Το ελληνικό δίλημμα και εμείς. Εννέα πρόχειρες σκέψεις μετά το δημοφιλές ‘Όχι’ στο δημοψήφισμα και το ‘Ναι’ του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημόνιο. Γράφτηκαν μετά την ψηφοφορία του ελληνικού κοινοβουλίου και πριν από την τελική απόφαση του Γιούρογκρουπ. Αυτή τη στιγμή, όλα είναι ανοιχτά και οι βεβαιότητες ισχνές. Σχεδόν όλα μπορούν να αλλάξουν, αλλά ορισμένα πράγματα θα παραμείνουν αληθινά.
1. Από τον εκβιασμό στο πραξικόπημα
Το δίλημμα Grexit ή τρίτο Μνημόνιο δεν είναι ίδιο με το δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Πρόκειται για μια -επιβεβλημένη από τους δανειστές- απουσία εναλλακτικών λύσεων. Αφορά έναν συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρώπη που, μέχρι στιγμής, παράγει μόνο ήττες.
Ο εκβιασμός της Ελλάδας από τους δανειστές αφήνει ανοιχτούς μόνο δυο δρόμους, που αμφότεροι συνιστούν ήττα. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Ο πρώτος δρόμος, το Grexit σημαίνει: «σου αφαιρούμε τη δυνατότητα να διεξάγεις την ευρωπαϊκή πάλη των τάξεων εντός του ευρωπαϊκού πολιτικού χώρου. Αν θέλεις να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι, αγωνίσου για την επιβίωσή σου στην πατρίδα σου κι άσε τον κόσμο να παρακολουθεί την απελπισία σου. Αν θέλεις να συνεχίσεις να μάχεσαι στο όνομα του πληθυσμού σου, ο πληθυσμός σου θα υποστεί τις συνέπειες». Ένα Grexit καθιστά το πρόβλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής, πρόβλημα αναπτυξιακής και ανθρωπιστικής βοήθειας. Απομονώνει την πολιτική αντιπαράθεση που διεξάγεται στην Ευρώπη και την περιορίζει στο εδαφικό πλαίσιο της Ελλάδας. Ο δεύτερος δρόμος, ένα νέο Μνημόνιο, σημαίνει παραμονή με τις ευρωπαϊκές δομές ως έχουν, με κόστος, όμως, την πλήρη υποταγή και τώρα, και με πολιτικό έλεγχο. Το πρόγραμμα του Γιούρογκρουπ και του ΔΝΤ δεν συνοψίζεται μόνο στη διαχείριση του χρέους και της χρεοκοπίας, αλλά και στην απόπειρα της κατασκευής ενός έθνους με όρους εξωτερικής κηδεμονίας, ως σκιώδους κυβέρνησης. Στόχος του είναι ένα νέο πολιτικό καθεστώς οικονομικο-τεχνοκρατικού τύπου στην Ελλάδα που θα χαρακτηρίζεται από: απορρύθμιση, ιδιωτικοποίηση, καπιταλισμό με ‘ασιατικές αξίες’ (Ζίζεκ).
2. Η πολιτική υποταγή ως στρατηγική
Προφανώς, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε, για στρατηγικούς λόγους, να σταματήσει την πολιτική των διαπραγματεύσεων με μια συμβολική ήττα, προκειμένου να ‘εξισορροπήσει’ τη δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση. Χωρίς όμως να επιφέρει καμιά αλλαγή στο βαθμό της κοινωνικής καταστροφής.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών ανάγκασαν τον ΣΥΡΙΖΑ να πάρει εσπευσμένες αποφάσεις σε ένα απολύτως αντιφατικό πλαίσιο, όπου η εμφατικά απελευθερωτική ενέργεια του λαϊκού ‘Όχι’ συνέπεσε με την εντεινόμενη αδυναμία του κράτους απέναντι στον δημοσιονομικό εκβιασμό (αργίες τραπεζών, κρατική χρεοκοπία). Η πλήρης κατάρρευση ήταν ζήτημα ημερών. Τα χρήματα εξαντλούνταν. Τις τελευταίες ημέρες, ήρθαμε πολύ κοντά σε μια θεσμική εθνική εξέγερση κατά των ευρωπαϊκών θεσμών. Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν στο όριό τους και ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης στο απόγειό του. Ο Τσίπρας ήλπιζε ότι ένα νέο πακέτο βοήθειας θα αποφόρτιζε αυτή τη δραματική κατάσταση. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που ελπίζουν ότι ήρθε, πλέον, η ώρα να ετοιμαστούν για ένα πραγματικό Grexit.
