Όταν παρατηρούμε την τρέχουσα πολιτική σκηνή στην Ευρώπη, αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά. Ότι εμείς –η αριστερά- έχουμε κάνει πολλά σοβαρά λάθη και αυτή η αδυναμία μας έχει προσφέρει πολλές ευκαιρίες στα κινήματα και τα κόμματα της δεξιάς.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού Μπλοκ δημιούργησε μια νέα κατάσταση για την αριστερά στην Ευρώπη. Η εντεινόμενη κρίση του κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και η ριζική μετάβαση στον καπιταλισμό στην Ανατολική αποτέλεσαν μεγάλες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή και τη διεθνή αριστερά. Η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, σε συνδυασμό με τις αδυναμίες της ριζοσπαστικής αριστεράς, επέτρεψαν στην εθνικιστική δεξιά και στην ακροδεξιά να ανέβουν και πάλι. Σε αυτό συνέβαλε και το ότι η αριστερά δεν περιφρουρεί επαρκώς τις ιστορικές της κατακτήσεις από τις επιθέσεις διαφόρων ομάδων ιστορικών και πολιτικών της δεξιάς.
Το παράδειγμα της Πολωνίας
Παρότι η κατάσταση διαφέρει από χώρα σε χώρα, υπάρχουν κάποια κοινά σημεία σε όλη την Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ανατολική. Αξίζει να εξετάσουμε το παράδειγμα της Πολωνίας που ακολούθησε πιστά την πολιτική του Όρμπαν στην Ουγγαρία και προσάρμοσε το πρόγραμμά του στην πολωνική πραγματικότητα.
Μέχρι το 2015, όλες οι κοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις στην Πολωνία είχαν ακολουθήσει το νεοφιλελεύθερο δόγμα υπό την καθοδήγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο σημαντικότερος στόχος για τις διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας ήταν η οικονομική ανάπτυξη και η εμβάθυνση της ένταξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Όλες οι κυβερνήσεις θεωρούσαν πολύ σημαντικό να ηγηθούν αυτού του μετασχηματισμού, με την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας να ανταγωνίζονται για την πρώτη θέση.
Μόνο κάποιες κλειστές ομάδες επωφελήθηκαν από τη μετάβαση
Παρότι η Πολωνία ήταν από τους «νικητές» της μετάβασης στην Ανατολική Ευρώπη, η ίδια η μετάβαση είχε υπερβολικά αρνητικές συνέπειες για εκατομμύρια Πολωνούς. Ευρείες κοινωνικές ομάδες είδαν την κοινωνική τους θέση να επιδεινώνεται και αποκλείστηκαν από τα οφέλη της μετάβασης. Ως αντίδραση, αποφάσισαν να απέχουν από τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος ήταν ότι όταν η αριστερά βρισκόταν στην εξουσία, δεν βελτίωσε ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού. Ειδικά την περίοδο της δεύτερης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Αριστερής Δημοκρατικής Συμμαχίας (SLD), από το 2001 μέχρι το 2005, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν και το ποσοστό της Συμμαχίας έπεσε από το 40% και πλέον, στο 11%. Έκτοτε, η αριστερά παραμένει στο περιθώριο. Αυτό επέτρεψε την κυριαρχία των δυο κομμάτων της δεξιάς: της Πλατφόρμας Πολιτών (PO) και του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS).
Μόνο κάποιες κλειστές κοινωνικές ομάδες επωφελήθηκαν από τη μετάβαση, ενώ η πλειονότητα των πολιτών επωμίστηκε το κοινωνικό κόστος. Παρότι κάποια ριζοσπαστικά λαϊκιστικά και εθνικιστικά κόμματα συμμετείχαν στην κυβέρνηση μαζί με το PiS από το 2005 και μετά, η πορεία της μεταρρύθμισης δεν άλλαξε αισθητά. Αυτό ενίσχυσε την ηγεμονία του PO και του PiS που κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή της Πολωνίας για πάνω από μια δεκαετία.
Τεράστιες νίκες για τις δυνάμεις της δεξιάς
Το 2015 έγινε η ρήξη. Οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές χάρισαν στις δυνάμεις της δεξιάς μια τεράστια νίκη. Για πρώτη φορά ένα κόμμα (το PiS) κέρδιζε την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, ενώ τον ίδιο χρόνο κέρδισε και τις προεδρικές εκλογές. Τότε, εμφανίστηκε στο κοινοβούλιο ένα νέο δεξιό λαϊκιστικό κόμμα (που είχε και ορισμένους καθαρούς δεξιούς εθνικιστές): το Kukiz15. Και τα δυο δεξιά κόμματα, το εθνικο-συντηρητικό PiS και το εθνικο-φιλελεύθερο Kukiz15, ανήλθαν στην εξουσία με αντισυστημικά και αντικαθεστωτικά σλόγκαν. Υποσχέθηκαν στους Πολωνούς οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση των παθολογιών των δυο τελευταίων δεκαετιών. Οι κεντρώες και αριστερές πολιτικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να πείσουν τους ψηφοφόρους να στηρίξουν τα μετριοπαθή προγράμματά τους. Το φιλελεύθερο PO, που είχε ήδη δυο κυβερνητικές θητείες, αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία, ενώ η αριστερά για πρώτη φορά δεν εισήλθε στο κοινοβούλιο. Το PiS έλαβε αρκετές ψήφους ώστε να κυβερνά μόνο του, ενώ το Kukiz15 διακήρυξε ότι θα παίξει το ρόλο μιας «σοφτ αντιπολίτευσης» και ότι θα στηρίζει την κυβέρνηση στην προσπάθειά της να εφαρμόσει τις συστημικές αλλαγές.
Από το 2015 και μετά, η κυβέρνηση του PiS χορήγησε τις μεγαλύτερες κοινωνικές παροχές των τελευταίων 25 ετών. Εφάρμοσε ένα σημαντικό πρόγραμμα κοινωνικών παροχών που περιλάμβανε: επιδόματα τέκνων με την ονομασία 500+, τη μείωση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ανεβάσει, τη χορήγηση δωρεάν φαρμάκων σε πολίτες άνω των 75, ενώ παράλληλα, προσπάθησε να σταθεροποιήσει την απασχόληση και να συγκρατήσει τους μισθούς σε αξιοπρεπή επίπεδα. Άρχισε να εμφανίζεται ως ένα κόμμα που υπερασπίζεται τους απλούς ανθρώπους από τις παθολογίες των επιχειρήσεων και της δημοσίου. Όμως, αυτά τα κοινωνικά προγράμματα αποτελούν μέρος της γενικότερης στρατηγικής του PiS για την επανίδρυση του κράτους επάνω στη βάση των συντηρητικών αξιών (π.χ., από το πρόγραμμα 500+ παραλείπονται οι ανύπαντρες μητέρες, το κράτος δεν επιδοτεί την εξωσωματική γονιμοποίηση, οι συντάξεις όσων συμμετείχαν ενεργά στο προηγούμενο πολιτικό καθεστώς μειώθηκαν). Η επανίδρυση αυτή συνοδεύεται από το σφετερισμό των δημόσιων ΜΜΕ, την πολιτικοποίηση του δικαστικού σώματος και της εισαγγελικής αρχής, την επιτήρηση των πολιτών, την έλλειψη σεβασμού προς τις γυναίκες και τις μειονότητες, την εχθρική συμπεριφορά απέναντι στους πρόσφυγες, κ.ά. Η Πολωνία θυμίζει όλο και πιο έντονα αστυνομικό κράτος. Το κυβερνών κόμμα μιλά όλο και συχνότερα για αλλαγή του συντάγματος (που υιοθετήθηκε το 1997, ως αποτέλεσμα εθνικού συμβιβασμού) το οποίο χαρακτηρίζει «μετακομμουνιστικό».
Η ιδέα της συνταγματικής αλλαγής δεν αποτελούσε το μείζον θέμα της προεκλογικής εκστρατείας του PiS, αλλά ήταν θεμελιώδους σημασίας για το εκλογικό σώμα του Kukiz15. Το PiS, στα δυο χρόνια της διακυβέρνησής του, απέδειξε ότι μπορεί να κάνει μεγάλες αλλαγές χωρίς να αλλάξει το σύνταγμα της χώρας. Ωστόσο, οι επιτυχίες του, μαζί με την επιθυμία του να κερδίσει τους ψηφοφόρους του Kukiz15, ώθησαν τα στελέχη του να διακηρύξουν ότι θα προσπαθήσουν να εισαγάγουν συνταγματικές αλλαγές πριν από τις επόμενες εκλογές. Αυτό είναι πολύ σοβαρό, γιατί και τα δυο κόμματα απευθύνονται σε παρόμοια εκλογικά σώματα, αποτελούμενα από μετριοπαθείς συντηρητικούς και από ακροδεξιούς ψηφοφόρους.
Η κυβέρνηση προωθεί όλο και πιο συντηρητικές και αντιδραστικές πολιτικές απέναντι στους πρόσφυγες οι οποίες έχουν ξεσηκώσει ένα κύμα εθνικισμού και ρατσισμού στη χώρα. Επιπλέον, εφαρμόζει τη μέθοδο της αποκομμουνιστοποίησης (αλλάζοντας τα ονόματα των οδών, προτείνοντας την κήρυξη των μικρών κομμουνιστικών κομμάτων ως παρανόμων κ.ά.) για να επιτεθεί στην αριστερά και να δαιμονοποιήσει ότι σχετίζεται με το προηγούμενο πολιτικό σύστημα.
Η διασπασμένη αριστερά δεν κατάφερε να βρει τη θέση της
Η διασπασμένη και ανοργάνωτη αντιπολίτευση δεν αντέδρασε αποτελεσματικά σε όλο αυτό το κύμα, αν και ορισμένες από τις πιο ακραίες πολιτικές της κυβέρνησης πάγωσαν, προσωρινά τουλάχιστον. Η μη κριτική στάση της αντιπολίτευσης απέναντι στους αντιδημοφιλείς θεσμούς της Τρίτης Δημοκρατίας, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από πολλούς πολίτες. Έχουν γίνει πολλές διαδηλώσεις σε εθνική κλίμακα, από ομάδες γυναικών, επαγγελματικές ομάδες, ή εκπροσώπους των τοπικών διοικήσεων. Οι μαύρες διαμαρτυρίες εναντίον της κυβερνητικής πρότασης να απαγορευτούν οι αμβλώσεις ήταν πολύ μαζικές και εκδηλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει, ίσως προς το παρόν. Επιπλέον, οι πρόσφατες κυβερνητικές προτάσεις για μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη ξεσήκωσαν τεράστιες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε όλη τη χώρα οι οποίες ανάγκασαν τον Πρόεδρο να τα χαλάσει με την κυβέρνηση και να ασκήσει βέτο σε δυο από τις προτάσεις της. Μένει να δούμε αν αυτό θα μπορέσει να μετατραπεί σε κίνημα, ικανό να αντιπαρατεθεί σοβαρά στην κυβέρνηση.
Είναι λυπηρό, αλλά η αριστερά δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος της σε αυτήν τη συγκυρία, ώστε να ηγηθεί των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Η ανικανότητα της αριστεράς να παρουσιάσει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση στα νεοσυντηρητικά και νεοφιλελεύθερα προγράμματα βαθαίνει την κρίση που περνάει. Η αριστερά αντιμετωπίζει το δίλημμα του αν θα πρέπει να συμμετέχει σε διαδηλώσεις των οποίων ηγούνται φιλελεύθεροι, ενάντια σε μια κυβέρνηση που εφαρμόζει κάποιες προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, κι αυτό τη διχάζει. Κάποια κόμματα, όπως το SLD και οι Πράσινοι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης, όχι όμως στην ηγεσία τους. Κάποια άλλα, όπως το Razem, αρχικά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και διοργάνωσαν τα ίδια άλλες μικρότερες. Παρόλα αυτά, και το Razem συμμετείχε πρόσφατα στις κοινές διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας.
Ο διχασμός της αριστεράς παραμένει ένα από τα μείζονα προβλήματα. Το Razem και το SLD (Αριστερή Δημοκρατική Συμμαχία δεν συνεργάζονται μεταξύ τους – το Razem κατηγορεί το SLD ότι είναι ένα μετακομμουνιστικό νεοφιλελεύθερο κόμμα. Το Razem προσπάθησε να παρουσιαστεί ως η τρίτη δύναμη στην πολιτική συγκυρία της Πολωνίας, αλλά μέχρι στιγμής είχε περιορισμένη επιτυχία. Το SLD προσανατολίζεται προς τον παραδοσιακό πυρήνα του εκλογικού του σώματος και αδυνατεί να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής του πιο πέρα. Όσο η αριστερά παραμένει εκτός κοινοβουλίου, περιθωριοποιείται και δεν συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο.
Κάποιες νέες πρωτοβουλίες της αριστεράς
Κάποιες νέες πρωτοβουλίες έχουν αισιόδοξη προοπτική για τις κοινές δράσεις της αριστεράς απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και το δεξιό συντηρητισμό. Οι δράσεις περιλαμβάνουν ένα πρόγραμμα για μια νέα Πέμπτη Δημοκρατία (www.piatarzeczpospolita.pl) και μια επιστολή που διακινεί το αριστερό επιστημονικό περιοδικό «Θεωρητική Πρακτική», γύρω από το ίδιο θέμα. Το ίδρυμα της αριστεράς Naprzód αποτιμά την πρωτοβουλία θετικά. Η επιστολή παρατίθεται πιο κάτω.
Συμπεράσματα
Το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας ευνοεί τη ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών συναισθημάτων. Το νέο ιστορικό αφήγημα, η στροφή προς τον αυταρχισμό, η κατασκευή κλίματος εθνικής υπερηφάνειας και η έλλειψη ανοχής στις μειονότητες και τις διαφορετικές απόψεις μπορεί να έχουν τραγικές συνέπειες.
Ωστόσο, αυτή η νέα κατάσταση γεννά πολλές δυνατότητες για την αριστερά. Για πρώτη φορά εδώ και πάνω από δυο δεκαετίες μπορούμε να συζητάμε για θέματα όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η απαγόρευση της ατομικής ιδιοκτησίας, η ανάγκη κρατικών επενδύσεων και πολλά άλλα. Στο παρελθόν κυριαρχούσε μια δογματική άποψη που δεν επέτρεπε τη συζήτηση για αυτά τα θέματα. Η αριστερά αντιμετωπίζει την πρόκληση να υπερβεί τη διάσπαση της δεξιάς σε φιλελεύθερη και συντηρητική και να προσφέρει μια εναλλακτική λύση που θα επεκτείνει τα κοινωνικά δικαιώματα και την κοινωνική προστασία, και θα προστατεύει τα δημοκρατικά και τα πολιτικά δικαιώματα.
+++
«Αντίο στην Τρίτη Δημοκρατία! Ανοιχτή επιστολή στην Αριστερά»
Παρακάτω, παραθέτουμε μια επιστολή του περιοδικού «Θεωρητική Πρακτική», την οποία υπογράφουν πολλοί ακτιβιστές από διάφορα κόμματα, οργανώσεις και κινήματα στην Πολωνία. Η πολωνική εκδοχή και ο κατάλογος υπογραφών μπορούν να αναζητηθούν εδώ.
Ένα φάντασμα πλανιέται στους δρόμους: εκείνο μιας άλλης Δημοκρατίας. Όλες οι δυνάμεις της παλαιάς Τρίτης Δημοκρατίας έχουν στρατευθεί σε έναν ιερό πόλεμο, υπερασπιζόμενες την παλιά τάξη πραγμάτων. Όμως, το φάντασμα αυτό μας πάει πιο πέρα από την παλιά τάξη πραγμάτων και τον υφέρποντα αυταρχισμό. Η πολιτική τάξη των τελευταίων 28 ετών εμπόδισε επιτυχώς τον εκδημοκρατισμό του δημόσιου βίου, την εφαρμογή οποιασδήποτε εναλλακτικής πρότασης απέναντι στη νεοφιλελεύθερη οικονομία ή την αμφισβήτηση της παρασιτικής στάσης της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ. Απευθύνουμε κάλεσμα στην αριστερά, η οποία διαρκώς περιθωριοποιείται, να μην ξορκίσει αυτό το φάντασμα, αλλά να το βοηθήσει να γίνει πραγματικότητα.
Ο σφετερισμός του κράτους και η διάλυση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μας στεναχωρούν πάρα πολύ. Η πρόσφατη αλλαγή του προσωπικού των δικαστηρίων, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κυβερνώντος κόμματος και όχι των πολιτών, όπως ισχυρίζεται το PiS, ορθά ξεσήκωσε κύμα διαμαρτυριών. Κατά τη γνώμη μας, η ευκολία με την οποία η Τρίτη Δημοκρατία κατέρρευσε επιβεβαιώνει την κρίση ότι η κοινωνική βάση του πολιτικού και οικονομικού μετασχηματισμού στην Πολωνία ήταν τελείως αδύναμη. Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια υπεράσπισης του καθεστώτος υπό τέτοιους όρους, είναι όχι μόνο επικίνδυνη, αλλά πάνω από όλα μη εφικτή.
Οι ανυπόληπτοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης ευθύνονται για τις αντικοινωνικές πολιτικές που έπληξαν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, το υπεροπτικό και ελιτίστικο ύφος τους και την έλλειψη προγράμματος που θα μπορούσε να βελτιώσει τη ζωή των περισσότερων πολιτών. Είναι εξαιρετικά αδύναμοι φρουροί της δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα άθροισμα αφηρημένων αξιών, ελεύθερων εκλογών, πλουραλιστικών ΜΜΕ ή δίκαιων δικαστηρίων. Πάνω από όλα, η δημοκρατία εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και ένα αποτελεσματικό κράτος με το οποίο οι πολίτες μπορούν να ταυτιστούν και να νιώσουν ότι οι πολιτικοί τους εκπροσωπούν. Τα τελευταία 28 χρόνια, η Τρίτη Δημοκρατία δεν κατάφερε να δώσει τίποτε από τα παραπάνω στους πολίτες της Πολωνίας.
Η Τρίτη Δημοκρατία δεν τήρησε τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί στο τέλος της περιόδου της Λαϊκής Δημοκρατίας. Τα ιδανικά του κινήματος Αλληλεγγύη και τα αιτήματα του Αυγούστου του 1980 δεν είχαν καμιά σχέση με τις μεταρρυθμίσεις-σοκ που εφαρμόστηκαν και περιλάμβαναν ένα πρόγραμμα άγριων ιδιωτικοποιήσεων και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Εφόσον η Τρίτη Δημοκρατία δεν τήρησε τις υποσχέσεις της, ήρθε η ώρα να της πούμε αντίο και να διακηρύξουμε την ανάγκη για μια νέα Δημοκρατία. Αν υπερασπιστούμε της παλιά πολιτική τάξη, τότε αυτός που θα οικοδομήσει τη νέα Δημοκρατία για λογαριασμό μας θα είναι ο Γιάροσλαβ Καζίνσκι (ηγέτης του κυβερνώντος κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης– PiS).
Αλλά, για να υπερασπιστούμε αποτελεσματικά τις δημοκρατικές μας αξίες θα πρέπει να κερδίσουμε την υποστήριξη ενός μέρους -τουλάχιστον- από τους ψηφοφόρους που έχουν απογοητευθεί από την Τρίτη Δημοκρατία. Οι ψηφοφόροι αυτοί, ή στήριξαν το PiS στις τελευταίες εκλογές, ή παρασύρθηκαν από τη ριζοσπαστική ρητορική του λαϊκιστή Πάβελ Κούκιζ ή, απλά, δεν ψήφισαν καθόλου. Το κυβερνών κόμμα επιδιώκει να απομακρύνει την «ελίτ» από το «λαό». Γι’ αυτό έχει βάλει στο στόχαστρο τους δικαστικούς, τους καλλιτέχνες και τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης, ενώ ταυτόχρονα υλοποιεί σοβαρές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την πλειονότητα του πληθυσμού. Το τρέχον αφήγημα της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης –που δαιμονοποιεί τους ψηφοφόρους του PiS και τους κατηγορεί για «εξαγορά» από το κυβερνών κόμμα- δεν αντιτίθεται στο αφήγημα του PiS, απλώς μοιράζει ρόλους «καλού» και «κακού» στην κοινωνία. Η προσπάθεια παλινόρθωσης των ελίτ αποκλείει από το δημοκρατικό πρόγραμμα όσους χάρηκαν με τα κοινωνικά προγράμματα της κυβέρνησης για το επίδομα τέκνων, τον ελάχιστο μισθό και τη μείωση του ορίου συνταξιοδότησης. Πριν αρχίσει η ελίτ να κατηγορεί τους απλούς ανθρώπους ότι πουλήθηκαν για τα νέα επιδόματα τέκνων, τους ρωτάμε εμείς γιατί εκείνοι πούλησαν αυτούς τους ανθρώπους στο όνομα των δικών τους προνομίων. Αυτή τη στιγμή όλοι πληρώνουμε για τα 28 χρόνια προνομίων των κοινωνικών ελίτ.
Απευθύνουμε κάλεσμα στους κύκλους της αριστεράς γιατί πιστεύουμε ότι οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία με την ευρύτερη έννοια, επειδή συγγενεύει με τα ιδανικά της αριστεράς. Εδώ μιλάμε για εκείνη τη μορφή δημοκρατίας που θα άρει τις αδικίες επάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η Τρίτη Δημοκρατία. Γι’ αυτό, η αριστερά πρέπει να υψώσει τη δική της φωνή, να διαφοροποιηθεί από τους φιλελεύθερους και να μη φοβηθεί να ασκήσει κριτική στην παλαιά τάξη πραγμάτων ή να προτείνει τις δικές της λύσεις. Δεν αρκεί να διαδηλώνει μαζί με τους εκπροσώπους των ελίτ, γιατί τα ΜΜΕ θα διαστρεβλώσουν την παρουσία της και το πολιτικό σύστημα θα συνεχίσει να κυριαρχείται από τις νεοφιλελεύθερες ύβρεις ή τα σεξιστικά αστεία των φιλελεύθερων πολιτικών, που επιδιώκουν να αποδυναμώσουν τη φωνή της αριστεράς.
Η κατάσταση στη δικαιοσύνη αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του πώς η αναβολή των μεταρρυθμίσεων κάνει πολλούς πολίτες να αισθάνονται ότι δεν ζουν σε ένα νομικό σύστημα που προστατεύει τους αδύναμους. Το κυβερνών κόμμα χρησιμοποιεί τη ρητορική της «επιστροφής του κράτους στο λαό», ενώ στην πραγματικότητα μεταρρυθμίζει το κράτος για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα. Πέρα από αυτό, η αριστερά δεν πρέπει να παρακάμψει το θέμα της μεταρρύθμισης της δικαιοσύνης, αλλά να κάνει γνωστό το δικό της όραμα.
Αποφασίσαμε να υπογράψουμε αυτή την επιστολή γιατί πιστεύουμε ότι την προσεχή περίοδο η αριστερά θα συμβάλει ξανά στην οικοδόμηση μιας εναλλακτικής πρότασης απέναντι στην παλιά τάξη πραγμάτων. Ο δεξιός αυταρχισμός θα τροφοδοτήσει τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση η οποία με τη σειρά της θα ενισχύσει τη στήριξη που λαμβάνει η κυβέρνηση. Μόνο η αριστερά μπορεί να σπάσει αυτόν το φαύλο κύκλο. Η αριστερά πρέπει –αποφεύγοντας τους ευκαιριακούς πολιτικούς υπολογισμούς- να αντλήσει έμπνευση από τα πολιτικά κόμματα και τα κοινωνικά κινήματα άλλων χωρών που τόλμησαν να φωνάξουν ότι μια άλλη πολιτική είναι εφικτή. Εμπνεόμαστε από την παρουσία τόσο πολλών νέων ανθρώπων στις πρόσφατες διαδηλώσεις για τη δικαιοσύνη. Οι νέοι δεν εμπιστεύονται τις παλιές πολιτικές ελίτ. Ο ρόλος της αριστεράς είναι να πείσει αυτή τη γενιά νέων ανθρώπων ότι η επιβίωση της δημοκρατίας εξαρτάται από αυτούς και από το αν αυτοί δράσουν με γνώμονα τα συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι δυνατό να οικοδομήσουν ένα κράτος που δεν θα στέκει πάνω σε θεμέλια ταξικού μίσους, διακρίσεων κατά των γυναικών και των μειονοτήτων και δεν θα υπηρετεί τους εκατομμυριούχους, την Εκκλησία και τις προνομιούχες ομάδες. Πρέπει να πούμε σε όλους αυτούς –ανεξάρτητα από τις διαφορές μας- ότι μια άλλη Δημοκρατία είναι εφικτή.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου