Η έλλειψη ενός ξεκάθαρου πολιτικού προγράμματος εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ήττα του κοκκινοπράσινου συνασπισμού στην Νορβηγία.
Παρατηρώντας την από το εξωτερικό, η ήττα της κοκκινοπράσινης κυβέρνησης στις φετινές εκλογές φαίνεται περίεργη. Μετά από οκτώ χρόνια στην εξουσία, το Εργατικό Κόμμα (Ap) , το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα (SV) και το Κεντρώο Κόμμα (Sp) παραδίδουν μια χώρα στην οποία υπάρχει ένας υψηλός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στο νέο δεξιό κυβερνητικό συνασπισμό.
Το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη και ένα καλό δημόσιο σύστημα πρόνοιας περιλαμβάνονται στους λόγους που η Νορβηγία κατατάσσεται συχνά στην κορυφή των διεθνών ταξινομήσεων που μετρούν την ποιότητα ζωής των πολιτών. Κατά τη διάρκεια των δυο διαδοχικών τετραετών θητειών του κοκκινοπράσινου συνασπισμού, οι Νορβηγοί σχεδόν δεν κατάλαβαν πολλά για την οικονομική κρίση, πέρα από το γεγονός ότι άκουγαν να μιλιούνται περισσότερο τα ισπανικά και τα ελληνικά στις κουζίνες και στους άλλου χώρους που είναι στο πίσω μέρος των νορβηγικών εστιατορίων.
Αυτοί που κυρίως θυμούνται τη Νορβηγία από την τρομοκρατική επίθεση του ακροδεξιού εξτρεμιστή Άντερς Μπρέιβικ το 2011, δυσκολεύονται να κατανοήσουν την άνοδο της Δεξιάς. Ο πρωθυπουργός Γιενς Στόλτενμπεργκ λατρεύτηκε διεθνώς, αλλά σήμερα προφανώς αμφισβητείται από τον νορβηγικό λαό και το παλιό κόμμα του Μπρέιβικ, το Προοδευτικό Κόμμα(Frp), εισέρχεται τώρα στην κυβέρνηση
Η έλλειψη ενός σαφούς πολιτικού σχεδίου από την κοκκινοπράσινη συμμαχία προγράμματος και η υιοθέτηση εκ μέρους της δεξιάς μιας κοινωνικής δημοκρατικής ρητορικής είναι δύο από τις πιο σημαντικές εξηγήσεις για τους λόγους που συνέβη αυτό.
Η απώλεια κατεύθυνσης
Ο κοκκινοπράσινος συνασπισμός κέρδισε την κυβερνητική εξουσία το 2005 εξαιτίας της ισχυρής κινητοποίησης των λαϊκών κινημάτων και ιδιαίτερα των συνδικάτων. Ο συνασπισμός ήταν επίσης το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αναπροσανατολισμού μέσα στο Εργατικό Κόμμα, μετά από το καταστροφικό εκλογικό αποτέλεσμα το 2001 που έδειξε την δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων για τις μαζικές ιδιωτικοποίησεις της κυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος και τις μεταρρυθμίσεις που ήταν προσανατολισμένες στην αγορά.
Στα πρώτα χρόνια της κοκκινοπράσινης κυβέρνσησς, τα λαϊκά κινήματα είχαν ξεκάθαρα αιτήματα από τη νέα κυβέρνηση, και δε φοβούνταν να τα διατυπώσουν δυνατά και ξεκάθαρα. Μετά από μερικά χρόνια αυτό άλλαξε και οι πολιτικές συγκρούσεις ήταν αντικείμενο χειρισμών κεκλεισμένων των θυρών. Τα μικρότερα κόμματα του συνασπισμού, ειδικότερα το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα, υποχώρησαν στις εκλογές, και η θέση τους στην κυβέρνηση αποδυναμώθηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική δεν είχε σχέση με το αρχικό προεκλογικό πρόγραμμα. Αντί να βελτιώσουν και να διευρύνουν τις συλλογικές λύσεις που έχουν αποδειχθεί επιτυχείς στη νορβηγική κοινωνία, τα κυβερνώντα κόμματα έγιναν, το λιγότερο, υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ένα περίπλοκο κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να μην έχει προβλήματα, τα οποία η δεξιά χρησιμοποιεί φυσικά ως πυρομαχικά στην εκλογική εκστρατεία. Αλλά αυτές οι επιθέσεις δε θα χτύπαγαν τον κοκκινοπράσινο συνασπισμό τόσο αποτελεσματικά, αν τα κυβερνώντα κόμματα είχαν επισημάνει οράματα και μια ξεκάθαρη κατεύθυνση την οποία θα ήθελαν να ακολουθήσουν.
