Τα πορίσματα τόσο της στατιστικής όσο και της πολιτικής επιστήμης δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία περνάει σήμερα τη σοβαρότερη κρίση από την ίδρυσή της
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, το μέσο ποσοστό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές μειώθηκε από 33% σε 26% (από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 2011), δηλαδή περισσότερο από το ένα πέμπτο. Με μια πρώτη ματιά αυτό δεν φαίνεται δραματικό. Όμως, αν εξετάσουμε τα ποσοστά εκκινώντας από τον «Χρυσό Αιώνα» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή από τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, η εικόνα είναι πράγματι δραματική. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το ποσοστό μειώθηκε από 41% σε 28% (κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο!).
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά πολιτικά στοιχεία αυτής της «Χρυσής Περιόδου», που ακολούθησε εκείνη των συντηρητικών κυβερνήσεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
-
Η σχεδόν ταυτόχρονη άνοδος στην εξουσία σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, και το Ηνωμένο Βασίλειο.
-
Το ζενίθ της επιρροής του ευρωκομμουνιστικού σχεδίου και το ζενίθ της επιρροής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
-
Οι δημοκρατικές επαναστάσεις και ανάληψη της κυβέρνησης από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα-νέα ακόμα- στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
-
Και τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, η στρατιωτική και πολιτική ύφεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Αν δούμε τα πράγματα επιφανειακά, αυτός ο αστερισμός φαίνεται να επαναλαμβάνεται τη δεκαετία του 1990. Για άλλη μια φορά, σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήρθαν στην εξουσία σχεδόν ταυτόχρονα στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ η κοινοτική διεύρυνση προς Βορρά οδήγησε στην ενίσχυση των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών λόγω της ενσωμάτωσης της ισχυρής σοσιαλδημοκρατίας των Σκανδιναβικών χωρών, της Φινλανδίας και της Αυστρίας. Υπήρχε και ένα άλλο σημείο που φαινόταν να μοιάζει με όσα είχαν συμβεί στη δεκαετία του 1970: η ανάδυση νέων δημοκρατιών στην Ανατολική Ευρώπη, όπου η σοσιαλδημοκρατία που προέκυψε από τα ηττημένα κρατικά, κομμουνιστικά κόμματα πρόσφεραν την προοπτική μιας σύνθεσης μεταξύ του κράτους πρόνοιας, του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού, με αποτέλεσμα να γίνουν οι βασικές πολιτικές δυνάμεις σ’ αυτές τις χώρες.
Τα τελευταία 20 χρόνια, όμως, συμβαίνει μια άνευ προηγουμένου υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας. Να αναφέρουμε τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Γερμανία: Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) των Σρέντερ και Λαφονταίν, που συγκέντρωσε 20 εκατομμύρια ψήφους και 41% το 1999 και σχημάτισε κυβέρνηση με τους Πράσινους, είδε την κατάστασή του να χειροτερεύει δραματικά, συγκεντρώνοντας δέκα χρόνια μετά μόλις 10 εκατομμύρια ψήφους και 26%.
Ηνωμένο Βασίλειο: Το ποσοστό του Εργατικού Κόμματος του Μπλερ που το 1977 έφτασε το 43%, μειώθηκε στο 29% το 2010.
Σουηδία: Μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και της δεκαετίας του 1990, το ποσοστό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Εργατών μειώθηκε από 48% σε 40%, ενώ το 2014 έφτασε το 29%.
Δανία: Το μέσο ποσοστό στη δεκαετία του 1990 ήταν 36% και το 2011 μόνο 25%.
Νότια Ευρώπη: ΠΑΣΟΚ 12%, PSOE 29%-ας μην τα συζητήσουμε αυτά τα αποτελέσματα!
Όμως το σημείο στο οποίο κυρίως θα ήθελα να αναφερθώ είναι τα πολύ εύγλωττα παραδείγματα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μια περιοχή στην οποία δεν δείχνουμε την αναγκαία προσοχή. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, το ποσοστό της Συμμαχίας της Δημοκρατικής Αριστεράς (SDP-UP) από 41% το 2011 έπεσε στο 8,2% το 2011. Και φυσικά υπάρχει η εντυπωσιακή περίπτωση της Ουγγαρίας, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΜSΖP) έπεσε από 43,2% το 2006 στο 19,3% το 2010, μια μείωση που άνοιξε το δρόμο στη λαϊκιστική και νεοφασιστική Δεξιά. Η εικόνα δεν άλλαξε το 2014, με το MSZP να λαμβάνει 25,6%.
Η παρακμή επιταχύνθηκε με την πάροδο του χρόνου. Οι μισές από τις απώλειες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από τότε που η επιρροή της ήταν στο μέγιστο σημείο της συνέβησαν μεταξύ 2009 και 2014! Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί με τις συμβατικές μεθόδους της πολιτικής επιστήμης που αναφέρεται σε κοινωνικούς και δομικούς παράγοντες και αλλαγές του τρόπου ζωής των ανθρώπων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, λοιπόν, ότι αυτό που μετράει στην πολιτική είναι οι ιδέες!
Πράγματι, η ατζέντα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας της δεκαετίας του 1970 ήταν ηγεμονική στην κοινωνία. Ήταν διαφορετική αφ’ ενός από τα κομμουνιστικά κράτη και αφ’ ετέρου από τους συντηρητικούς και αυτό την έκανε ελκυστική στις δημοκρατίες που αναδύονταν από τις δικτατορίες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Οι σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του 1970, όπως ο Βίλυ Μπραντ, ο Όλαφ Πάλμε και ο Μπρούνο Κράϊσκι ήταν μια διαφορετική ράτσα. Οι πυλώνες της ατζέντας τους ήταν
-Το κράτος πρόνοιας και η πλήρης απασχόληση
-Ο εκσυγχρονισμός υπό την έννοια του πολιτικού και πολιτιστικού φιλελευθερισμού
-Η προώθηση μιας ειρηνικής ατζέντας
Από τα τρία αυτά σημεία, στη δεκαετία του 1990, όταν οι σοσιαλδημοκράτες ήταν στην κυβέρνηση στις 12 από τις 15 χώρες της ΕΕ και κατείχαν τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρέμεινε μόνο ο πολιτικός και πολιτιστικός φιλελευθερισμός.
Τη δεκαετία του 1970, η σοσιαλδημοκρατική ατζέντα επικρατούσε σε ένα γενικώς συντηρητικό ούσα σε αντίθεση με την αντιδραστική πολιτική του Αντενάουερ, του Μακμίλλαν και του Ντε Γκωλ. Η νίκη της οφειλόταν στις ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες, δηλαδή στον ανταγωνισμό των κοινωνικών συστημάτων, αλλά κυρίως στη θέληση των σοσιαλδημοκρατών ηγετών να υιοθετήσουν, τουλάχιστον εν μέρει, την ατζέντα των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων του τέλους της δεκαετίας της δεκαετίας του 1960.
Στη δεκαετία του 1990, η κατάσταση αναστράφηκε εντελώς: Η συνθήκη του Μάαστριχτ και η γραπτή συμφωνία Σρέντερ-Μπλερ επιβεβαίωσαν την υποταγή του κυρίαρχου ρεύματος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό, την απορρυθμισμένη οικονομία και τον γενικευμένο ανταγωνισμό.
Η κοινωνική κρίση που έπληξε πρώτα την Ανατολική Ευρώπη-δυστυχώς λίγοι το γνωρίζουν αυτό-έδειξε ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν αποξενώθηκαν μόνο από τον πυρήνα των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους, αλλά αποδείχθηκαν και ανίκανα να σταθεροποιήσουν τη συμμαχία τους με τις μεσαίες τάξεις που προέβλεπε ο Τρίτος Δρόμος για τον Σοσιαλισμό.
Στην Ανατολή και τη Δύση, το Νότο και το Βορρά η σοσιαλδημοκρατία πληρώνει σήμερα υψηλό τίμημα για την αποτυχία της στρατηγικής της.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών οδήγησαν στην εντύπωση ότι η συγκριτική θέση της σοσιαλδημοκρατίας σε σχέση με τους χριστιανοδημοκράτες και τους συντηρητικούς δεν χειροτέρευσε αλλά, αντίθετα, βελτιώθηκε. Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν πρόκειται για καλά νέα, δεδομένου ότι αυτό σημαίνει ότι η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας είναι μέρος μιας συνολικότερης διαδικασίας: της κρίσης των πολιτικών συστημάτων και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Σε πολλές χώρες το κενό καλύφθηκε από τη ριζοσπαστική και λαϊκιστική Δεξιά. Οι κίνδυνοι από αυτήν την εξέλιξη για τη δημοκρατία είναι προφανείς.
Από την άλλη πλευρά, η σημερινή κατάσταση ανέδειξε μια νέα ευκαιρία. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, οι εξελίξεις στην Αριστερά στην Ισπανία, οι στρατηγικές συζητήσεις στη γαλλική Αριστερά, η κόκκινο-κόκκινο-πράσινη κυβερνητική συμμαχία στη Θουριγγία και η ίδρυση της «Άλλης Ευρώπης με τον Τσίπρα» στην Ιταλία αποτελούν απόδειξη αυτού του ισχυρισμού.
Η ριζοσπαστική Αριστερά στην Ευρώπη υπάρχει και βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία, ίσως την τελευταία στο προβλέψιμο μέλλον. Αυτό που μπορεί να ευχηθούμε για να υπάρξει η συγκεκριμένη αισιόδοξη εξέλιξη είναι οι προοδευτικές δυνάμεις στις κοινωνίες, στα συνδικάτα και στα κοινωνικά κινήματα-καθώς και όσοι μέσα στα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν έχουν καταφύγει στην παραίτηση και τον κυνισμό-να κατανοήσουν ότι ήρθε η ώρα τους, ότι το παράθυρο που άνοιξε η ριζοσπαστική Αριστερά δημιουργεί νέες ευκαιρίες για όλες τις προοδευτικές δυνάμεις.
Παρουσίαση στο Σεμινάριο «Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία», που έγινε στη Φλωρεντία στις 16 Νοεμβρίου 2014. Διαβάστε τη σύντομη έκθεση εδώ