Πώς να αποκτήσουμε μεγαλύτερη επίγνωση του λεξιλογίου που χρησιμοποιούμε στο θέμα των προσφύγων και των μεταναστών.
Πρόσφατα, ξεκίνησε μια κίνηση συλλογής υπογραφών με στόχο να αναδείξει τον γερμανικό όρο “Flüchtlingskrise” (που μεταφράζεται, χαλαρά, ως «προσφυγική κρίση», καλύτερα από τον όρο “Flüchtling” παρακάτω) στο “Unwort ” (κακός νεολογισμός που είναι, όμως, του συρμού), δηλαδή την πιο απαράδεκτη λέξη της χρονιάς. Υποστηρίζω αυτή την κίνηση, παρότι το “Unwort” της χρονιάς έχει ήδη αναδειχθεί. Για να δείξουμε πόσο σημαντικό είναι να εξετάζουμε τους όρους που χρησιμοποιούμε στο ζήτημα της μετανάστευσης, ας πάρουμε το παράδειγμα του όρου «προσφυγική κρίση».
Κατ’ αρχάς, το να υιοθετούμε άκριτα την ιδέα ότι η –στην πραγματικότητα όχι και τόσο πρόσφατη- αύξηση των μεταναστευτικών* ροών (χρησιμοποιώ τον αστερίσκο ως έκφραση των πολλαπλών μορφών –και αιτίων- της μετανάστευσης) στην Ευρώπη συνιστά κρίση, σημαίνει ότι παίζουμε το παιχνίδι όσων απέδιδαν ανέκαθεν στους όρους «μετανάστευση» και «πρόσφυγες» τη χροιά του προβληματικού. Με λίγα λόγια, σημαίνει την αποδοχή ενός δημόσιου λόγου ο οποίος εμπεριέχει διακρίσεις κατά των μεταναστών* και αναπαράγει ρατσιστικές και πολιτισμικές κατηγορίες ανωτερότητας (οι «ντόπιοι» και η «πατρίδα» τους) και κατωτερότητας (οι άνθρωποι που συνιστούν την κρίση, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι υπάρχουν).
Κατά δεύτερον, όταν ορίζουμε τις μεταναστευτικές ροές ως κρίση νομιμοποιούμε την αντίληψη ότι η μετανάστευση είναι κάτι το ανεξέλεγκτο, παθητικό, έξω από τον έλεγχό «μας», κάποια φυσική δύναμη που πρέπει να αντιμετωπίσουμε – το ίδιο ισχύει και για τους όρους «κύμα», «ρεύμα» και άλλους που έχουν χρησιμοποιηθεί εξίσου. Αυτό, όμως, αποκρύπτει τον πολύ ενεργό ρόλο που έχει παίξει η Ευρώπη, με πάρα πολλούς τρόπους, και οικονομικούς και γεωπολιτικούς, στη δημιουργία των μεταναστευτικών ροών και των αιτίων της μετανάστευσης. Εξίσου σημαντικό είναι, επίσης, ότι αποκρύπτει τους τρόπους με τους οποίους τα συνοριακά καθεστώτα και ο ρατσιστικός δημόσιος λόγος διαταράσσουν τη μεταναστευτική διαδικασία και εμποδίζουν την οργάνωση σε πολιτικό επίπεδο και τη δημιουργία μιας κουλτούρας ενσωμάτωσης.
Τρίτον, η διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες* και μετανάστες* έχει σημασία. Γιατί, κάνοντάς την και εστιάζοντας στη νομιμότητα της μετανάστευσης, ενισχύουμε την προσέγγιση που διακρίνει τα αίτια της μετανάστευσης σε «αποδεκτά» και «μη αποδεκτά» – δηλαδή, όσοι άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο από τον πόλεμο είναι «νόμιμοι» μετανάστες*, ενώ όσοι αναζητούν καταφύγιο από τις κοινωνικές και οικονομικές αδικίες, αλλά και για ποικίλους άλλους λόγους –ή όσοι αναζητούν απλώς καλύτερες συνθήκες ζωής είναι «παράνομοι» μετανάστες*. Δεν αμφισβητώ τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, φυσικά. Αλλά, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη νομιμότητα και άλλων αιτίων και μορφών μετανάστευσης.
Ας προσθέσουμε σε αυτό τον προβληματικό γερμανικό όρο “Flüchtling” (η κατάληξη “–ling” συνήθως δηλώνει υποτίμηση). Επομένως, μοιραζόμαστε όλοι/ες έναν ρατσιστικό, κυρίαρχο λόγο που ευθύνεται για –και αναπαράγει καθημερινά- τα σύνορα, πραγματικά και φανταστικά, γύρω από την Ευρώπη.
Αν μιλάμε σοβαρά για ενσωμάτωση, αν υποστηρίζουμε μια Ευρώπης χωρίς σύνορα, αν έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι τα προνόμια και οι υποχρεώσεις μας απορρέουν από άδικες και, κάποιες φορές, εγκληματικές ευρωπαϊκές πολιτικές και συστήματα, τότε θα πρέπει να προβληματιστούμε σχετικά με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε και να δώσουμε σε αυτόν τον προβληματισμό –παράλληλα με την ενημέρωση για τα αίτια της μετανάστευσης και τους λόγους που οδηγούν στις ρατσιστικές αντιδράσεις- προτεραιότητα.
Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί/ές με τις εκφράσεις και τους όρους που αποδίδουμε σε μετακινούμενους ανθρώπους. Το να σκεφτούμε πώς ή πού κάνουμε τη διάκριση μεταξύ προσφύγων και μεταναστών* είναι μια καλή αρχή.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου