Με τον πόλεμο να μαίνεται ακόμη στην Ανατολική Ευρώπη, ο Χόλγκερ Πόλιτ εξετάζει την ειρηνιστική στάση και τα γραπτά της Ρόζας Λούξεμπουργκ αναφορικά με την προσάρτηση, τις αποσχιστικές τάσεις και την αυτονομία των εθνικών μειονοτήτων.
Η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία που στόχευε να επαναφέρει τη χώρα υπό την ηγεμονία της Μόσχας, θέτει το ειρηνευτικό κίνημα στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης ενώπιον πρωτοφανών προκλήσεων. Ξαφνικά, ο ρωσικός στρατός έγινε ένας αντιδημοφιλής επιτιθέμενος. Προηγουμένως, η Μόσχα θεωρούνταν παραπάνω από σταθεροποιητική δύναμη στο πλαίσιο της παγκόσμιας συμμαχίας δυνάμεων που –ακόμη και υπό τρομερές συνθήκες, όπως ο πόλεμος στη Συρία– θα έπαιρνε μέρος μόνο στις πολεμικές επιχειρήσεις των -συνολικά ανώτερών της εθνών της Δύσης. Ούτε η εισβολή της στη Γεωργία το 2008, ούτε η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 άλλαξαν αυτή την άποψη. Αλλά, η εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, άφησε τη διεθνή κοινότητα άφωνη.
Η ταχύτητα με την οποία η Ρωσία συνέτριψε κάθε υποψία ύπαρξης ενός ισχυρού και αποτελεσματικού ειρηνευτικού κινήματος εντός των συνόρων της, κατέστησε ακόμη πιο δύσκολο για τις άλλες χώρες να προσφέρουν την αλληλεγγύη τους. Επιπλέον, δυσκόλεψε όσους δυτικούς τάσσονται με την ειρήνη, να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στην Ανατολική Ευρώπη. Διαφορετικά, θα είχαν πληροφορηθεί ότι η σημερινή Ουκρανία δεν είναι πλέον Ρωσία, ότι η ειρηνική διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1991 οδήγησε σε διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών και ότι η κυβέρνηση του Πούτιν αμφισβητεί τώρα αυτά τα σύνορα με ψευδή επιχειρήματα. Όμως, ορισμένα τμήματα του κινήματος για την ειρήνη –από απελπισία– λένε συχνά το αντίθετο, υποστηρίζοντας ότι η Δύση είναι αυτή που συστηματικά απειλεί τη Ρωσία, οδηγώντας την σε δεινή κατάσταση, και ότι η Μόσχα απλώς υπερασπίζεται τον εαυτό της, αν και προφανώς, καταδικάζουν την εισβολή. Τουλάχιστον, το παλιό αφήγημα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου ηχεί για άλλη μια φορά: οι ένοχοι είναι στη Δύση· η Ουκρανία, μια χώρα που προσπαθεί απεγνωσμένα να υπερασπιστεί τον εαυτό της στρατιωτικά, είναι απλώς ένα πιόνι σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, ή, έτσι ισχυρίζονται.
Ωστόσο, αν αποδέχονταν ότι, μετά τη διάλυση των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, η Ρωσία δεν έχει απολύτως κανένα δικαίωμα να εισβάλει στη γείτονά της –γιατί κανένα από τα επιχειρήματα που δικαιολογούν την εισβολή δεν ευσταθεί– θα μπορούσαν να ανατρέξουν στα λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Τα κείμενά της, περιλαμβάνουν την ξεκάθαρη στάση της απέναντι σε τρία καίρια ζητήματα που αφορούν και τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας: την προσάρτηση, τις αποσχιστικές τάσεις και τις εθνικές μειονότητες.
Η Λούξεμπουργκ έδωσε λεπτομερή επιχειρήματα για τα παραπάνω ζητήματα στο άρθρο της για την αντιμετώπιση των εθνικών μειονοτήτων, ένα έργο αρκετά γνωστό και, επιπλέον, πολυδιαβασμένο. Καταδικάζει απερίφραστα την προσάρτηση και την απόσχιση: η Λούξεμπουργκ απέρριπτε κατηγορηματικά τη μονομερή προσάρτηση ξένων εδαφών από ένα έθνος μέσω της χρήσης πολιτικής ή στρατιωτικής βίας, αποδοκιμάζοντάς την, γιατί ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης πολέμου και επικίνδυνης κλιμάκωσης των εντάσεων μεταξύ γειτονικών χωρών. Καταδίκαζε, επίσης, έντονα τις προσπάθειες των εθνικών ή εθνοτικών μειονοτικών ομάδων να αποσχιστούν από τις ομοσπονδίες στις οποίες ανήκουν, διακηρύσσοντας το δικαίωμά τους στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό· η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι έπρεπε να ακολουθήσουν διαφορετικό δρόμο. Για παράδειγμα, αντιτάχθηκε στην εκστρατεία που γινόταν εντός του πολωνικού εργατικού κινήματος για την απόσχιση των διαιρεμένων εδαφών της Πολωνίας από τις κυβερνήσεις στις οποίες ανήκαν, προκειμένου η χώρα να ανακτήσει την ανεξαρτησία της· η απόσχιση θεωρούνταν, τότε, απαραίτητη για να ανοίξει ο δρόμος για τη δημιουργία σοσιαλιστικού κράτους. Η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι, δεδομένων των συνθηκών, οι Πολωνοί εργαζόμενοι έπρεπε πρώτα να επιδιώξουν στενή συνεργασία με τα εργατικά κινήματα των χωρών στις οποίες υπάγονταν: με το ρωσικό κίνημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία, τους σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανική Αυτοκρατορία και τους Αυστριακούς σοσιαλδημοκράτες στην Αυστρία. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο επίμονος αγώνας της εναντίον των Πολωνών σοσιαλιστών εντός του γερμανικού SPD που ήθελαν να προβάλουν πολιτικές απαιτήσεις, φτάνοντας στο σημείο να προτείνουν την απόσχιση των πρώην πολωνικών εδαφών από την Πρωσία. Τελικά, το SPD καταδίκασε το αίτημα -σε μεγάλο βαθμό λόγω της επιρροής της Λούξεμπουργκ- ως αυτονομισμό.
Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι η προσάρτηση και οι αποσχιστικές τάσεις αποτελούν πάντα παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σύγκρουσης και μπορούν ακόμη και να οδηγήσουν σε έναν μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο μεταξύ εχθρικών δυνάμεων. Η ενσωμάτωση της περιοχής της Αλσατίας-Λωρραίνης στη νεοσύστατη Γερμανική Αυτοκρατορία το 1871 και η προσάρτηση της Βοσνίας από την Αυστρία το 1908, αποτελούν ενδεικτικές περιπτώσεις που οδήγησαν σε πολύπλοκες μετατοπίσεις και άναψαν το φυτίλι του πολέμου που τελικά πυρπόλησε ολόκληρη την ήπειρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ αφιέρωσε όλο το πρώτο τμήμα του βαθυστόχαστου άρθρου της The National Question and Autonomy (Το Εθνικό Ζήτημα και η Αυτονομία: 1908/09) στο υποτιθέμενο δικαίωμα του λαού στην αυτοδιάθεση. Καταδίκαζε σταθερά την αφελή υπόθεση ότι η αυτοδιάθεση μπορεί να επιλύσει τα αμφισβητούμενα ή τα μη διευθετημένα ζητήματα εθνικότητας όταν οι ενδιαφερόμενες ομάδες έχουν το θεμελιώδες δικαίωμα απόσχισης από την ομοσπονδία στην οποία ανήκουν. Χρησιμοποίησε όμως αυτό το κομμάτι του άρθρου για να χτίσει το επιχείρημά της υπέρ της ισχυρής προστασίας των μειονοτήτων, την οποία γενικά θεωρούσε αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής ελευθερίας. Αυτό θα διασφάλιζε τη νομική προστασία της εθνικής γλώσσας, για παράδειγμα στην εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη, το νόμιμο δικαίωμα προώθησης και διατήρησης της εθνικής κουλτούρας και των παραδόσεων και, τέλος, την επέκταση των οργάνων πολιτικής αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιφέρειες και εδάφη μέχρι του βαθμού αυτονομίας ορισμένων κλειστών περιοχών όπου μια εθνικότητα αποτελεί σαφή πλειοψηφία, χωρίς όμως να επιτρέπεται η μονομερής απόσχιση από το κυβερνών κράτος.
Σε αυτά τα κεφάλαια, γίνεται εύκολα σαφές ότι η συγγραφέας τρέφει έναν βαθιά ριζωμένο φόβο, που προκύπτει από την προσωπική της εμπειρία, ότι οι μονομερείς εκκλήσεις για αλλαγή των υφιστάμενων συνόρων θα μπορούσαν να επιδεινώσουν επικίνδυνα τις υπάρχουσες συγκρούσεις, καθιστώντας την αποκλιμάκωση εξαιρετικά δύσκολη και οδηγώντας πάντα σε ένοπλες συγκρούσεις, ή ακόμη και σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Οι φωνές που ζητούν ανεξαρτησία από τον υφιστάμενο ομοσπονδιακό έλεγχο και οι οποίες σπεύδουν να επικαλεστούν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης απορρίπτονται συστηματικά· αντιθέτως, ο αγώνας για την προστασία και τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων –μέχρι και οι ρυθμίσεις για κάποιο βαθμό αυτονομίας– θεωρείται μέρος του ευρύτερου αγώνα για την επίτευξη της πλήρους πολιτικής ελευθερίας. Όπως επαναλαμβάνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε όλο το άρθρο της, τα υπάρχοντα εθνικά σύνορα πρέπει να παραμείνουν ως έχουν· λύσεις για τα αμφιλεγόμενα ζητήματα μπορούν να βρεθούν όταν έρθει η ώρα να οικοδομήσουμε μια σοσιαλιστική κοινωνία, εξέλιξη που η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι θα βίωναν τα εθνικά κράτη και τα εθνικά τους σύνορα, αλλά που απορρίφθηκε σε παγκόσμια κλίμακα.
Ωστόσο, υπάρχει, κατά καιρούς, κάποια σύγχυση. Η Λούξεμπουργκ έκανε φευγαλέα σχόλια για το (τότε βίαιο) κίνημα ανεξαρτησίας στην Ουκρανία στο χειρόγραφό της για τη Ρωσική Επανάσταση που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της, στα τέλη του καλοκαιριού του 1918. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτές οι παρατηρήσεις ακολουθούν την ίδια λογική που εφάρμοσε στον αυτονομισμό γενικά. Χωρίς να εμβαθύνουμε πολύ στην ιστορία (μια μεγάλη περιοχή της σημερινής Ουκρανίας δεν ήταν, εκείνη την εποχή, μέρος της ρωσικής Αυτοκρατορίας), θα αναφέρω εν συντομία ότι, ακόμη και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρέμεινε πεπεισμένη ότι το εθνικό ζήτημα στα εδάφη που κάποτε ανήκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο όταν θα επιτυγχανόταν η πλήρης πολιτική ελευθερία σε ολόκληρο το έθνος. Οι λυσσαλέες επιθέσεις του Κρεμλίνου κατά του δικαιώματος ύπαρξης της Ουκρανίας ως ανεξάρτητου κράτους μπορούν, επομένως, να ιδωθούν υπό ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα, δεδομένου ότι ο αμοιβαία συμφωνημένος διαχωρισμός των δύο κρατών έλαβε χώρα εδώ και περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Εδώ, η στάση της Ρόζας Λούξεμπουργκ επικρίνει σαφώς τον επιτιθέμενο που εμμένει στην ιδέα της προσάρτησης και της απόσχισης.