Η άνοδος της δεξιάς
Η νίκη της δεξιάς στις φετινές εκλογές ήταν συντριπτική, αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι υπήρξε ένας αυστηρός δεξιός προσανατολισμός του παραδοσιακά κοινωνικού και δημοκρατικού, νορβηγικού λαού. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού είναι πρόθυμη να πληρώσει τα ίδια ή και περισσότερα ποσά σε φόρους προκειμένου να διατηρηθεί η ίδια ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών πρόνοιας. Οι περισσότεροι Νορβηγοί έχουν επίσης αμφιβολίες στο ζήτημα της παραχώρησης των δημόσιων υπηρεσιών πρόνοιας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Πρέπει να δούμε την επιτυχία της δεξιάς, ειδικότερα του συντηρητικού κόμματος Χόϊρε (Høyre), σε σχέση με την ανανέωση του κόμματος τα τελευταία χρόνια, την οποία εκφράζει η αγαπημένη φράση, το μάντρα, της ηγέτιδας του κόμματος, Έρνα Σόλπεργκ, «άνθρωποι όχι δισεκατομμύρια». Το Χόιρε ακολούθησε την επιτυχημένη στρατηγική του αντίστοιχου σουηδικού κόμματος Μοντερατέρνα, και υιοθέτησε μια κοινωνική δημοκρατική ρητορική, κάτι που φαίνεται από την προσπάθεια να λανσάρει το κόμμα της ως «το νέο εργατικό κόμμα». Έτσι, η δεξιά δημιούργησε την εντύπωση ότι αν αναλάμβανε την κυβέρνηση δε θα άλλαζε βασικά πράγματα στη νορβηγική κοινωνία-απλώς θα τα καλυτέρευε λίγο με μια κάπως μεγαλύτερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα και κάπως χαμηλότερη φορολογία. Το Προοδευτικό Κόμμα (Frp) άλλαξε επίσης το λόγου του, αμβλύνοντας τις ακραίες ξενοφοβικές εκφράσεις του με στόχο να γίνει περισσότερο αποδεκτό ως εταίρος ενός νέου συνασπισμού. Αυτό οφειλόταν επίσης εν μέρει στην επίπτωση που είχαν οι θέσεις του στη νορβηγική μεταναστευτική πολιτική, προς τις οποίες συνέκλιναν τόσο το Εργατικό Κόμμα όσο και η συντηρητική δεξιά.
Η ανάγκη μιας νέας φιλοδοξίας
Δεδομένου ότι το αποτέλεσμα των φετινών εκλογών δεν είναι αποτέλεσμα ενός σοβαρού δεξιού προσανατολισμού του νορβηγικού λαού, η μάχη δεν έχει χαθεί για την αριστερά. Ένας συνασπισμός που βρίσκεται όσο πιο δεξιά γίνεται στο νορβηγικό πολιτικό τοπίο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση πολλών, καθώς πραγματοποιείται μια επίθεση στα δικαιώματα των εργατών και στα κοινωνικά επιδόματα. Νέες συμμαχίες μπορούν να δημιουργηθούν, και οι παλιές να ενισχυθούν με την οικοδόμηση μιας νέας στρατηγικής κατά τις επόμενες εκλογές. Αλλά η αριστερά δεν μπορεί να ασχολείται μόνο με την υπεράσπιση των κατακτήσεων του παρελθόντος. Είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρξει μια νέα φιλοδοξία βελτίωσης και διεύρυνσης του προγράμματος χειραφέτησης της αριστεράς.