Η Εναλλακτική για τη Γερμανία μοιάζει να βρίσκεται σε χάος και να είναι διχασμένη, αλλά κάτω από την επιφάνεια, η νεοφασιστική πτέρυγά της φαίνεται να κερδίζει το πάνω χέρι. Ανάλυση του Γκερντ Βίγκελ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο επανεξοπλισμός, ο πληθωρισμός και οι τιμές της ενέργειας – τα καθοριστικά ζητήματα των τελευταίων μηνών- έχουν δώσει στην Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πολύ λίγες ευκαιρίες να τοποθετηθεί ως μια δεξιά λαϊκιστική λύση. Οι οπισθοδρομικές και αντιφατικές προτάσεις της AfD έχουν βρει ελάχιστη απήχηση πέρα από τον πυρήνα της εκλογικής της πελατείας, δεδομένου ότι δεν καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν τις βασικές ανησυχίες των περισσότερων ανθρώπων. Τα αποτελέσματα των εκλογών στα κρατίδια του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας είναι αψευδείς μάρτυρες της οπισθοχώρησης της, ιδίως στη δυτική Γερμανία.
Επαναλαμβανόμενες εκλογικές απώλειες
Στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, το κόμμα απέτυχε για πρώτη φορά να μπει στο κοινοβούλιο του κρατιδίου, αφού έλαβε μόλις το 4,4% των ψήφων στις εκλογές του Μαΐου. Τον ίδιο μήνα, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, κατάφερε μετά βίας να περάσει το εκλογικό κατώφλι με ένα ποσοστό μόλις 5,4%, χάνοντας και εκεί σχεδόν δύο ποσοστιαίες μονάδες. Ακόμη και στη Σαξονία, όπου η AfD αναμενόταν να κερδίσει μία ή περισσότερες έδρες περιφερειακών συμβούλων στις τοπικές εκλογές, έφυγε με άδεια χέρια. Οι σημερινές απώλειες συμβαδίζουν με μια σειρά συνεχών ηττών που υφίσταται το κόμμα από το 2021, αν και δεν πρέπει να θεωρηθούν ενδεικτικές μιας γενικής παρακμής του.
Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η AfD βρίσκεται κοντά ή πολύ πάνω από το 20%. Στο Βραδεμβούργο (19%), στο Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία (18%), στη Σαξονία (27%), στη Σαξονία-Άνχαλτ (20%) και στη Θουριγγία (23%). Παρ’ όλα αυτά, σήμερα έχει υποστεί κάποιες μικρές απώλειες και σε αυτές τις περιφέρειες, με εξαίρεση το Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση μεταξύ της σταθερά ισχυρής θέσης του κόμματος στην ανατολική πλευρά της χώρας και της αδυναμίας του στη δυτική. Αυτός ο εκλογικός διχασμός αποτελεί συνεχή και ανεπίλυτη πηγή διαφωνιών στο εσωτερικό του κόμματος για τη μελλοντική του πορεία, αν και το συνέδριο του στη Ριέζα πήρε κάποιες πρώτες αποφάσεις.
Συνέδριο του κόμματος στη Ριέζα: μια σαφής μετατόπιση προς τα δεξιά
Η ανακοίνωση του "τέλους της εποχής Μόιτεν" (πρώην αρχηγού του κόμματος) στο συνέδριο του κόμματος στη Ριέζα (17-19 Ιουνίου 2022), ήταν μια σαφής έκφραση της μετατόπισης τη; AfD προς τα δεξιά. Το νεοεκλεγμένο πολιτικό γραφείο του κόμματος ελέγχεται πλέον από στελέχη της λαϊκιστικής τάσης, τα οποία θα φροντίσουν να γίνει εξαιρετικά δύσκολο να επικρατήσουν στο μέλλον πολιτικές εναντίον αυτών των πιο ριζοσπαστικών δεξιών στοιχείων που κυριαρχούν σήμερα στο κόμμα.
Για χρόνια, η αστική πτέρυγα της AfD δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την κυριαρχία της λαϊκιστικής πτέρυγας στο πεδίο της παρουσίασης συναρπαστικών πολιτικών και προσωπικοτήτων. Τελικά, η αστική πτέρυγα πρότεινε ένα σε μεγάλο βαθμό άγνωστο μέλος της Μπούντεσταγκ, τον Νόρμπερτ Κλάινβάχτερ – ο οποίος δεν κατάφερε καν να εκλεγεί αντιπρόσωπος στο συνέδριο του κόμματος στην κομματική οργάνωση του κρατιδίου του στο Βραδεμβούργο – ως υποψήφιο σε μια κούρσα διαδοχής απέναντι στον Χρουπάλα, με αποτέλεσμα να ψηφίζιστεί μόνο από το 36,3% των συνέδρων. Το ίδιο συνέβη με τον υποψήφιο βουλευτή του Βερολίνου Νικολοάους Φεστ, αντιπάλου της Βάιντελ, τοποσοστό του οποίου ήταν μόλις 20,3%.
Τα λίγα εναπομείναντα γνωστά πρόσωπα της αστικής πτέρυγας του κόμματος δεν θέλησαν να διακινδυνεύσουν την ήττα ή ηττήθηκαν καθαρά στο συνέδριο. Για παράδειγμα, η Μπέατρις φον Στορχ, μέλος της Μπούντεσταγκ από το Βερολίνο, έχασε την έδρα της στο πολιτικό γραφείο του κόμματος, ενώ η Χριστίνα Μπάουμ, που στηριζόταν από την ακροδεξιά τάση, κέρδισε απροσδόκητα μια θέση σ’ αυτό το ανώτατο κομματικό όργανο. Πριν συμβούν όλα αυτά, η Έρικα Στάινμπαχ είχε ήδη ηττηθεί από τον Πέτερ Μπέρινγκερ στην αναμέτρηση τους για τη θέση του αναπληρωτή προέδρου του κόμματος.
Με την εκλογή της Αλίς Βάιντελ (67,3%) και του Τίνο Χρουπάλα (53,4%), οι δύο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της Μπούντεσταγκ έγιναν επίσης αρχηγοί του κόμματος. Αν και υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια για την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας, το κόμμα δεν διαθέτει εναλλακτικούς υποψηφίους που θα μπορούσαν να κατέχουν αυτές τις θέσεις.
Η Βάιντελ και ο Χρουπάλα έγιναν πρόεδροι χάρη στα πιο σκληρά δεξιά στοιχεία του κόμματος, χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία. Η κακή επίδοση στις εκλογές του Χρουπάλα οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί στο εσωτερικό του κόμματος είναι δυσαρεστημένοι μαζί του. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος έχει βρει ένα νέο ρόλο εντασσόμενος στην κομματική ομάδα που στηρίζει τον Μπιέρν Χέκε, ο οποίος αναμένεται ότι στο μέλλον δεν θα πάρει θέση ενάντια στα πιο ακροδεξιά στοιχεία του κόμματος. Ως προς την Βάιντελ μένει να δούμε αν θα καταφέρει να δημιουργήσει τη δική της βάση που θα την διατηρήσει στην εξουσία, χωρίς να έχει ανάγκη την στήριξη των ακροδεξιών στοιχείων του κόμματος που περισσότερο την ανέχονται παρά να την υποστηρίζουν. Μέχρι στιγμής, η εχθρική σχέση της με την πρώην ισχυρή προσωπικότητα της αστικής πτέρυγας, τον Γιοργκ Μόιτεν, την εμπόδιζε να πραγματοποιήσει αυτόν τον στόχο της. Αλλά τώρα όλα αυτά θα μπορούσαν να αλλάξουν. Σε ό,τι αφορά τη στάση της σε συγκεκριμένα ζητήματα, η Βάιντελ στην πραγματικότητα δεν είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με την Ακροδεξιά. Για παράδειγμα, ως πρόεδρος του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, φρόντισε να μπει στη λίστα των ανεπιθύμητων προσώπων που δεν έχουν απόψεις συμβατές με τις θέσεις του AfD το ψευδο-συνδικάτο "Zentrum Automobil" – ορισμένα από τα μέλη του οποίου έχουν ξεκάθαρα στενή σχέση με τη νεοναζιστική Δεξιά. Ωστόσο, στη Ριέζα, ο Μπιερν Χέκε πέτυχε να αφαιρέσει αυτή την ομάδα, την οποία η Βάιντελ έχει χαρακτηρίσει "τοξική", από αυτή τη λίστα. Η Βάιντελ δήλωσε, ωστόσο, ότι μετά το συνέδριο του κόμματος σκοπεύει να το διορθώσει αυτό.
