Αναφορικά με τις πρόσφατες ολλανδικές εκλογές, υπάρχουν τουλάχιστον δυο αφηγήσεις. Σύμφωνα με την πιο «πιασάρικη», το ακροδεξιό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) του Βίλντερς, δεν ήρθε πρώτο αλλά δεύτερο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, με πρώτο το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) του πρωθυπουργού Ρούτε. Όμως, η σημαντικότερη αφήγηση έχει να κάνει με την πασοκοποίηση του ολλανδικού Εργατικού Κόμματος (PvdA) και την αδυναμία του επονομαζόμενου Σοσιαλιστικού Κόμματος να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση.
Αριστερή θεωρία και δεξιά πολιτική
Η συμμαχία μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών του Εργατικού Κόμματος (PvdA) και του φιλελεύθερου VVD –αγαπημένου κόμματος του κεφαλαίου- έγινε το 1994, όταν το VVD και το PvdA σχημάτισαν έναν “Μεγάλο Συνασπισμό” (“grosse Koalition”). Το γεγονός αυτό δεν είχε προηγούμενο, μια και μέχρι τότε, η διακυβέρνηση αποτελούσε ανάθεμα και για τους δυο (που σήμαινε ότι η θέση των Χριστιανοδημοκρατών στην κυβέρνηση ήταν εγγυημένη). Από το 1994 και μετά, οι σοσιαλδημοκράτες συνδυάζουν την αριστερή ρητορική, στις προεκλογικές τους εκστρατείες, με τη δεξιά πολιτική όταν κυβερνούν. Στήριξαν τη χρεοκοπία των τραπεζών ING και ABN AMRO, την καθιέρωση της Ολλανδίας ως φορολογικού παραδείσου, τον πόλεμο στο Ιράκ, την εφαρμογή της αναγκαστικής εργασίας στους ανέργους, την αποικιοποίηση της Ελλάδας και την ιδιωτικοποίηση του υγειονομικού συστήματος. Στη συνέχεια, οι υπουργοί τους κατέλαβαν κερδοφόρες θέσεις εργασίας σε τράπεζες και εταιρίες συμβούλων.
Η εκλογική κατάρρευση του Εργατικού Κόμματος
Το Εργατικό Κόμμα κατάφερνε να τη βγάζει καθαρή και να παίζει το ρόλο του καλού μπάτσου στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς, πείθοντας τους αριστερούς ψηφοφόρους ότι ήταν το μόνο υπεύθυνο, έμπειρο, μεγάλο αριστερό κόμμα. Κατά συνέπεια, η ψήφιση του Σοσιαλιστικού Κόμματος ή των Πρασίνων ισοδυναμούσε με απώλεια ψήφου, εφόσον τα μικρά κόμματα ήταν καταδικασμένα να παραμένουν στην αντιπολίτευση. Όλο αυτό έληξε με τη μεγαλύτερη εκλογική απώλεια που καταγράφηκε στην ιστορία της Ολλανδίας: το Εργατικό Κόμμα έχασε 29 έδρες και του απέμειναν μόνο εννιά, γεγονός που το καθιστά μικρότερο και από τους Πράσινους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (με 14 έδρες το καθένα). Αυτό σημαίνει ότι η στρατηγική που του εξασφάλιζε την πρόσβαση στην εξουσία απέτυχε, όπως απέτυχε και το ίδιο το κόμμα. Επρόκειτο για μια κυβέρνηση τόσο νεοφιλελεύθερη που δεν ήταν δυνατόν οι σοσιαλδημοκράτες να μείνουν αλώβητοι.
Η εκλογική κατάρρευση των Εργατικών ήταν αναμενόμενη προ πολλού και, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την αμφισβήτηση του στάτους κβο, όχι όμως και τη μοναδική. Το Κόμμα για την Ελευθερία, PVV, (που κέρδισε 5 επιπλέον έδρες), οι Χριστιανοδημοκράτες ( +6 έδρες) και το δεξιό D66 (+7έδρες) βγήκαν κερδισμένοι από την απώλεια των εδρών του Εργατικού Κόμματος. Το μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης που έχασε ψήφους ήταν το Σοσιαλιστικό (-1 έδρα), παρότι αντικειμενικά η παρουσία των Εργατικών σε μια κυβέρνηση που αποδιοργάνωσε το δημόσιο τομέα συνιστά μια τεράστια εκλογική ευκαιρία.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Πράσινοι: μη σοβαρή αμφισβήτηση του ρατσιστικού, νεοφιλελεύθερου κατεστημένου
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα προσπαθεί να συνδυάσει στάσεις που είναι διαμετρικά αντίθετες. Ήθελε να είναι αντικαθεστωτικό, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδείξει ότι είναι υπεύθυνο, μέσα από τη συμμετοχή του στην τοπική κυβέρνηση του Άμστερνταμ, μαζί με το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία,VVD. Έτσι, στήριξε τα μέτρα κατά των αστέγων. Εξακολουθεί να συνδυάζει ασαφείς αιτιάσεις κατά του ρατσισμού με την απουσία εκδήλωσης της παραμικρής κοινωνικής αλληλεγγύης: για παράδειγμα, την ημέρα που η αστυνομία του Ρότερνταμ επιτέθηκε σε κάποιους φιλειρηνικούς μαύρους πολίτες που διαδήλωναν κατά του μαύρου μακιγιάζ για τον εορτασμό της ολλανδικής εκδοχής του Άγιου Βασίλη, ο επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος είπε ότι δεν τον συνδέει τίποτε με ανθρώπους που διαδηλώνουν ανάμεσα σε παιδιά. Τηρεί κριτική στάση απέναντι στο Γιούρογκρουπ, αλλά στήριξε την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Απορρίπτει τη λιτότητα αλλά δεν διεκδικεί την κατάργηση του «Συμφώνου Σταθερότητας». Με άλλα λόγια, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν αμφισβητεί σοβαρά το ρατσιστικό, νεοφιλελεύθερο κατεστημένο.
Το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για τους Πράσινους. Κέρδισαν δέκα επιπλέον έδρες με τον καινούριο, νεαρό ηγέτη τους. Όμως, τα τελευταία χρόνια οι Πράσινοι στήριξαν τις μεγάλες περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και οδήγησαν τους σπουδαστές στο δανεισμό καταργώντας τα σπουδαστικά επιδόματα. Η προεκλογική εκστρατεία του νέου ηγέτη τους Τζέσε Κλάβερ αναζωογόνησε το κόμμα, αλλά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχαν λειτουργήσει οι εκστρατείες του Ομπάμα και του Τρυντό. Θέλεις να τους πιστέψεις, αλλά η ελπίδα και η όλη ρητορική εξανεμίζονται αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, γιατί δεν έχουν ούτε σθένος, ούτε ιδεολογία, στρατηγική, οργάνωση, ούτε εξωκοινοβουλευτική στήριξη.
Συμπέρασμα
Το καλό νέο των ολλανδικών εκλογών είναι ότι το παιγνίδι της σοσιαλδημοκρατίας τελείωσε. Το κακό νέο είναι ότι η νέα κατάσταση είναι αντικειμενικά χειρότερη. Στο προσεχές, προβλέψιμο μέλλον, οι ολλανδικές εκλογές θα είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ένα ρατσιστικό κόμμα, σε δυο άλλα, ελαφρώς λιγότερο ρατσιστικά αλλά νεοφιλελεύθερα (VVD, CDA) και σε ένα τέταρτο, μη ρατσιστικό αλλά ριζοσπαστικά νεοφιλελεύθερο (D66). Όποτε αυτά τα κόμματα δεν αποσπούν την πλειοψηφία που τους επιτρέπει να κυβερνήσουν, θα μπορούν να στρέφονται στους Πράσινους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα για βοήθεια. Γεγονός που θα επιφέρει την πασοκοποίηση και των δυο αυτών κομμάτων. Τότε, θα έχουμε μόνο μια αφήγηση, η οποία θα αφορά το αν ο πρωθυπουργός προέρχεται από το PVV ή το VVD.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου