Η αυστριακή ακροδεξιά δέχτηκε πλήγμα, αλλά είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η δυναμική που την εξέθρεψε έχει εκλείψει.
Μετά από δώδεκα μήνες προεκλογικής εκστρατείας, δυο εκλογικούς γύρους και μια επανάληψη κατ’ εντολή του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αυστρίας, ο πρώην ηγέτης του Κόμματος των Πρασίνων, Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, κατέκτησε, τον τρέχοντα Δεκέμβριο, την αυστριακή προεδρεία νικώντας τον Νόρμπερτ Χόφερ, υποψήφιο της ριζοσπαστικής δεξιάς, με ποσοστό 54% έναντι 46%.
Η καθαρή εκλογική του νίκη έχει και πολιτική και συμβολική αξία που ξεπερνούν τα σύνορα της Αυστρίας. Το μήνυμά της είναι σαφές: η άνοδος της ριζοσπαστικής, λαϊκιστικής δεξιάς μπορεί να ανασχεθεί.
Ο Βαν ντερ Μπέλεν κέρδισε τις εκλογές χάρη σε μια απίθανη προεκλογική συμμαχία μεταξύ Πρασίνων, φιλελευθέρων, Σοσιαλδημοκρατών, Χριστιανών, μετριοπαθών συντηρητικών και αριστερών δυνάμεων. Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, στη συμμαχία προσήλθαν και επιφανή μέλη των κυβερνητικών κομμάτων.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Βαν ντερ Μπέλεν εκπροσωπούσε, παραδόξως, τα διεθνιστικά, δημοκρατικά κινήματα που δημιουργήθηκαν πέρσι με αφορμή το ζήτημα των ενενήντα χιλιάδων προσφύγων στην Αυστρία, αλλά και το πολιτικό κατεστημένο των Σοσιαλδημοκρατών (SPÖ) και του Λαϊκού Κόμματος (ÖVP), που υιοθετούν όλο και πιο έντονα την ατζέντα της ριζοσπαστικής δεξιάς, στο πλαίσιο μιας μάχης οπισθοφυλακών κατά των προσφύγων.
Η καταστροφική εικόνα που εμφάνισαν στον πρώτο γύρο των εκλογών, τον περασμένο Απρίλιο, το SPÖ και το ÖVP, οι υποψήφιοι των οποίων δεν απέσπασαν ούτε 25%, αποτελεί ορόσημο του τέλους του συστήματος διακυβέρνησης όπως το ξέραμε. Χρειαζόταν ένας υποψήφιος της αντιπολίτευσης προκειμένου να αποφευχθεί, προσωρινά, η απόλυτη κατάρρευσή του. Και αυτή ήταν, σαφώς, η πρόθεση: 64% των ψηφοφόρων ψήφισαν τον Βαν ντερ Μπέλεν για να αποκλείσουν τον Νόρμπερτ Χόφερ.
Ως ομοσπονδιακός πρόεδρος, ο Νόρμπερτ Χόφερ θα είχε τη δύναμη να πιέσει για επανεκλογή του κοινοβουλίου και να εγκαινιάσει αυτό που ο κυριότερος αναλυτής της βιενέζικης εφημερίδας Der Standard ονόμασε «εξορμπανισμό της Αυστρίας».
Το Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) είναι ένα δεξιό εθνικιστικό κόμμα που χαρακτηρίζεται από ρατσισμό και, κυρίως, ισλαμοφοβία. Ωστόσο, ο εθνικισμός του διαφέρει από άλλους σε μια ουσιώδη λεπτομέρεια: δεν είναι ένας εθνικισμός που έχει τα ερείσματά του στο αυστριακό έθνος. Εκπροσωπεί τη γερμανόφιλη εθνικιστική τάση της αυστριακής δεξιάς η οποία, συμβιβασμένη με την κατηγορία της συνεργασίας της με το Ναζισμό, είχε για δεκαετίες παραμείνει στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Στο σημερινό του κομματικό πρόγραμμα το Κόμμα Ελευθερίας, θεωρεί τους αυστριακούς που έχουν ως μητρική τους γλώσσα τη γερμανική μέρος της γερμανικής «εθνοτικής, γλωσσικής και πολιτισμικής κοινότητας». Το κόμμα αντιμετωπίζει την εθνική ανεξαρτησία της Αυστρίας ως ιστορικό ατύχημα, ή ως «κομμουνιστική εφεύρεση», όπως το διατύπωσε κάποτε ο Γιεργκ Χάιντερ, παραπέμποντας στην εθνική αντίσταση της Αυστρίας επί γερμανικής κατοχής που διεξήγαγαν οι κομμουνιστές.
Αυτή η θέση συνδέει το FPÖ με την ισχυρή υποκουλτούρα των γερμανικών Burschenschaften (σπουδαστικές αδελφότητες) –ο Χόφερ ανήκει στην αδελφότητα Buschenschaft Marko Germania– με τα «κλαμπ της παράδοσης» και τα περιοδικά της νέας δεξιάς, οι οποίες με τη σειρά τους, θεωρούνται εμπόδια για την ανάπτυξη της πολιτικής δράσης της ριζοσπαστικής δεξιάς και των νεοναζί στη χώρα.
Οι σχέσεις του με τον γερμανικό εθνικισμό και το νεοναζισμό θέτουν, αντικειμενικά, το Κόμμα Ελευθερίας απέναντι από το σύνταγμα της Δεύτερης Αυστριακής Δημοκρατίας και την μεταπολεμική ευρωπαϊκή τάξη. Και αυτό δεν θα έχει μόνο βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις. Με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε κρίση και την άνοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς στη Γερμανία, ο γερμανικός εθνικισμός προσδίδει έναν ιδιαίτερο πολιτικό χαρακτήρα στον αντιευρωπαϊσμό του Κόμματος Ελευθερίας.
Αυτή είναι η «κρυφή ατζέντα» του Κόμματος Ελευθερίας που κρατά το σκληρό πυρήνα του ενωμένο και προσελκύει διανοούμενους και πνευματικούς κύκλους.
Όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών, η Αυστρία δεν είναι ακροδεξιά χώρα, όπως λέγεται συχνά. Αντίθετα, αποτελεί παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο δυο δεκαετίες νεοφιλελεύθερης πολιτικής έχουν καταστήσει επισφαλείς τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Με αυτή την έννοια, το κόμμα Ελευθερίας είναι ένα ριζοσπαστικό δεξιό κόμμα «νέου τύπου» που ανήκει στην ίδια ομάδα εντός του Ευρωκοινοβουλίου, μαζί με το Εθνικό Μέτωπο, τη Λέγκα του Βορρά, το PVV του Γκέερτ Βίλντερς και το Vlaams Belang. Συνδυάζουν την αυταρχική πρόσληψη της κοινωνίας με την εθνικιστική κοσμοθεωρία και τη λαϊκιστική πολιτική έκφραση. Αυτή η πολιτική λειτουργεί μόνο όταν υπάρχει ζήτηση, η οποία απορρέει από την κρίση της δημοκρατίας.
Στις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας, τα exit polls έδειξαν ότι απέναντι στο Κόμμα Ελευθερίας τοποθετήθηκε μια πλειοψηφία γυναικών, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στελεχών επιχειρήσεων και δημοσίων υπαλλήλων, ενώ ο Χόφερ άντλησε τις ψήφους του κυρίως από άνδρες εργαζόμενους με χαμηλότερη εκπαίδευση, οι οποίοι είναι πιο απαισιόδοξοι για το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Και έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται έτσι. Η μακροχρόνια υποβάθμιση των μισθών έχει οδηγήσει σε μια κοινωνική ανισότητα που ήταν άγνωστη στη μεταπολεμική Αυστρία μέχρι πρόσφατα. Κατά τη δεκαετία που πέρασε από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οι συνθήκες ζωής για τα κατώτερα και μεσαία στρώματα έχουν επιδεινωθεί αισθητά. Η ανεργία ανέβηκε από το 5% στο 9%, οι συντάξεις θα μειωθούν κατά περίπου 25%. Οι μελλοντικές προοπτικές έχουν ελαττωθεί για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των μερικώς και ατύπως απασχολούμενων.
Τα στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου δείχνουν τη δυσφορία που αυτή η κατάσταση προκαλεί στους Αυστριακούς, δυσφορία η οποία είναι πολύ κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο: 54% των Αυστριακών πιστεύουν ότι τα πράγματα «πάνε στραβά» (με 48% για τον μέσο ευρωπαϊκό όρο), το 62% «δεν εμπιστεύονται την εθνική κυβέρνηση» (66% στην ΕΕ ως σύνολο) και το 43% ισχυρίζεται ότι «δεν είναι ευχαριστημένος/η από τη δημοκρατία στη χώρα μου» (45% πανευρωπαϊκά).
Θα ήταν όμως λάθος να ερμηνεύσουμε την άνοδο της λαϊκιστικής δεξιάς ως «ταξική ψήφο». Πρώτα απ’ όλα, γιατί τα δημοσιευμένα στοιχεία δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ολοκληρωμένων συμπερασμάτων για την ταξική σύνθεση του εκλογικού σώματος. Οι ψήφοι δεν κατανέμονται με βάση το εισόδημα ή κατηγορίες όπως αυτές των «επιχειρηματιών», των «στελεχών» ή των «ιδιοκτητών».
Το Κόμμα Ελευθερίας δεν είναι κόμμα της εργατικής τάξης: δέχεται σημαντική υποστήριξη από ανθρώπους που ανήκουν στους δέκα χιλιάδες πλουσιότερους αυστριακούς πολίτες. Αυτό είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό που αποκαλύπτεται κατά περίπτωση. Ως πιο πρόσφατο παράδειγμα, η συντηρητική βιεννέζικη εφημερίδα Die Presse δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ για την αυξανόμενη υποστήριξη που δέχεται το Κόμμα Ελευθερίας από μέλη της Ένωσης Αυστριακών Βιομηχάνων.
Είναι συχνά δύσκολο να συσχετίσουμε τις υλικές συνθήκες με την εκλογική συμπεριφορά, γιατί η ερμηνεία των συνθηκών και αναγκών κάποιου μεσολαβεί ανάμεσα στην ψήφο του και τις συνθήκες. Αυτό, όμως, που προκύπτει καθαρά είναι το περίγραμμα μιας πολιτικής και πολιτισμικής διαίρεσης της κοινωνίας.
Οι τρεις ισχυρότεροι λόγοι για τους οποίους οι εκλογείς ψήφισαν τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο ήταν:
- Ο Βαν ντερ Μπέλεν: «θα εκπροσωπεί καλύτερα την Αυστρία στο εξωτερικό» (67%), «έχει φιλοευρωπαϊκή εικόνα» (65%), «αντιλαμβάνεται σωστά τη λειτουργία του θεσμού» (59%),
- Ο Χόφερ: «καταλαβαίνει τα προβλήματα ανθρώπων όπως εγώ»(55%), «είναι ικανός» (55%), «μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές» (54%).
Οι δυο ασθενέστεροι λόγοι ήταν:
- Ο Βαν ντερ Μπέλεν: «καταλαβαίνει τα προβλήματα ανθρώπων όπως εγώ» (28%), «μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές» (28%),
- Ο Χόφερ: «θα εκπροσωπεί καλύτερα την Αυστρία στο εξωτερικό» (35%), «μπορεί να κυβερνά υπερκομματικά» (31%).
Οι μισοί ψηφοφόροι πιστεύουν ότι η δημοκρατία («ορθή αντίληψη της λειτουργίας του θεσμού») και ο διεθνισμός («αντιπροσωπεύει καλύτερα την Αυστρία στο εξωτερικό») είναι αποφασιστικής σημασίας, ενώ οι άλλοι μισοί αξιολογούν ως πρωτεύοντα στοιχεία την κατανόηση των κοινωνικών προβλημάτων («καταλαβαίνει καλύτερα τα προβλήματά μας») και την αλλαγή.
Η διάσπαση της λαϊκιστικής δεξιάς (ανάμεσα στους οπαδούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας που εγκαταλείπουν τους πολίτες στην ανελέητη λογική της αγοράς και σε εκείνους που –για τον παραπάνω λόγο- γυρνούν την πλάτη τους στη φιλελεύθερη δημοκρατία) έχει δυναμώσει στην Αυστρία. Δικαιολογούμαστε να είμαστε απαισιόδοξοι για το μέλλον. Ακόμη και για τους πιο αισιόδοξους αριστερούς, η νίκη του Βαν ντερ Μπέλεν αποτελεί μόνο μια ανάσα, και όχι τη λύση απέναντι στην κρίση της αυστριακής δημοκρατίας.
Το Κόμμα Ελευθερίας δέχθηκε ένα πλήγμα, αλλά είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η δυναμική που το εξέθρεψε έχει καταρριφθεί. Ο υποψήφιός του, που πολεμήθηκε από σχεδόν όλο το πολιτικό κατεστημένο, κέρδισε 46% των ψήφων. Σε αντίθεση με τον Βαν ντερ Μπέλεν, οι περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν τον Χόφερ, δεν το έκαναν για να αποκλείσουν τον αντίπαλό του, αλλά γιατί ήθελαν να νικήσει η πολιτική που αυτός εκπροσωπεί.
Η άνοδος του Κόμματος Ελευθερίας το τελευταίο τέταρτο του αιώνα καταδεικνύει την ακαταλληλότητα των στρατηγικών που υιοθετήθηκαν εναντίον του. Από τον ακτιβισμό των ομάδων της ριζοσπαστικής αριστεράς, για τις οποίες οι αντιφασιστικοί αγώνες στους δρόμους ισοδυναμούν με τη μάχη ενάντια στον καπιταλισμό, μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες που υποβαθμίζουν, ή και υιοθετούν τους κινδύνους της ξενοφοβικής ατζέντας του FPÖ, προκειμένου να δαιμονοποιήσουν το κόμμα στον φιλελεύθερο Τύπο και να χτίσουν ένα δίχτυ ασφαλείας υπέρ της πολιτικής ορθότητας.
Η παραπάνω στρατηγική αποδυναμώθηκε τόσο πολύ από την εκλογική επιτυχία του Κόμματος Ελευθερίας, που ακόμα και οι Σοσιαλδημοκράτες σκέφτονται το ενδεχόμενο να σχηματίσουν κυβέρνηση με το FPÖ, ως μια εναλλακτική λύση απέναντι στη συμμαχία των συντηρητικών.
Η λύση στην κρίση βρίσκεται εκτός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Αυτό που απαιτείται, είναι η δημιουργία και στήριξη μιας εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που όχι μόνο θα ασκεί κριτική στο κυρίαρχο σύστημα, αλλά θα ανταγωνίζεται και το μονοπώλιο της αντίθεσης σε αυτό από τη ριζοσπαστική δεξιά. Δυστυχώς, αυτό το συμπέρασμα δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε ένα πολιτικό σχέδιο.
Η ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής δύναμης απαιτεί την κριτική θεώρηση της προηγούμενης στρατηγικής της αριστεράς, όχι μόνο στην Αυστρία αλλά και διεθνώς, σε όλα τα πεδία στα οποία η ριζοσπαστική δεξιά σημειώνει επιτυχία, με μετατόπιση της έμφασης από την ηθική καταδίκη στην πολιτική μάχη.
Ο Μπέρνι Σάντερς σωστά επεσήμανε στην πρώτη του δήλωση μετά τη νίκη του Τραμπ, ότι η εκλογή του Προέδρου στις ΗΠΑ αξιοποίησε τον πραγματικό και δικαιολογημένο θυμό των πολιτών. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τη σημασία που έχει η κοινωνική ανησυχία που προκαλεί η κρίση, για την οποία δεν δίνονται επαρκείς πολιτικές απαντήσεις.
Έχει συχνά ειπωθεί ότι η αποφασιστική μάχη με την άκρα δεξιά θα δοθεί στο πεδίο της υπέρβασης της μαζικής ανεργίας και επισφάλειας που κυριαρχούν στις συνθήκες εργασίας και ζωής. Η αριστερά πρέπει, όχι μόνο να αναδείξει αυτά τα ζητήματα, αλλά και να προτείνει εφικτές λύσεις. Αυτό, σημαίνει τη ρήξη με το σύστημα και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλαδή, τον κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό.
Πρέπει να αντιταχθούμε στον ισχυρισμό της λαϊκιστικής δεξιάς ότι είναι «αντισυστημική». Αντικαθιστώντας τη φιλελεύθερη δημοκρατία με το αυταρχικό «ηγεμονικό κράτος» (“Führer-state”), οι φορείς της επιδιώκουν να αποδυναμώσουν την όποια αντίσταση, σε μια περίοδο που το πολιτικό κατεστημένο στρεβλώνει και αποδυναμώνει τη λαϊκή δημοκρατία.
Άμεσο καθήκον μας είναι η υπεράσπιση της συγκεκριμένης μορφής της δημοκρατίας και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει μέσα από συμμαχίες με τις κυβερνώσες δυνάμεις, οι οποίες επιδιώκουν την εξαφάνιση των πολιτικών δικαιωμάτων που κερδήθηκαν μέσα από τους αγώνες της εργατικής τάξης. Η αριστερά πρέπει να πολεμήσει το σχέδιό τους, φτιάχνοντας συμμαχίες με τις δυνάμεις που υπερασπίζονται τη δημοκρατία στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, χωρίς η ίδια να γίνει φιλελεύθερη. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν πρέπει ποτέ να γίνει εθνικιστική, αλλά να συνειδητοποιήσει ότι η υπεράσπιση της δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο δεν ισοδυναμεί με εθνικισμό.
Είναι φανερό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στην τωρινή μορφή της αποτελεί μέρος και όχι λύση του προβλήματος. Ωστόσο, η επιλογή ανάμεσα στον εκδημοκρατισμό του έθνους-κράτους και την ενδυνάμωση της δημοκρατίας σε διεθνικό επίπεδο συνιστά ψευτοδίλημμα. Η πιο ισχυρή απάντηση στη ριζοσπαστική δεξιά, είναι ένα σχέδιο που θα καθιερώνει τη δημοκρατία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με παράλληλο σεβασμό της αρχής του αυτοπροσδιορισμού για τα εθνικά κράτη.
Το πιο δύσκολο ζήτημα εδώ είναι η ηθική διάσταση της προσφυγικής κρίσης, την οποία ο κυρίαρχος λόγος παρουσιάζει σαν σκοτεινό θάλαμο. Μας λένε ότι η Ευρώπη των πεντακοσίων εκατομμυρίων έχει δυσκολία να δεχτεί ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες που καταφθάνουν στα σύνορά της. Το πραγματικό, όμως, πρόβλημα, τις επόμενες δεκαετίες, θα είναι η αποδοχή μιας Ευρώπης που δεν θα έχει εγκαταλείψει την αποικιακή υπεροχή της, σε έναν κόσμο που θα κατοικείται από δέκα δισεκατομμύρια μη Ευρωπαίους.
Άρα, η μάχη κατά της ακροδεξιάς πρέπει να περιέχει μια πολιτιστική επανάσταση, μια ‘κάθαρση’ με την έννοια που της προσέδωσε ο Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μπορούν να χειραφετηθούν μόνο κάτω από την αιγίδα ενός νέου κοινού λόγου, χωρίς τον οποίο η πρόοδος είναι αδύνατη και η αταβιστική οπισθοδρόμηση, που αποτελεί στόχο της ακροδεξιάς, δεν μπορεί να ανασχεθεί.
Η μάχη που δίνουμε σήμερα απέναντι στη λαϊκιστική, ριζοσπαστική δεξιά είναι ένας πόλεμος θέσεων. Ο υποψήφιος της ριζοσπαστικής δεξιάς ηττήθηκε σε μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα. Δεν πρόκειται για το τέλος του πολέμου, αλλά μας επιτρέπει να πιστέψουμε ότι μπορούμε να τον κερδίσουμε.
Το παραπάνω άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jacobin.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου