Τα τελευταία 16 χρόνια, η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας που διαμορφώθηκε από το πολιτικό βάρος της Άνγκελα Μέρκελ, χαρακτηριζόταν από συνέχεια. Η κουλτούρα της αποκλιμάκωσης που χαρακτήριζε τον πολιτικό διάλογο της Μέρκελ θεωρήθηκε αξιόπιστη άγκυρα. Τώρα, για πρώτη φορά, την ευθύνη έχει ένας συνασπισμός τριών κομμάτων: το SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) που διόρισε τον ομοσπονδιακό καγκελάριο, το FDP (Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα) που έδωσε τον τόνο, και οι Πράσινοι που διόρισαν τη φιλόδοξη υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ. Η Μπέρμποκ ταλαντεύεται μεταξύ μιας εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής για την ασφάλεια που οδηγούνται από αξίες και κανόνες και του αναγκαίου διαλόγου για την κλιματική αλλαγή. Αλλά τι σημαίνει αυτό;
Οι συνέχειες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής
Η Γερμανία δεν θα εγκαταλείψει την πεπατημένη της εξωτερικής της πολιτικής και της πολιτικής της για την ασφάλεια. Μέρος αυτής είναι η δέσμευσή της στο ΝΑΤΟ και η «διατλαντική εταιρική σχέση» της με τις ΗΠΑ –που συνιστά τον πυλώνα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής- καθώς και η δέσμευσή της στον ΟΑΣΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον ΟΗΕ. Σε όλα αυτά, η Γερμανία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως «αξιόπιστο εταίρο»: όπως απαιτούν οι περιστάσεις, θα συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, όπου θα χρησιμοποιούνται ένοπλα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου. Όπως και με την προηγούμενη κυβέρνηση, οι στόχοι και τα χαρακτηριστικά της γερμανικής πολιτικής για την ασφάλεια και της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, παραμένουν αντιφατικά και περιλαμβάνουν: την «αξιόπιστη αποτροπή», τον έλεγχο των εξοπλισμών και τον αφοπλισμό, καθώς και προσπάθειες για τη δημιουργία ενός κόσμου χωρίς πυρηνικά όπλα.
Το 2018, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες συμφώνησαν σε μια περιοριστική πολιτική όσον αφορά τις εξαγωγές όπλων. Ο βαθμός στον οποίο η συμφωνία αυτή αποδείχθηκε πολιτικά αναποτελεσματική φάνηκε τις τελευταίες ημέρες του παλαιού συνασπισμού, όταν εγκρίθηκαν εξαγωγές όπλων συνολικού ύψους 9 δισ. ευρώ για το 2021, με όπλα αξίας 4,3 δισ. ευρώ να πηγαίνουν μόνο στην Αίγυπτο. Αλλά ούτε το σύνθημα «ενιαία εξωτερική πολιτική», που αφορά και την αναπτυξιακή πολιτική και την πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι καινούργιο. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι ορισμοί έχουν γίνει ασαφείς. Σύμφωνα με την πρόταση του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, στο πνεύμα μιας ολοκληρωμένης και χωρίς αποκλεισμούς προσέγγισης, το 3% του ΑΕΠ θα πρέπει να επενδύεται στη διεθνή δράση, τη διπλωματία και την αναπτυξιακή πολιτική, ενώ θα πρέπει να τηρούνται οι δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Ποιο είναι το καινούργιο στοιχείο;
1. Ο ρόλος της Γερμανίας: ηγέτης ενός ελεύθερου κόσμου;
Το 2013, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, ο τότε ομοσπονδιακός πρόεδρος Γιοαχίμ Γκάουκ ζήτησε να τερματιστεί η πολιτική στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης της Γερμανίας, υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής ισχύος της χώρας. Στη συμφωνία συνασπισμού του 2018, ο «νέος ρόλος της Γερμανίας» αντανακλάται και ενσωματώνεται στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Το 2021, ωστόσο, δε μιλάμε μόνο για ενσωμάτωση, αλλά για ηγεσία:
«Αντιλαμβανόμαστε την παγκόσμια ευθύνη που φέρει η Γερμανία ως η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Εμείς αναλαμβάνουμε αυτή την ευθύνη. Θα ενισχύσουμε τις υφιστάμενες συνεργασίες και θα δρομολογήσουμε νέες στο πλαίσιο της εξωτερικής μας πολιτικής, της πολιτικής μας για την ασφάλεια και της αναπτυξιακής μας πολιτικής και θα υπερασπιστούμε τις αξίες που σχετίζονται την ελευθερία, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Άρα, η παγκόσμια οικονομική ισχύς συνεπάγεται παγκόσμια ευθύνη. Γίνονται κάποιες (ήσσονες) αναφορές στη γερμανική ιστορία σε διάφορα σημεία της συμφωνίας του συνασπισμού, όχι όμως κατά τη διατύπωση των στόχων της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.
