Πρώτα και κύρια, η εκλογή Ολάντ αποτελεί μία καθαρή αποδοκιμασία του «Προέδρου των πλουσίων» Νικολά Σαρκοζί, καθώς και της ισχύος, η οποία διευρύνθηκε μέσα στην κρίση, της ολιγαρχίας που ο τελευταίος ενσάρκωνε.
Παρά την ανακούφιση που προέκυψε από την καταψήφιση του Σαρκοζί, το κλίμα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό της εκλογής του Μιττεράν το 1981. Ο χαρακτήρας της πολιτικής του Ολάντ είναι εξαιρετικά αβέβαιος, αν δηλαδή θα δράσει πράγματι ενάντια στις αιτίες της κρίσης, αμφισβητώντας έτσι τη νεοφιλελεύθερη πολιτική προς την οποία κινείται η Ευρώπη. Εξίσου αβέβαιο είναι και το ποια θα είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα διαμορφωθεί μετά τις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν από τις 10 ως τις 17 Ιουνίου Ιουνίου. Στην περίπτωση σχηματισμού μιας αριστερής πλειοψηφίας, το ποσοστό των εκπροσώπων του Μετώπου της Αριστεράς είναι αυτό που θα κρίνει το αν ο πολιτικός προσανατολισμός του νέου Κοινοβουλίου θα είναι αριστερός.
Στην πρώτη ψηφοφορία ο Ολάντ πήρε το 28.7% των ψήφων, ενώ το άθροισμα των ποσοστών των αριστερών ψηφοφόρων ήταν 43,6%, ενώ το αντίστοιχο του 2007 ήταν 36%. Η «αριστερά της Αριστεράς» κέρδισε συνολικά 13% (8% το 2007), με το Μέτωπο της Αριστεράς, με 11.11%, να δημιουργεί μία νέα πολιτική ποιότητα.
Το Εθνικό Μέτωπο κέρδισε 17.9% (10.44 % το 2007 και 17% για το Εθνικό Μέτωπο και 2.5% για ένα μικρό ακροδεξιό κόμμα το 2002). Η κεντροδεξιά του Μπαϊρού αποδυναμώθηκε και η πόλωση Αριστεράς – Δεξιάς εντάθηκε, ειδικά χάρη στην επιθετική εκστρατεία του Μετώπου της Αριστεράς. Συνολικά υπήρξε μια στροφή προς τα αριστερά, ενώ ο Σαρκοζί έγινε περισσότερο δεξιός και το Εθνικό Μέτωπο ενδυναμώθηκε.
Πολλοί από τους ψηφοφόρους του Ολάντ τον ψήφισαν χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, περισσότερο επιθυμώντας να καταψηφίσουν τον Σαρκοζί και ταυτόχρονα να βάλουν φραγμό στη Λεπέν. Όπως έδειξαν οι δημοσκοπήσεις, ο Ζ. Λ. Μελανσόν πλήρωσε το σχετικό τίμημα, καθώς πολλοί δυνητικοί ψηφοφόροι του αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να δώσουν μια «χρήσιμη» ψήφο στον Ολάντ.
Στηριζόμενη στο εκλογικό της αποτέλεσμα, η Λεπέν ανακοίνωσε πως «η μάχη για τη Γαλλία ξεκινάει μόλις τώρα» και ότι επιθυμεί το κόμμα της να αποτελέσει «το κόμμα των πατριωτών τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς». Στην προσπάθειά της να γίνει η πρώτη δύναμη της γαλλικής Δεξιάς, πρότεινε στους ψηφοφόρους της να μην ψηφίσουν τον Σαρκοζί στο δεύτερο γύρο των εκλογών, αλλά να ρίξουν άκυρη ψήφο.
Αν και στις δημοσκοπήσεις η πλειοψηφία των Γάλλων δηλώνει ως τα πιο σημαντικά της προβλήματα την ανεργία, τη μείωση της καταναλωτικής τους δύναμης και την πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας και παιδείας, με μόνο ένα 15 % να δηλώνει πως τους απασχολεί το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. αυτά τα ζητήματα παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην πολιτική συζήτηση, στοιχείο που ευνοεί το Εθνικό Μέτωπο. Το τελευταίο ασκεί κριτική στο σύστημα, χωρίς να θίγει τις κεντρικές αιτίες της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Έτσι, ως ένας «χρήσιμος αντίπαλος», συμβάλει τελικά στη διατήρηση του δικομματικού συστήματος.
Στο πλαίσιο της εκστρατείας του, το Μέτωπο της Αριστεράς προέταξε μία νέα και σημαντική πολιτική φιλοδοξία. Από τη μία, καλώντας τον κόσμο να καταψηφίσει τον Σαρκοζί και από την άλλη συνδέοντας αυτό με την προοπτική μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής και όχι απλώς με μία αλλαγή στην πλειοψηφία. Με αυτή τη θέση το Μέτωπο της Αριστεράς άνοιξε έναν ευρύ διάλογο που έφτασε πολύ πιο πέρα από τις γραμμές του, ως προς το ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο των αριστερών πολιτικών στον καιρό της μεγάλης κρίσης.
Αξίζει να παρατηρήσουμε πως το ιδεολογικό πλαίσιο της Λεπέν είναι πειστικό στο βαθμό που δεν καλείται η ίδια να απαντήσει σε συγκεκριμένα επιχειρήματα. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο (και μόνο ο Μελανσόν την αντιμετωπίζει με τέτοιο τρόπο) γίνεται φανερό πως η Λεπέν τοποθετείται στα άκρα της Δεξιάς.
Η γαλλική κοινωνία, σήμερα, είναι βαθιά διχασμένη: Κατά τη διάρκεια της θητείας του Σαρκοζί το γενικό ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από το 7.8% στο 10.5%, η ανεργία των νέων στο 23% και των μεταναστών στο 15.3%. Σήμερα υπάρχουν οχτώ εκατομμύρια φτωχοί στη Γαλλία. Σε αυτά τα ζητήματα προσπάθησε να απαντήσει η συμμαχία υπό τον Μελανσόν, φέρνοντας μία νέα αντίληψη για μια κοινωνία της αλληλεγγύης και της πολυπολιτισμικότητας, για το αίτημα για πολιτική συμμετοχή σε συνδυασμό με το όραμα για μια Έκτη Δημοκρατία, για την κοινωνική επανίδρυση του κράτους, όπου ο λαός θα καταλάβει την εξουσία – όπως λέει και μια από τις προεκλογικές αφίσες του Μετώπου.
Με παραπάνω από 11% των ψήφων, η Αριστερά πέτυχε για πρώτη φορά την πολιτική ενοποίηση κομμουνιστών, μελών του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αριστερών σοσιαλιστών και αριστερών ριζοσπαστών. Στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν στις αρχές του καλοκαιρού, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ο Ολάντ πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να κατακτήσουν μόνοι τους μια αριστερή πλειοψηφία, χωρίς τη στήριξη του Μετώπου της Αριστεράς. Για αυτό και μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές προκλήσεις για το τελευταίο, θα έγκειται στο να δώσει μια απάντηση στο πώς θα δημιουργηθεί μια Αριστερά που θα θέτει ως καθήκον της τον αφοπλισμό των αγορών και την εισαγωγή μιας δομικής αλλαγής στα πολιτικά πράγματα.
Με το Μέτωπο της Αριστεράς (11.11%, σχεδόν 4 εκατομμύρια ψήφοι) εμφανίζεται μία νέα πολιτική δύναμη στους κόλπους της οποίας ενώνεται η μεταρρυθμιστική και η ριζοσπαστική Αριστερά. Αυτή είναι μία συμμαχία που δεν αυτοπροσδιορίζεται ως συμμαχία κομμάτων, αλλά ως μία σύμπραξη αριστερών κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων, στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν και πολίτες χωρίς κομματική ταυτότητα. Η πολιτική παράδοση και κουλτούρα εκτείνεται από τα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος έως τα αριστερά ριζοσπαστικά κινήματα. «Εκπροσωπούμε έξι κόμματα και ακόμη περισσότερες τάσεις. Από κανένα μέλος της συμμαχίας μας δεν απαιτήθηκε να εγκαταλείψει κάποια από τις απόψεις του, που είναι δομικές για την ταυτότητά μας. Ο λόγος μας συγκροτεί μία κοινή προοπτική για τον καθένα από εμάς» (Μελανσόν στην Ουμανιτέ, 20 Απριλίου 2012).
Οι συνέπειες στο ευρωπαϊκό επίπεδο της νίκης του Ολάντ, στην οποία η Αριστερά συνέβαλε αποφασιστικά, δεν μπορούν να προβλεφθούν ακόμη. Σε ποιο βαθμό η πρόταση του για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την ισχύ των χρηματιστηριακών αγορών και των πολιτικών λιτότητας, θα εξαρτηθεί και από τον μελλοντικό συσχετισμό δύναμης στη Γαλλία και την Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος του Μετώπου της Αριστεράς είναι να αμφισβητήσει το Σύμφωνο Σταθερότητας και να κινητοποιήσει εναντίον του τους πολίτες στη Γαλλία και ολόκληρη την Ευρώπη.