Σχεδόν όλα τα άρθρα στα δυτικά ΜΜΕ που καλύπτουν τις πρόσφατες εξελίξεις στην Πολωνία, ακολουθούν το ίδιο σενάριο. Πώς είναι δυνατόν, ρωτούν, το υποτιθέμενο σαξές στόρυ της μετακομμουνιστικής μετάβασης να παρεκκλίνει από την πολιτική και οικονομική οδό που βοήθησε τόσο τη χώρα;
Υπάρχει μια αίσθηση οργής, μια εντύπωση ότι η Πολωνία ενεργεί περίπου σαν αχάριστο παιδί. Παρά την υγιή οικονομική ανάπτυξη, το βελτιωμένο επίπεδο ζωής και την ανάκτηση νέων ελευθεριών, οι Πολωνοί εξακολουθούν να μην είναι ευχαριστημένοι. Παρόμοια σχόλια γίνονται και από πολλούς Πολωνούς. Συγκρίνουν τη ζωή τους σήμερα με ότι είχαν πριν και δεν μπορούν να καταλάβουν πώς μπορεί κάποιος να είναι δυσαρεστημένος. Παρά ταύτα, πριν από λίγους μήνες οι πολίτες εξέλεξαν νέο Πρόεδρο (Andrej Duda) και νέα κυβέρνηση (Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης – PiS) που δείχνουν να φέρνουν μια ριζική αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν. Όμως, αυτή η νέα συντηρητική στροφή της Πολωνίας δε συνιστά ρήξη, αφού έχει τις ρίζες της στις πρακτικές και την ιδεολογία που κυριάρχησαν στη χώρα πάνω από εικοσιπέντε χρόνια.
Μετά την ήττα της κυβέρνησης του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης το 2007, ο πρώην ηγέτης της αντιπολίτευσης και εκδότης της εφημερίδας Gazeta Wyborcza Adam Michnik, έβγαλε ένα λόγο στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Εκφράζοντας την ευχαρίστησή του για το εκλογικό αποτέλεσμα, είπε ότι «κάθε έθνος έχει τη διανόηση που του αρμόζει, θεωρώ όμως ότι η δική μας διανόηση είναι καλύτερη από αυτήν που μας αρμόζει». Ο Michnik εγκωμίασε την πολωνική διανόηση για την άκριτη υπεράσπιση των μεταρρυθμίσεων-σοκ, υποστηρίζοντας ότι οι δυο προηγούμενες δεκαετίες ήταν οι καλύτερες που έχει γνωρίσει η Πολωνία τα τελευταία 300 χρόνια. Ένα άλλο παράδειγμα, στην ίδια γραμμή, δόθηκε από τον κορυφαίο διανοητή του πολωνικού φιλελευθερισμού, Andrzej Walicki, ο οποίος ισχυρίστηκε κάποτε ότι ο Janusz Lewandowski (πρώην σύμβουλος της Αλληλεγγύης, φιλελεύθερος πολιτικός και στη συνέχεια Ευρωπαίος Επίτροπος) είχε πει ότι η πολωνική διανόηση θα εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή μόνο αν στηρίξει την «αυτοκρατορία του κεφαλαίου», ενώ, αντίθετα, θα προδώσει τον ιστορικό της ρόλο αν επικεντρωθεί στις ανάγκες των χαμένων της μετάβασης ή των κοινωνικά αποκλεισμένων,.
Τέτοιες αντιλήψεις έχουν βαθιές ρίζες σε τμήματα της πολωνικής διανόησης. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, πίστευαν ότι μπορούσαν να υπηρετήσουν το κοινό καλό επιδιώκοντας τον πλούτο και υιοθετώντας τις νέες αξίες του ανταγωνισμού και του ατομικισμού. Δρώντας με στόχο το ατομικό συμφέρον και στηρίζοντας τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, η νέα μεσαία τάξη θα ενίσχυε το αόρατο χέρι της αγοράς, γεγονός το οποίο θα οδηγούσε στη βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλη την κοινωνία. Όσοι, αντιθέτως, επεδίωκαν την προστασία των θέσεων εργασίας, την αύξηση των κοινωνικών δαπανών και τη διατήρηση των δημόσιων υπηρεσιών δρούσαν με σκοτεινά και ιδιοτελή κίνητρα.
Παρά το φαινομενικό φιλελευθερισμό του, αυτός ο ακραίος ατομικισμός περιέχει έναν εγγενή συντηρητισμό. Οι φτωχοί ευθύνονται για την κατάστασή τους, γιατί είναι νωθροί και αδιάφοροι για εργασία. Το κράτος περιορίζει την αγορά, η οποία αν λειτουργούσε ελεύθερα θα πρόσφερε ευημερία σε όλους όσους θέλουν να εργαστούν γι’ αυτήν. Αυτός ο συντηρητισμός τύπου Χάγιεκ βρήκε γόνιμο έδαφος σε μια μετακομμουνιστική κοινωνία που θεωρούνταν ότι είχε μολυνθεί από μια συλλογική νοοτροπία παθητικότητας και εξάρτησης. Οι εκκολαπτόμενοι εργολάβοι εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για όσους εξακολουθούν να νοσταλγούν την ασφάλεια του παρελθόντος. Αρνούνταν να δίνουν χρήματα σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που τους ανταπέδιδε λίγα ή να πληρώνουν φόρους για τη στήριξη εκείνων που αρνούνται να εργάζονται. Θεωρούσαν ότι οι αποτυχίες τους στην αγορά οφείλονται στην κρατική γραφειοκρατία και τη νοοτροπία του homo–sovieticus που τη διατρέχει.
Η φιλελεύθερη διανόηση πρόσφερε τον τρόπο σκέψης που είναι πίσω από την οικοδόμηση ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος το οποίο κυριαρχείται από ανισότητες, στερήσεις και την απουσία κοινωνικής προστασίας. Λιγότερος από το μισό ενεργό πληθυσμό της χώρας διαθέτει αμειβόμενη εργασία. Το 27% από αυτούς εργάζονται με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου (το αντίστοιχο ποσοστό πριν από δέκα χρόνια ήταν 15%). 19% των εργαζομένων είναι αυτοαπασχολούμενοι και πρέπει να καταβάλουν οι ίδιοι τις ασφαλιστικές εισφορές τους. Εκτιμάται ότι 9% του πληθυσμού κάτω από τα δεκαοχτώ ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας. Μόνο το 16% των ανέργων λαμβάνουν επίδομα ανεργίας, ενώ μόλις το 2% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι εγγεγραμμένοι σε εργατικά συνδικάτα. Παρόλο τον πλούτο που παράχθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι δημόσιες υπηρεσίες εξακολουθούν να απαξιώνονται. Σήμερα, υπάρχουν στην Πολωνία 170 δημόσια νοσοκομεία λιγότερα από το 1990, περίπου 20.000 λιγότεροι νοσηλευτές του δημοσίου, περί τους 3000 λιγότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί και ένα σιδηροδρομικό δίκτυο που είναι μικρότερο κατά 4χμ.
Εγκαταλείποντας ένα τμήμα της κοινωνίας στη φτώχια και την ένδεια, ένα άλλο τμήμα της κοινωνίας πίστευε ότι θα βελτίωνε τις συνθήκες της ζωής του. Οι διανοούμενοι που τους εκπροσωπούν τους διαβεβαίωναν ότι η επιτυχία τους θα διαχεόταν και στην υπόλοιπη κοινωνία, παρότι δεν ενδιέφερε και πολλούς αν αυτό θα συνέβαινε πραγματικά. Πήραν δάνεια (συχνά από το εξωτερικό) για να αγοράσουν σπίτια σε φυλασσόμενες περιοχές, έκαναν ιδιωτικές ασφάλειες για να γλιτώσουν το δημόσιο σύστημα υγείας (εκτός αν χρειάζονταν νοσοκομειακή περίθαλψη, ασφαλώς), πλήρωναν ιδιωτικά σχολεία ή δίδακτρα, κ.λπ. Αυτή η κοινωνική ομάδα έφτασε να πιστεύει ότι αποτελούσε το πιο ανεκτικό και ανοιχτόμυαλο κομμάτι της κοινωνίας. Όταν το PiS έχασε τις εκλογές το 2007, αυτό ακριβώς το κοινωνικό στρώμα κινητοποιήθηκε. Απέρριψε αυτό που αποκάλεσε «επανάσταση των μοχέρ» (από τους μπερέδες που φορούσαν ορισμένες ηλικιωμένες γυναίκες στην Πολωνία) και έλεγε αστειευόμενο στους ψηφοφόρους να κρύψουν τις ταυτότητες των γιαγιάδων τους ώστε να μη μπορέσουν να ψηφίσουν.
Ωστόσο, η κατάσταση σήμερα είναι πολύ διαφορετική από την περίοδο που το PiS είχε ξαναβρεθεί στην εξουσία, δέκα χρόνια πριν. Στις βουλευτικές εκλογές του 2015, πάνω από 2/3 των ψηφοφόρων μεταξύ 18 και 29 ετών ψήφισαν τα κόμματα της συντηρητικής δεξιάς. Πάνω από 16% από αυτούς ψήφισαν το κόμμα του Korwin Mikke (το οποίο δεν κατάφερε να μπει στο κοινοβούλιο για πολύ λίγες ψήφους) που συνδυάζει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό με τον κοινωνικό συντηρητισμό. Μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων μεγάλωσε πιστεύοντας στις αρχές του ατομικισμού και της ελεύθερης αγοράς, αλλά χωρίς να υπάρχουν οι οικονομικοί όροι για πραγματική ατομική επιτυχία. Αυτός ο φιλελευθερισμός έχει μεταλλαχθεί σε ένα είδος κοινωνικού δαρβινισμού απ’ όπου απουσιάζει οποιοδήποτε ιδανικό περί αλληλεγγύης. Αυτό έγινε ορατό με τον πιο δραματικό τρόπο φέτος, με αφορμή την προσφυγική κρίση. Υπήρξαν τμήματα της κοινωνίας και πολιτικοί που ήταν ιδιαίτερα εχθρικοί στην εισήγηση να δεχθεί η Πολωνία κάποιους πρόσφυγες (παρότι η ΕΕ της ζήτησε να δεχθεί μόνο 7000). Οι νέοι είναι πολύ πιο κατηγορηματικά αντίθετοι στη αποδοχή των προσφύγων συγκριτικά με τις μεγαλύτερες γενιές, ενώ συχνά έλκονται από την ιδεολογία και τα κόμματα του ακραίου εθνικισμού.
Σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση του PiS προσπαθεί να ισχυροποιήσει την εξουσία της, συχνά καταπατώντας τις πρακτικές και τους θεσμούς ενός δημοκρατικού κράτους. Ποντάρουν στη δυσαρέσκεια της κοινωνίας, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως αντιπάλους των διεφθαρμένων ελίτ της Πολωνίας. Υποστηρίζουν ότι αυτές οι ελίτ θέλουν να χρησιμοποιήσουν το Συνταγματικό Δικαστήριο για να ακυρώσουν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης (π.χ., την προσθήκη νέων επιδομάτων για τα παιδιά και τη μείωση των ορίων συνταξιοδότησης). Η οικονομική πολιτική τους συχνά στοχεύει στους νέους και τη μεσαία τάξη που παλεύει: τον αποτυχημένο επιχειρηματία, τον απόφοιτο που δε βρίσκει σταθερή δουλειά, όσους παλεύουν για να αποπληρώσουν το δάνειο που πήραν σε ελβετικά φράγκα. Προσφέρουν μεγαλύτερη κυβερνητική παρέμβαση με το όραμα ενός κράτους που δίνει προτεραιότητα και προστατεύει τους Πολωνούς επιχειρηματίες και φορολογούμενους. Είναι μια ιδεολογία που στηρίζεται στην απογοήτευση των πολλών που νιώθουν ότι το σύστημα που κάποτε στήριζαν τους εγκατέλειψε. Και όταν το οικονομικό πρόγραμμα του PiS ναυαγήσει, θα βρουν νέους εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς (φανταστικούς και πραγματικούς) για να κατηγορήσουν: τους πρόσφυγες, την ΕΕ, τη Ρωσία, τους ομοφυλόφιλους, τους κομμουνιστές, τους φιλελεύθερους, κ.ο.κ.
Ως αντίδραση στις ενέργειες της νέας κυβέρνησης ένα νέο αντιπολιτευόμενο κίνημα έχει αναδυθεί. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί από αυτούς που σήμερα μιλούν για δημοκρατία είναι οι ίδιοι που βοήθησαν να δημιουργηθεί το οικονομικό σύστημα που αποκλείει τόσους πολλούς και υπηρετεί τόσους λίγους. Τα τελευταία 18 χρόνια αγνοούσαν τις κοινωνικές ρήτρες του συντάγματος που αναφέρονται στο δικαίωμα ίδρυσης εργατικών συνδικάτων, στην ισότιμη πρόσβαση των πολιτών σε ένα σύστημα υγείας που χρηματοδοτείται από το κράτος, ή στην προστασία του χαμηλού κόστους της κατοικίας. Το μόνο που έκαναν τις δυο τελευταίες δεκαετίες ήταν να δυσφημούν το κράτος, να υποβαθμίζουν τα κοινωνικά δικαιώματα που εκχωρεί και να προσπαθούν να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό. Ακόμη και τώρα, οι φιλελεύθεροι κύκλοι –οι οποίοι έχουν ισχυρή εκπροσώπηση στο πολωνικό κοινοβούλιο- εισηγούνται ακόμη μεγαλύτερη οικονομική απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση για την αντιμετώπιση των δεινών της χώρας. Όμως, όπως ο κοινωνιολόγος David Ost έχει συχνά επισημάνει, η απομάκρυνση της πολωνικής διανόησης από την εργατική τάξη και τους φτωχούς προκάλεσε θυμό μέσα στην κοινωνία ο οποίος οδήγησε στην ενίσχυση του δεξιού συντηρητισμού που παρατηρούμε στις μέρες μας. Αυτοί που μιλούν σήμερα για κοινωνική ανισότητα και για φτώχια είναι οι πολιτικοί της συντηρητικής δεξιάς.
Με την πολωνική αριστερά προς το παρόν αδύναμη και διχασμένη, δεν αρθρώνεται ή δεν ακούγεται καθαρά κάποια εναλλακτική προοδευτική φωνή υπέρ της ισότητας. Αλλά θα πρέπει να αρθρωθεί, αν δεν θέλουμε να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος που θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τη συντηρητική δεξιά και θα απομονώσουν το κίνημα για τη δημοκρατία σε μια κοινωνική μειοψηφία.
— Crossposted from Beyond the Transition –
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου