Η πλατεία Ταξίμ δεν είναι μόνο μία τουριστική περιοχή, αλλά και ο τόπος συγκέντρωσης όλων των πολιτικών κινημάτων που επιδιώκουν να εκφράσουν τις διεκδικήσεις τους. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η πλατεία Ταξίμ είναι ένα συμβολικό μέρος για το εργατικό κίνημα εξαιτίας της σφαγής της Πρωτομαγιάς το 1977. Πράγματι, στη διάρκεια των τελευταίων 10 χρόνων, το εργατικό κίνημα προσπάθησε να γιορτάσει την Πρωτομαγιά στην πλατεία Ταξίμ (αυτοί οι εορτασμοί έχουν απαγορευτεί από το 1977). Κάποιες από αυτές τις χρονιές, η κυβέρνηση απαγόρευσε τους εορτασμούς στην πλατεία και οι αστυνομικές δυνάμεις άσκησαν βία προκειμένου να σταματήσουν τους εργάτες από την προσπάθεια τους να φτάσουν στην πλατεία, ενώ κάποιες άλλες χρονιές η κυβέρνηση επέτρεψε τις διαδηλώσεις. Σ αυτές τις εκδηλώσεις συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, καθιστώντας την Πρωτομαγιά της Ισταμπούλ τη δεύτερη μαζικότερη Πρωτομαγιά παγκοσμίως, μετά από εκείνη της Αβάνας της Κούβας. Η πλατεία Ταξίμ και το πάρκο Γκεζί που βρίσκεται μέσα στην πλατεία, ήταν επίσης ο κύριος λόγος για την εξέγερση του Ιουνίου του 2013 που στόχευε στο να εμποδίσει την καταστροφή του πάρκου Γκεζί και την αντικατάστασή του με εμπορικό κέντρο. Η εξέγερση του Ιουνίου ήταν η μαζικότερη κινητοποίηση στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας.
Προκειμένου να αποτρέψει τους εορτασμούς της Πρωτομαγιάς, εκτός από την επιστράτευση τριάντα εννέα χιλιάδων αστυνομικών, ο δήμαρχος της Ισταμπούλ διέκοψε επίσης τις δημόσιες συγκοινωνίες, για να εμποδίσει τους πολίτες από το να συγκεντρωθούν στην Κεντρική Πλατεία. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να φτάσουν στον χώρο εργασίας τους ούτε οι τουρίστες να φτάσουν στα ξενοδοχεία τους. Βασικά, μία ακήρυχτη κατάσταση έκτακτης ανάγκης επικράτησε στην πόλη.
Η επιτροπή διοργάνωσης της Πρωτομαγιάς, που αποτελούνταν από τη Συνομοσπονδία Προοδευτικών Συνδικάτων της Τουρκίας (DISK), τη Συνομοσπονδία Συνδικάτων Δημοσίων Υπαλλήλων (KESK), την Ένωση Επιμελητηρίων Τούρκων Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων (ΤΜΜΟΒ) και τον Τουρκικό Ιατρικό Σύλλογο (ΤΤΒ), διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει τις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς και τις απόπειρες της αστυνομίας να καταπνίξει την αντίσταση του λαού στην απαγόρευση.
Οι συγκεντρωθέντες στο Σισλί και το Μπεσίκτας (γειτονιές κοντά στην πλατεία) δέχτηκαν επίθεση από τις αστυνομικές δυνάμεις. Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν στις 8 πμ και συνεχίστηκαν όλη την ημέρα. Η αστυνομία επιτέθηκε σε μικρές και μεγαλύτερες ομάδες διαδηλωτών που συγκεντρώθηκαν για να διαδηλώσουν στην Πλατεία.
Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός Ερντογάν επιχειρούν να πολώσουν την κοινωνία και χρησιμοποιούν αδιάλειπτα τη βία ενάντια σε κάθε είδους διαμαρτυρία για να συνεχίσουν την αυταρχική τους διακυβέρνηση. Παρά το συνταγματικό δικαίωμα της διοργάνωσης ειρηνικών διαδηλώσεων παντού και το επίσημο δικαίωμα της ελευθερίας λόγου και παρά την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ανθρωπίνων δικαιωμάτων [1] με την οποία αναγνωρίζεται το νόμιμο δικαίωμα στον εορτασμό της Πρωτομαγιάς στην Πλατεία Ταξίμ, η κυβέρνηση του ΑΚΡ επιμένει στην απαγόρευση των δημοκρατικών δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης με τη χρήση εκτεταμένης βίας.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι έχουν υπάρξει αντίστοιχες απαγορεύσεις στους εορτασμούς της Πρωτομαγιάς τα προηγούμενα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, θα προσεγγίσω την Πρωτομαγιά του 2014 σαν ένα μέρος της γενικής κοινωνικής κινητοποίησης που ξεκίνησε με το κίνημα του Απριλίου του 2013 και κορυφώθηκε με την εξέγερση του Ιουνίου. Μετά την εξέγερση του Ιουνίου, σημειώθηκαν πολλά κύματα αντίστασης, όπως οι κινητοποιήσεις ενάντια στις απαγορεύσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η πορεία περισσότερο από ένα εκατομμύριο ανθρώπων στην κηδεία του δεκαπεντάχρονου αγοριού που σκοτώθηκε από πυροβολισμό της αστυνομίας κατά τη διάρκεια την Εξέγερσης του Ιουνίου. Μετά από αυτά τα γεγονότα, υπήρξε η πεποίθηση από πλευράς των κυβερνητικών αξιωματούχων και των εκπροσώπων τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι αν οι διαδηλωτές μπορέσουν να μπουν στην πλατεία Ταξίμ κατά τη διάρκεια των εορτασμών της Πρωτομαγιάς, θα προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν το Πάρκο Γκεζί, να ξαναστήσουν σκηνές, όπως αυτές στην Ουκρανία και την Αίγυπτο και θα αρνούνταν να εγκαταλείψουν το Πάρκο μέχρι τις προεδρικές εκλογές.
Το Ιστορικό Πλαίσιο: Η Κυβέρνηση του ΑΚΡ
Από πολιτικής άποψης, είναι σημαντικό να αναλύσουμε γιατί η τουρκική κυβέρνηση επιμένει στην απαγόρευση των εορτασμών της Πρωτομαγιάς και τους λόγους που η κυβέρνηση του ΑΚΡ απομακρύνεται από μία μεταρρυθμιστική εικόνα και καταπνίγει την αυξανόμενες αντιδράσεις μέσα στη χώρα διακινδυνεύοντας να απομονωθεί παγκοσμίως. Θα αναπτύξω σύντομα το ιστορικό πλαίσιο αυτών των γεγονότων.
Η στρατιωτική κυβέρνηση, η οποία επιβλήθηκε την 12η Σεπτεμβρίου του 1980 μετά από πραξικόπημα, δούλεψε πολύ σκληρά για να καταστείλει όλες τις αριστερές κινητοποιήσεις στη χώρα. Όλες οι οργανώσεις απαγορεύτηκαν, χιλιάδες άνθρωποι συνελήφθησαν και πάνω από δέκα χιλιάδες κρατήθηκαν. Το νέο σύστημα κατέλαβε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής, από το πολιτικό σύστημα, το εκπαιδευτικό σύστημα και τους χώρους εργασίας, προκειμένου να αποφευχθεί ο σχηματισμός οργανώσεων και να κάνει τη δημιουργία ενώσεων εξαιρετικά δύσκολη. Το στρατιωτικό καθεστώς εφάρμοσε επίσης νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρόνοιας και εγκαθίδρυσε ένα νέο οικονομικό σύστημα το οποίο ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό προς τις επιχειρήσεις και ενάντια στα εργατικά δικαιώματα.
Το 1980, η Τουρκία αποτέλεσε μέρος της γενικής παγκόσμιας τάσης προς τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και ανοίγματος της εσωτερικής αγοράς. Μετά από 40 χρόνια νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η εισαγωγή πιο ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, η επέκταση των συνθηκών επισφαλούς εργασίας, η αυξανόμενη κυριαρχία των πολυεθνικών ομίλων στην εθνική οικονομία και η συνεχιζόμενη καταστολή των εργατικών/λαϊκών κινητοποιήσεων, είναι δυνατό να επιτευχθεί μια σύνδεση ανάμεσα στο τωρινό κοινωνικό κίνημα στην Τουρκία και τα κοινωνικά κινήματα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη στρατιωτική χούντα, εσωτερίκευσαν τη λογική του πραξικοπήματος, διατηρώντας τα βασικά του χαρακτηριστικά. Παρ’ όλα αυτά, η δεκαετία του ‘90 σημαδεύτηκε από διάφορες αναταραχές. Από τη μία, δυνάμωσε ο εμφύλιος με το κουρδικό αποσχιστικό εθνικιστικό κίνημα και από την άλλη οι συνεχιζόμενες οικονομικές κρίσεις που άρχισαν να αναδύονται κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας μέχρι το 2001. Η επιμονή στις ιδιωτικοποιήσει και τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση. Οι συμμαχίες και οι πολιτικές ομαδοποιήσεις μέσα στην άρχουσα ελίτ έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την υποστήριξη ενός σταθερού πολιτικού συστήματος με ομαλή λειτουργία. Το 2001, η Τουρκία αντιμετώπισε μία τεράστια οικονομική κρίση που οδήγησε τα τρία βασικά κόμματα της κυβερνητικής συμμαχίας να χάσουν την αντιπροσώπευσή τους στη βουλή εξ’ αιτίας της αδυναμίας τους να ξεπεράσουν το όριο του 10%. Δύο από τα τρία κόμματα (DSP και ANAP) κατέρρευσαν και έχασαν την αξιοπιστία τους μέσα στην κοινωνία των πολιτών. Μετά την κρίση, το ΔΝΤ εφάρμοσε ένα πρόγραμμα το οποίο ενέτεινε τις ιδιωτικοποιήσεις και τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας, σε συνδυασμό με τον αυστηρότερο έλεγχο του οικονομικού και τραπεζικού συτήματος.
Το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 2001 από στελέχη του πρώην Ισλαμιστικού Κόμματος (Φαζιλέτ Παρτιζί) το οποίο απαγορεύτηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Οι ιδρυτές του ΑΚΡ (ο Ρ. Τ. Ερντογάν, Πρωθυπουργός και ο Αμπντουλάχ Γκιούλ, Πρόεδρος) υποστήριξαν ότι είχαν αλλάξει πολιτικά και θα αποδέχονταν μία συντηρητική δημοκρατία με μετριοπαθή ισλαμική ιδεολογία. Απολαμβάνοντας τεράστια υποστήριξη από την Αμερική και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως επίσης και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μπόρεσαν να έρθουν στην κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2002, ενώ τα υπόλοιπα παραδοσιακά κόμματα υπέφεραν από μία κρίση νομιμοποίησης λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης.
Η άνοδος και η πτώση του ΑΚΡ
Το ΑΚΡ διατήρησε το πρόγραμμα του ΔΝΤ από την προηγούμενη κυβέρνηση, απολαμβάνοντας την ευκαιρία της σχετικής ειρήνευσης στo κουρδικό ζήτημα (λόγω της φυλάκισης του αρχηγού του PKK [2] Οτσαλάν το 1999) και παρουσιάστηκε σαν ένα ρεφορμιστικό κόμμα απέναντι στις λεγόμενες ‘καθεστωτικές δυνάμεις’, που αναφέρονται στην παραδοσιακή στρατιωτική, δικαστική και αστική γραφειοκρατία που ήταν ενάντια στην κυβέρνηση του ΑΚΡ εξ’ αιτίας των ισλαμικών της καταβολών [3]. Αυτός ο ‘ρεφορμισμός’ υποστηριζόταν από την Αμερική και την Ευρωπαϊκή Ένωση επειδή η αντίθετη παράταξη ήταν καχύποπτη προς την Αμερική εξ’ αιτίας των πολιτικών της στη Μέση Ανατολή (η εναντίωση του Τουρκικού Στρατού στην επέμβαση της Αμερικής στο Ιράκ είχε δεχθεί κριτική από τις αμερικάνικες αρχές) και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση (εξ’ αιτίας της υποστήριξης στην ισλαμική κυβέρνηση). Το ΑΚΡ βρήκε επίσης ευνοϊκές διεθνείς οικονομικές συνθήκες σχετικά με τα ξένα κεφάλαια και το βραχυπρόθεσμο δανεισμό που θα μπορούσε να κατευθυνθεί στην τουρκική οικονομία, η οποία απέφερε υψηλά επιτόκια για τους ξένους επενδυτές.
Επομένως, την πρώτη πενταετία της κυβέρνησης του ΑΚΡ, όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά. Μπορούσαν να απολαμβάνουν την υποστήριξη της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να λαμβάνουν εύκολα ξένα κεφάλαια και δανεισμό, να εφαρμόζει το οικονομικό πακέτο του ΔΝΤ και να δείχνει σημάδια υψηλής οικονομικής ανάπτυξης. Το κουρδικό ζήτημα εξελισσόταν με έναν σχετικά ειρηνικό τρόπο σε σύγκριση με τη βία της δεκαετίας του ‘90. Το ΑΚΡ δρούσε σαν ένα ρεφορμιστικό δημοκρατικό κόμμα κερδίζοντας υποστήριξη από αριστερούς και δεξιούς φιλελεύθερους διανοούμενους, από μέσα μαζικής ενημέρωσης και επιχειρηματικούς ομίλους. Υποστήριξη απέκτησαν επίσης μέσα από τις στημένες δίκες εναντίον των στελεχών των κεμαλιστών γραφειοκρατών στο στρατό, το δικαστικό σώμα και τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, όπου δήθεν αποκαλύφθηκε ότι οργάνωναν πραξικόπημα ενάντια στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Έτσι, η κυβέρνηση του ΑΚΡ μπορούσε να ισχυροποιήσει τη θέση της. Επίσης, πέτυχε την ιδιωτικοποίηση όλων των κρατικών επιχειρήσεων, διανέμοντας κρατικά ακίνητα σε επιχειρηματικούς ομίλους που αναζητούσαν κερδοφόρες διεξόδους και αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τις επισφαλείς συνθήκες εργασίες (Sönmez, 23.06.2013).
Ωστόσο, αυτή η εικόνα άρχισε να αλλάζει κατά τη διάρκεια της δωδεκαετούς διακυβέρνησης της κυβέρνησης του ΑΚΡ. Χάρη στις επιτυχίες και τη δύναμή του, το ΑΚΡ απέκτησε περισσότερη αυτοπεποίθηση και μπορούσε να ισχυρίζεται ότι αντιπροσώπευε ‘τη θέληση του έθνους’. Αυτό το αίσθημα ισχύος, σε συνδυασμό με την αδυναμία της γραφειοκρατικής αντιπολίτευσης, είχε ως αποτέλεσμα έναν πιο αλαζονικό τρόπο άσκησης πολιτικής. Το ΑΚΡ άρχισε να αρνείται τα αιτήματα της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση άρχισε να παρεμβαίνει στους κρατικούς μηχανισμούς με έναν λιγότερο διακριτικό τρόπο αφήνοντας πίσω την εικόνα του μεταρρυθμιστή. Το ΑΚΡ άρχισε να δρα με έναν πιο αυταρχικό τρόπο, νομιμοποιώντας τις αποφάσεις του μέσα από αναφορές στην ισλαμική ιδεολογία, κόβοντας τους δεσμούς της με πιο φιλελεύθερους διανοούμενους, ενώ προωθούσε νεοφιλελεύθερες πολιτικές (Erdemol, 2013, σελ.9).
Οι οικονομικές συνθήκες άρχισαν να επιδεινώνονται λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που χαρακτηρίστηκε από χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, περισσότερη ανεργία και χειρότερες συνθήκες εργασίας που απειλούσαν τις εργαζόμενες τάξεις. Παρόμοια προβλήματα παρουσιάστηκαν στην πλευρά του κουρδικού ζητήματος. Επειδή το κίνημα των Κούρδων ήταν δυσαρεστημένο από την απόσταση μεταξύ υποσχέσεων και πράξεων, ξέσπασε ένοπλη σύρραξη άλλη μια φορά που ανάγκασε την κυβέρνηση να αποδεχτεί μυστικές διαπραγματεύσεις με τον φυλακισμένο πρόεδρο του PKK Οτσαλάν, προκαλώντας καχυποψία και οργή τόσο στο κουρδικό κίνημα όσο και στο αριστερό και δεξιό τούρκικο εθνικιστικό-κεμαλικό κίνημα (Müftüoğlu, 16.06.2013, Kocadağ 2014, σελ. 8). Επιπροσθέτως, οι στημένες δίκες ενάντια στη στρατιωτική και αστική κεμαλική γραφειοκρατία άρχισαν να αποκαλύπτονται σαν αποτέλεσμα των αμφιλεγόμενων, παράνομων και ψευδών στοιχείων. Τα ισλαμικά σχέδια της κυβέρνησης του ΑΚΡ, η πρόθεσή τους να αλλάξουν το εκπαιδευτικό σύστημα με βάση την ισλαμική ιδεολογία και τον αλαζονικό τρόπο διακυβέρνησης, όπως οι αλλαγές χωρίς καμία διαβούλευση με την αντιπολίτευση να πυροδοτεί την οργή των κοσμικών μαζών. Τελικά, η διεθνής υποστήριξη στο ΑΚΡ άρχισε να αμφισβητείται. Οι ‘ενεργητικές’ πολιτικές της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, η ανοιχτή υποστήριξη της χώρας στην Μουσουλμανική Αδελφότητα, η ανάμειξη στις εσωτερικές πολιτικές των αραβικών χωρών και η υποστήριξη στη μεταφορά στρατιωτών της Αλ Κάιντα στο συριακό εμφύλιο πόλεμο, εξετάστηκαν από την κυβέρνηση Ομπάμα, ενώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε περισσότερο καχύποπτη σχετικά με την διακυβέρνηση του ΑΚΡ (ΕC Progress Report 2013, Sönmez, 29.07.2013)
Επιπλέον, το ΑΚΡ άρχισε να ασκεί περισσότερη αστυνομική βία στους αντιπάλους του. Για να αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα που προηγήθηκαν της Αντίστασης του Ιουνίου, ασκήθηκε αστυνομική βία στα συνδικάτα και τους εργάτες που ήθελαν να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά του 2013 στην πλατεία Ταξίμ. Κατά τη διάρκεια του Απριλίου, η αστυνομία επιτέθηκε αδιάκοπα με δακρυγόνα και αντλίες νερού σε αυτούς που διαδήλωσαν ενάντια στην κατεδάφιση του πρώτου ιστορικού τουρκικού σινεμά, του Εμέκ Σινεμαζί (για να αντικατασταθεί με εμπορικό κέντρο!), περιλαμβανομένων διάσημων Τούρκων ηθοποιών και του Κώστα Γαβρά. Η αστυνομική βία ασκήθηκε ενάντια σε πολλές διαφορετικές ομάδες διαδηλωτών, περιλαμβανομένων φεμινιστικών οργανώσεων, κινημάτων νεολαίας και ποδοσφαιρικών οπαδών. Ακούγεται ευρέως ανάμεσα στους αντιπολιτευόμενους ότι τα μέλη της αντιπολίτευσης θα δεχτούν δακρυγόνο τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.
Η στρατηγική του πρωθυπουργού Ερντογάν ήταν να πολώσει την κοινωνία προκειμένου να κερδίσει στήριξη για την κυβέρνηση και να διαφυλάξει την ενότητα του κόμματος. Για τους διαδηλωτές χρησιμοποίησε τη φράση “αυτοί” και τόνισε τoυς διαχωρισμούς ανάμεσα “σε αυτούς και σε εμάς”.
Διχασμός εντός του Κυβερνητικού Συνασπισμού, Διαφθορά και Δημοτικές Εκλογές
Η εξέγερση του Μαΐου σηματοδότησε την αρχή της πτώσης για την κυβέρνηση του AKP. Η ηγεμονία της κυβέρνησης του ΑΚΡ δέχτηκε πλήγμα και η νομιμοποίησή του άρχισε να αμφισβητείται τόσο εντός της χώρας αλλά και διεθνώς. Διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, η ΕΕ και η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών άρχισαν να ασκούν ανοιχτά κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν. Αυτές οι στάσεις επέφεραν τριγμούς εντός το κυβερνητικού συνασπισμού.
Η κυβέρνηση του ΑΚΡ προέρχεται από ένα μόνο κόμμα, ωστόσο το AKP είναι ένας μεγάλος συνασπισμός που αντιπροσωπεύει πλήθος πολιτικών κομμάτων από τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά, τους εθνικιστές και τους ισλαμιστές. Επιπλέον, πλήθος ισλαμικών ομαδοποιήσεων εντός του κόμματος ανταγωνίζονται για την κατάκτηση καίριων θέσεων στο κόμμα και επίσης στη γραφειοκρατία.
Κάποιοι δημοσιογράφοι με επιρροή, αρθρογράφοι, φιλελεύθεροι διανοούμενοι, κάποιοι βουλευτές του ΑΚΡ, οι οποίοι είχαν στηρίξει το ΑΚΡ από την ίδρυσή του, άρχισαν να αμφισβητούν το αυταρχικό μοντέλο του Ερντογάν. Το μεγάλο σοκ για το συνασπισμό ήρθε με την απόσχιση μιας ισλαμικής ομάδας με επιρροή υπό τον Φετουλά Γκιουλέν, ο οποίος κατοικεί στην Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ομάδα είναι ιδιαιτέρως γνωστή στην Τουρκία, αλλά και παγκοσμίως. Η στρατηγική της είναι να εκπαιδεύει νέους ανθρώπους προκειμένου να καταλάβουν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, έτσι ώστε να επηρεάζουν τη διαμόρφωση της πολιτικής του κράτους. Η ομάδα υποστήριζε ενεργά την κυβέρνηση του ΑΚΡ. Αναμείχθηκαν στις στημένες δίκες εναντίον της πολιτικής και στρατιωτικής κεμαλικής γραφειοκρατίας.
Την 25η Δεκεμβρίου, οι πολύ γνωστοί εισαγγελείς των ιδιαίτερα αμφισβητούμενων στημένων δικών έφεραν στο προσκήνιο μια σειρά υποθέσεων που ενοχοποιούν την κυβέρνηση, εκθέτοντας ηχογραφημένες μυστικές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του Ερντογάν, μεταξύ υπουργών και γνωστών φιλοκυβερνητικών επιχειρηματικών κύκλων και παρέχοντας απτές αποδείξεις χρηματικών σκανδάλων εκατομμυρίων ευρώ. Φυσικά, η έχουσα επιρροή δημοσιογραφική ομάδα του Γκιουλέν άρχισε να αμφισβητεί τον Ερντογάν ως διεφθαρμένο ηγέτη. Αυτό ήταν και το σήμα για να εκφραστούν οι φυγόκεντρες τάσεις εντός του κόμματος. Η διαμάχη για το νέο καθεστώς αποκάλυψε σκάνδαλα διαφθοράς και δωροδοκίας. Ο κόσμος μπορούσε να μάθει πως ο Ερντογάν είχε ζητήσει από ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης να απολύσουν δημοσιογράφους και αρθρογράφους που άσκησαν από τις εφημερίδες τους και ότι ο Ερντογάν και μέλη της οικογενείας του δωροδοκήθηκαν προκειμένου να μοιράσουν κρατική περιουσία σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς ομίλους κλπ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, σε μια πραγματικά δημοκρατική χώρα, η κυβέρνηση και οι υπουργοί θα είχαν παραιτηθεί και θα υπερασπίζονταν τον εαυτό τους στις δικαστικές αίθουσες. Ωστόσο, αντί να λογοδοτήσει, ο πρωθυπουργός Ερντογάν έστησε, για μια ακόμη φορά, μια προπαγανδιστική καμπάνια διαμηνύοντας ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση υπήρξε θύμα σκευωρίας και οργανωμένου πραξικοπήματος, το οποίο δεν είχε λαϊκό έρεισμα. Κατηγόρησε επίσης τον Γκιουλέν, ότι είχε στήσει ένα κράτος εν κράτει και ότι συνεργαζόταν με ξένες δυνάμεις για να εκθρονίσει τη νόμιμη κυβέρνηση. Η ικανότητα του Ερντογάν να κινητοποιεί ανθρώπους και κρατικούς μηχανισμούς και η οργανωμένη προπαγανδιστική καμπάνια δούλεψαν για ένα διάστημα. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να διατηρήσει την ενότητα του κόμματός του και τη λαϊκή συναίνεση. Η κυβέρνηση ψήφισε επίσης σημαντικά νομοσχέδια τα οποία αύξησαν την επιρροή της στη δικαστική εξουσία και τις μυστικές υπηρεσίες, μεταβάλλοντας την αυτόνομη λειτουργία της δικαιοσύνης. Αυτά τα νομοσχέδια προκάλεσαν την κριτική αντιπολιτευομένων και διεθνών παρατηρητών ως ενδείξεις της προσωπικής δικτατορίας του Ερντογάν.
Η τακτική του Ερντογάν να πολώσει την κοινωνία, να κατασκευάσει εχθρούς, να κινητοποιήσει το λαό και να αλλάξει την ατζέντα δίνοντας έμφαση σε διαφορετικά ζητήματα, είχε χρησιμοποιηθεί ξανά στο παρελθόν στις σε τρεις ιδιαίτερης σπουδαιότητας εκλογές (τις δημοτικές εκλογές της 28ης Μαρτίου, τις προεδρικές του 2014, και τις κοινοβουλευτικές του 2015). Οι εκλογές αυτές υπήρξαν καθοριστικές για την τύχη της πολιτικής καριέρας του Ερντογάν. Ο Ερντογάν σκοπεύει να προστατεύσει τον εαυτό του από τα σκάνδαλα διαφθοράς και διατηρώντας τη δημοφιλία του, να γίνει Πρόεδρος ώστε να διαφύγει των δημόσιων σκανδάλων.
Φαίνεται ότι στις δημοτικές εκλογές η τακτική του Ερντογάν απέδωσε. Οι τοπικές εκλογές ερμηνεύτηκαν από τον Ερντογάν ως ψήφος εμπιστοσύνης. Το ΑΚΡ κατάφερε να διατηρήσει τα περισσότερα πολιτικά του προπύργια, αγγίζοντας το 43%. Στις περισσότερες πόλεις ωστόσο, υπήρξαν στοιχειοθετημένες καταγγελίες για νοθεία επί του εκλογικού αποτελέσματος. Σε πολλές πόλεις στις οποίες υπήρξε σκληρή αντιπαράθεση, το σύστημα ηλεκτροδότησης παρουσίασε τεχνικά προβλήματα δημιουργώντας, δυνητικά, συνθήκες κατάλληλες για νοθεία. Ωστόσο, και ανεξαρτήτως των ισχυρισμών περί νοθείας, το ΑΚΡ έχασε δύο εκατομμύρια ψήφους και το ποσοστό του μειώθηκε από το 50% στο 43%. Το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε επίσης ότι παρά την κοινωνική κινητοποίηση, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση αντιμετώπισε δυσκολία στην ένωσή της με τα κοινωνικά κινήματα και να εκμεταλλευτεί την απομόνωση της κυβέρνησης και τις υποθέσεις διαφθοράς.
Συμπεράσματα
Από αυτή την άποψη, μπορούμε να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση απαγόρευσε τις διαδηλώσεις της 1ης Μάη και χρησιμοποίησε βία κατά της αντιπολίτευσης. Ο Ερντογάν σκοπεύει να αξιοποιήσει τέτοιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ως στοιχεία πλεκτάνης και υποκίνησης από ξένες δυνάμεις με στόχο την οικονομική μεγέθυνση και τη σταθερότητα της χώρας.
Από την άλλη μεριά, τα κινήματα οργανώνονται αξιοποιώντας τη μέχρι τώρα εμπειρία τους. Είναι πλέον πιο ικανά να κινητοποιηθούν και να αμφισβητήσουν την κυβερνητική καταπίεση. Είναι πιθανό ο Ερντογάν να διατηρήσει την υποστήριξή του δημιουργώντας την εντύπωση ότι η αμφισβήτηση είναι ‘κακή’, αλλά αυτή η τακτική δεν είναι βέβαιο ότι θα τον προστατεύσει από περαιτέρω σχίσματα εντός του κόμματός του.
Ο Πρωθυπουργός Ερντογάν είναι μια χαρισματική προσωπικότητα που δρα ενοποιητικά στο κόμμα του. Δεν υπάρχει άλλος ηγέτης εντός του ΑΚΡ με την επιρροή του. Και η αντιπολίτευση όμως, η οποία έφτασε το 57% στις εκλογές, είναι πιθανό ότι συσπειρώνεται εξαιτίας της παρουσίας του και είναι εξίσου πιθανό να καταφέρει να παραμερίσει τις ιδεολογικές της διαφορές.
Σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη Πρωτομαγιά, φέτος υπήρξε υπέρμετρη καταστολή, με την κινητοποίηση τριάντα εννέα χιλιάδων αστυνομικών, τα σπρέι πιπεριού, και την απαγόρευση των δημοσίων συγκοινωνιών. Οι συγκρούσεις υπήρξαν ολοήμερες. Η συμμετοχή ωστόσο ήταν μειωμένη καθώς πολύς κόσμος δεν κατάφερε να προσεγγίσει τις κεντρικές περιοχές της πόλης. Υπήρξαν επίσης αντιπαραθέσεις εντός του αντιπολιτευόμενου στρατοπέδου σχετικά με το γεγονός ότι ο Ερντογάν χρειάζεται χρειάζεται εχθρούς για να διατηρήσει την εξουσία του. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία είναι επομένως χρήσιμες για την προεδρική του καμπάνια. Για αυτό το λόγο, πλήθος κόσμου δεν συμμετείχε στις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς.
Η πρωτομαγιά του 2014 στην Τουρκία ήταν μια βίαιη μέρα. Δέκα χιλιάδες άνθρωποι διεκδίκησαν ελευθερία και δημοκρατία και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Τέτοια κύματα κοινωνικής κινητοποίησης θα φανούν και στο μέλλον.. Από το Ιούνιο του 2013, το ΑΚΡ αποσκοπεί στην πόλωση της κοινωνίας σε διαφορετικές ομάδες με σκοπό τη διατήρηση της επιρροής του . Παρά την τεράστια κυβερνητική προπαγάνδα, υπάρχουν σχίσματα εντός του κόμματος, ενώ το ΑΚΡ συνεχώς χάνει ψήφους. Οι αποφάσεις του Ερντογάν κατά τη διάρκεια των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών θα έχουν επιπτώσεις στο μέλλον της χώρας.
Αναφορές
European Commission, October 2013, Turkey 2013 Progress Report.
Erdemol, Mustafa K., 2013, Gezi Parkı Direnişi, Küçük Bahçede Büyük Kıyamet. YazılamaYayınevi, İstanbul.
Kocadağ, Arif, July 2013. Taksim Meydan Okuması. İsyan Edin, Birleşin, Örgütlenin!. Umut Yayımcılık, İstanbul 2013.
Müftüoğlu, Oğuzhan. 16.06.2013, Gezi Eski Kalıpları Çöpe Attı. Akşam Gazetesi. Radikal, 27.11.2012, AİHM,
1Mayıs davasında DİSK ve KESK ’ihaklıbuldu http://www.radikal.com.tr/turkiye/aihm_1_mayis_davasinda_disk_ve_keski_hakli_buldu1109605
Accessed 02.05.2014
Sönmez, Mustafa, 23.06.2013. Bir Meta Olarak İstanbul. Mustafasonmez.net Accessed 20.10.2013.
Sönmez, Mustafa. 29.07.2013. AKP’nin Dış Desteği Çökerken. Mustafasonmez.net Accessed 20.10.2013
Σημειώσεις
[1] Οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς του 2008 είχαν επίσης απαγορευτεί από την κυβέρνηση και η οργανωτική επιτροπή των διαδηλώσεων της Πρωτομαγιάς έφερε την υπόθεση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΔΑΔ). Το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για την προστασία των διαδηλωτών κατά την άσκηση του δικαιώματός τους στην οργάνωση ειρηνικών διαμαρτυριών, γι’ αυτό οι λόγοι που πρόβαλλε η κυβέρνηση για την απαγόρευση των διαδηλώσεων κρίθηκαν άκυροι.
[2] PKK: Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, κόμμα που διεξάγει ένοπλο αγώνα, από το 1984, με στόχο την απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση του Κουρδιστάν.
[3] Η εσωτερική διαίρεση της κυβερνώσας ελίτ αναλύεται γενικά στη βάση δύο οπτικών : Η πρώτη στηρίζεται στη θεωρία κέντρου-περιφέρειας του γνωστού κοινωνιολόγου Σερίφ Μαρντίν, η οποία υποστηρίζει ότι υπάρχει σύγκρουση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Το κέντρο αποτελείται από μία σύγχρονη αστική και στρατιωτική γραφειοκρατία και το ‘κεφάλαιο της Ισταμπούλ’ – μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν εμπορικές σχέσεις με πολυεθνικές επιχειρήσεις που συνενώνονται κάτω από την κεμαλική ιδεολογία – στη βάση των αρχών που έθεσε ο Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ η περιφέρεια αποτελείται από την παραδοσιακή αστική τάξη και τους γαιοκτήμονες της Ανατολίας , οι οποίοι υπερασπίζονται μια μετριοπαθή εκδοχή σουνιτικού Ισλάμ και πιο συντηρητικές αξίες. Γι’ αυτό το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα (ΣΔΚ) θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει το κέντρο ενώ το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ) και τα προκάτοχα του κόμματα αντιπροσωπεύουν την περιφέρεια. Μια δεύτερη θεωρία διαχωρίζει τις κυβερνώσες ελίτ σε δύο ιδεολογίες, τους Τούρκους εθνικιστές και τους Ισλαμιστές. Αυτές οι δύο θεωρίες εξηγούν τους συσχετισμούς δυνάμεων και συγκρούσεων της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της Τουρκίας από το 19ο αιώνα και έπειτα.
Πηγή: http://inspr.eu/may-day-in-istanbul/