Οι υποτιθέμενες “διαπραγματεύσεις” ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την Τρόικα έφτασαν στο προαποφασισμένο αποτέλεσμα. Αποφασίστηκαν η μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού και 40% των υπόλοιπων – που σημαίνει πως ο κάτοικοι της Ελλάδας καλούνται να ζήσουν με 400 ευρώ το μήνα – καθώς και μια μείωση 15% στις ήδη εξαιρετικά χαμηλές συντάξεις σε συνδυασμό με την απόλυση 150.000 δημοσίων υπαλλήλων.
Η ανακοίνωση των κυβερνητικών προθέσεων προκάλεσαν κύματα οργής στην Ελλάδα και η ΓΣΕΕ κάλεσε μία 48ωρη γενική απεργία. Την Κυριακή, ημέρα ψήφισης της συμφωνίας, μία τεράστια διαδήλωση πραγματοποιήθηκε μπροστά στη Βουλή. Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων πλημμύρισαν όλους τους γύρω δρόμους. Η προβοκατόρικη στάση της αστυνομίας αλλά και η προπαγάνδα των κυρίαρχων ΜΜΕ, που μετέδιδαν πως στη συγκέντρωση συμμετείχαν μόλις 20.000 άτομα, ανέδειξαν το φόβο που τρέφει η κυβέρνηση για τις λαϊκές αντιδράσεις και την απόφασή της να διαλύσει τη διαδήλωση και να τρομοκρατήσει τους πολίτες. Ο πρώτος στόχος επετεύχθη όταν οι αστυνομικές δυνάμεις, μετά από ώρες βίαιων επιθέσεων εναντίον πολιτών στους πέριξ της Βουλής δρόμους, χωρίς την παραμικρή αφορμή επιτέθηκαν στο κυρίως σώμα της διαδήλωσης ρίχνοντας χημικά μέσα στα οργανωμένα μπλοκ προκαλώντας ασφυξία, τραυματισμούς και λιποθυμίες. Περισσότεροι από 50 διαδηλωτές μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία, τραυματισμένοι ή με αναπνευστικά προβλήματα και για άλλη μία φορά το ίντερνετ γέμισε με βίντεο που “ανέβασαν” διαδηλωτές και απεικόνιζαν την παράνομη δράση της αστυνομίας. Ο δεύτερος στόχος όμως, της τρομοκράτησης του κόσμου, δεν επετεύχθη ποτέ. Ειδικά όταν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μανώλης Γλέζος, οι δύο πιο εμβληματικές ζώσες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, προσπάθησαν να μπουν στη Βουλή και δέχτηκαν τα χημικά της αστυνομίας, οι διαδηλωτές εξοργίστηκαν. Οι δυο τους τελικά κατάφεραν να μπουν στο χώρο των συνεδριάσεων προκειμένου, όπως δήλωσαν, «να κοιτάξουν τους βουλευτές στα μάτια, την ώρα που ετοιμάζονται να ψηφίσουν τον θάνατο της Ελλάδας».
Την εβδομάδα πριν από την ψηφοφορία αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης προετοίμαζαν αυτό το αποτέλεσμα μέσω δημόσιων δηλώσεων, υποστηρίζοντας πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα πρέπει να μειωθεί, αφού ο αντίστοιχος στην Πορτογαλία και την Ισπανία είναι ακόμη χαμηλότερος. Πέρα από την κυνική ομολογία πως οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν όσο χαμηλότερες απολαβές γίνεται, αυτή η δήλωση αποτελεί και ένα εξαιρετικό παράδειγμα παραπλανητικής χρήσης των στοιχείων. Πέρα από τον κατώτατο μισθό εξίσου σημαντικό μέγεθος για τη διαπίστωση της ποιότητας ζωής στην Ελλάδα είναι και ο μέσος μισθός, ο οποίος στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερος αυτών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς και το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών. Τα τελευταία είναι εξαιρετικά μεγαλύτερα στην Ελλάδα από ότι σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ για μια σειρά από λόγους που εκτείνονται από τους μεγάλους έμμεσους φόρους ως τις δυσλειτουργίες της αγοράς που οδηγούν στη δημιουργία καρτέλ. Επιπροσθέτως, το ποσοστό των ανασφάλιστων εργαζόμενων φτάνει στο 30%, ενώ αυξάνεται και ο αριθμός όσων δουλεύουν για λιγότερα από τον κατώτατο μισθό.
Η κεντρική ιδέα των πολιτικών ηγετών και των γραφειοκρατών της ΕΕ είναι αρκετά απλή και παλιά: “διαίρει και βασίλευε” είναι το ανεπίσημο δόγμα τους, το οποίο και εφαρμόζουν προσπαθώντας να στρέψουν τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις τη μία εναντίον της άλλης. Μέχρι τώρα, αυτό συνέβαινε και στην Ελλάδα. Στην αρχή της κρίσης η κυβέρνηση και τα κυρίαρχα ΜΜΕ αναζωπύρωναν διαρκώς την κοινωνική δυσαρέσκεια εναντίον των δημόσιων υπαλλήλων, υποστηρίζοντας την ανάγκη μείωσης των μισθών τους και απόλυσης ενός μεγάλου μέρους τους. Αρχικά αυτή η ιδέα είχε μια κοινωνική αποδοχή, κυρίως λόγω του ότι ένα μέρος του ελληνικού δημόσιου τομέα έχει στελεχωθεί μέσω ενός πελατειακού συστήματος αλλά και λόγω μιας σειράς δυσλειτουργιών που εμφανίζει η δομή του Δημοσίου. Παρόλα αυτά, το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει μεγαλύτερο ποσοστό υπαλλήλων επί του συνολικού πληθυσμού σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, ούτε και έχει μεγαλύτερο κόστος, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα κόμματα της Αριστεράς είχαν προειδοποιήσει από την αρχή πως η επίθεση στους δημόσιους υπαλλήλους δεν θα περιοριζόταν σε αυτούς αλλά θα επηρέαζε και τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Τους τελευταίους μήνες, όταν και εμφανίστηκαν εμφατικά οι συνέπειες της κρίσης, ο κόσμος φαινόταν όλο και λιγότερο δεκτικός σε τέτοια μέτρα. Ακόμη και κάποιοι αστέρες του εγχώριου δημοσιογραφικού κόσμου, εκπρόσωποι μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών, αναγκάστηκαν να κάνουν μία πλήρη στροφή από την υποστήριξη των μέτρων για τον δημόσιο τομέα στην καταδίκη τους.
Κανένας Μόνος του στην Κρίση
Η συνειδητοποίηση των κοινών συμφερόντων των εργαζόμενων ενισχύθηκε από την εμφάνιση μίας σειράς ποικίλων τοπικών πρωτοβουλιών υπό τη γενική ονομασία Δίκτυα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, των οποίων κεντρικό σύνθημα είναι το «Κανένας Μόνος του στην Κρίση». Αυτές οι πρωτοβουλίες οργανώνονται από πολίτες, μερικές φορές και με τη συμμετοχή θεσμικών δομών όπως οι Δήμοι, αριστερής και μη πλειοψηφίας. Οι πολίτες συμμετέχουν στα Δίκτυα, σε μια λογική αλληλεγγύης και όχι φιλανθρωπίας, ως ένα μέσο υποστήριξης και των εαυτών τους για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Μερικά μόνο παραδείγματα δράσεων των Δικτύων είναι η συγκέντρωση τροφίμων για φτωχές οικογένειες, άστεγους αλλά ακόμη και για την υποστήριξη απεργών, η δημιουργία τραπεζών χρόνου για την ανταλλαγή υπηρεσιών (για παράδειγμα, ένας γιατρός προσφέρει τις υπηρεσίες του στο χώρο του Δικτύου για δύο φορές την εβδομάδα και σε αντάλλαγμα μία καθηγήτρια μαθηματικών κάνει μάθημα στα παιδιά του) και οι ενέργειες αποτροπής της διακοπής του ρεύματος σε σπίτια πολιτών που αδυνατούν ή έχουν αρνηθεί να πληρώσουν τον νέο φόρο για την ακίνητη περιουσία, ο οποίος ενσωματώνεται στο λογαριασμό της ΔΕΗ προκειμένου να ασκείται έτσι εκβιασμός στους φορολογούμενους. Αυτές οι διαδικασίες δημιουργούν μία εντελώς νέα κατάσταση για την Ελλάδα, διδάσκοντας στους ανθρώπους πως η οργάνωση κοινωνικών λειτουργιών και δομών, που αποτελούν και την ουσία της πολιτικής, δεν θα πρέπει να θεωρούνται δουλειά των ειδικών, αλλά ένα έργο των ίδιων των πολιτών. Επίσης, πως για να αντιμετωπίσουμε το «διαίρει και βασίλευε» των κυρίαρχων δυνάμεων, τις δικές μας δράσεις πρέπει να τις καθοδηγεί το «η ισχύς εν τη ενώσει».
Η αναστάτωση στο πολιτικό σκηνικό
Η όλη κατάσταση φαίνεται πως έχει επηρεάσει τον τρόπο πρόσληψης της κεντρικής πολιτικής σκηνής από τους πολίτες. Μία σειρά δημοσκοπήσεων δείχνουν πως το τοπία αλλάζει δραματικά. Όλες εμφανίζουν το ΠΑΣΟΚ να αντιμετωπίζει συνθήκες σχεδόν διάλυσης, με το ποσοστά του να πέφτουν από το 44% των τελευταίων εκλογών κοντά στο 10%. Η Νέα Δημοκρατία έρχεται πρώτη σε όλες τις δημοσκοπήσεις με ποσοστό που δεν της προσφέρει κυβερνητική αυτοδυναμία. Το μέχρι πρότινος τρίτο μέλος της κυβερνητικής συμμαχίας, το ακροδεξιό αντιμεταναστευτικό ΛΑΟΣ, υφίσταται επίσης τις συνέπειες της συμμετοχής του σε αυτήν, βλέποντας και τα δικά του ποσοστά να πέφτουν. Αυτό προφανώς οφείλεται και στην ιδιαιτερότητα του ΛΑΟΣ, που αποτελεί τη μοναδική ίσως περίπτωση ακροδεξιού και ταυτόχρονα τόσο νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού κόμματος, γεγονός που δεν του επιτρέπει να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν πληγεί από την κρίση.
Δύο ακόμη παράγοντες είναι κρίσιμοι για την συνολική εικόνα του πολιτικού σκηνικού. Ο πρώτος είναι η άνοδος της ακροδεξιάς και νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, η οποία σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις εμφανίζει δυναμική εισόδου της στη Βουλή. Αυτό συνιστά επίσης αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης ατζέντας του ΛΑΟΣ και της απογοήτευσης που έχει προκαλέσει στους ψηφοφόρους του. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η άνοδος της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ εμφανίζονται ακόμη και να διπλασιάζουν τα ποσοστά τους. Αμφότερα κερδίζουν ψήφους από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από την Νέα Δημοκρατία, αν και σε μικρότερο βαθμό. Νέος παράγοντας είναι η παρουσία της Δημοκρατικής Αριστεράς, η οποία συγκροτήθηκε κατά βάση από πρώην μέλη του Συνασπισμού αλλά και λίγα πρώην μέλη του ΠΑΣΟΚ και συγκεντρώνει ένα ποσοστό αντίστοιχο αυτού των άλλων αριστερών κομμάτων.
Η επίσημη λήξη της θητείας της παρούσας Βουλής είναι τον Οκτώβριο του 2013. Τα κόμματα της Αντιπολίτευσης (ακόμη και η υποκριτικά λειτουργούσα Νέα Δημοκρατία, η οποία συμμετέχει στην κυβέρνηση) ζητάν την επίσπευση της διεξαγωγής εκλογών. Η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η συγκρότηση μία αριστερής αντιμνημονιακής κυβέρνησης, με ένα πρόγραμμα αύξησης φόρων στα υψηλά εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες, κρατικοποίησης των τραπεζών και τοποθέτηση τους υπό δημόσιο έλεγχο, ακύρωσης ενός μεγάλου μέρους του χρέους με εξαίρεση αυτού που κατέχουν ελληνικά και ξένα ασφαλιστικά ταμεία και με την επιβολή ενός τριετούς μορατόριουμ αποπληρωμής του χρέους και δικλίδα εξόφλησής του μόνο σε περίπτωση ύπαρξης θετικών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όπως είχε συμβεί και με την μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Γερμανίας. Τόσο το ΚΚΕ όσο και η Δημοκρατική Αριστερά απορρίπτουν αυτήν την πρόταση. Το ΚΚΕ υποστηρίζει πως δεν υπάρχει έδαφος για την οικοδόμηση μιας τέτοιας συνεργασίας διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υποστηρίζει την ανάγκη εξόδου της χώρας από την ΕΕ. Η Δημοκρατική Αριστερά επίσης απορρίπτει την πρόταση, υποστηρίζοντας από την άλλη πλευρά πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υποστηρίζει πλήρως την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας! Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια κυβέρνηση δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή κομμάτι των σχεδιασμών των δύο αυτών κομμάτων. Το ΚΚΕ, που πρόσφατα ανεγνώρισε ως πρότυπο οικοδόμησης του σοσιαλισμού την περίοδο του σταλινισμού, ονειρεύεται μία δικτατορία του προλεταριάτου και ένα μονοκομματικό σύστημα. Η δήλωση της Γενικής Γραμματέως του, πως μία κυβέρνηση της Αριστεράς θα προσέφερε απλώς περισσότερο χρόνο στα αστικά κόμματα για να ανασυγκροτηθούν και να διεκδικήσουν εκ νέου την εξουσία, είναι απολύτως ενδεικτική αυτής της στάσης του. Η Δημοκρατική Αριστερά από την άλλη σχεδιάζει τη συμμετοχή της σε μια κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ ή όποια κόμματα θα προκύψουν από αυτό.
Το σκηνικό στην Ελλάδα είναι λοιπόν πολύ σύνθετο και συγκρουσιακό αυτή τη στιγμή. Το μόνο σίγουρο είναι πως το τι θα ακολουθήσει εξαρτάται από τις λαϊκές αντιδράσεις. Τόσο η στάση της κυβέρνησης όσο και οι μετεκλογικές αποφάσεις των κομμάτων της Αριστεράς θα κριθούν από την κινητοποίηση των πολιτών και τα κινήματα και τις πρωτοβουλίες που υλοποιούνται. Την ίδια στιγμή που ο αστικός συνασπισμός εξουσίας επιχειρεί να μειώσει την δυνατότητα των πολιτών να επηρεάζουν την κρατική πολιτική, ακόμη και του να έχουν μία κυβέρνηση ψηφισμένη από τους ίδιους και όχι υπό την εξουσία της Τρόικα και το παζάρι τριών κομμάτων, οι λαϊκές κινητοποιήσεις και οι αντιδράσεις ενάντια σε αυτό το νέο αυταρχικό πολιτικό πλαίσιο δημιουργούν νέες μορφές ευκαιριών για ριζοσπαστικά πολιτικά αποτελέσματα. Οι δρόμοι της Ελλάδας περιμένουν να φιλοξενήσουν για άλλη μια φορά την οργή μας, τους αγώνες μας και τις ελπίδες μας. Οι δεσμοί και τα οράματα που μοιράζονται πλέον όσοι και όσες συμμετείχαν στις τελευταίες ογκώδεις διαδηλώσεις και τις ποικίλες διαμαρτυρίες αποδεικνύονται πολύ πιο ισχυρά από το φόβο που αυτή η κυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων, των τραπεζιτών και των φασιστών προσπαθεί να επιβάλει. Όπως φώναζαν και οι τελευταίες διαδηλώσεις, «δεν μας φοβίζουν, μας εξοργίζουν!».