Τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών της 25ης Σεπτεμβρίου επιβεβαίωσαν πολλές από τις προβλέψεις των πιο αξιόπιστων δημοσκοπήσεων. Ο δεξιός συνασπισμός κέρδισε το 44% των ψήφων και στο εσωτερικό του το κόμμα με την πιο ριζοσπαστική παράδοση, οι Fratelli d’Italia-FdI (Αδελφοί της Ιταλίας), με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι, ήρθε πρώτο με 26%.
Με αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται αναπόφευκτο το Palazzo Chigi (Ανάκτορο Κίτζι), η έδρα της κυβέρνησης, να φιλοξενήσει για πρώτη φορά το κόμμα που είναι ο κληρονόμος της νεοφασιστικής παράδοσης. Οι Αδελφοί της Ιταλίας (ΣτΜ: στο εξής «το FdI») ιδρύθηκαν το 2012 μετά τη διάσπαση του κόμματος Popolo della Libertà (Ο Λαός της Ελευθερίας), του σχηματισμού που προέκυψε από την ενοποίηση του Forza Italia (Εμπρός Ιταλία), του κόμματος που ίδρυσε και του οποίου ήταν επικεφαλής ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, και της Alleanza Nazionale (Εθνική Συμμαχία), μετεξέλιξης του προϋπάρχοντος Movimento Sociale Italiano (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), που συγκέντρωνε βετεράνους και νοσταλγούς του φασισμού.
Μια μειοψηφία της ηγεσίας που προερχόταν από την Εθνική Συμμαχία υποστήριξε ότι η ιστορική κληρονομιά της Ακροδεξιάς της Ιταλίας θα ακυρωνόταν οριστικά μέσα σε ένα κόμμα δομημένο σαν επιχείρηση, στην οποία ο έλεγχος του Μπερλουσκόνι ήταν αδύνατο να αμφισβητηθεί. Επιπλέον, το νέο-παλιό κόμμα της Μελόνι απέρριπτε κάθε μορφή συμμαχίας με την «Αριστερά», που ταυτιζόταν με το Partito Democratico – PD (Δημοκρατικό Κόμμα), ακόμη και αν αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η βαθιά κρίση του δημόσιου χρέους που έγινε εμφανής το 2010-2011.
Το PdI διατήρησε πάντα τη συγκεκριμένη αντιπολιτευτική στάση απέναντι στις διάφορες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν από τότε που τον Μπερλουσκόνι αντικατέστησε ο τεχνοκράτης Μάριο Μόντι, αν και υπήρξε κάποια εσωτερική πίεση να μετάσχει το κόμμα στην πρώτη κυβέρνηση Κόντε, που σχηματίστηκε από τη Λέγκα και τα Πέντε Αστέρια, όπως και να στηρίξει την κυβέρνηση Ντράγκι.
Η Μελόνι εκμεταλλεύτηκε τις διάφορες εκφράσεις δυσαρέσκειας του δεξιού εκλογικού σώματος, καταφέρνοντας να προσελκύσει την υποστήριξη στο κόμμα της κρατώντας ταυτόχρονα μια απόσταση από τα κόμματα των εταίρων της στον συνασπισμό: τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, τα ποσοστά των οποίων στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου ήταν αισθητά μειωμένα. Αν στην περίπτωση του κόμματος, στο οποίο εξακολουθεί να κυριαρχεί ο ηλικιωμένος ηγέτης του, το ποσοστό 8% που έλαβε μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν επιτυχία η οποία επιβράδυνε, αν δεν ανέστρεψε, την διαρκή πτωτική τάση του, το κάπως υψηλότερο αποτέλεσμα της Λέγκα μπορεί να θεωρηθεί ως απροσδόκητη μεγάλη ήττα, κυρίως επειδή αυτή συνέβη σε ορισμένα από τα προπύργιά της στο Βορρά, όπως το Βένετο.
Η Μελόνι προσπάθησε να εμφανιστεί ως μια συντηρητική πολιτικός, χωρίς όμως ποτέ να αποκηρύξει ανοιχτά τις ρίζες της στον ιστορικό ιταλικό νεοφασισμό∙ αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις υποστήριξε ότι αποτελεί τη συνέχειά του, διατηρώντας το σύμβολο της φλόγας που χρησιμοποιούσε το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα για να υποδηλώσει την επιθυμία να αναγεννηθεί το καθεστώς του Μουσολίνι μετά την καταστροφική κατάρρευσή του, και εγκωμιάζοντας διαρκώς την προσωπικότητα του Τζόρτζιο Αλμιράντε, ηγέτη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος για πολλά χρόνια, ο οποίος ήταν πάντα πιστός στο ιδεώδες του φασισμού.
Αντί να αποκηρύξει τον φασισμό (εκτός από εκείνες τις πράξεις του που δεν είναι υπερασπίσιμες, όπως η θέσπιση αντισημιτικής νομοθεσίας), η Μελόνι απλώς τον παρέδωσε στην κρίση της ιστορίας– όπως ήθελε να κάνει και με τον αντιφασισμό, τον οποίο το PdI ουδέποτε επιδοκίμασε, εκφράζοντας αντίθετα πάντα την εχθρότητά του απέναντι στις συμβολικές εκδηλώσεις που συνδέουν την Ιταλική Δημοκρατία με τις αξίες της Αντίστασης.
Οι Αδελφοί της Ιταλίας κατάφεραν να προσελκύσουν στην κάλπη τους διάφορες κοινωνικές τάσεις που προφανώς ξεπερνούν εκείνα τα στρώματα που νοσταλγούν ανοιχτά το φασιστικό καθεστώς: πλευρές του κοινωνικού συντηρητισμού, της ξενοφοβίας και του φόβου για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης (υποδαυλίζοντας έντεχνα κάποια από αυτά τα αισθήματα), αιτήματα για την επιβολή «του νόμου και της τάξης», κληρικαλισμός και ευρωσκεπτικισμός. Οι κλασικές διακηρύξεις της Δεξιάς κατά των φόρων επέτρεψαν στο FdI να εξασφαλίσει την υποστήριξη ενός μέρους του κόσμου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των βιοτεχνών και των καταστηματαρχών. Όλα αυτά συνοδεύονταν από δηλώσεις προσήλωσης στο φιλελεύθερο δόγμα που επιμένει στην πρωτοκαθεδρία της επιχείρησης, το οποίο σύμφωνα με τη συνταγή που κυκλοφορεί στην Ιταλία εδώ και δεκαετίες πρέπει να απελευθερωθεί από τη «γραφειοκρατία και τα εμπόδια» που συναντά, στα οποία περιλαμβάνονται και τα υποτιθέμενα υπερβολικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Η επιτυχία του FdI ευνοήθηκε από δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος της Ιταλίας: από τον πλειοψηφικό εκλογικό νόμο, που πριν από πέντε χρόνια ήταν αρεστός ειδικά στο Δημοκρατικό Κόμμα για να δυσκολέψει την επιτυχία των Πέντε Αστέρων, και από την πλουραλιστική σύνθεση του δεξιού συνασπισμού από τότε που δημιουργήθηκε, μετά την κατάρρευση των ιστορικών κομμάτων της ιταλικής δημοκρατίας. Βασισμένος ουσιαστικά σε τρία κόμματα, αυτός ο συνασπισμός άντεξε την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των συνιστωσών του, καθώς και την αλλαγή ηγεσίας. Η πτώση της δημοτικότητας του Μπερλουσκόνι δημιούργησε ένα κενό που συνέβαλε στην άνοδο του Σαλβίνι, η δημοτικότητα του οποίου εξουδετερώθηκε γρήγορα λόγω μιας μακράς σειράς πολιτικών λαθών του, γεγονός που στη συνέχεια έστρεψε τους δεξιούς ψηφοφόρους προς την Μελόνι. Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν δείχνουν κάποια διεύρυνση της συνολικής εκλογικής αποδοχής της Δεξιάς, αλλά μια μετατόπιση στο εσωτερικό της και την εμφανή (δεξιά) ριζοσπαστικοποίησή της.
Το σενάριο που επιφυλάσσεται για την επερχόμενη δεξιά κυβέρνηση προβλέπεται να είναι πολύ περίπλοκο. Οι επιπτώσεις των πολλαπλών κρίσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη συνδυάζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιταλικού καπιταλισμού, ο οποίος, αν και από τη μια πλευρά διατηρεί μια ορισμένη ζωτικότητα των βιομηχανικών κλάδων που βασίζονται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, βρίσκεται, από την άλλη, σε μια μακρόχρονη τάση στασιμότητας, την οποία από πλευράς δικαιωμάτων και μισθών πληρώνουν κυρίως οι εργατικές τάξεις.
Έχοντας επιλέξει και εδραιώσει μια γραμμή που είναι εκ θεμελίων φιλοσυστημική σε οικονομικό και χρηματοπιστωτικό επίπεδο, καθώς και τόσο τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ όσο και την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, είναι πιθανόν η επόμενη κυβέρνηση, αντιμέτωπη με μια κοινωνική κατάσταση που υπάρχει κίνδυνος να επιδεινωθεί ταχύτατα τους επόμενους μήνες, να επικεντρωθεί κυρίως σε ζητήματα ταυτότητας και αξιών – καθώς και στην καταγγελία της συνωμοσίας των «ισχυρών» και της εθνοτικής «αλλαγής πληθυσμών» που πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση του τοκογλύφου Σόρος, μια φράση που πριν από μερικά χρόνια χρησιμοποιούσε η ίδια η Μελόνι. Αυτές είναι οι ιδέες που προπαγανδίζει το FdI – παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας σημειώθηκε μια αξιοσημείωτη προθυμία αυτών των «ισχυρών» να αποδεχθούν χωρίς δυσκολία μια μελλοντική κυβέρνηση Μελόνι.
Η σχέση με την ΕΕ είναι πιο σύνθετη. Παρά το γεγονός ότι η ιταλική Ακροδεξιά αντιμετωπίζει με κάποια εχθρότητα την υπερεθνική διάσταση του ευρωπαϊκού σχεδίου, ενώ βλέπει με μεγαλύτερη κατανόηση τις απαιτήσεις της «ελεύθερης αγοράς», οι οικονομικοί και χρηματοπιστωτικοί περιορισμοί θα επιβάλουν μια κάποια σύνεση στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής. Πρόκειται για μια πράξη εξισορρόπησης, που η πολωνική Δεξιά (με την οποία το FdI συνδέεται στενά) έχει καταφέρει να διαχειριστεί μάλλον επιδέξια.
Η ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος
Με ποσοστό περίπου 19%, το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) διατηρεί την ίδια εκλογική δύναμη με εκείνη που είχε πριν από πέντε χρόνια, όταν επικεφαλής του ήταν ο Ματέο Ρέντσι. Όμως, αν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη αύξηση της αποχής, αυτό μεταφράζεται σε μια συστηματική απώλεια ψηφοφόρων. Δεδομένου ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 2018 θεωρήθηκε βαριά ήττα, η σημερινή επανάληψή του δεν μπορεί παρά να θεωρείται ως μια ακόμη αποτυχία αυτού του κόμματος.
Το PD συμμετείχε στις εκλογές έχοντας έρθει σε ρήξη με την πολιτική δύναμη που θα έπρεπε να επιδιώκει να είναι ο κύριος εταίρος του σε έναν πιθανό συνασπισμό – το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Τζουζέπε Κόντε. Μόνο αυτή η συμμαχία θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον συνασπισμό της Δεξιάς. Το PD δεν αποδέχθηκε την απόφαση των Πέντε Αστέρων να έχουν μια κριτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Ντράγκι, ούτε τη δειλή αποστασιοποίησή τους από τη μαζική στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία, την οποία επιθυμεί το ΝΑΤΟ και αποδέχεται η ΕΕ.
Ο δεύτερος δυνητικός σύμμαχος του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν ο νέος κεντρώος πόλος που σχηματίστηκε από τον Κάρλο Καλέντα, πρώην υπουργό και βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλεγμένου με τη λίστα του PD. Η συμμαχία αυτή βασιζόταν στην επιβεβαίωση της συνέχειας με τις πολιτικές του Ντράγκι και σε μια έντονα κεντρώα και φιλελεύθερη προγραμματική συμφωνία. Η συμφωνία ναυάγησε (ίσως και λόγω του καιροσκοπισμού του Καλέντα) όταν ο Λέτα, ο ηγέτης του PD, υπέγραψε μια άλλη συμφωνία με τη συμμαχία Verdi-Sinistra Italiana (Πράσινοι-Ιταλική Αριστερά), ο δηλωμένος στόχος της οποίας ήταν απλώς η συγκέντρωση των ψήφων σε μια ενιαία λίστα για το τρίτο τμήμα του Κοινοβουλίου που εκλέγεται με το απλό πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα (first-past-the-post), με μοναδικό σκοπό να αντιταχθεί στη Δεξιά.
Αυτή η τελευταία συμφωνία, η οποία δεν απαιτούσε την ύπαρξη ενός κοινού προγράμματος, δεν ήταν απαλλαγμένη από ασάφειες, γιατί όταν ο Λέτα δήλωσε δημοσίως ότι δεν ήθελε να συγκυβερνήσει μόνο με τη συμμαχία Verdi-SI, ο επικεφαλής των Πράσινων, Άντζελο Μπονέλι, δήλωσε ότι το κόμμα του επιθυμούσε να συμμετάσχει με τους δικούς του υπουργούς σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του PD.
Αποτέλεσμα αυτών των ελιγμών ήταν ο σχηματισμός ενός συνασπισμού γύρω από το PD, που στα δεξιά του είχε το κόμμα +Europa (Περισσότερη Ευρώπη) με επικεφαλής την Έμμα Μπονίνο – η οποία, εκτός από υπέρμαχος μιας μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έχει ακραία νεοφιλελεύθερες θέσεις και υποστηρίζει σταθερά τον ατλαντισμό – καθώς και μια μικρή και ελάχιστα σημαντική κεντρώα ομάδα, την Impegno Civico (Πολιτική Δέσμευση), που αποτελείται από στελέχη που αποχώρησαν από τα Πέντε Αστέρια, και στα αριστερά του το ψηφοδέλτιο Verdi-SI, που παραδοσιακά θεωρείται αναπόσπαστο μέρος μιας παραδοσιακής κεντροαριστερής συμμαχίας.
Αντιμέτωπος με την εκλογική ανάκαμψη των Πέντε Αστέρων, ο γραμματέας του PD επιχείρησε μια προγραμματική στροφή προς τα αριστερά, υποσχόμενος, για παράδειγμα, να καταργήσει τον νόμο για την απασχόληση (ένα νόμο που είχε υποστηρίξει το ίδιο το PD και ο οποίος αύξησε την εργασιακή επισφάλεια), μια υπόσχεση που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα πειστική. Ούτε και η προσχηματική χρήση του αντιφασισμού ή η απεικόνιση μιας Ιταλίας που υπό την Μελόνι είναι αναπόφευκτο να πέσει θύμα του Πούτιν – επιχειρήματα που κυρίως φαίνονταν σαν να τα χρησιμοποιούσε για να αποφύγει τον απολογισμό των πολιτικών που εφάρμοσε το PD σε μια δεκαετία κατά την οποία έπαιζε σχεδόν πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο στις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Το πρόβλημα του PD, ωστόσο, δεν έχει να κάνει μόνο με την εκλογική τακτική ή τα λάθη που διέπραξε ο γραμματέας του (στο κόμμα έχουν ήδη γίνει πολλές αλλαγές αρχηγού χωρίς σημαντικά αποτελέσματα), αλλά και με την ίδια την πολυσυλλεκτική φύση του που έχει στόχο να καλύψει όλο το εκλογικό φάσμα της κεντροαριστεράς.
Σχεδόν όλες οι θέσεις του PD αποδείχθηκαν λανθασμένες, αρχίζοντας από την εδραίωση όχι μόνο ενός διπολικού αλλά ενός δικομματικού συστήματος που βασίζεται σε ένα πλειοψηφικό εκλογικό νόμο – και επίσης η υποστήριξη εκ μέρους του της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που βοήθησε να εδραιωθεί η στήριξη προοδευτικών πολιτικών στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά που στο πεδίο της οικονομίας ήταν νεοφιλελεύθερη και υπέρ των επιχειρήσεων.
Το PD έγινε σταδιακά το κόμμα των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων και των οικονομικών κλάδων στους οποίους οι εργαζόμενοι καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση, ένα τμήμα της κοινωνίας που, αντί να αυξάνεται ποσοτικά και να διατηρεί την κοινωνική ηγεμονία του, διαρκώς συρρικνώνεται. Επιπλέον, η φιλοδοξία του κόμματος να είναι η αδιαμφισβήτητη ηγετική δύναμη ενός κεντροαριστερού συνασπισμού (σε αντίθεση με τον πλουραλιστικό χαρακτήρα του δεξιού συνασπισμού) έχει επιφέρει μια συνεχή μείωση των δυνάμεων που αποτελούν δυνητικούς συμμάχους του. Αν ο στόχος της κυριαρχίας στον κεντροαριστερό συνασπισμό ευνόησε την περιθωριοποίηση και την ήττα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ίδιο εγχείρημα δεν πέτυχ με τα Πέντε Αστέρια ούτε, σε μικρότερο βαθμό, με τον νεο-κεντρώο χώρο. Το PD, ένα κόμμα που δημιουργήθηκε με τη φιλοδοξία να είναι τα πάντα, έρχεται αντιμέτωπο με το δίλημμα αν πρέπει να αμφισβητήσει την ίδια τη λογική που αποτέλεσε το κίνητρο για την ίδρυσή του.
Το Κίνημα Πέντε Αστέρων
Λαϊκιστικός σχηματισμός με διφορούμενο περιεχόμενο και μεγάλη επιτυχία, το Κίνημα Πέντε Αστέρων υπέστη πολλές μεταμορφώσεις. Ο κατακερματισμός του έχει δημιουργήσει διάφορες μικρές ομάδες που προσπάθησαν να ασχοληθούν με κάποιο από τα σημαντικά θέματα που το Κίνημα έθεσε αρχικά στην πολιτική σκηνή, για παράδειγμα, την ιδέα της εξόδου από το ευρώ. Μια άλλη συνιστώσα του προσπάθησε να γίνει κανονική υιοθετώντας πλήρως τις καθεστωτικές πολιτικές που αρχικά ήθελε να καταπολεμήσει το Κίνημα, αλλά και αυτή δεν μπόρεσε να βρει ένα δικό της πολιτικό χώρο.
Εν τω μεταξύ, ένα μέρος του εκλογικού σώματος που είχε στηρίξει μαζικά το Κίνημα που ίδρυσε ο Μπέπε Γκρίλο, το οποίο αποτελούνταν από ψηφοφόρους δεξιών κομμάτων, επέστρεψε στον αρχικό πολιτικό του χώρο. Η αλλαγή της σύνθεσης του κόμματος, που αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στις ομάδες του στα δύο κοινοβουλευτικά σώματα (ΣτΜ: στη Βουλή και στη Γερουσία), είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνουν στα Πέντε Αστέρια κυρίως όσοι και όσες έχουν έναν προσανατολισμό που μπορεί να χαρακτηριστεί προοδευτικός. Να σημειωθεί εδώ ότι ο ηγέτης του, Τζουζέπε Κόντε, πρώην επικεφαλής δύο κυβερνήσεων με διαφορετικά προφίλ, για να προσδιορίσει την ατζέντα του κόμματος χρησιμοποιεί τη λέξη «προοδευτική», προτιμώντας την από τη λέξη «αριστερή».
Ωστόσο, ο Κόντε, που θεωρείται ως ο πρωθυπουργός που διαχειρίστηκε επιτυχώς την πανδημία με έναν καθησυχαστικό για τους πολίτες τρόπο, κατά την προεκλογική του εκστρατεία προσπάθησε να προβάλει μια πιο λαϊκίστικη εικόνα που να είναι σύμφωνη με την παραδοσιακή ταυτότητα του κόμματος του οποίου, τυχαία αλλά επιδέξια, έγινε ο πολιτικός ηγέτης, απέρριψε τις προτάσεις για τη δημιουργία ενός ευρύτερου συνασπισμού που να βρίσκεται στα αριστερά του PD, ένα εγχείρημα που έγινε ακόμα πιο δύσκολο λόγω της άρνησης των Πρασίνων και της Ιταλικής Αριστεράς να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων παρουσιάστηκε στους ψηφοφόρους ως ο βασικός υποστηρικτής του «εισοδήματος του πολίτη» που επέτρεψε σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που ζούσε σε συνθήκες φτώχειας να αντέξει τις επιπτώσεις της κρίσης (ΣτΜ: Το διάταγμα για το «εισόδημα του πολίτη» εφαρμόστηκε επί πρωθυπουργίας Κόντε). Αυτό έδωσε στα Πέντε Αστέρια τη δυνατότητα να διατηρήσουν σημαντική εκλογική δύναμη στις περιοχές του ιταλικού Νότου, εκεί που η φτώχεια και η ανεργία είναι πιο διαδεδομένες. Το Κίνημα, το οποίο έχει πια πάρει τη μορφή κόμματος αλλά παραμένει κατά βάση μια συνάθροιση θεσμικών συνιστωσών χωρίς μαζική βάση, αποστασιοποιήθηκε επίσης εν μέρει από την πολεμοκάπηλη ρητορική στο ζήτημα της Ουκρανίας, χωρίς ωστόσο να επιτύχει εμπράκτως μια πραγματική ρήξη. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εξέφρασε, τουλάχιστον εν μέρει, ένα ειρηνιστικό συναίσθημα, ή ένα συναίσθημα αμφιβολίας ως προς τα πιθανά καταστροφικά αποτελέσματα της σύγκρουσης, ένα συναίσθημα που εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένο στην ιταλική κοινή γνώμη.
Με ένα ποσοστό περίπου 15%, παρόλο που έχασε πολύ περισσότερους από τους μισούς ψηφοφόρους του στις εκλογές τού 2018 (ορισμένοι από τους οποίους απείχαν από τις πρόσφατες εκλογές), το Κίνημα επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός τμήματος του εκλογικού σώματος που προσανατολίζεται προς τα αριστερά, αλλά δεν εμπιστεύεται το PD. Ωστόσο, το πολιτικό προφίλ του κόμματος του Κόντε παραμένει ρευστό και αντιφατικό και θα μπορούσε να κινηθεί προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ακόμη και αντίθετες μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, το στοίχημα ότι θα καταφέρει να ανακόψει και να αντιστρέψει την τάση παρακμής των Πέντε Αστέρων έχει προς το παρόν κερδηθεί. Αυτό που θα είναι καθοριστικό για το μέλλον του κόμματος είναι η ενδεχόμενη σύγκρουσή του με τη νέα κυβέρνηση για το εισόδημα των πολιτών, στο οποίο αντιτίθεται έντονα το κόμμα της Μελόνι.
Η ριζοσπαστική Αριστερά
Στο Κοινοβούλιο υπάρχουν σήμερα η ομάδα των Πρασίνων (η οποία παρέμεινε για πολλά χρόνια εκτός θεσμών) και η ομάδα της Ιταλικής Αριστεράς, η οποία μετά από διάφορες προσπάθειες συγχώνευσης που τις ακολούθησαν διασπάσεις, κατάφερε να επιβεβαιώσει την εκλογική επιλογή της, συγκεντρώνοντας στις τάξεις της το τμήμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης που επέλεξε να παίξει το ρόλο της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος, σε μια συμμαχία στην οποία η ηγεμονική δύναμη είναι το PD. Αυτή η λίστα σήμερα σε μεγάλο βαθμό κατέχει (με ένα ποσοστό λίγο υψηλότερο από 3%) τον χώρο που το 2018 είχε καταλάβει το κόμμα Liberi e Uguali-LeU (Ελεύθεροι και Ίσοι), ένας σχηματισμός στον οποίο μετείχε μια ομάδα που είχε εγκαταλείψει το Δημοκρατικό Κόμμα και σήμερα βρίσκεται στον δρόμο της επιστροφής στην αρχική της στέγη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η LeU διασπάστηκε με τις συνιστώσες της να ακολουθούν διάφορες κατευθύνσεις.
Μέχρι σήμερα η ιδέα της συγκρότησης ενός αριστερού τμήματος της Κεντροαριστεράς, ακόμη και αν επέτρεψε να εξασφαλιστεί τουλάχιστον μια ελάχιστη θεσμική παρουσία, δεν έχει παραγάγει κάποιο σταθερό πολιτικό σχέδιο, ούτε κάποια σημαντική συγκέντρωση κοινωνικών συνιστωσών. Ούτε απέδειξε σε τοπικό επίπεδο, όπου το εγχείρημα είχε κάποια εκλογική επιτυχία, όπως π.χ. στην Εμίλια-Ρομάνια, την ικανότητα να επηρεάσει τις κυρίαρχες πολιτικές του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως σίγουρα δυσκόλεψε την οικοδόμηση μιας Αριστεράς που δεν θα είναι υποτελής στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, χωρίς καν να συμβάλει στην επίτευξη του ελάχιστου διακηρυγμένου στόχου του : να ανακόψει την άνοδο της ιταλικής ριζοσπαστικής Δεξιάς στην εξουσία.
Η Αριστερά που θεωρεί αδύνατη τη συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα, δεδομένης της αγεφύρωτης πλέον απόστασης στα θέματα του προγράμματος και της κοινωνικής βάσης, συμμετείχε στις εκλογές με τη λίστα της Unione Popolare (Λαϊκή Ενότητα). Αυτή η συλλογικότητα που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 2022 με επίκεντρο τον πρώην δήμαρχο της Νάπολης, Λουίτζι ντε Ματζίστρις, και με τη συμμετοχή των κομμάτων Rifondazione Comunista (Κομμουνιστική Επανίδρυση), Potere al Popolo (Η εξουσία στο Λαό), DeMocrazia e Autonomia-DeMa (Δημοκρατία και Αυτονομία)-ένα πείραμα που προέκυψε από την εμπειρία του δήμου της Νάπολης), της ομάδας Manifesta που δημιουργήθηκε από βουλευτές που αποχώρησαν από τα Πέντε Αστέρια από τα αριστερά, ομάδες διανοουμένων και άλλους κοινωνικούς φορείς, έπρεπε να συμμετάσχει σε μια εκλογική αναμέτρηση προκειμένου να ριζώσει το εγχείρημα. Το αποτέλεσμα (1,4%) στη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι σίγουρα κατώτερο των προσδοκιών της, αν και σηματοδοτεί μια μικρή αύξηση σε απόλυτους αριθμούς σε σύγκριση με μια ανάλογη λίστα των εκλογών του 2018.
Σίγουρα, η ρήξη των Πέντε Αστέρων με το Δημοκρατικό Κόμμα και η ανάκτηση της αξιοπιστίας τους στην Αριστερά μείωσε τη δυνατότητα της Λαϊκής Ενότητας να λειτουργήσει ως καταλύτης για πολιτική διαφοροποίηση ενός μέρους των απογοητευμένων ψηφοφόρων του κινήματος που ίδρυσε ο Γκρίλο. Η μικρή ακόμα παρουσία της Λαϊκής Ενότητας στις περιφέρειες και στην κοινωνία δεν της επέτρεψε καν να παρουσιάσει μια πολιτική ικανή να πείσει τουλάχιστον ένα μέρος αυτών που απείχαν για πρώτη φορά από τις εκλογές.
Η Λαϊκή Ενότητα έχει, ωστόσο, επιδείξει μεγαλύτερη ικανότητα σύνταξης ενός προγράμματος (έστω και αν αυτό αφορά ακόμα κάποιους πολύ περιορισμένους χώρους) και καλύτερης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα σχόλια μετά τις εκλογές δείχνουν μια κοινή επιθυμία να συνεχιστεί αυτό το σχέδιο συνασπισμού – για τον πρόσθετο λόγο ότι το πολιτικό σύστημα, αλλά και οι ευρύτεροι προσανατολισμοί της κοινής γνώμης δεν έχουν σε καμία περίπτωση σταθεροποιηθεί, γεγονός που μπορεί να ανοίξει νέες ευκαιρίες, αν και αυτές πρέπει φυσικά να αξιοποιηθούν με την παρουσίαση των κατάλληλων πολιτικών προτάσεων.