Είναι άγνωστο αν αυτή η στρατηγική μπορεί να λειτουργήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήλπιζε ότι ένα Μνημόνιο θα του εξασφάλιζε λίγο ζωτικό χώρο και τη δυνατότητα να ετοιμάσει μια νέα πολιτική επίθεση. Οι δανειστές, ωστόσο, είχαν άλλο στόχο: να περάσουν από τον δημοσιονομικό εκβιασμό στον άμεσο πολιτικό έλεγχο, προκειμένου να ρίξουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν διαμορφώνουν απλώς το πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής. Επιθυμούν να συναρτήσουν τις επόμενες εκταμιεύσεις στην πολιτική υπακοή της κυβέρνησης και να την θέσουν σε μόνιμο καθεστώς ελέγχου. Θα προσπαθήσουν να εμποδίσουν την Ελλάδα να κερδίσει έστω και το ελάχιστο περιθώριο ελιγμών για μια νέα επίθεση. Στο εξής, οι Βρυξέλες δεν ενδιαφέρονται μόνο για την οικονομική υποταγή μέσω ενός τρίτου Μνημονίου. Οι δανειστές εξαναγκάζουν τον Τσίπρα να αποδείξει την ‘αξιοπιστία’ του κάνοντας ότι του ζητήσουν. Δηλαδή, να έρθει αντιμέτωπος με τον πληθυσμό, με τους διαφωνούντες, με το κόμμα του. Αυτός είναι εκβιασμός που γίνεται υπό όρους κατάλυσης της πολιτικής ενότητας. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο στρατηγικής υποχώρησης ή μελλοντικής επίθεσης. Η υποταγή που έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα μπορεί και πρέπει να υποβληθεί σε κριτική. Όμως, όσοι θεωρούν ότι αυτό θα σημάνει το τέλος των πολιτικών σχεδίων και τον θάνατο των μεταρρυθμίσεων, ας κρατήσουν τη χαρά τους. Γιατί αυτό που αποφασίστηκε στο Γιούρογκρουπ –η επιδείνωση της υποταγής της Ελλάδας- δεν θα καθορίσει μόνο το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαμορφώσει και το μέλλον της Ευρώπης. Είτε λέγεται Grexit είτε Μνημόνιο, τη Δευτέρα θα γνωρίζουμε όλοι ότι το πιο πιθανό είναι να μην υπάρξει καμιά δυνατότητα, έστω και για την ελάχιστη βελτίωση της κατάστασης της Ελλάδας, αν γίνει σε συνεργασία με τους πιστωτές. Και χάρη στο δημοψήφισμα, η ιδέα της ρήξης αποτελεί πλέον επιλογή για την κοινωνία. Από τη Δευτέρα θα ξεκινήσει μια νέα πολιτική διαδικασία στην Ελλάδα, που θα δοκιμάσει και την αριστερά και το κόμμα.
3. Η Κυβέρνηση και η συλλογική διαδικασία
Η κυβέρνηση αποκτά μια ταυτότητα διακριτή από εκείνη του κόμματος ή του κινήματος. Η διαπραγμάτευση παρακωλύει τη δημοκρατική διαδικασία και συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια λίγων, τους οποίους πρέπει να εμπιστευθούν οι πολλοί. Παραδόξως, αυτή η συγκέντρωση εξουσίας ενισχύθηκε από τη λαϊκή αποδοχή που είχε το δημοψήφισμα. Οι λαϊκές μάζες των νέων και των φτωχών, που δεν είναι ούτε ακτιβιστές ούτε οργανωμένοι πολιτικά, προσδέθηκαν απευθείας στην κυβέρνηση και στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα.
Μέσα από την προεκλογική εκστρατεία του στις αστικές περιφέρειες και τις φτωχογειτονιές, ο ΣΥΡΙΖΑ άγγιξε όλους όσους διεκδικούν μια «αξιοπρεπή ζωή». Αλλά ο κόσμος δεν επιθυμούσε αυτό να συμβεί με τη μορφή μιας διαρκούς λαϊκής συνέλευσης που απαιτεί από τα μέλη της να παίρνουν διαρκώς αποφάσεις που επηρεάζουν το μόνο πρόσωπο στο οποίο συνειδητά ανέθεσε, με το ‘Όχι’ του, να αποφασίζει για εκείνον, τον Αλέξη Τσίπρα. Ο κόσμος δεν είπε απλώς ‘Όχι’, εναπέθεσε την εμπιστοσύνη του στον Τσίπρα ώστε να βάλει εκείνος τέλος στην ταλαιπωρία του. Αυτό ενίσχυσε τις δυνατότητες του Αλέξη Τσίπρα να κάνει μονομερείς ενέργειες.
Ταυτόχρονα, καταδείχθηκε ένα κενό στα κινήματα του δρόμου. Η δημοκρατία των πλατειών απορρίπτει συνειδητά τη συγκεντρωτική πολιτική και, μέσω αυτής, την εικόνα του χαρισματικού ηγέτη. Πόσο, όμως, μιλούν τα κινήματα σε όσους δεν ανήκουν σε αυτά και δεν θέλουν να το κάνουν; Πώς διαχειριζόμαστε την ενδεχόμενη διαφορά ανάμεσα στο δημοψήφισμα των λαϊκών συνελεύσεων και την υποτιθέμενη κοινή βούληση του κόσμου; Όσοι δεν εκπροσωπούνται ή είναι ‘αόρατοι’ δεν αναζητούν απαραίτητα λύσεις μέσα από τα κινήματα βάσης ή μέσα από τη στρατευμένη αυτοοργάνωση. Πώς δρουν τα κινήματα όταν οι πραγματικές πλειοψηφίες δεν είναι μόνο εφικτές με τους όρους της σημερινής μετα-αντιπροσώπευσης, αλλά είναι και αποφασιστικές; Το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε ξανά το ανοιχτό ζήτημα της συλλογικότητας στο τραπέζι. Και αυτό είναι καλό!
4. Πρώτα βρείτε φαγητό, και μετά ασχοληθείτε με τη μεγάλη πρόκληση
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της υποταγής στο ευρωπαϊκό στάτους κβο δεν είναι η προδοσία της σαθρής ιδέας της επανάστασης που ευαγγελίζεται το ΚΚΕ ή άλλοι ριζοσπαστικοί ‘επαναστάτες’. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα και οι φτωχότεροι πολίτες της βρίσκονται σε μια απολύτως επείγουσα κατάσταση. Η κοινωνική καταστροφή δεν μπορεί να αναχαιτιστεί από ένα πενταετές σχέδιο.
Με αυτή την έννοια, τους προσεχείς μήνες, αυτό που θα δείξει αν πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ παραδόθηκε είναι η κυβερνητική πολιτική του, και όχι ένα κομμάτι χαρτί. Τα επιβεβλημένα μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν εντός μιας νομικά γκρίζας περιοχής, ή θα μπορούσαν να αποτελέσουν το επόμενο πεδίο κοινωνικών αγώνων. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό το πεδίο έχει ήδη καθοριστεί και είναι ανοιχτό. «Παράλογο», «υποταγή», «εμπόριο ελπίδας»: όλοι όσοι στηρίζουν το ριζοσπαστισμό τους στην ‘αποτυχία’ του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά τι θα είχαν κάνει αν εξαρτιόταν από αυτούς. Σχεδόν όλοι οι ‘αριστεροί ριζοσπάστες’ εντός του ΣΥΡΙΖΑ ενέκριναν αυτό το Μνημόνιο, ακριβώς επειδή είναι εναντίον του. Προς το παρόν, φαίνεται ότι ήταν η μόνη επιλογή ώστε να παραμείνουν και οι άλλες δυνατότητες ανοιχτές. Η μη επεξεργασία άλλων επιλογών από πριν ήταν λάθος. Αλλά, για να μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να κάνει το άλμα στο άγνωστο –με ένα ελεγχόμενο Grexit και την εθνικοποίηση της παραγωγής και των τραπεζών- δεν χρειάζεται μόνο χρόνος και πραγματικές πλειοψηφίες, αλλά και ‘ζωτικός χώρος’ αυτή τη στιγμή. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν έτοιμος γι’ αυτό το άλμα. Κανείς δεν ήταν.
5. Το Grexit ως λύση;
Η θεώρηση του Grexit από τη γερμανική αριστερά είναι ρομαντική. Ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό μια παλαιοκομματική κομμουνιστική λογική, σύμφωνα με την οποία η ρήξη δεν πρέπει να επέλθει από την κοινωνία, ως αποτέλεσμα κοινωνικού μετασχηματισμού και ως πολιτικό κίνημα. Πρέπει να επέλθει σταδιακά και ως αποτέλεσμα ενός τεχνικού διαλόγου επάνω σε διαφορετικά κοινωνικά μοντέλα, που θα διεξαγάγει η κυβέρνηση. Αυτή η απαίτηση είναι, εκτός των άλλων, ανεύθυνη γιατί –και αυτό είναι το πιο σημαντικό- δεν αντιστοιχεί στην τρέχουσα πολιτική διαδικασία.
Με το ‘Όχι’ ο κόσμος δεν ψήφισε την έξοδο από το ευρώ, αλλά απέρριψε τη ‘φιλελεύθερη’ πολιτική του φόβου. Πάνω στον αγωνιστικό του ενθουσιασμό προχώρησε αρκετά προς στην κατεύθυνση μιας πραγματικής ρήξης, αλλά δεν διαμόρφωσε το μομέντουμ μιας επαναστατικής ευχής –όσο κι αν θέλαμε να το είχε κάνει-. Ένα Grexit αυτή τη στιγμή θα ήταν και ανεύθυνο, γιατί δεν το είχαν προετοιμάσει –ούτε στον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση ή ως κόμμα, ούτε στα δημοτικά και τοπικά συμβούλια, για να μην μιλήσουμε για τις λαϊκές συνελεύσεις και τα κινήματα-. Έτσι, τα ζητήματα που αφορούν τη μελλοντική στρατηγική και τα επόμενα βήματα είναι στο τραπέζι. Όμως, τώρα πρέπει να αντιληφθούμε ότι μια ρήξη με το δημοσιονομικό καθεστώς της Ευρώπης θα επιδείνωνε την κοινωνική καταστροφή και θα μετέτρεπε την πλειοψηφική στιγμή του ‘Όχι’ σε μια καθοδηγούμενη δημοκρατία η οποία θα οδηγούσε σε μια αυταρχική αριστερή διακυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα διαχειριζόταν την κοινωνική καταστροφή με τρόπο ολοένα και πιο αυταρχικό και θα έπρεπε να αναδιοργανώσει το κράτος και την οικονομία εναντίον της κοινωνικής πλειοψηφίας. Όσοι υποστηρίζουν ένα επαναστατικό Grexit το κάνουν από ασφαλή θέση και αδιαφορούν, σε τελική ανάλυση, για όσους πάλεψαν, πείνασαν, υπέφεραν και συνέχισαν να ελπίζουν τα τελευταία έξι χρόνια. Όλοι αυτοί αξίζουν να τους δοθεί χρόνος για να αναπνεύσουν. Αυτοί πρέπει να αποφασίσουν για τη σωστή στιγμή και θέση, και όχι η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ ή κάποιοι απομακρυσμένοι ρομαντικοί θεατές.
6. Μια απαραίτητη αποτυχία;
Όποιες κι αν ήταν οι ιδεολογίες ή οι λανθασμένες αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δυνατότητα μεταρρυθμίσεων, η γραμμή του τους τελευταίους μήνες ανταποκρινόταν στη βούληση της πλειοψηφίας. Αφετηρία της πολιτικής στρατηγικής του ήταν η ελπίδα για λύση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συνθηκών. Δρώντας σε αυτή τη βάση κατάφερε να ριζοσπαστικοποιήσει την κοινωνία.
