Τόσο οι αστικές όσο και οι ιστοριογραφίες της Αριστεράς έχουν πολλά κενά και δυσάρεστες θεωρήσεις των γυναικών. Οι φεμινίστριες, ειδικά από το 1968, έχουν αρχίσει να συμπληρώνουν αυτά τα κενά. Ακολουθώντας τη σκέψη της Φρίγκα Χάουgκ θα ήθελα να συνδέσω τη μαρξιστική και φεμινιστική ιστοριογραφία.
Η ιστορική έρευνα και η εκ νέου συγγραφή της ιστορίας ήταν καθήκον του γυναικείου κινήματος από το 1968. Θέλω εν συντομία να ασχοληθώ μετην προϊστορία, γιατί θεωρώ ότι διευκολύνει να κατανοήσουμε ότι τόσο η πατριαρχική όσο και η καπιταλιστική καταπίεση πρέπει να μελετηθούν μαζί με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Ιστορία
Η έννοια του φεμινισμού χρονολογείται πίσω στα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης. Η Ολέμπ Ντε Γουζ στη Γαλλία και η Μαίρη Γουόλστονκραφτ στην Αγγλία, μπροστά από την εποχή τους, ήγειραν το αίτημα των ίσων δικαιωμάτων για τους άντρες και τις γυναίκες, αίτημα που γρήγορα παραμερίστηκε μετά την επανάσταση, για να αναβιώσει κατά τον 19ο και 20ό αιώνα. Η οικοδόμηση οργανωμένων κοινωνικών κινημάτων από τις γυναίκες είναι προϊόν του Μοντερνισμού, δευτερεύον αποτέλεσμα της μαζικής συμμετοχής των γυναικών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στο κέντρο των αγώνων του προλεταριακού γυναικείου κινήματος βρίσκουμε αιτήματα για τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών στα εργοστάσια, για την καθολική ψηφοφορία, τον αγώνα για την ειρήνη και, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, τον αγώνα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Οι κομουνίστριες Τσέτκιν και Κολοντάι πίστευαν ότι ο αγώνας για την εργασιακή και υλική ανεξαρτησία των γυναικών, σε συνδυασμό με την κοινωνική οργάνωση της οικιακής εργασίας θα οδηγούσαν στην ισότητα. Οι πατριαρχικές δομές της κυριαρχίας και της βίας επί των γυναικών δεν γίνονταν αντιληπτές ούτε αγνοούνταν. Η καίρια φράση εδώ θα ήταν η «δευτερεύουσα αντίθεση».
Με τη μαζική συμμετοχή των γυναικών στο εκπαιδευτικό σύστημα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, που συνδέεται με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου καθώς αυτό περνούσε από την επεκτατική στην εντατική του μορφή, τα φεμινιστικά κινήματα μετά το 1968 απέκτησαν ξανά μεγάλη ορμή. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, τα μαρξιστικά κινήματα και ο δημόσιος διάλογος που ανέπτυσσαν εστίαζαν, μεροληπτικά, στην αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ενώ οι αντιθέσεις φύλλου, φυλής καθώς επίσης και οι οικολογικές αντιθέσεις παρέμεναν σε δεύτερη μοίρα. Η αντίδραση του Νέου Φεμινιστικού Κινήματος ήταν να εστιάσει, ξανά μεροληπτικά, στην αντίθεση των φύλων. Ήταν το καθήκον τους να ιδρύσουν την κοινωνική κατηγορία του φύλου, κάτι που είχε υιοθετηθεί στις αναλύσεις λίγων μόνο θεωρητικών του μαρξισμού (σε ότι αφορά αυτό, οι συζητήσεις εδώ στο Θερινό Πανεπιστήμιο αξίζουν της προσοχής). Στη δεκαετία του 1990, στις απαρχές της αντίδρασης ενάντια στα γυναικεία δικαιώματα, οι κοινωνικές και εθνικές διαφορές βρέθηκαν στο επίκεντρο όλων των φεμινιστικών κινημάτων και του δημόσιο διαλόγου γύρω απ’ αυτά. Περισσότερο από ποτέ είναι για μένα προφανές ότι η φεμινιστική πολιτική θα είναι ταυτόχρονα και αριστερή ή δεν θα είναι φεμινιστική και η αριστερή πολιτική θα είναι φεμινιστική ή δεν θα είναι αριστερή.
Βασικά σημεία διαφωνίας
Επιτρέψτε μου να αναφερθώ τώρα στα βασικά σημεία διαφωνίας εντός των φεμινιστικών κινημάτων τα τελευταία 50 χρόνια.
1. Γυναίκες: θύματα ή θύτες;
Θα ήθελα να ξεκινήσω με το φεμινιστικό διάλογο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 σχετικά με τις πατριαρχικές πολιτικές προσεγγίσεις, με την αντιπαράθεση για την αντιπροσωπευτική πολιτική και γιατί εμείς οι γυναίκες οφείλουμε να ηγηθούμε του αγώνα της χειραφέτησής μας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η γερμανίδα κοινωνιολόγος Φρίγκα Χάουγκ, δημοσίευσε ένα σχετικά μικρό κείμενο με τίτλο «Γυναίκες: Θύματα ή θύτες;», το οποίο πυροδότησε ένα μακρόχρονο διάλογο και τάραξε την ηρεμία των αριστερών, γιατί αμφισβήτησε επί της αρχής την πολιτική της αντιπροσώπευσης προωθώντας την έννοια της χειραφέτησης. Επρόκειτο για μια έκκληση σε μια διαφορετική κατανόηση της πολιτικής, με τη Χάουγκ να χρησιμοποιεί τον Μαρξ ως αφετηρία, και πιο συγκεκριμένα μια θέση που αυτός είχε εκφράσει στο βιβλίο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπαρτη» (1852): «οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, αλλά όχι οικειοθελώς, ούτε με προσωπική βούληση, αλλά κάτω από δεδομένες και παραδοσιακές καταστάσεις που έχουν άμεσα αντιμετωπίσει». Με άλλα λόγια, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν γράφουν την ιστορία τους όπως επιθυμούν· τη γράφουν ωστόσο οι ίδιες και οι ίδιοι. Αυτή η γνώση αξιοποιήθηκε, χρόνια αργότερα, από το κίνημα του κοινωνικού φόρουμ, χωρίς αναφορές, όμως, στις πρώιμες φεμινιστικές προσλήψεις.
2. Η αναγκαία επέκταση της έννοιας της εργασίας
Τα φεμινιστικά κινήματα από το 1968 διεύρυναν την οπτική μας στην έννοια της κοινωνικά απαραίτητης κοινωνικής εργασίας, εισάγοντας το ζήτημα της οικιακής και αναπαραγωγικής εργασίας, της οικογενειακής εργασίας στον εν λόγω διάλογο. Ακόμα και σήμερα όμως, φαίνεται δύσκολο εντός της Αριστεράς να γίνει κατανοητό ότι σχεδόν η μισή κοινωνικά αναγκαία εργασία, πραγματοποιείται από ένα πληθυσμιακό ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%, παραμένοντας ακόμα αόρατη ή υποτιμημένη στις κοινωνικές αναλύσεις.
Αν στρέψουμε όμως την προσοχή μας στη συνολική κοινωνικά αναγκαία εργασία θα δούμε ότι αυτή δεν τελειώνει —όπως πολλοί θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού προσπαθούν να μας πείσουν. Αυτό που ελαχιστοποιείται ή εξαλείφεται είναι η πληρωμή της εργασίας και όχι η εργασία αυτή καθεαυτή. Γι’ αυτό είμαι ένθερμη υποστηρίκτρια του απροϋπόθετου βασικού εισοδήματος, που πρέπει να ενσωματωθεί στο πλαίσιο του αιτήματος για ένα νέο καταμερισμό όλης της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Αυτή η οπτική φαίνεται να θολώνει την κρίση των αντρών, μιας και τελικά είναι τα δικά τους προνόμια που διακυβεύονται.
3. Η διαμάχη για την ποσόστωση
Η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Όμως, αυτό γίνεται πραγματικότητα μόνο με μεγάλη προσπάθεια. Πιο συγκεκριμένα, οι σύντροφοί μας αριστεροί που δεν προστρέχουν σε φεμινιστικές αναλύσεις, σκέφτονται μόνο άνδρες όταν προτείνουν ομιλητές. Και ακόμα και αν σκεφτούν γυναίκα θα πρόκειται για κάποια χωρίς ξεκάθαρη φεμινιστική οπτική.
Η μάχη για την ποσόστωση διεξάγεται σε διάφορα επίπεδα:
· Συμβολικά: για μια έμφυλα δίκαιη γλώσσα
· Οικονομικά: για την αναγνώριση της γυναικείας εργασίας και
· Πολιτικά: για τη δημοκρατία, τη χειραφέτηση ή την πολιτική της αντιπροσώπευσης
Οι έμφυλες σχέσεις είναι παραγωγικές σχέσεις
Η κατανόηση των έμφυλων σχέσεων ως παραγωγικών σχέσεων είναι η κεντρική ιδέα στη θεωρία της Χάουγκ, με την οποία θα ασχοληθώ στη συνέχεια.
Οτιδήποτε αψηφά την επιτάχυνση, την αυτοματοποίηση, τον εξορθολογισμό και επομένως δεν παράγει αρκετό κέρδος και δεν εμπορευματοποιείται, πρέπει να πραγματοποιείται από ανθρώπους ή διαφορετικά δεν θα πραγματοποιηθεί. Ο Μαρξ το ονόμασε αυτό «οικονομία του χρόνου», η οποία οικοδομεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και το όραμά του ήταν ότι μέσω της βιομηχανικής ανάπτυξης θα πρέπει να καθίσταται πιθανή η μείωση του απαραίτητου χρόνου εργασίας —κάτι του οποίου είμαστε σήμερα αυτόπτες μάρτυρες— έτσι ώστε συνολικά και κατά την εξέλιξη της κοινωνίας συνολικά να μένει περισσότερος χρόνος για την ανάπτυξη του πολιτισμού, της ανθρώπινης φύσης και της αυτεπίγνωσης των ανθρώπινων όντων. Αλλά η οικονομία του χρόνου, όπως είναι οργανωμένη εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οδηγεί αποκλειστικά στη διεύρυνση των αποκλίσεων εντός της κοινωνίας και όχι σε περισσότερο χρόνο για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων των ανθρώπων. Η οικονομία του χρόνου αξιοποιείται μάλλον για την αύξηση του κέρδους.
Με τη Φρίγκα Χάουγκ κάνω έκκληση στην ενσωμάτωση του φεμινισμού στον πυρήνα του μαρξισμού, στις κεντρικές μαρξιστικές έννοιες των σχέσεων παραγωγής που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν τις ζωές τους. Ο Μαρξ γράφει ότι οι άνθρωποι παράγουν τις ζωές τους με δύο τρόπους: παράγουν την ίδια τους τη ζωή, αλλά και νέα ζωή εξωτερική προς τον εαυτό τους. Το δεύτερο συμβαίνει μέσω της βιολογικής αναπαραγωγής, ενώ το πρώτο με την ανάπτυξη και την καθημερινή τους αναπαραγωγή. Συμβαίνει επίσης με την παραγωγή τροφής και εμπορευμάτων. Αυτό σημαίνει ότι από την αρχή έχουμε δύο τρόπους παραγωγής: έναν που οδηγεί σε νέες ανθρώπινες ζωές και ένα που δημιουργεί την τροφή και τα εμπορεύματα που χρειάζονται οι άνθρωποι.
Η παραγωγή ζωής, τόσο μέσω της εργασίας όσο και μέσω της βιολογικής αναπαραγωγής είναι μια διπλή σχέση εξ αρχής, φυσική και κοινωνική. Είναι κοινωνική γιατί απαιτεί τη συνεργασία αρκετών ατόμων. Συνεπώς, ο Μαρξ απαιτεί η ιστορία των ανθρώπων να γίνεται αντιληπτή και να διαμορφώνεται ως ιστορία της βιομηχανίας και ιστορία της ανταλλαγής. Το επόμενο βήμα όμως λείπει. Ότι δηλαδή η ιστορία της βιομηχανίας και της ανταλλαγής πρέπει πάντα να μελετάται μαζί με την ιστορία της βιολογικής αναπαραγωγής, της φυσικής κοινωνικής σχέσης. Για να ληφθούν υπόψιν η οικογένεια και οι πληθυσμιακές πολιτικές χρειάζεται αντίληψη των κατασκευών που θεωρούνται φυσικές, των φύλων και του τρόπου με τον οποίο αυτά τα ζητήματα υποστηρίζονται και προασπίζονται στο επίπεδο της ηθικής, της ιδεολογίας και των συμβόλων, του τρόπου οργάνωσής τους, κάτι που τελικά ανοίγει και το ζήτημα των πατριαρχικών δομών.
Η Χάουγκ εντοπίζει και μια άλλη ασυνέπεια. Στις απαρχές της εκβιομηχάνισης, οι Μαρξ και Ένγκελς ανακάλυψαν στις αναλύσεις τους ότι τα δύο τρίτα του προλεταριάτου ήταν γυναίκες, αλλά συνέχισαν να το αντιμετωπίζουν ως ανδρικό στις αναλύσεις τους. Δεν εμβάθυναν ρωτώντας γιατί το προλεταριάτο θα έπρεπε να είναι αρσενικό. Σε μια υποσημείωσή του ο Μαρξ κατέγραψε μια λακωνική σημείωση ότι ο καπιταλιστής θα άφηνε την αναπαραγωγή των αντικαταστατών και αντικαταστατριών του εργατικού δυναμικού στο ένστικτο του εργαζομένου για αυτοσυντήρηση, σαν να επρόκειτο για κάποιο φυσικό νόμο. Δεν συνέχισε όμως για να συμπεράνει ότι ο καπιταλισμός είναι ένας τρόπος αναπαραγωγής που απαιτεί ένας αρσενικό εργάτη που έχει μια νοικοκυρά που φροντίζει την αναπαραγωγή του και την αναπαραγωγή του εμπορεύματος της εργατικής δύναμης. Αν δεν εξαχθεί αυτό το συμπέρασμα —και όντως δεν εξήχθη στις αρχές της εκβιομηχάνισης— οδηγούμαστε στην καταστροφή των θεμελίων της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και επομένως στην καταστροφή της. Αυτό το πρόβλημα αντιμετωπίζει σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός, όπως και στις αρχές της εκβιομηχάνισης.
Οι σημερινές προκλήσεις
Θα ήθελα να καταλήξω με ορισμένες προκλήσεις του σήμερα, λαμβάνοντας υπόψιν τις θέσεις των δύο προηγούμενων συνεδρίων για το μαρξισμό-φεμινισμό στη Βερολίνο και τη Βιέννη (το επόμενο θα πραγματοποιηθεί στο Λουντ της Σουηδίας τον Οκτώβρη).
Η ενσωμάτωση του φεμινισμού στο μαρξισμό και ο μετασχηματισμός του τελευταίου απαιτεί μια κριτική ματιά του ορθόδοξου μαρξισμού που αναφέρεται αποκλειστικά στην εργατική τάξη. Ο μαρξισμός είναι η κριτική της πολιτικής οικονομίας, των ζητημάτων της ιδιοκτησίας και του εργατικού κινήματος —αυτά δημιουργούν τη ασύγκριτη ισχύ του. Έτσι όμως φαίνονται και τα όριά του.
Η πορεία της εργατικής τάξης φανερώνει επίσης την αδυναμία του παραδοσιακού μαρξισμού να αναγνωρίσει και να αναπτύξει περαιτέρω ερωτήματα που ξεπερνούν τον ιστορικό ορίζοντα της πάλης των τάξεων. Στα νέα ερωτήματα που θέτει ο φεμινισμός καθώς και στα ερωτήματα της οικολογίας αυτός ο παραδοσιακός μαρξισμός δεν είναι δεκτικός. Θα πρέπει, όπως ρητά απαίτησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ να αναπτυχθεί περαιτέρω. Τόσο ο πλούτος των πολύπλευρων κινημάτων και ο αναξιοποίητος μέχρι τώρα πλούτος της μαρξιστικής πολιτισμικής κληρονομιάς απαιτούν την ανάπτυξή του στο σήμερα. Οι διαθεματικοί αγώνες για «τη φυλή, την τάξη και το φύλο» πρέπει να αναπτυχθούν λαμβάνοντας υπόψιν την πολύ διαφορετική πολιτισμική διασταση των δεσμών της κυριαρχίας.
Στις δυσκολίες που δημιούργησε η κρίση του φορντισμού και στην με γοργούς ρυθμούς παγκοσμιοποιημένη οικονομία με τις κρίσεις να διαδέχονται η μία την άλλη δημιουργώντας όλο και πιο επισφαλείς σχέσεις για τους ανθρώπους, οι γυναίκες βρίσκονται μεταξύ των χαμένων όπως και όσοι και όσες θεωρούνται διαφορετικοί και επομένως κατώτεροι (πολιτισμοί, λαοί, τρόποι παραγωγής).
Μια προοπτική τεσσάρων διαστάσεων
Η αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία αφήνει στις γυναίκες την παροχή φροντίδας ως μη αμειβόμενη οικιακή εργασία ή με τη μορφή της κακοπληρωμένης εργασίας. Αυτό γίνεται κατανοητό ως κρίση στην παροχή φροντίδας και ως μια αναγκαία συνέπεια της καπιταλιστικής κοινωνίας που προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το κέρδος της μετά τη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου στην παροχή υπηρεσιών. Μια μεγιστοποίηση κέρδους που οδηγεί σε ακόμα πιο βάρβαρους τρόπους αντιμετώπισης των κρίσεων που δημιουργούνται από διαφορετικά επίπεδα προστιθέμενης αξίας. Προσωπικά συμφωνώ με την πρόταση της Φρίγκα Χάουγκ να αναλύσουμε την κρίση που αφορά την ίδια τη ζωή ως συνέπεια διαφορετικών χρονικών λογικών σε πεδία που έχουν ιεραρχική σχέση μεταξύ τους.
Σε ότι αφορά αποκλειστικά τη διαμόρφωση πολιτικών η Χάουγκ προτείνει μια προοπτική τεσσάρων διαστάσεων, δηλαδή, την εστίαση της χάραξης πολιτικών για το διαθέσιμο χρόνο, χωρίς να αφομοιώνουμε τα διαφορετικά πεδία, αλλά αποϊεραρχώντας τα μέσω της γενίκευσης. Μόνο όταν ο καθένας και η καθεμία δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά πεδία, καθίσταται εφικτή μια χειραφετημένη κοινωνία. Η προοπτική των τεσσάρων διαστάσεων απαιτεί την μείωση του ωραρίου εργασίας στις τέσσερις ώρες την ημέρα, χωρίς φυσικά μείωση του μισθού, έτσι ώστε οι επιπλέον τέσσερις ώρες να διατίθενται για την από κοινού αναπαραγωγική εργασία· τη διάθεση τεσσάρων ωρών για ενασχόληση με την πολιτική και τη διάθεση άλλων τεσσάρων ωρών για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Γι’ αυτό εμποδίζουμε το νόμο που πέρασε βιαστικά από το αυστριακό κοινοβούλιο εισάγωντας τη 12ωρη εργασία και απαιτούμε την εφαρμογή της προοπτικής των τεσσάρων διαστάσεων που αναλύσαμε παραπάνω.
*Τίτλος ενός τραγουδιού από τη φεμινιστική ομάδα Schneewittchen, 1978. O πρωτότυπος γερμανικός τίτλος: «Unter dem Pflaster, da liegt der Strand».