2. Αλληλεγγύη ή σύγκρουση: ενεργός παρέμβαση αντί του υποστηρικτικού ρόλου του διαμεσολαβητή
Οι αναφορές στα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το δίκαιο αποτέλεσαν μέρος πολλών συμφωνιών συνασπισμού στο παρελθόν. Υπό το πρίσμα των οικολογικών ζητημάτων και της κλιματικής αλλαγής, έχει πλέον προστεθεί, πολύ συνοπτικά, και το ζήτημα της βιωσιμότητας. Ωστόσο, δεν είναι το κλίμα που κυριαρχεί στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής για την ασφάλεια, αφού οι τελευταίες σχεδιάζονται «με γνώμονα τις αξίες», στη βάση του νόμου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που θεωρούνται τα κατάλληλα μέσα σύγκρουσης, ιδίως απέναντι σε αυταρχικά κράτη. Ως εκ τούτου, γίνεται μια διαφοροποίηση στις συνεργασίες με κράτη «που ασπάζονται τις ίδιες δημοκρατικές αξίες» και σε αυτές με κράτη που έχουν αυταρχικές κυβερνήσεις, όπως η Ρωσία ή η Κίνα. Η Γερμανία προτίθεται να εισέλθει σε διαμάχη με την τελευταία αυτή κατηγορία χωρών, διότι πιστεύει ότι λειτουργούν «ανταγωνιστικά απέναντι στο σύστημα», είναι όμως εξίσου απαραίτητες για την αντιμετώπιση των οικολογικών προβλημάτων.
3. Η μεταβαλλόμενη πρόσληψη της Ρωσίας
Από τη μία πλευρά, η νέα κυβέρνηση τονίζει τη σημασία της Ρωσίας ως διεθνούς παράγοντα και τη σημασία διατήρησης μιας ουσιαστικής και σταθερής σχέσης με τη χώρα. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε διάλογο με τη Ρωσία μόνο σύμφωνα με τη δική της ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ευρωπαϊκής ειρηνευτικής τάξης και των συμφερόντων και «ανησυχιών ιδίως των χωρών-εταίρων μας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη». Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αντιλαμβάνονται τη Ρωσία ως απειλή με διαφορετικούς τρόπους, γεγονός που η Γερμανία δεν θέλει να αγνοήσει. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση είναι έτοιμη να παραδώσει τα θέματα στην εθνική της άμυνα και στην άμυνα της συμμαχίας. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να διατηρηθεί το αξιόπιστο αποτρεπτικό δυναμικό, με ταυτόχρονες προσπάθειες για διάλογο. Ο συνασπισμός ζητά «τον άμεσο τερματισμό των αποσταθεροποιητικών προσπαθειών κατά της Ουκρανίας, της βίας στην Ανατολική Ουκρανία και της προσάρτησης της Κριμαίας που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο».
Από αριστερή σκοπιά, η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου και, ως εκ τούτου, χρήζει καταδίκης, όπως και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Επιπλέον, αναπτύσσοντας πάνω από 100.000 στρατιώτες και οπλισμό κατά μήκος των ουκρανικών συνόρων, η Ρωσία παίζει ξεκάθαρα με τη φωτιά του πολέμου.
Όμως, υπάρχει μια πτυχή που αγνοείται από την εξωτερική πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας και η στάση της Ρωσίας το δείχνει ξεκάθαρα: οι συγκρούσεις πρέπει να εξετάζονται στο ιστορικό τους πλαίσιο και με κριτήριο το πώς εξελίσσονται τα τελευταία 30 χρόνια, άρα η πολιτική πρέπει να γίνεται κατανοητή ως μια διαδικασία δράσεων και αντιδράσεων του κάθε κράτους, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών. Είναι γεγονός ότι με τη συστηματική διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς –με τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Σερβία να είναι μεταξύ των υποψήφιων χωρών, με τη Γεωργία και την Ουκρανία να έχουν επίσης εκφράσει την επιθυμία τους να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ- επηρεάζεται και η ασφάλεια της Ρωσίας. Αυτό πρέπει να προσμετρηθεί κατά την ανάλυση των επιλογών δράσης όλων των εμπλεκόμενων μερών.
Η αγνόηση των συγκεκριμένων πλαισίων και επιλογών δράσης, οδηγεί επίσης σε πόλεμο.
4. Η στρατηγική κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Σε αυτό το κεφάλαιο, η κυβέρνηση εξετάζει την ικανότητα της Γερμανίας να δρα ανεξάρτητα στους τομείς του ενεργειακού της εφοδιασμού, της υγείας, των εισαγωγών πρωτογενών προϊόντων, της τεχνολογίας και της διασφάλισης των κρίσιμων υποδομών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εξελιχθεί ώστε να είναι ικανή να αναλαμβάνει παγκόσμια δράση· όχι μόνο πολιτικά και οικονομικά, αλλά και με όρους στρατιωτικής δράσης. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, τη μετατροπή της ΕΕ σε «Ομόσπονδα Κράτη της Ευρώπης», με την αλλαγή των συνθηκών και την έναρξη μιας «ιδρυτικής συνέλευσης», αν χρειαστεί. Άρα, τη μετατροπή της σε μια χώρα «η οποία θα είναι οργανωμένη με αποκεντρωμένο τρόπο, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, και θα βασίζεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων». Σχετικά με αυτό, ο συνασπισμός διατυπώνει μια σειρά από επιμέρους στόχους -οι οποίοι εν μέρει αντιφάσκουν μεταξύ τους- όπως η ενίσχυση του Κοινοβουλίου, π.χ. όσον αφορά το δικαίωμα πρωτοβουλίας και την υπεροχή της Κοινοτικής μεθόδου, καθώς και την εισαγωγή περισσότερων δυνατοτήτων για πλειοψηφικές ψηφοφορίες, ενός ενιαίου ευρωπαϊκού εκλογικού συστήματος με διακρατικές λίστες (εν μέρει) και ενός συστήματος που θα διασφαλίζει ότι μόνο οι κορυφαίοι υποψήφιοι των κομμάτων θα μπορούν να επιλέγονται για τις κορυφαίες θέσεις της ΕΕ. Ο συνασπισμός σχεδιάζει επίσης να αναπτύξει περαιτέρω τα μέσα που διασφαλίζουν την εφαρμογή των νόμων, να ενισχύσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, να εισαγάγει ένα «υπουργείο Εξωτερικών της ΕΕ», να βελτιώσει τη συνεργασία των εθνικών στρατών των κρατών μελών της ΕΕ που είναι πρόθυμοι να ενοποιηθούν και να σχηματήσει πολιτικοστρατιωτικά επιτελεία και, επίσης, να αναπτύξει περαιτέρω τη Frontex ως υπηρεσία διαχείρισης των συνόρων της ΕΕ. Η ΕΕ θα πρέπει να μπει στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Πράσινου Deal, μέσω επενδύσεων που αποτελούν μέρος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Αντιφάσεις και κενά
Κατ’ αρχάς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των απλών επιστολών προθέσεων και των σχεδίων που διατυπώνονται με σαφήνεια. Μεταξύ των τελευταίων, συγκαταλέγονται: η απόρριψη των θανατηφόρων αυτόνομων οπλικών συστημάτων και η διεθνής απαγόρευσή τους, ένας κανονισμός της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων και ένας εθνικός νόμος για τον έλεγχο των όπλων, καθώς και η απόρριψη αδειών εξαγωγής όπλων «σε κράτη που αποδεδειγμένα εμπλέκονται άμεσα στον πόλεμο της Υεμένης». Επιπλέον, η γερμανική κυβέρνηση σκοπεύει να υποστηρίξει την εφαρμογή της απαγόρευσης των βιολογικών και των χημικών όπλων, την ειρηνική χρήση του διαστήματος, την έγκαιρη ανάληψη πρωτοβουλιών στις εξελίξεις της οπλικής τεχνολογίας, όπως στους τομείς της βιο-μηχανολογίας, του υπερήχου ή της τεχνητής νοημοσύνης, και να προωθήσει την περαιτέρω ανάπτυξη του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Στόχος της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η δημιουργία ενός κόσμου -και μιας Γερμανίας- χωρίς πυρηνικά όπλα. Για να το επιτύχει αυτό, η Γερμανία θέλει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην ενίσχυση των διεθνών πρωτοβουλιών για τον αφοπλισμό και του καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών και να αγωνιστεί ώστε να διασφαλίσει ότι η Διάσκεψη Αναθεώρησης της Συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων του 2022, θα αποτελέσει κίνητρο για αφοπλισμό. Αυτό περιλαμβάνει την υποστήριξη μιας Νέας Συμφωνίας START για τη μείωση των στρατηγικών πυρηνικών όπλων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Την ίδια στιγμή όμως, η νέα γερμανική κυβέρνηση αρνείται να προσχωρήσει στη Σύμβαση του ΟΗΕ για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων και θέλει να διατηρήσει τις συμφωνίες του ΝΑΤΟ για τον «πυρηνικό διαμοιρασμό». Μέρος αυτού είναι και η προμήθεια ενός διαδόχου συστήματος για το μαχητικό αεροσκάφος Tornado, μια διαδικασία προμήθειας και πιστοποίησης που θα παρακολουθείται αντικειμενικά, ενόψει του ρόλου της Γερμανίας στις συμφωνίες πυρηνικού διαμοιρασμού του ΝΑΤΟ.
Όταν συγκρίνουμε τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων του συνασπισμού με τις δηλώσεις της συμφωνίας, διακρίνουμε το αποτύπωμα του καθενός εκ των τριών κομμάτων. Και τα τρία, όμως, δεσμεύονται για την εφαρμογή μιας εξωτερικής πολιτικής και μιας πολιτικής για την ασφάλεια «με γνώμονα τις αξίες» και τις «στενές σχέσεις» με τα κράτη «που ασπάζονται τις ίδιες δημοκρατικές αξίες», ενώ συμφωνούν μεταξύ τους στον ορισμό των «αυταρχικών κρατών», όπως η Ρωσία ή η Κίνα, τα οποία, σύμφωνα με τον συνασπισμό, αποτελούν αυξανόμενη απειλή και μπορούν να θεωρηθούν «αντίπαλοι του συστήματος». Η έκκληση για τη διασφάλιση αξιών όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, ωστόσο, σύντομα γίνεται λιγότερο απτή, όταν γίνεται λόγος για τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ ή για τους ανθρώπους στο Αφγανιστάν και τη Σαουδική Αραβία.
Είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς την υποδεέστερη σημασία που η συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική και πολιτική για την ασφάλεια αποδίδουν στο κλιματικό ζήτημα. Η δημιουργία διεθνών συμπράξεων για το κλίμα, μιας ανοικτής διεθνούς λέσχης για το κλίμα, το Πράσινο New Deal σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η αναφορά στην αναγκαία παγκόσμια συνεργασία για το κλίμα με τη Ρωσία και την Κίνα δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές προκλήσεις. Η τρέχουσα εξωτερική πολιτική και πολιτική για την ασφάλεια της Γερμανίας απέχουν πολύ από την αντιμετώπιση των νέων διαστάσεων που έχουν λάβει οι συγκρούσεις, όπως ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω των συνεπειών της κλιματικής καταστροφής ή ο αγώνας για πρόσβαση σε πόσιμο νερό.