Η κυβέρνηση έχει τον λαό πίσω της και εισάκουσε την επιθυμία του και, μαζί με το κοινό όλης της Ευρώπης, διδάχθηκε από τα γεγονότα ότι αυτή η επιθυμία δεν είναι ρεαλιστική όσο ο νεοφιλελευθερισμός είναι τόσο αδιάλλακτος. Αν είχε επιλέξει ως αφετηρία της πολιτικής της την προσέγγιση που πρότεινε μια επαναστατική μειονότητα, θα είχε αποτύχει παταγωδώς. Οι τελευταίοι μήνες κατέστησαν δυνατό όλος ο κόσμος να βιώσει την πραγματική, απτή ύπαρξη της αντιπαράθεσης, να την δει, να τη νιώσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τροφοδότησε τις προσδοκίες για μεταρρύθμιση, αλλά τις κατέστειλε σε μια σειρά πρακτικών ζητημάτων, είτε το ήθελε είτε όχι. Κάνοντάς το όμως, η πραγματική δυνατότητα μιας ρήξης, για την οποία όλη η κοινωνία μιλά τώρα για πρώτη φορά σοβαρά, έγινε επιλογή. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποκόμιζε τόση εμπειρία χωρίς να αποξενωθεί ο πληθυσμός και το κόμμα από αυτήν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρησιμοποίησε ως αφετηρία τις δικές του αλήθειες. Αντ’ αυτού, ενδιαφέρθηκε για τo λαϊκό αίσθημα και το ριζοσπαστικοποίησε. Με αυτήν την έννοια, εγκαινίασε μια επαναστατική διαδικασία, κάτι που αυτοί που πάντα ήξεραν καλύτερα τι θα συμβεί δεν ήταν σε θέση να κάνουν. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι αν η κυβέρνηση μπορεί να συγχρονιστεί με αυτή τη διαδικασία.
7. Κίνημα και κυβέρνηση
Μετά από σχεδόν έξι μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ άγγιξε τα όρια μιας κυβέρνησης διαμαρτυρίας. Τώρα το κόμμα πρέπει να αναλάβει πραγματικά την ‘ευθύνη της διακυβέρνησης’. Δεν μπορεί να υπαναχωρήσει σε προγραμματικές θέσεις. Πρέπει να αντιμετωπίσει ένα πραγματικό δίλημμα το οποίο δεν οδηγεί σε καμιά ρεαλιστική λύση. Και αυτό θα επιφέρει αναγκαστικά την πολιτική αποξένωση των κινημάτων από την κυβέρνηση.
Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Τα κινήματα δρουν και αυτόνομα. Είναι αναγκασμένα να το κάνουν στις άμεσες κινητοποιήσεις τους και όταν διατυπώνουν ριζοσπαστικά αιτήματα τα οποία δεν αφορούν τις κοινωνικές πλειοψηφίες –π.χ., την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, τον αγώνα ενάντια στις φυλακές ειδικού τύπου, την αστυνομική βία, τον φασιστικό κίνδυνο, τον αγώνα ενάντια στην καταστροφική εξορυκτική δραστηριότητα (μεταλλεία χρυσού). Τα αριστερά κόμματα που δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση γιατί στηρίζονται αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις και γιατί το πολιτικό προσωπικό που είναι υπέρ της λιτότητας έχει καταρρεύσει, πρέπει να προσπαθήσουν να διατυπώσουν μια αριστερή πολιτική που να αφορά τις πλειοψηφίες και συγκεκριμένες προτάσεις που να βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των πολλών. Ειδικά στις εφιαλτικές συνθήκες πτώχευσης και πτώσης στο κενό που δημιούργησαν τα δύο Μνημόνια.
Αυτή την πυρετώδη εβδομάδα κινητοποιήσεων για το ‘Όχι’, η αντίστοιχη καμπάνια πέτυχε, όχι χάρη στην κυβερνητική καθοδήγηση, αλλά χάρη στην ελεύθερη ενδυνάμωση των αμέτρητων ακτιβιστών που διατύπωσαν, πολλαπλασίασαν και, κατ’ επέκταση, κοινωνικοποίησαν το δικό τους Όχι μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέσα στους δρόμους.
Μπορούμε να ξαναχρησιμοποιήσουμε αυτό το είδος κινητοποίησης; Πιθανώς. Οι αυταπάτες όμως έχουν διαψευστεί. Το τρομακτικά άνυδρο παιχνίδι του κοινοβουλευτικού ρεφορμισμού κατά των ριζοσπαστικών κινημάτων που ζητούν περισσότερα πρέπει να ξαναρχίσει; Ίσως, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Η σχέση ευρέων τμημάτων του κινήματος με την κυβέρνηση είναι ακόμη ζωντανή. Έχει ταπεινωθεί αλλά δεν έχει σπάσει. Θα εξαρτηθεί από το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο θα αιτιολογήσει την απόφαση που πήρε στη δεδομένη κατάσταση, αλλά και πώς θα την μετατρέψει σε αφετηρία για περεταίρω κινητοποίηση. Μόνο έτσι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια ενδεχόμενη παράδοση. Όμως, θα εξαρτηθεί και από το αν τα κινήματα συνεχίσουν να ασκούν πίεση στην κυβέρνησή τους. Αν είναι πράγματι σε θέση, όχι μόνο να σκεφτούν πώς θα διαδώσουν την ιδέα της ρήξης με το ισχύον δημοσιονομικό καθεστώς, που είναι εν μέρει επιβεβλημένο από το ευρώ, αλλά και πώς θα οργανωθούν γύρω από αυτήν ως κοινωνική διαδικασία στην οποία εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι. Απέχουμε συνειδητά από το να εκφράσουμε τη γνώμη μας επ’ αυτού, γιατί δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο να προτείνουμε. Όμως, δυο πράγματα μας φαίνονται εξίσου σαφή: α) είναι πιθανό, υπό τις παρούσες συνθήκες, να ασκηθεί μια μη ρεαλιστική διακυβέρνηση και, β) εντωμεταξύ, τα κινήματα δεν πρέπει να υποβαθμίζονται ή να υποτάσσονται στη λογική της διακυβέρνησης.
8. Η αναδιοργάνωση του πολιτικού
Ότι κι αν συμβεί, το δημοψήφισμα οριοθέτησε εκ νέου τον πολιτικό χώρο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Σχεδόν με κάθε δυνατό τρόπο, πολιτικοποίησε την κρίση και τον τρόπο που ασκείται η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Τα τεχνοκρατικά πέπλα κατέρρευσαν και πρόβαλε η ωμή εξουσία της πολιτικής. Οι φυσικοί τους νόμοι καθορίζουν τους νόμους που διέπουν την πολιτική τους, αλλά οι νόμοι αυτοί μπορούν να αμφισβητηθούν. Το ‘δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση’ αναμετράται τώρα με την κοινωνική δημοκρατία.
Τα κόμματα της παλαιάς ‘αριστεράς’, είτε πρόκειται για τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Αγγλία, είτε –ειδικά- τη Γερμανία (SPD), μέχρι τώρα λειτούργησαν ως ‘διαχειριστές του παγκόσμιου καπιταλισμού’ (Μπαντιού). Το ‘Ναι’ τους κατά του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού πληθυσμού απέβαλε από τη μνήμη τους και τα τελευταία ίχνη κεϋνσιανισμού, και τα τελευταία στοιχεία σοσιαλδημοκρατικής αλληλεγγύης. Χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους για να αποτρέψουν την πρώτη ισχυρή αντεπίθεση στο νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητά του. Ήταν μια κήρυξη πολέμου εναντίον της νέας αλλά και κάθε απόπειρας διάρρηξης των δεσμών της ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό το κατάλαβαν πολλοί και πολλοί εξοργίστηκαν με τον απροκάλυπτο τρόπο που εκφόβισαν και χειραγώγησαν τη δημοκρατική αυτοοργάνωση μέσω της ‘δημοσιονομικής μεταρρύθμισης’. Η Ευρώπη δεν είναι πλέον αυτό που ήταν. Το αίτημα ενός ευρωπαϊκού δημοψηφίσματος για τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ) είναι πλέον θέμα χρόνου, το ίδιο και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων άλλων αποκλεισμένων ομάδων. Επί δεκαετίες, απέναντι στην κρίση αντιπροσώπευσης ακουγόταν μόνο η απάντηση της δεξιάς: από την Ουγγαρία, τη Λεπέν, τη Δανία, την οργάνωση Pegida. Τώρα, υπάρχει και η αριστερή απάντηση, η οποία δεν μπορεί να φιμωθεί μεσοπρόθεσμα, όποια μορφή και αν πάρει. Αρθρώθηκε ως πολιτική δύναμη πριν από το 34% των εκλογών του Ιανουαρίου. Και ακόμη και στα κοινοβουλευτικά συστήματα υπάρχει –έστω και μακροπρόθεσμα- η δυνατότητα για επαναστατικές δράσεις. Το ΟΧΙ θα παραμείνει η κεντρική πολιτική αντιπαράθεση των επόμενων χρόνων και θα είναι, ταυτόχρονα, δέκα χρόνια μπροστά από τα υπόλοιπα κινήματα της Ευρώπης.
9. Η αυτοκρατορία ηττάται από μέσα, όχι από έξω.
Όσοι λένε ότι η Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί ας μην θεωρούν ότι πρέπει να την αφήσουμε έτσι. Φυσικά, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε από την Μέρκελ. Αγωνίζεται πραγματικά για την κοινωνική της τάξη. Αλλά, είναι εξίσου προφανές ότι πρέπει να παραμείνουμε ακριβώς εκεί που είναι ο εχθρός.
Τέλος, δίνουμε τους αγώνες στο εργοστάσιο και στις γειτονιές και όχι σε πεδία απ’ όπου απουσιάζουν οι σχέσεις κυριαρχίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει τέτοιο πεδίο, ούτε στην Ελλάδα μετά από ένα Grexit. Είτε μέσα είτε έξω από το ευρώ και την ΕΕ, η ευρωπαϊκή πραγματικότητα προσδιορίζει τα όρια της ελληνικής κατάρρευσης. Εδώ ξεκινά η ευθύνη των ευρωπαϊκών κινημάτων, ειδικά στη Γερμανία. Τώρα είναι στο χέρι μας να οργανωθούμε πέρα από τα εθνικά σύνορα. Αυτό προϋποθέτει νησίδες διεθνικής διαμαρτυρίας, όπως το Blockupy, και άλλους διεθνικούς συνδέσμους της ριζοσπαστικής αριστεράς. Και, φυσικά, προϋποθέτει τον συντονισμό του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς με το Die LINKE. Όλοι πρέπει να αλλάξουμε κάτι, όλοι πρέπει να αναθεωρήσουμε την πολιτική μας και να διερωτηθούμε: πώς μπορούμε να διεθνοποιήσουμε την ελληνική υπόθεση και να καταστήσουμε το ΟΧΙ πανευρωπαϊκό; Είτε μαζί, ενωμένοι, είτε χωριστά, σε κάθε χώρο, με κάθε τρόπο. Πρέπει να εκσυγχρονίσουμε την πρακτική μας, στη δεδομένη συγκυρία.
Και κάτι ακόμη: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται κλαμπ θαυμαστών. Θα έπρεπε να εκτιμούμε την τεράστια αξία μιας αριστερής κυβέρνησης που δεν είναι ‘πιστή στη Μόσχα’. «Δυστυχώς, για να γίνουν κάποια μικρά βήματα
απαιτούνται ακόμη μεγάλες θυσίες» μας έγραψε ένας σύντροφος από το Δίκτυο, από το κυβερνητικό κλιμάκιο, εκείνη την Παρασκευή που πάρθηκε η απόφαση για το Μνημόνιο. Ναι, τα σκουπίδια είναι πολλά. Συνεχίστε όμως. Τι άλλο να κάνετε;
Το Blockupy πάει Αθήνα, 12 Ιουλίου 2015 (Βερολίνο, 12.00)
ΥΓ1: Τελειώνουμε την έκθεσή μας ως ομάδα και επιστρέφουμε στη δράση. Ότι και αν συμβεί από εδώ και στο εξής, έχουμε ήδη αλλάξει από τα πρόσφατα γεγονότα. Στην Αθήνα αγωνιστήκαμε μέχρι εξάντλησης μαζί με άλλους. Μιλήσαμε όμως και με συντρόφους με όραμα, αλλά και με θαρραλέους κοινούς ανθρώπους που μας εξήγησαν τους λόγους του ΟΧΙ τους. Συνειδητοποιήσαμε πόσο πιο πολύ επιθυμούμε την ελληνική φιλία από τη γερμανική τάξη. Ήταν συναρπαστικό και ιστορικό, και μάθαμε πάρα πολλά.
ΥΓ2: Όλες οι βασικές μας εκτιμήσεις ισχύουν ακόμη, παρότι πολλά μπορεί να αλλάξουν τις επόμενες ημέρες ή και ώρες. Προβλέπεται ότι το ‘δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση’ θα νικήσει –σοκ και δέος, τίποτε δεν πρέπει να επιβιώσει-. Αν το τραγικό μέγεθος της υποταγής δεν είναι αρκετό, τότε η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να πάρει το ρίσκο του μεγάλου άλματος στο άγνωστο. Ή θα παραμείνει σε ένα κατ’ επανάληψη προκαλούμενο κενό ή θα πρέπει να πέσει πιο χαμηλά. Και τότε, κάτι νέο θα προκύψει. Αλλά αυτό θα αποφασιστεί όχι μόνο από την κυβέρνηση. Και τότε, όλα θα είναι πραγματικά στον αέρα.
Αυτό το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα γερμανικά στο μπλογκ ‘Blockupy goes Athens’