Ο Χέκε δείχνει τη δύναμή του
Τα συνέδρια της AfD παράγουν αξιόπιστα αρνητικά πρωτοσέλιδα, και η πρόσφατη επανάληψη αυτού του φαινομένου δεν αποτελεί εξαίρεση: την τελευταία ημέρα του συνεδρίου, τα ακροδεξιά στοιχεία του κόμματος φρόντισαν να καταστρέψουν την επιθυμητή εικόνα μιας ανανεωμένης αίσθησης ενότητας μέσα στο κόμμα. Ένα ψήφισμα για την Ευρώπη, το οποίο μπήκε στην ατζέντα από έναν διαγώνιο συνασπισμό με επικεφαλής τον Μπιερν Χέκε και είχε στόχο να περιγράψει μια εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική της AfD, προκάλεσε μια έντονη, πολύωρη συζήτηση. Τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς τον προσανατολισμό του, το ψήφισμα υιοθετεί θέσεις που τις βρίσκει κάποιος στη Νέα Δεξιά. Ως προς το περιεχόμενο, η ομάδα που σχηματίστηκε γύρω από τον Χέκε και τον Χανς-Τόμας Τιλσνάιντερ, μέλος του κοινοβουλίου του κρατιδίου της Σαξονίας-Άνχαλτ, ασχολήθηκε με την τεκμηρίωση της θέσης "D-Exit", η οποία υποστηρίζει την έξοδο της Γερμανίας από την ΕΕ, όπως διατυπώθηκε από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος στο προεκλογικό πρόγραμμα για τις εκλογές της Μπούντεσταγκ. Υπό το σύνθημα "Επανεξετάζοντας την Ευρώπη", η πρόταση περιέχει τα στοιχεία μιας νέας δεξιάς κριτικής κατά της ΕΕ και της παγκοσμιοποίησης. Η λογική της είναι ότι οι "παγκοσμιοποιητές" έχουν στερήσει από τα επιμέρους εθνικά κράτη την κυριαρχία και την ταυτότητά τους και ότι οι πληθυσμοί τους υποβάλλονται σε ένα "εκπαιδευτικό πρόγραμμα" που τους αναγκάζει να απαρνηθούν την ικανότητά τους να διεκδικούν και να υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Στόχος είναι η διαμόρφωση μιας "Ευρώπης των πατρίδων" που θα διαχωρίζεται από τις ΗΠΑ, θα αυτοπροσδιορίζεται ως "Ευρώπη-φρούριο", θα επιδιώκει μια ισορροπία ισχύος με τη Ρωσία και θα επιδιώκει συνεργασία με την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση.
Οι επικρίσεις που έγιναν σ’ αυτήν την πρόταση από τους προέδρους και μεμονωμένους αντιπροσώπους των εθνικών οργανώσεων στη δυτική πλευρά της χώρας αφορούσαν λιγότερο το περιεχόμενό της και περισσότερο το γεγονός ότι δανείζεται τη γλώσσα της Νέας Δεξιάς. Μόνο με μεγάλη δυσκολία και έπειτα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες η ηγεσία του κόμματος κατάφερε να αποτρέψει να τεθεί το ψήφισμα σε ψηφοφορία, παραπέμποντάς το σε διάφορες επιτροπές. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος έγινε ξεκάθαρο σε όλους ότι το κύρος της νέας ηγεσίας του κόμματος άρχισε να υπονομεύεται από την πρώτη ημέρα της θητείας της. Στη συνέχεια, έγινε γνωστό ότι κατά την προετοιμασία του συνεδρίου, ο Χέκε είχε έρθει σε συμφωνία με την ηγεσία του κόμματος, σύμφωνα με την οποία προβλεπόταν ότι αν αυτός παραιτιόταν από τη θέση του στο πολιτικό γραφείο θα του δινόταν ως αντάλλαγμα η ηγεσία μιας επιτροπής για την διαρθρωτική μεταρρύθμιση του κόμματος. Όμως, αυτή η επιτροπή δεν συστάθηκε επειδή το συνέδριο του κόμματος έληξε πρόωρα.
Οι πολιτικές επιπτώσεις του συνεδρίου του κόμματος
Η δεξιά ριζοσπαστικοποίηση της AfD, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2015, υλοποιήθηκε και επίσημα στη Ριέζα. Το πολιτικό γραφείο του κόμματος δεν επιτρέπει πλέον πολιτικές εναντίον της λαϊκιστικής δεξιάς πτέρυγάς του. Η πρόταση για την εκλογή ενός μόνο επικεφαλής του κόμματος, η οποία υποβλήθηκε και αυτή από τον Χέκε και εγκρίθηκε από το συνέδριο, καθιστά την προοπτική ανάληψης της αρχηγίας από αυτόν πιο πιθανή από ποτέ άλλοτε. Είναι προφανές ότι η λαϊκιστική Δεξιά έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι σε θέση να ανεχθεί τις εκλογικές απώλειες που προκύπτουν λόγω της κυριαρχίας της στο κόμμα. Στην πραγματικότητα, οι εκλογές στα ανατολικογερμανικά κρατίδια αποδεικνύουν ότι αυτό το γεγονός δεν οδήγησε σε απώλειες, αλλά αντίθετα έφερε στο κόμμα το 20-27% των ψήφων στη Σαξονία, το Βραδεμβούργο, τη Θουριγγία και τη Σαξονία-Άνχαλτ. Στο δυτικό μέρος της χώρας αναμένεται ότι το κόμμα θα τα πάει αρκετά καλά, έτσι ώστε στις επόμενες εκλογές να μπει άνετα στην Μπούντεσταγκ – με κόστος πιθανές απώλειες στις κοινοβουλευτικές ομάδες ορισμένων κρατιδίων.
Η λαϊκιστική Δεξιά στο εσωτερικό του AfD έχει έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό προσανατολισμό και ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μόνιμη εγκαθίδρυση στη χώρα ενός κόμματος με παγιωμένη φασιστική ιδεολογία, παρά για ένα βραχυπρόθεσμο μερίδιο εξουσίας σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Τα πιο δεξιά στοιχεία του κόμματος στη Δύση βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά.
Είναι πιθανόν ο Χέκε να επιχειρήσει να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος το αργότερο μέχρι το 2024. Με τις επιτυχίες στις εκλογές των κρατιδίων της Σαξονίας, του Βραδεμβούργου και της Θουριγγίας και τις απώλειες που αναμένονται στις εκλογές που θα έχουν γίνει μέχρι τότε στα δυτικά κρατίδια θα μπορούσε να επιλεγεί ως ο σωτήρας του όλου κόμματος.
Κεντροδεξιές πλειοψηφίες;
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν φαίνεται να υπάρχει μεσοπρόθεσμα το ενδεχόμενο συνασπισμών ή άλλων μορφών συνεργασίας μεταξύ της CDU/CSU και της AfD. Η συνεχιζόμενη μετακίνηση της AfD προς τα δεξιά, η παρακολούθησή της από την εθνική υπηρεσία πληροφοριών και η παρουσία της στα εθνικά μέσα ενημέρωσης καθιστούν τέτοιους συνασπισμούς μη βιώσιμους στο ορατό μέλλον.
Η εικόνα φαίνεται να είναι διαφορετική στα ομόσπονδα κρατίδια, όπου σε εκείνα της ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούν να υπάρχουν βασικά στελέχη ορισμένων από τις οργανώσεις της CDU που δεν θέλουν να αποκλείσουν τη συνεργασία με την AfD, η οποία είναι σταθερά εδραιωμένη εκεί, και μάλιστα την προτιμούν από τη σύναψη αντιδημοφιλών αναγκαστικών συμμαχιών με τους Πράσινους. Στη Θουριγγία, όπου η CDU και η AfD έχουν ήδη εκλέξει τον πρωθυπουργό του κρατιδίου, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στις αρχές Ιουνίου, φάνηκε ότι η CDU θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τις ψήφους της AfD για να προωθήσει προτάσεις που αφορούν την απόσταση που πρέπει να έχουν μεταξύ τους οι ανεμογεννήτριες.
Η AfD στην Μπούντεσταγκ
Στην Μπούντεσταγκ, η AfD ζητά την επιστροφή στον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια ως μέσο για την αντιμετώπιση της αύξησης της τιμής της ενέργειας, μια πρόταση που συνδέεται με τη γενική άρνηση της περί της ύπαρξης ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Αντίθετα, η κοινοβουλευτική ομάδα της AfD έχει ταχθεί σταθερά στο πλευρό του κυβερνητικού συνασπισμού και της CDU/CSU όσον αφορά το μαζικό πρόγραμμα επανεξοπλισμών που προτείνει η κυβέρνηση Σολτς. Σε αντίθεση με την Ντι Λίνκε, η AfD δεν καταψήφισε στην Μπούντεσταγκ την ενίσχυση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων με το ποσό των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, διαφωνώντας μόνο με την χρηματοδότηση αυτής της ενίσχυσης από ειδικά κεφάλαια που δεν υπάρχουν στον πέραν του προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Αν πέρναγε η άποψη της AfD, το ποσό για τους επανεξοπλισμούς αυτή θα είχε γίνει εις βάρος κάποιων άλλων κονδυλίων του προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα ένα όργιο περικοπών σε άλλους τομείς.
Ο Μπερντ Μπάουμαν, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας, ξεστόμισε κι αυτός τα ίδια ψεύδή με σχεδόν όλες της κοινοβουλευτικές ομάδες εκτός από αυτήν της Ντι Λίνκε.: "Ο στρατός μας, οι στρατιώτες μας έχουν παραμεληθεί, έχουν υποχρηματοδοτηθεί, έχουν υποστεί καταστροφικές περικοπές δαπανών εδώ και δεκαετίες" (ιστοσελίδα Γερμανικής Βουλής, Πρακτικά 42ης Συνεδρίασης, σ. 4160). Λαμβάνοντας υπόψη τις ετήσιες αυξήσεις του αμυντικού προϋπολογισμού, και με ένα ποσό ανερχόμενο σε 50,4 δισεκατομμύρια ευρώ να διατίθεται στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, αυτός ο ισχυρισμός είναι προφανώς μια ανοησία. Αλλά αν ήταν στο χέρι της AfD, οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν να λάβουν ακόμη περισσότερα και από τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ που προβλέπονται στον προϋπολογισμό. Ο δημοσιονομικός της υπεύθυνος Πέτερ Μπέρινγκερ έδωσε τη διαβεβαίωσή του ότι το AfD θα συμφωνούσε αμέσως με τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, εάν το ποσό αυτό ενσωματωνόταν στον κανονικό προϋπολογισμό και δεν ήταν σε έναν ειδικό προϋπολογισμό. "Αν απλώς αρχίζατε να μειώνετε τις δαπάνες σε τομείς που αφορούν τον κοινωνικό και κλιματικό μετασχηματισμό θα συμφωνούσαμε" (ό.π., σ. 4226), δήλωσε ο Μπέρινγκερ στη συζήτηση, καθιστώντας σαφές ότι το AfD σκοπεύει να χρηματοδοτήσει τον επανεξοπλισμό εις βάρος του εξαιρετικά αναγκαίου κοινωνικο-οικολογικού μετασχηματισμού.
Αρχικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό LuXemburg και στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.