Ενώ οι κοινωνικές ανισότητες ανάμεσα στα κράτη της, αλλά και στο εσωτερικό τους, εξακολουθούν να μεγαλώνουν, η ΕΕ ψήφισε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της και προσπαθεί να καμουφλάρει την προφανή έλλειψη της εσωτερικής της συνοχής μέσω μιας όλο και πιο επιθετικής πολιτικής κατά των μεταναστών και των προσφύγων.
Εκείνη την ατέλειωτη νύχτα της 15ης Ιουλίου του 2015, κατά την οποία ο Αλέξης Τσίπρας εξαναγκάστηκε να υπογράψει ένα μνημόνιο που δεν ελάφρυνε την αιχμαλωσία της χώρας του μέσω του δανεισμού αλλά, αντιθέτως, την ενίσχυε, δεν διακυβευόταν απλώς το μέλλον μιας μικρής χώρας, ο πρωθυπουργός της οποίας υποστήριζε το δικαίωμά της στον αυτοπροσδιορισμό. Παρότι η κυβέρνησή του ήταν μόνη της στη μάχη της με τους «θεσμούς», εκατομμύρια άνθρωποι παρακολουθούσαν αυτή τη μάχη με συμπάθεια. Οι ελπίδες τους, όμως, για ανατροπή της τρέχουσας ευρωπαϊκής πολιτικής προς όφελος της αλληλεγγύης διαψεύστηκαν.
Η απογοήτευση, μαζί με την απώλεια της προοπτικής για δημοκρατική και κοινωνική λύση, αναζητά άλλους τρόπους για να γίνει αισθητή και τους βρίσκει στον εθνικισμό και το φασισμό.
Οι περισσότεροι αναλυτές της αστικής τάξης είδαν, αντίστοιχα, την εκλογική νίκη του Εμμανουέλ Μακρόν, ως σημάδι ανανέωσης της δυναμικής του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Η αισιοδοξία τους αυτή δεν διαφέρει από τα μικρά παιδιά που σφυρίζουν στο σκοτάδι για να κρύψουν το φόβο τους. Γιατί στην πραγματικότητα, τα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς υπερδιπλασίασαν τις ψήφους τους, φτάνοντας τον αριθμό των 20 εκατομμυρίων, στις εκλογικές αναμετρήσεις του τελευταίου ενάμιση έτους. Αυτό αποδεικνύει ότι η φιλελεύθερη, φιλοευρωπαϊκή ρητορική των μεταρρυθμίσεων δεν είναι σε θέση να σταματήσει την άνοδό τους. Επιπλέον, η αυταρχική διακυβέρνηση του Μακρόν στη Γαλλία καθιστά σαφές ότι η νεοφιλελεύθερη ατζέντα ροκανίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Όσον αφορά την ιδεολογία, ο σπόρος του δεξιού εξτρεμισμού έχει προ πολλού τεθεί στην καρδιά της κοινωνίας. Το πραγματικά νέο είναι ότι οι δεξιοί εξτρεμιστές βρίσκονται πλέον σε κυβερνητικές θέσεις. Στο παρελθόν, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτή την κατάσταση ως ένα σύνολο ατυχών, αλλά μεμονωμένων εξελίξεων εθνικής ή περιφερειακής σημασίας. Τώρα όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για μια ευρωπαϊκή ιδεολογική στροφή.
Πέρα από αυτό, υπάρχουν και τα ποιοτικά στοιχεία. Εξαιτίας του Brexit, δυο από τις τρεις ριζοσπαστικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου δεν θα βρίσκονται στην επόμενη κοινοβουλευτική ομάδα. Η ηγεσία της τάσης θα δοθεί, επομένως, στα καθαρά δεξιά εξτρεμιστικά κόμματα, όπως το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας, η Λέγκα, το Vlaam’s Belang, το PVV και το τσεχικό SPD, τα οποία αποτελούν την ομάδα της Ευρώπης των Εθνών και της Ελευθερίας. Και είναι λάθος να ελπίζουμε ότι δεν θα καταφέρουν να συγκροτήσουν μια κοινή θέση για την Ευρώπη εξαιτίας των αντιτιθέμενων εθνικισμών τους.
Ο όρος κλειδί στο σύντομο κείμενο -των 25 σειρών- που περιγράφει το πρόγραμμά τους, σύμφωνα με το οποίο απορρίπτουν οποιαδήποτε μεταφορά εθνικής εξουσίας σε υπερεθνικά όργανα, είναι η «εθνική κυριαρχία». Προσπαθούν να καταστήσουν τις θέσεις τους για την ευρωπαϊκή πολιτική αρεστές στο κοινό, υποσχόμενοι να καταπολεμήσουν τη μετανάστευση.
Τι σημαίνει αυτό για την Αριστερά;
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον Μακρονισμό και τον εθνικισμό, και οι δυο εκ των οποίων επιδιώκουν τη σταθεροποίηση του ευάλωτου -εξαιτίας της οικονομικής κρίσης- ευρωπαϊκού καπιταλισμού με διαφορετικό τρόπο, μοιάζει με το στρατήγημα «κατς-22[1]» όταν εμπλέκει τη ριζοσπαστική αριστερά.
Σημαίνει αυτό ότι η Αριστερά πρέπει να ταχθεί με μια από τις δυο πλευρές και, ως εκ τούτου, να κηρύξει εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις τάσεις της, όπως γίνεται ανάμεσα στο Κίνημα DieM 25 του Γιάνη Βαρουφάκη και το ευρωσκεπτικιστικό Plan B του Μελανσόν;
Ο λόγος για τον οποίο πρέπει να είμαστε ελαστικοί απέναντι σε αυτή την αντιπαράθεση είναι ότι, στην πραγματικότητα, ταλαιπωρεί την Αριστερά εδώ και έναν αιώνα, από την περίφημη αντιπαράθεση μεταξύ της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Βλαντιμίρ Λένιν. Από τη μακρά διάρκειά της μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αντανακλά πραγματικά προβλήματα που δεν επιλύονται μέσω μιας άμεσης, οριστικής και αμετάκλητης λύσης, αλλά απαιτούν ποικίλες προσεγγίσεις προσαρμοσμένες στη συγκυρία και στον τόπο.
Είναι καλύτερο να αποδεχόμαστε τις διαφορές μας ως λογικές και να τις χρησιμοποιούμε ως αφετηρία για δημιουργικές, ενωτικές προτάσεις, παρά να εμπλεκόμαστε σε θερμές αντιπαραθέσεις πάνω σε ζητήματα που δεν θα απαντηθούν παρά μόνο στο μέλλον.
Η πολιτική, όμως, δεν είναι μόνο θέμα στρατηγικής, αλλά και δομών. Ορισμένοι παρατηρούν με αγωνία ότι τρία κόμματα, η Ανυπότακτη Γαλλία, το Ποδέμος και το Αριστερό Μπλόκο στην Πορτογαλία, συμμάχησαν μεταξύ τους ένα χρόνο πριν από τις ευρωεκλογές και καλούν και άλλα κόμματα.
Μα ούτε κι αυτό είναι νέο. Για παράδειγμα, πριν από τις τελευταίες ευρωεκλογές, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης εξέδωσαν κοινή έκκληση στήριξης, είτε ανήκαν στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς είτε όχι.
Θα δούμε πολλούς αστερισμούς σαν το DieM 25 που θα κατέβει στις εκλογές, σε κάποιες χώρες μόνο του και σε άλλες μαζί με άλλα κόμματα, πιθανώς και με κόμματα τα οποία ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Αριστερά (ΚΕΑ), και θα δούμε ξανά, όπως και στο παρελθόν, κόμματα να συνεργάζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ανεξάρτητα από την αντιπαλότητά τους στο εθνικό.
Η μεταβαλλόμενη γεωμετρία ταιριάζει στα σημερινά κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι και παραμένει αν αυτός ο πλουραλισμός προσεγγίσεων οδηγεί σε μεγαλύτερη ή μικρότερη ενότητα για την Αριστερά, με όρους πολιτικής δράσης.
Εδώ μπαίνει το θέμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) ως του αριστερού ευρωπαϊκού κόμματος.
Το ΚΕΑ πρέπει να βρει τον τρόπο να παρουσιάσει ένα περιεκτικό και συνεκτικό πρόγραμμα που θα εκφράζει, ειδικά, τα συμφέροντα των νέων και των γυναικών στο πλαίσιο μιας κοινωνικής, οικονομικής και οικολογικής αναδιάρθρωσης της Ευρώπης. Πρέπει να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στη μιλιταριστική στροφή της ΕΕ και να μιλήσει με καθαρή φωνή για αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Το κύριο πρόβλημα της αριστερής πολιτικής στο επίπεδο της Ευρώπης είναι η ίδια η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που, εξαιτίας του τεχνοκρατικού και αυταρχικού χαρακτήρα της, παραβιάζει τη δημοκρατική νομιμότητα και ακυρώνει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στις μεταρρυθμιστικές δυνατότητες της ΕΕ. Άρα, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χρειάζεται μια νέα αρχή, η οποία θα συνδυάζει το σεβασμό προς τα κράτη της και προς το δικαίωμα των εθνών στον αυτοπροσδιορισμό, με μια διαφανή και αποτελεσματική διεθνική δημοκρατία.
Πώς μπορεί το ΚΕΑ να παρουσιάζεται ως διεθνική πολιτική δύναμη, αφού το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν κατέληξε σε συμφωνία που να επιτρέπει τις διεθνικές εκλογικές λίστες; Πρώτον, τοποθετώντας υποψήφιους άλλων κομμάτων-μελών του σε εκλόγιμες θέσεις στις εθνικές εκλογικές λίστες και, δεύτερον, ορίζοντας υποψήφιο για την Προεδρεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πράγμα το οποίο μόνο το ΚΕΑ μπορεί να κάνει στην ευρωπαϊκή Αριστερά.
Αυτή η ευθύνη απορρέει και από το πολιτικό μομέντουμ της ριζοσπαστικής εθνικιστικής Δεξιάς, την οποία η Αριστερά δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αφήσει να προβάλλεται ως η μοναδική αντισυστημική δύναμη.
Το ΚΕΑ δέχεται επικρίσεις και είναι λογικό, αλλά δεν πρέπει αυτό να μας κάνει να ξεχνάμε -με βάση την εμπειρία που έχουμε από τις αυταρχικές μορφές διεθνισμού που εμφανίστηκαν στο παρελθόν- ότι και μόνο η παρουσία ενός δημοκρατικού διεθνικού ευρωπαϊκού κόμματος της Αριστεράς αποτελεί στρατηγική κατάκτηση. Το ΚΕΑ μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού νόμου και της εκλογικής πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θα αποδεχθεί αυτόν το ρόλο και θα τον εκπληρώσει, στο βαθμό που θα του το επιτρέψουν τα κόμματα που το συγκροτούν.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου
[1] ΣτΜ: το «κατς-22» είναι μια παράδοξη κατάσταση από την οποία το υποκείμενο αδυνατεί να ξεφύγει, λόγω των αντικρουόμενων κανόνων που τη διέπουν.