Στις βουλευτικές εκλογές της Νορβηγίας που έγιναν τη Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021 η χώρα έκανε μια σημαντική αριστερή στροφή, με τους υποψήφιους που βρίσκονται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος να εξασφαλίζουν 100 από τις 169 έδρες στο κοινοβούλιο. Δεν είναι σαφές ποιος θα σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά αυτή πιθανόν θα είναι ή ένας πλειοψηφικός συνασπισμός του Εργατικού Κόμματος (Ap), του Κόμματος του Κέντρου (Sp) και του Σοσιαλιστικού Αριστερού Κόμματος (SV), ή ένας μειοψηφικός συνασπισμός των δύο πρώτων από αυτά τα κόμματα. Εναλλακτικά, το Εργατικό Κόμμα θα μπορούσε να σχηματίσει μια δική του κυβέρνηση μειοψηφίας, με τη στήριξη της Αριστεράς, όπως έχει συμβεί στη Δανία.
Η μεγαλύτερη έκπληξη των εκλογών είναι η μεγάλη επιτυχία του ριζοσπστικού αριστερού Κόκκινου Κόμματος (R), που έγινε το πρώτο νεοσύστατο κόμμα στην ιστορία της Νορβηγίας που κατάφερε να ξεπεράσει το κατώφλι του 4% το οποίο είναι αναγκαίο για την είσοδο στο κοινοβούλιο. Το Εργατικό Κόμμα ανέτρεψε τις κακές δημοσκοπήσεις της άνοιξης και εδραίωσε τη θέση του ως το μεγαλύτερο κόμμα της Νορβηγίας, αν και το εκλογικό του ποσοστό ήταν μια ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο από εκείνο των εκλογών που έγιναν πριν από τέσσερα χρόνια. Το ποσοστό του Κόμματος του Κέντρου, που έκανε μια προεκλογική εκστρατεία επικεντρωμένη στις μεταρρυθμίσεις, παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ποσοστά των άλλων κομμάτων. Το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα έκανε επίσης μια καλή εκλογική εκστρατεία, αυξάνοντας το ποσοστό του κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες. Αν και μικρότερο από όσο πρόβλεπαν οι κορυφαίες δημοσκοπήσεις, αυτό ήταν ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, από το 2013 ως το 2021, η Νορβηγία κυβερνήθηκε από ένα συνασπισμό τεσσάρων δεξιών κομμάτων. Αν και εκείνη την περίοδο η σύνθεση της κυβέρνησης δεν ήταν πάντα ακριβώς η ίδια, τα μεγάλα δεξιά κόμματα ήταν το Συντηρητικό Κόμμα (H) και το αντιμεταναστευτικό ακροδεξιό Κόμμα της Προόδου (FrP), και τα μικρά το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (KrF) και το Φιλελεύθερο Κόμμα (V). Τα δύο τελευταία, όπως και το Κόμμα του Κέντρου, προσπαθούν να παρουσιαστούν ως κόμματα του πολιτικού Κέντρου, που δεν ανήκουν ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά. Όμως, το τελευταίο διάστημα, πιέζονται όλο και περισσότερο να επιλέξουν πλευρά προκειμένου να μπορούν να ασκούν επιρροή στη νορβηγική κυβέρνηση. Το Πράσινο Κόμμα επέμενε επίσης στο παρελθόν ότι δεν ανήκει σε κάποια πολιτική πλευρά, αλλά σ’ αυτές τις εκλογές διευκρίνισε ότι προτιμά ως πρωθυπουργό τον επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, υποστηρίζοντας ότι η δεξιά κυβέρνηση έκανε ελάχιστα πράγματα για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στη Νορβηγία ή για την προστασία του περιβάλλοντος.
Έτσι, το αριστερό πολιτικό μπλοκ αποτελείται από πέντε κόμματα: τρία μεγάλα (Ap, Sp και SV), που είναι πιθανόν να σχηματίσουν τη νέα κυβέρνηση, και δύο μικρά (R και MDG). Όμως, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα στις 13 Σεπτεμβρίου, σε μια βραδιά εκλογών όπου όλοι έτρωγαν τα νύχια τους από την αγωνία, το πολιτικό δράμα έληξε με την Αριστερά και τη Δεξιά να αλληλοακυρώνονται, το Κόκκινο Κόμμα και το Φιλελεύθερο Κόμμα να ξεπερνούν το εκλογικό κατώφλι εξασφαλίζοντας οκτώ έδρες το καθένα, κάτι που δεν κατάφεραν το Πράσινο Κόμμα (στα αριστερά) και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (στα δεξιά) που το καθένα τους συγκέντρωσε μόνο το 3% των ψήφων.
Αγροτική εξέγερση
Ότι η Νορβηγία θα μετακινούνταν προς τα αριστερά σ’ αυτές τις εκλογές ήταν αναμενόμενο εδώ και αρκετό καιρό. Η δεξιά κυβέρνηση είχε γίνει εξαιρετικά αντιπαθής, κατηγορούμενη για τη μείωση της φορολογίας των πλούσιων σε συνδυασμό με τις περικοπές στο κράτος πρόνοιας και το δημόσιο τομέα. Μια μεγάλη μεταρρύθμιση μείωσε τον αριθμό των περιφερειών στη Νορβηγία από 19 σε 11, ενώ περιέκοψε και τον αριθμό των δήμων. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι αυτή η μεταρρύθμιση θα έκανε πιο αποτελεσματικές και οικονομικά εύρωστες τις τοπικές κυβερνήσεις, όμως η οργή που προκάλεσε ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο αριθμός των περιφερειών να αυξηθεί πάλι, καθώς το Κόμμα του Κέντρου δεσμεύτηκε να διαλύσει όλες τις αναγκαστικές συγχωνεύσεις περιφερειών και δήμων.
Οι διαμαρτυρίες συνδέονται με μια ευρύτερη δυσαρέσκεια των ανθρώπων στην ύπαιθρο, και η σύγκρουση μεταξύ των αστικών κέντρων και της περιφέρειας (δηλαδή της υπόλοιπης χώρας) ήταν ένα από τα βασικά θέματα των εκλογών. Η Νορβηγία καλύπτει μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή αλλά έχει μόνο πέντε εκατομμύρια πολίτες. Συνεπώς, η τάση διοικητικής συγκέντρωσης και μετακίνησης των ανθρώπων στις μεγάλες πόλεις είναι ένα θέμα που απασχολεί σοβαρά την πλειοψηφία του πληθυσμού, και αντιμετωπίζεται ως ένδειξη θεωρείται ως ένδειξη μιας σημαντικής απώλειας της ιδιομορφίας της χώρας.
Όμως, αυτή η τάση που είναι επίμονη, και αφορά πάνω απ’ όλα τα νοσοκομεία και τα αστυνομικά τμήματα σε διάφορες περιοχές της Νορβηγίας αντιμετωπίζει μια σθεναρή αντίσταση. Ένα κοινωνικό κίνημα που αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια είναι το bunad guerrilla (το αντάρτικο της μπουνάντ), μια ομάδα γυναικών που φορούν την παραδοσιακή λαϊκή ενδυμασία (bunad) και διαμαρτύρονταν για το κλείσιμο των μαιευτηρίων διαφόρων περιοχών το οποίο ανάγκαζε τις γυναίκες να κάνουν μεγάλα ταξίδια για να γεννήσουν. Στο Όσλο, έγιναν επίσης μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον του σχεδίου της Δεξιάς να κλείσει το μεγαλύτερο νοσοκομείο της πόλης και να το αντικαταστήσει με ένα νέο, που πολλοί φοβούνται ότι είναι πολύ μικρό για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της πρωτεύουσας.
Ο θυμός στην περιφέρεια οδήγησε στην αύξηση της υποστήριξης στο Κόμμα του Κέντρου, το οποίο, περισσότερο από όλους τους ανταγωνιστές του, υπήρξε ο δίαυλος αυτής της δυσαρέσκειας. Στις αρχές του 2021 τα δημοσκοπικά του ποσοστά ήταν στο ίδιο επίπεδο με αυτά του Εργατικού Κόμματος, κοντά στο 20%, με πολλούς από τους ψηφοφόρους του να προέρχονται από τη Δεξιά. Όμως, έχοντας μαζέψει έναν τόσο μεγάλο αριθμό δυσαρεστημένων ψηφοφόρων από τη Δεξιά και το Κέντρο, το κόμμα άρχισε να απομακρύνεται από την Αριστερά, υποστηρίζοντας ότι δεν ήθελε να συγκυβερνήσει με το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα (όπως είχε κάνει από το 2005 έως το 2013), και αρχίζοντας έναν ανταγωνισμό με το Πράσινο Κόμμα στο πεδίο των εμβληματικών πολιτικών για το κλίμα. Αυτό φάνηκε σαν μια προσπάθεια υπερβολικής διεύρυνσης της εκλογικής του απήχησης, δεδομένου ότι πολλοί από τους ψηφοφόρους του κόμματος αισθάνονταν μια γενική δυσαρέσκεια για την δεξιά κυβέρνηση και ήθελαν μια πραγματική αλλαγή. Στο τέλος, το ποσοστό του Κόμματος του Κέντρου διαμορφώθηκε στο 13,5%, θέτοντας ως ένα από τα βασικά του αιτήματα την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών–μια επιδίωξη που μοιραζόταν με το Εργατικό Κόμμα και γενικότερα η Αριστερά.
Συνειδητοποιείται η κλιματική αλλαγή;
Ένα άλλο βασικό θέμα της προεκλογικής περιόδου ήταν η κλιματική αλλαγή, δεδομένου ότι η Νορβηγία είναι ένας μεγάλος εξαγωγέας πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο διάλογος εντάθηκε μετά την έκδοση στις 9 Αυγούστου της έκθεσης των Ηνωμένων Εθνών και αφ’ ότου ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες σήμανε «κόκκινο συναγερμό» για την ανθρωπότητα. Υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση ότι αυτό που ορισμένες φορές αποκαλείται το «νορβηγικό πετρελαϊκό παραμύθι» θα τελειώσει σύντομα, αν και οι γνώμες διαφέρουν σε σχέση με το αν αυτό θα συμβεί από μια σχεδιασμένη μετάβαση με τη χώρα να σταματά τις γεωτρήσεις πετρελαίου, ή από μια γρήγορη μείωση της ζήτησης στις αγορές. Τέσσερα κόμματα θεωρούνται «κόμματα προστασίας του κλίματος» (SV, R, MDG and V), και το κλιματικό ζήτημα πιθανόν εξηγεί γιατί το Φιλελεύθερο Κόμμα κατάφερε να περάσει το εκλογικό κατώφλι.
Όμως, το γεγονός ότι το Πράσινο Κόμμα δεν κατάφερε να μπει στο κοινοβούλιο οδήγησε σε μια συζήτηση σχετικά με το αν το κλίμα έχει λιγότερη σημασία για τους ψηφοφόρους από αυτήν που παρουσιάζεται στα μίντια. Όσοι ασκούν κριτική ισχυρίζονται ότι αυτό δείχνει πως, λόγω του σχετικού πλούτου τους και του υψηλού βιοτικού τους επιπέδου, οι Νορβηγοί είναι απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν την κλιματική πραγματικότητα και να παραιτηθούν από τις ανέσεις και τις ευκολίες της σύγχρονης ζωής. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι το Πράσινο Κόμμα ήταν υπερβολικά ριζοσπαστικό και αδιάλλακτο, δίνοντας την εντύπωση ότι στήριζε υπερβολικά τη «μεσαία τάξη των πόλεων», υιοθετώντας μια «ηθικολογική» στάση που απομάκρυνε πολλούς ψηφοφόρους. Όλα τα κόμματα εκτός από την άκρα Δεξιά ισχυρίζονται ότι ενδιαφέρονται για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον, και έτσι είναι πιθανόν ότι οι ψηφοφόροι που θεωρούν σημαντικά αυτά τα θέματα προτίμησαν άλλα κόμματα και όχι τους Πράσινους, ειδικά τα δύο της Αριστεράς. Το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα και το Κόκκινο Κόμμα ανέδειξαν επίσης το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής στις προεκλογικές τους εκστρατείες, επιχειρηματολογώντας υπέρ των πράσινων βιομηχανιών και μια δίκαιη μετάβασης που θα επιβαρύνει κυρίως τους μεγαλύτερους ρυπαντές. Στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος, το ακροδεξιό FrP προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει υπέρ της παραγωγής νορβηγικού πετρελαίου προσεγγίζοντας τους εργάτες που φοβούνταν ότι θα χάσουν τις δουλειές τους-αλλά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο όφελος, καθώς το ποσοστό τους συνέχισε την καθοδική του τάση μετά τις προηγούμενες εκλογές πέφτοντας στο 11,6%.
Δύο αριστερά ριζοσπαστικά κόμματα-ή ένα;
Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξε μια συζήτηση για κάποιου είδους εκλογική συνεργασία μεταξύ του Σοσιαλιστικού Αριστερού Κόμματος και του Κόκκινου Κόμματος-ακόμα και για τη συγχώνευσή τους–δεδομένου ότι και τα δύο κόμματα ανήκουν στην ριζοσπαστική Αριστερά. Το Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (AKP) και η Κόκκινη Εκλογική Συμμαχία (RV) ενώθηκαν και, το 2007, μαζί με την Κόκκινη Νεολαία (RU) του AKP και κάποιους ανεξάρτητους δημιούργησαν το Κόκκινο Κόμμα. Στην πραγματικότητα, η RV αρχικά ήταν το εκλογικό προσωπείο του AKP, αλλά λειτουργούσε ως ανεξάρτητο κόμμα από το 1991.
Εκείνη την περίοδο το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ήταν, επί δύο χρόνια, ο μικρότερος εταίρος μιας κυβέρνησης με το Εργατικό Κόμμα και το Κόμμα του Κέντρου. Πολλοί στην Αριστερά απογοητεύτηκαν από το γεγονός ότι η κυβέρνηση συνέχιζε τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και αρνιόταν να αυξήσει τους φόρους των πλουσίων. Επίσης παρέδωσε τη Θάλασσα Μπάρεντς στις εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, και λίγο αργότερα συμμετείχε στον πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Λιβύη. Μετά από οκτώ χρόνια στην κυβέρνηση, το SV τιμωρήθηκε από τους ψηφοφόρους του το 2013 περνώντας μετά βίας το εκλογικό κατώφλι με ένα ποσοστό 4,1%. Μετά από αυτό το αποτέλεσμα, το κόμμα έκανε ένα σημαντικό ελιγμό προς τα αριστερά υπό τον νέο του αρχηγό, Αουντούν Λισμπάκεν, και σιγά-σιγά επανέκτησε την εμπιστοσύνη της εκλογικής του βάσης. Όμως, αυτή η αριστερή στροφή σήμαινε επίσης ότι τα δύο ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα κατέληξαν να ψηφίζουν όλο και πιο πολύ με τον ίδιο τρόπο στο κοινοβούλιο και να συμφωνούν στα περισσότερα θέματα, κάτι που οδήγησε στην αύξηση των φωνών για στενότερη συνεργασία. Όμως αυτή δεν έγινε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021, κάτι που ήταν για καλό γιατί μια τέτοια συνεργασία, ενώ πιθανόν θα έστελνε ένα σήμα στους ψηφοφόρους ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ισχυρό νορβηγικό αριστερό μπλοκ με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας, ενδεχομένως θα τρόμαζε κάποιους ψηφοφόρους, καθώς τα δύο κόμματα απευθύνονταν σε μάλλον διαφορετικά ακροατήρια. Για παράδειγμα, κάποιοι κρατούν αποστάσεις από το Κόκκινο Κόμμα λόγω του κομμουνιστικού παρελθόντος του-μια στάση που είναι ισχυρή περισσότερο στις παλιές γενιές.
Όμως, πιο σημαντικό είναι ίσως το γεγονός ότι το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα απευθύνθηκε κυρίως στις γυναίκες εργαζόμενες του δημόσιου τομέα, όπως οι δασκάλες και οι εργαζόμενες στην υγεία, ενώ το Κόκκινο Κόμμα συνέχισε να θέτει την εργασία και την οικονομία στο κέντρο της πολιτικής. Αυτό του επέτρεψε να φέρει κοντά του τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του Εργατικού Κόμματος και να αυξήσει τα ποσοστά του στους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα και λιγότερο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Επίσης, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον του Σοσιαλιστικού Αριστερού Κόμματος ήταν να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση και να έχει τους δικούς του υπουργούς προσέλκυσε εκείνους τους ψηφοφόρους που θα ήθελαν να δουν το κόμμα τους να αναλαμβάνει θέσεις ευθύνης, ενώ το Κόκκινο Κόμμα, με βάση τις επιθυμίες των υποστηρικτών του, δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει σε κάποια κυβέρνηση. Αντίθετα, προτιμούσε να πιέζει για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις από τα πίσω έδρανα του κοινοβουλίου, απευνόμενο έτσι πιθανώς σε άλλους ψηφοφόρους, δηλαδή σε εκείνους που δεν ήθελαν να δουν το κόμμα τους να «διαπραγματευτεί» μέσω συμβιβασμών τον ριζοσπαστισμό του.
Παίζονται πολλά The stakes are high
Οι εκλογές στη Νορβηγία είναι μια σαφής εντολή των ψηφοφόρων για μστροφή προς τα αριστερά, μακριά από τον διοικητικό συγκεντρωτισμό, τις ανισότητες και τις περικοπές στο κράτος πρόνοιας και στα κοινωνικά επιδόματα, και μια εντολή στα πολιτικά κόμματα να πραγματοποιήσουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ένα μεταρρυθμιστικό αίτημα που πρόβαλε η Αριστερά στην προεκλογική περίοδο ήταν η δωρεάν οδοντιατρική φροντίδα, δεδομένου ότι αυτή σήμερα δεν είναι ενταγμένη στο δημόσιο σύστημα υγείας. Υπήρξαν επίσης αιτήματα για νέες ιατρικές υποδομές σε όλη τη χώρα (όπως φάνηκε, για παράδειγμα, από την εξασφάλιση βουλευτικής εκπροσώπησης μιας λίστας υποψηφίων που ζητούσαν την ανέγερση νοσοκομείου στην πόλη Άλτα στο βορινό άκρο της χώρας), αυξήσεις των φόρων στους πλούσιους, και παροχή κρατικής βοήθειας για την ανάπτυξη νέων πράσινων επιχειρήσεων. Το Εργατικό Κόμμα μετακινήθηκε κι αυτό αποφασιστικά προς την Αριστερά, τουλάχιστον σε σύγκριση με το νεοφιλελεύθερο απόγειό της δύναμής του πριν από 20 χρόνια–και η αλήθεια είναι ότι είναι βέβαιο ότι αν δεν το είχε πράξει αυτό δεν θα είχε τόσο καλό αποτέλεσμα σ’ αυτές τις εκλογές.
Το ερώτημα παραμένει πόσο σημαντική είναι η κίνησή του προς τα αριστερά, και αν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις τεράστιες προσδοκίες που έχουν οι ψηφοφόροι από αυτό μετά από οκτώ χρόνια δεξιάς διακυβέρνησης και αυξανόμενης δυσαρέσκειας. Η ανησυχίαο πρόβλημα μήπως το το Εργατικό Κόμμα είναι απρόθυμο να αυξήσει πάλι τη φορολογία των πλουσίων την οποία μείωσε όπως κάνει πάντα η Δεξιά. Το κόμμα έχει πει ότι θα αυξήσει κάποιους φόρους και εισφορές, μειώνοντας ταυτόχρονα κάποιους άλλους, έτσι ώστε η συνολική φορολογική επιβάρυνση να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα. Αυτό είναι ανησυχητικό δεδομένου ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να χρηματοδοτηθούν με κάποιον τρόπο, με το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα και το Κόκκινο Κόμμα να υποστηρίζουν ότι αυτή η χρηματοδότηση πρέπει να προέλθει από αυτούς που έχουν τις περισσότερες οικονομικές δυνατότητες.
Μια άλλη αιτία ανησυχίας είναι το Κόμμα του Κέντρου, που δεν προτείνει μόνο πολλές έξυπνες πολιτικές για τους εργάτες και τις περιφέρειες, αλλά έχει και ένα σημαντικό αριθμό μελών με περισσότερο δεξιές απόψεις . Η μεγαλύτερη πρόκληση που εκπροσωπεί αυτό το κόμμα είναι η πιθανή άρνησή του να κάνει πολλά για την κλιματική αλλαγή. Ο αντιπρόεδρός του, Όλαν Μπόρτεν Με, έχει επενδύσει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια σε εταιρείες πετρελαίου, και το κόμμα είναι αντίθετο στη φορολόγηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με το πρόσχημα ότι αυτό θα έπληττε δυσανάλογα τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών οι οποίοι εξαρτώνται από τη χρήση των αυτοκινήτων τους για τη διάνυση μεγάλων αποστάσεων. Αυτό είναι βέβαια σωστό αν τα τέλη είναι τα ίδια για όλους, αλλά πρόκειται για ένα πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί με μηχανισμούς όπως ένα σύστημα «φόρος στα ορυκτά καύσιμα και μέρισμα» [1]. Το Κόμμα του Κέντρου είναι επίσης το παραδοσιακό κόμμα των γαιοκτημόνων, και ως εκ τούτου αντιτίθεται στις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις στη χρήση γης και θέλει να εξαφανίσει τα σαρκοφάγα θηλαστικά όπως τους λύκους–κάτι που η Αριστερά βρίσκει αποκρουστικό.
Γενικά, οι πρόσφατες εκλογές αποτελούν μια τεράστια ευκαιρία για την Αριστερά, αν φυσικά καταφέρει να την αδράξει. Το γεγονός ότι η ριζοσπαστική Αριστερά έχει γίνει μια τόσο ισχυρή δύναμη και ότι το Κόκκινο Κόμμα διαθέτει μια σημαντική ομάδα στο Κοινοβούλιο που είναι έτοιμη να προσεταιριστεί τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους αν η κυβέρνηση δεν τηρήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της, είναι ένας σοβαρός λόγος είναι μια πραγματικά ελπιδοφόρα εξέλιξη. Οι προσδοκίες είναι μεγάλες, κάτι που σημαίνει ότι το Εργατικό Κόμμα θα πληρώσει υψηλό τίμημα αν δεν κατορθώσει να αρπάξει αυτήν την ευκαιρία. Η Ακροδεξιά είχε λίγα να πει σε μια προεκλογική περίοδο στην οποία το μεταναστευτικό ήταν εκτός ημερήσιας διάταξης και αυτό που έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στην εκλογική αναμέτρηση ήταν η ταξική πολιτική. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί.
Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στον ιστότοπο του Ιδύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ (website of the Rosa-Luxemburg-Stiftung).