθος να επιτρέψουμε στη Δεξιά να επιβάλλει τον αντιμεταναστευτικό της λόγο στην Αριστερά. Αντιθέτως, η Αριστερά πρέπει να είναι η δύναμη που αντιτίθεται σε αυτή την στροφή προς τα δεξιά. Αυτή είναι η αποστολή μας, γι’ αυτό παλεύουμε. Τότε, ακόμη και οι κεντρώοι θα αναγκαστούν να παραδεχτούν ότι χωρίς εμάς δεν θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν αυτή τη μετατόπιση. Φυσικά, πρέπει και να προσπαθήσουμε να κερδίσουμε ψηφοφόρους από τη Δεξιά, όχι όμως υιοθετώντας έναν δημόσιο λόγο τον οποίο απορρίπτουμε, αλλά με την πειθώ. Μπορεί να είναι πιο δύσκολο, αλλά αυτή είναι η αποστολή μας.
Τα έθνη κράτη πρέπει να σταματήσουν να επιτρέπουν στις μεγάλες εταιρίες και τις τράπεζες να στρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου. Χώρες σαν την Ιρλανδία δεν πρέπει να μπορούν να προσελκύουν επενδυτές περικόπτοντας τους φόρους τους και μειώνοντας τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά τους κριτήρια. Δεν θα καταφέρουμε να εμποδίσουμε τις ανισότητες τέτοιου τύπου, αν συνεχίσουμε να είμαστε αντίπαλοι ως έθνη κράτη. Γι’ αυτό και πρέπει να αγκαλιάσουμε την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μόνα τους τα έθνη κράτη δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε έναν εμπορικό πόλεμο με την Αμερική. Θα πρέπει να οργανώσουμε μια ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση. Γνωρίζω, βέβαια, την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκονται ορισμένες περιοχές της Ευρώπης. Αλλά η ευρωπαϊκή οικονομία, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, η αποφυγή του πολέμου στην ήπειρό μας και, τέλος, το κοινωνικό ζήτημα, και ειδικά οι νέοι που όλο και πιο πολύ υιοθετούν την ευρωπαϊκή ταυτότητα, όλα αυτά μας καλούν να υλοποιήσουμε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και όχι το αντίθετο.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου