Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε, τις προάλλες, το ιταλικό προσχέδιο προϋπολογισμού. H Ιταλία είναι σε κατάσταση σύγκρουσης με την ΕΕ. Πώς να αντιδράσουμε από τα αριστερά;
Όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο Ιταλός Υπουργός Οικονομικών, Τρία, μόλις πρόλαβε να στείλει μια επιστολή με την οποία πρότεινε το διάλογο ανάμεσα στην ιταλική κυβέρνηση και τις αρχές της ΕΕ για τις επιλογές του ιταλικού προϋπολογισμού, όταν οι Ντομπρόβσκις και Μοσκοβισί, εκπροσωπώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κοινοποίησαν τη γνώμη τους χωρίς να μασήσουν τα λόγια τους. Η επιστολή τους δημοσιοποιήθηκε ευρέως, παρότι αυτό απαγορεύεται. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να γίνει κάτι σε αυτά τα επίπεδα. Η φράση κλειδί είναι ότι «οι στόχοι του προϋπολογισμού, όπως αναθεωρήθηκαν από την Ιταλία, καταδεικνύουν μια σημαίνουσα απόκλιση από τον δημοσιονομικό δρόμο που συνιστά το Συμβούλιο». Στην ουσία, το εμφανές βήμα προς τα πίσω που έκανε η κυβέρνηση 5 Αστέρων/Λέγκας στο σχεδιασμό του λόγου έλλειμμα/ΑΕΠ δεν ικανοποίησε την Επιτροπή. Μετά τα πρώτα σημάδια αναταραχής στις αγορές και την αρνητική αντίδραση των αρχών της ΕΕ, τα συμβαλλόμενα μέρη της κυβερνητικής πλευράς έκαναν ξαφνικά πίσω, αποφασίζοντας να μη διατηρήσουν το 2,4% και για τα τρία χρόνια, αλλά να εφαρμόσουν μια σταδιακή μείωση χρόνο με το χρόνο, προβλέποντας 2,1% για το 2020 και 1,8% για το 2021. Έγινε, ωστόσο, σαφές ότι η υποχώρηση αυτή δεν ήταν επαρκής για τους κήνσορες της ΕΕ, εν μέρει γιατί εκείνο που μετρά σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η πρόβλεψη για τον πρώτο χρόνο, δηλαδή το 2019, η οποία αφέθηκε στο επίπεδο του 2,4%.
Από εκείνη τη στιγμή, η παρέμβαση της ΕΕ στη συζήτηση, που δεν έχει ακόμη ξεκινήσει επίσημα, στη συνεδρίαση του ιταλικού Κοινοβουλίου για τον προϋπολογισμό, ήταν ξεκάθαρη. Επιπλέον, οι λεγόμενοι ευρωπαϊκοί κανόνες που καθορίζονται από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, απαιτούν από τη χώρα μας να κάνει διαρθρωτικές αλλαγές της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ, ενώ το σύνολο των ανακοινωθέντων μέτρων, στην κραυγαλέα διορθωμένη μορφή τους, επιβαρύνουν το διαρθρωτικό ισοζύγιο κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Η επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν είναι μια απλή προειδοποίηση, αλλά η αρχή μιας κλιμάκωσης που μπορεί να οδηγήσει στην έναρξη των διαδικασιών παραβίασης του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Επιπλέον, η δημόσια επιστολή ενισχύει το έργο των εταιριών αξιολόγησης -παρότι δεν χρειάζονται επιπλέον κίνητρα για να κάνουν κακό- οι οποίες υποβάθμισαν ήδη τη χρηματιστηριακή αξιοπιστία του ιταλικού κράτους, γεγονός το οποίο θα αυξήσει τα σπρεντ και το κόστος του χρέους, καθώς και την αποχώρηση των επενδυτών από την Ιταλία.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης, παρότι η ΕΚΤ έχει εγγυηθεί ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν και παρότι συνεχίζει να επανεπενδύει κεφάλαια που αποδεσμεύονται από περιουσιακά στοιχεία ωρίμανσης «για όσο διάστημα χρειαστεί». Αν η Ιταλία είναι, ασφαλώς, πολύ μεγάλη χώρα για να πτωχεύσει, η άλλη όψη του νομίσματος είναι εξίσου αλήθεια: είναι πολύ μεγάλη και για να σωθεί. Επομένως, δεν θα πρέπει να περιμένουμε ιδιαίτερα καλή πρόθεση από την πλευρά της ΕΚΤ, οποιοσδήποτε κι αν βρεθεί στην προεδρεία της μετά το τέλος της θητείας του Μάριο Ντράγκι, στις 31 Οκτωβρίου 2019.
Το πραγματικά αδύνατο σημείο της Ιταλίας δεν εντοπίζεται τόσο, ούτε μόνο, στο υψηλό της χρέος, πάνω από 130%, όσο στον ασφυκτικό χαρακτήρα της ανάπτυξής της. Τα ποσοστά που προβλέπει η κυβέρνησή μας δεν θεωρούνται ρεαλιστικά, και όχι μόνο από τους μολοσσούς της ΕΕ. Το 1,5% για τον επόμενο χρόνο, και μετά μια υποχώρηση στο 1,4% για το 2021, μοιάζουν με χίμαιρα με δεδομένο το, όχι μόνο ιταλικό, πλαίσιο των ποσοστών ανάπτυξης που θυμίζουν τηλεφωνικούς κωδικούς που ξεκινούν με μηδέν. Τα στοιχεία για την κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα μας οδηγούν σε απαισιόδοξες θεωρήσεις. Επομένως, μια μείωση του λόγου έλλειμμα/ΑΕΠ με την αλλαγή του διαιρέτη αποτελεί ματαιότητα. Ο παραπάνω στόχος απαιτεί μια σαφή βιομηχανική πολιτική στραμμένη στις δημόσιες επενδύσεις σε καινοτόμους τομείς με υψηλό βαθμό απασχόλησης. Αλλά το σχέδιο προϋπολογισμού δεν περιέχει ίχνος αυτού, παρά τις επαναλαμβανόμενες αναφορές του Τρία στην ανάγκη για ανάπτυξη. Ο κεϋνσιανισμός που ακόμη και από μερικά τμήματα της εναλλακτικής Αριστεράς πιστώνεται στην κυβέρνηση -για παράδειγμα, σε πρόσφατες δηλώσεις του Στέφανο Φασίνα, βουλευτή του LEU (Liberi e Uguali)- είναι σχεδόν αυταπάτη. Στην πραγματικότητα, ο κεϋνσιανισμός στηρίζεται, όχι μόνο στη χρηματοδότηση των δαπανών από το έλλειμμα αλλά στην ποιότητά του, όχι μόνο στην αναδιανομή αλλά στη δημιουργία νέων μορφών κοινωνικού πλούτου.
«Αναδιανομή»
Αν αναλύσουμε τα στοιχεία που έγιναν μέχρι στιγμής γνωστά για να στηρίξουν τον οικονομικό ελιγμό της κυβέρνησης, θα δούμε ότι ακόμη και σε ότι αφορά τη, μίζερη, αναδιανομή των εισοδημάτων, υπάρχουν πολλά αμφισβητούμενα στοιχεία. Το υπεσχημένο εισόδημα του πολίτη δεν έχει καμιά σχέση με το είδος, όχι μόνο γιατί πρόκειται απλά για μια επέκταση των επιδομάτων με στόχο την κοινωνική ένταξη που είχε ήδη ενεργοποιηθεί από τον Ρέντζι και τον Τζεντιλόνι. Εκτός από τους όρους του, μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση της αποδοχής τουλάχιστον μιας από τις τρεις προτεινόμενες θέσεις εργασίας, με ποινή την απώλεια του επιδόματος, ο Ντι Μάγιο πρόσθεσε και μια «ηθική υποχρέωση» στους παραλήπτες του, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το επίδομα για δαπάνες που θεωρούνται πολυτελείας. Αυτό σημαίνει ότι φτάσαμε στο στάδιο της ηθικής, που είναι ο προθάλαμος κάθε αυταρχικού καθεστώτος, και το επίδομα μεταφράζεται σε υποταγή. Μια υποτιθέμενη ηθική που έρχεται σε περίτρανη αντίθεση με μια ακόμη γενναιόδωρη φορολογική απαλλαγή, την οποία ονομάζουν «ειρήνη». Έτσι, το επίδομα ενός ανέργου θα κόβεται όταν εκείνος απορρίπτει τις θέσεις εργασίας που του προτείνουν κάποια υποβαθμισμένα κέντρα απασχόλησης. Στην πραγματικότητα (σύμφωνα με όσα είπε ο Ντι Μάγιο), ο/η άνεργος/η, σε περίπτωση παραποίησης της κατάστασής του/της, κινδυνεύει με έξι χρόνια φυλάκισης. Ενώ αυτοί που φοροδιαφεύγουν, ειδικά οι μεγαλύτεροι, μένουν στο απυρόβλητο για νιοστή φορά.
Όσον αφορά το διαβόητο Quota 100 για τις συντάξεις, ισχύει μόνο για όσους/ες είναι 62 ετών και έχουν καταβάλλει εισφορές 38 ετών [1], μόνο που το σύνολο των εισφορών δεν άλλαξε, πράγμα που σημαίνει ότι οι πιο πολλοί θα συνταξιοδοτούνται μετά τα 62. Επιπλέον, διάφοροι περιορισμοί ποινικοποιούν όσους/ες έχουν επισφαλή απασχόληση και κυρίως τις γυναίκες, που αποτελούν τα ασθενέστερα τμήματα της αγοράς εργασίας, ενώ οι συντάξεις θα εξαρτώνται αυστηρά από τις ασφαλιστικές εισφορές. Αυτό συνεπάγεται μια σημαντική μείωση του ύψους των συντάξεων.
Από την άλλη, μια γρήγορη ματιά στο κυβερνητικό «συμβόλαιο» αρκεί για να καταλάβουμε ότι η βελτίωση των συντάξεων και το επίδομα κοινωνικής ένταξης είναι ασύμβατα με τη μείωση του φόρου εισοδήματος που αποτελεί την αναπόδραστη συνέπεια της εισαγωγής του ενιαίου φορολογικού συντελεστή. Η φορολογία εισοδήματος θα έχει τρεις διαφορετικούς συντελεστές αλλά, αν ο νόμος περάσει, ο υψηλότερος συντελεστής θα είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με τον υψηλότερο του σημερινού συστήματος, ενώ η απώλεια των κρατικών εσόδων θα είναι πολύ βαριά, δεδομένου ότι δεν φαίνεται το κυβερνητικό πρόγραμμα να κάνει την παραμικρή αναφορά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Πώς λοιπόν θα βρεθούν οι πόροι που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των δεσμεύσεων της κυβερνητικής συμμαχίας 5 Αστέρων/Λέγκας; Τα πρώτα δημοσιευμένα στοιχεία προβλέπουν 5 δις λιγότερα για την κλασική προνοιακή φροντίδα, δηλαδή, τη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση. Στην ουσία, το εισόδημα του πολίτη -το οποίο δεν είναι εισόδημα του πολίτη αλλά εισόδημα υποταγής- θα πληρωθεί σε μεγάλο βαθμό από τις τσέπες των φορολογούμενων που δεν μπορούν να διαφύγουν, με άλλα λόγια, των μισθωτών. Επομένως, πρόκειται εδώ για μια μετατόπιση των εισοδημάτων προς τα κάτω που δεν αγγίζει τις υψηλές εισοδηματικές κατηγορίες. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια μορφή του καπιταλισμού που δεν είναι και τόσο φιλάνθρωπος.
Συμπέρασμα
Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να συγκροτήσουμε μια εναλλακτική πρόταση, πέρα από την ωμή λιτότητα της ΕΕ και τη λαϊκιστική δημαγωγία της κυβέρνησης 5 Αστέρων/Λέγκας. Η ικανότητα αναδιάρθρωσης της ιταλικής Αριστεράς και άμεσης συγκρότησης μιας σκληρής αλλά έξυπνης και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης, θα εξαρτηθεί από αυτή την εναλλακτική πρόταση. Ταυτόχρονα, η όλη υπόθεση επαναφέρει με δριμύτητα το ερώτημα τι θα κάνουμε με την ΕΕ; Ένα Italexit θα είχε ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες, κυρίως για τα λαϊκά στρώματα στη χώρα μας. Η δουλική τήρηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, σε συνδυασμό με τα μέτρα που υιοθετήθηκαν την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, όπως το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, επιφέρουν χονδρικά τις ίδιες συνέπειες διεθνώς. Συνέπειες οι οποίες, παρότι λιγότερο εκρηκτικές, έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ οδηγούν σε πιθανή κατάρρευση της ευρωπαϊκής ενότητας.
Το θετικό παράδειγμα αντίστασης ήρθε από την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Βέβαια, πρόκειται για οικονομίες μικρότερες από την ιταλική, αλλά η εμπειρία τους δεν είναι καθόλου αμελητέα. Όσον αφορά την Πορτογαλία, ο Μποαβεντούρα ντε Σούσα Σάντος, ένας από τους βασικούς διανοούμενους του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, επισήμανε πρόσφατα πως αυτό που έγινε στη χώρα του μετά από την εφαρμογή πολύ σκληρών Μνημονίων, δεν οφείλεται σε κάποιο θαύμα αλλά στην ικανότητα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης που, με τη στήριξη του Μπλόκο, ακολούθησε μια σχεδόν «χειρονακτική» διαδικασία διαπραγμάτευσης κάθε σημείου με την ΕΕ. Ορθά την ονομάζει «επιστροφή στην πολιτική». Αν η Ιταλία, αντί να ριχτεί στην αγκαλιά του Βίζεγκραντ, συγκροτούσε μαζί με την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Μεσογειακό Νότο, μια ενιαία πολιτική γραμμή, η αντίσταση στο ασφυκτικό δίπολο: «ή με το Μάαστριχτ ή επιστροφή στις μικρές πατρίδες» (προοπτική που υποστηρίζουν οι διάφοροι εθνικισμοί), μπορεί να επέφερε απτά αποτελέσματα. Αντ’ αυτού, η δημιουργία ενός ευρέος μετώπου κατά της κυριαρχίας, που θα εκτείνεται από τον πολιτικό χώρο του Μακρόν μέχρι εκείνον του Τσίπρα, ενισχύει το δίπολο, βάζοντας δίπλα-δίπλα καταπιεστές και καταπιεσμένους. Φυσικά, θα έπρεπε να είχαμε μια άλλη κυβέρνηση και μια άλλη πολιτική, καθώς και την υπερψήφιση της αριστερής ευρωπαϊκής γραμμής στις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές. Δεν είναι καθόλου απλό, αλλά αξίζει να το προσπαθήσουμε.
—-
[1] Το 100 είναι το σύνολο της ηλικίας του δικαιούχου και των ετών των ασφαλιστικών εισφορών του. Το ισχύον σύστημα (Fornero) ορίζει αισθητά μεγαλύτερα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, που αυξάνονται σταδιακά, και περισσότερα χρόνια εισφορών, ενώ σταδιακά γίνεται άχρηστο για την κατοχύρωση της συνταξιοδότησης, αφού καθιστά ως μοναδικό κριτήριο την προχωρημένη ηλικία. Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη δημοφιλία που είχε το Quota 100.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου