Λισσαβώνα, Νοέμβριος 2017: Ο Πορτογάλος Πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα μιλά στην ένατη Σύνοδο Κορυφής για το Διαδίκτυο, τη μεγαλύτερη διοργάνωση με θέμα την τεχνολογία που, κάθε χρόνο, καλωσορίζει χιλιάδες συμμετέχοντες. Στην εναρκτήρια συνεδρία, ο Κόστα αναφέρθηκε στον Φερνάου ντε Μαγκαλιάις (Φερδινάνδο Μαγγελάνο), τον Πορτογάλο εξερευνητή που έπαιξε κεντρικό ρόλο στον πρώτο περίπλου της γης, τον δέκατο
Λισσαβώνα, Νοέμβριος 2017: Ο Πορτογάλος Πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα μιλά στην ένατη Σύνοδο Κορυφής για το Διαδίκτυο, τη μεγαλύτερη διοργάνωση με θέμα την τεχνολογία που, κάθε χρόνο, καλωσορίζει χιλιάδες συμμετέχοντες. Στην εναρκτήρια συνεδρία, ο Κόστα αναφέρθηκε στον Φερνάου ντε Μαγκαλιάις (Φερδινάνδο Μαγγελάνο), τον Πορτογάλο εξερευνητή που έπαιξε κεντρικό ρόλο στον πρώτο περίπλου της γης, τον δέκατο έκτο αιώνα. Ο Κόστα συνέκρινε τις απαρχές των αποκαλούμενων «Ανακαλύψεων» με την τεχνολογική εποχή που εκπροσωπούσε η Σύνοδος Κορυφής για το Διαδίκτυο. Ο Φερνάντο Μεντίνα, Δήμαρχος της Λισσαβώνας, είχε προηγουμένως χαρίσει έναν αστρολάβο στον Πάντι Κόσγκρεϊβ, Διευθύνοντα Σύμβουλο της διοργανώτριας εταιρείας. Εκείνη τη στιγμή, έκανε μια αναλογία μεταξύ της πρωτοποριακής φύσης των Ανακαλύψεων και της επιχειρηματικότητας στη Σύνοδο Κορυφής για το Διαδίκτυο: «Η Λισσαβώνα ήταν η πρωτεύουσα του κόσμου πριν πέντε αιώνες, από εδώ κίνησαν διαδρομές για την ανακάλυψη νέων κόσμων, νέων λαών, νέων ιδεών. Μια μεγάλη περιπέτεια ξεκίνησε εδώ, για να ενώσει την ανθρώπινη φυλή […] Πεντακόσια χρόνια πριν, οι εξερευνητές διέσχιζαν τις θάλασσες. Σήμερα είναι η δική σας σειρά, των μηχανικών, των επιχειρηματιών, των δημιουργών, των καινοτόμων, των νεοσύστατων επιχειρήσεων, όλων των εταιρειών». [1]
Θα μπορούσαμε εύκολα να επικαλεστούμε και άλλα παραδείγματα. Στην Πορτογαλία, είναι αδιάκοπη η χρήση της επέκτασης στη θάλασσα και του αποικιακού παρελθόντος στην προβολή εθνικ(ιστικ)ών μυθολογιών: σε διαφημίσεις, στον τουρισμό, σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες, σε διάφορα πεδία διαλόγου, από την πολιτική ως τον αθλητισμό. Όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, η μνήμη – και η λήθη – της αποικιοκρατίας λειτουργεί με πολλαπλούς και όχι πάντα εμφανείς τρόπους. Στην περίπτωση της Πορτογαλίας, η διάχυτη επίδραση του Λουσοτροπικαλισμού είναι ζωντανή ακόμα και σήμερα. Η συγκεκριμένη ιδεολογία χρησιμοποιήθηκε από τη δικτατορία του Εστάντου Νόβου για να παρουσιάσει την Πορτογαλική αποικιοκρατία ως πιο αγαθή και λιγότερο επιθετική από άλλες αποικιοκρατίες. Η συνεχιζόμενη ύπαρξη αυτής της ιδεολογίας αποτελεί ιδιαιτερότητα: μια ιδιαιτερότητα μέσα από την οποία το κράτος αντλεί την κεντρικότητά του, την ίδια στιγμή που η θέση του στην ευρωπαϊκή περιφέρεια το οδηγεί σε ποικίλους περιορισμούς. Η παρουσία αποκλινουσών απόψεων που αμφισβητούν το συγκεκριμένο κοινό αίσθημα έχει αυξηθεί, όπως θα αναφέρω παρακάτω. Παρόλα αυτά, αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως αυτές οι εικόνες εξακολουθούν να εκφράζονται έντονα με αυτό που ο Μάικλ Μπίλλιγκ ονόμασε «Μπανάλ Εθνικισμός»[2]: το σύνολο των πρακτικών, τελετουργιών και λόγου που υφαίνει τους τρόπους με τους οποίους ένα έθνος φαντάζεται και αναπαράγει τον εαυτό του.
Ο πόλεμος και η διαγραφή της μνήμης
Τον Μάρτιο του 2000 και ενώ εξαπλώνονταν οι ειδήσεις για τον κορωνοϊό, ο τηλεοπτικός δημοσιογράφος Ροντρίγκο Γκούντες ντε Καρβάλιο, στο τέλος μιας ειδησεογραφικής εκπομπής, απευθύνθηκε στους νέους. Τους είπε ότι από τους παππούδες τους είχε ζητηθεί να πάνε στον πόλεμο, ενώ ευτυχώς, από τους ίδιους, ζητήθηκε να μείνουν σπίτι και να καθίσουν στον καναπέ. Ο πόλεμος που ανέφερε ο ντε Καρβάλιο ήταν ο Πορτογαλικός Αποικιακός Πόλεμος. Αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα χρήσης πολεμοχαρών μεταφορών για τον χαρακτηρισμό της πανδημίας. Η συγκεκριμένη μεταφορά όμως αναπαράγει και μια συγκεκριμένη ανάγνωση που υπάρχει στην Πορτογαλία σχετικά με τον Αποικιακό Πόλεμο. Παρά τη σχέση που είχε η ήττα στον πόλεμο με την εγκαθίδρυση δημοκρατίας στη χώρα, αυτό που τονίζεται είναι το «πατριωτικό καθήκον» που οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στην Αφρική.
Ο Αποικιακός Πόλεμος διήρκησε δεκατρία ολόκληρα χρόνια (1961-1974). Έσυρε στην Αφρική σχεδόν οκτακόσιες χιλιάδες νέους, ενώ περίπου πεντακόσιες χιλιάδες Αφρικανοί κατατάχθηκαν στα πορτογαλικά στρατεύματα για να πολεμήσουν κατά των απελευθερωτικών κινημάτων σε τρεις περιοχές: στην Αγκόλα, στη Μοζαμβίκη και στη Γουινέα. Η Πορτογαλία είχε τότε περί τα εννέα εκατομμύρια κατοίκους. Αναλογικά, το ανθρώπινο δυναμικό που κατέβαλε η χώρα στην Αφρική ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο από εκείνο που κατέβαλαν οι ΗΠΑ στο Βιετνάμ την ίδια εποχή. Ο πόλεμος θα τελείωνε με την δημιουργία πέντε νέων κρατών στην Αφρική – Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Γουινέα-Μπισσάου, Πράσινο Ακρωτήριο και Σάο Τομέ και Πρίνσιπε – και με την αλλαγή του πορτογαλικού πολιτικού καθεστώτος. Στις 25 Απριλίου 1974, στρατιωτικοί, αξιωματούχοι μεσαίων βαθμίδων, κουρασμένοι από έναν αδιέξοδο και πολιτικά χαμένο πόλεμο, δημιούργησαν το MFA (Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων) και ανέτρεψαν τη δικτατορία του Εστάντου Νόβου. Η μακροβιότερη δικτατορία της Ευρώπης, η οποία βγήκε αλώβητη από την ήττα του Ναζιστικού φασισμού και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έπεσε χωρίς ουσιαστική αντίσταση.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε δύο σημεία πιθανής σύγχυσης. Πρώτον, ο στρατός έπαιξε κεντρικό ρόλο στην πολιτική αλλαγή της Πορτογαλίας. Αυτή η ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ της πορείας εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας και του Αποικιακού Πολέμου, με κοινό παρονομαστή τον στρατό, αργότερα θα έτεινε να παρεμβαίνει στον τρόπο διαγραφής του πολέμου από τη δημόσια μνήμη και πάνω απ’ όλα, των πλέον αιμοσταγών πλευρών Το δεύτερο σημείο πιθανής σύγχυσης είναι ότι τα Αφρικανικά απελευθερωτικά κινήματα, καταφέροντας μια πολιτική ήττα στην Πορτογαλία, κατέληξαν παραδόξως να είναι αυτά που την «απελευθέρωσαν» από το «βάρος» του να αποτελεί αποικιοκρατική δύναμη. Αυτό το γεγονός είναι τόσο εμφανές, όσο και λησμονημένο στην κυρίαρχη δημόσια μνήμη της χώρας
Η μνήμη (και η α-μνησία) του πολέμου στην Πορτογαλία αποτελεί μέρος μιας εθνικής μνήμης που συνεχίζει να τροφοδοτεί τον συστημικό ρατσισμό αλλά και την αναπαραγωγή των παραστάσεων μιας κάποτε μεγάλης χώρας. Μέσα στο κοινό αίσθημα εξακολουθεί να υπάρχει το αφήγημα μιας «συνάντησης πολιτισμών» μεταξύ των Πορτογάλων και των λαών που συνάντησαν στην Αφρική, στις δύο Αμερικές και στην Ασία. Ιδιαίτερα όσον αφορά στην Αφρική, όπου η ρήξη ήταν τραυματική, συχνά ακούγονται ομιλίες που επικεντρώνονται σε μια πικρία ή νοσταλγία αναφορικά με την «απώλεια» της Αφρικής. Αυτά τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα παρόντα στο αφήγημα των αποκαλούμενων «επαναπατριζόμενων» – πρόκειται για περίπου πεντακόσιες χιλιάδες Πορτογάλους που πήγαν από την Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη στην Πορτογαλία, στα χρόνια αμέσως μετά την επανάσταση. Είναι σημαντικό να προσθέσουμε σε όλα αυτά και την διαρκή ύπαρξη της ιδέας ενός «πράου» κράτους και μιας θεμελιωδώς μη ρατσιστικής κοινωνίας, μιας ιδέας που στις σκιές υποκρύπτει τη δουλεία, την εκμετάλλευση και την αποικιακή κυριαρχία.
Ταράζοντας τα φαντάσματα
Από το 2017 και μετά, μια σειρά από αντιπαραθέσεις έδωσαν νέα πνοή στη διαμάχη αναφορικά με το αποικιοκρατικό παρελθόν. Θα απαριθμήσω μερικές από αυτές, χωρίς να διατείνομαι ότι τις εξαντλώ. Τον Απρίλιο του 2017, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Μαρσέλου Ρεμπέλου ντε Σόουζα, επισκέφτηκε το νησί Γκορέ, στη Σενεγάλη. Πρόκειται για έναν τόπο που παλιά χρησιμοποιούταν για τη διακίνηση των σκλαβωμένων Αφρικανών σε ολόκληρο τον Ατλαντικό. Εκεί, υπογράμμισε τον υποτιθέμενο πρωτοποριακό ρόλο που έπαιξαν οι Πορτογαλικές αρχές στην κατάργηση της δουλείας, το 1761. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη ημερομηνία δεν σηματοδοτεί την κατάργηση του δουλεμπορίου σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, αλλά μόνο το τέλος της διακίνησης σκλάβων προς τη μητρόπολη (και αντ’ αυτής, την συγκέντρωση του δουλεμπορίου προς τη Βραζιλία). Οι συγκεκριμένες δηλώσεις πυροδότησαν μια ανοιχτή επιστολή, στην οποία οι υπογράφοντες επέκριναν την «ιδεαλιστική και εξαιρετιστική οπτική της αποικιακής κληρονομιάς της Πορτογαλικής ιστορίας». [3]
Την ίδια χρονιά, η τοποθέτηση στη Λισσαβώνα ενός αγάλματος του Πάντρε Αντόνιο Βιέιρα, ενός Ιησουιτή μοναχού που απεικονιζόταν να κραδαίνει έναν σταυρό έχοντας στα πόδια του αυτόχθονα παιδιά, θα πυροδοτούσε ποκίλες μορφές αντιπαράθεσης. Οι πλέον πρόσφατες συνέβησαν τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους και προκάλεσαν έντονες δημόσιες συζητήσεις όταν άγνωστοι έγραψαν στο άγαλμα τη λέξη «αποαποικιοποιήστε» και ζωγράφισαν μικρές κόκκινες καρδιές στα τρία παιδιά. Παρομοίως, το 2017, μια από τις προτάσεις που κατατέθηκαν και επιλέχθηκαν για τον Συμμετοχικό Προϋπολογισμό της Λισσαβώνας, προήλθε από το Djass, μια οργάνωση Αφρο-απογόνων. Η πρότασή τους αφορούσε τη δημιουργία ενός Μνημείου Τιμής στους Σκλαβωμένους Λαούς. Το σχέδιο που βραβεύθηκε παρουσιάστηκε από τον Αγκολέζο καλλιτέχνη Κιλουάντζε Κια Χέντα, και βρίσκεται τώρα στη φάση της υλοποίησης.
Από την άλλη μεριά, η πρόταση να δημιουργηθεί ένα «Μουσείο των Ανακαλύψεων» στην πόλη, που παρουσιάστηκε λίγο αργότερα, ήταν το θέμα που συζητήθηκε περισσότερο. Η ιδέα είχε πέσει στο τραπέζι από την σοσιαλιστική υποψηφιότητα που κέρδισε στις τοπικές δημοτικές εκλογές, μέσα στο πλαίσιο της τουριστικής ανάπτυξης της Λισαβόνας. Ο χαρακτηρισμός ως «Μουσείου των Ανακαλύψεων» αμφισβητήθηκε από κάποιους τομείς της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών. Αναρωτήθηκαν στην ανοιχτή επιστολή τους: «Ένιωσαν πράγματι οι λαοί της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής, των οποίων οι ιστορίες είναι χιλιετείς, ‘ανακαλυφθέντες’ από τους Πορτογάλους; Και πώς θα αισθάνονται οι πληθυσμοί αυτών των περιοχών σήμερα, καθώς θα επισκέπτονται έναν μουσειακό χώρο που αποστερεί από τους προγόνους τους την ιστορική πρωτοβουλία και υποβιβάζει τον ρόλο τους σε αντικείμενα που μπορούν να ανακαλυφθούν, συχνά βίαια, από τους Πορτογάλους;» [4] Από την άλλη μεριά, ένα μεγάλο μέρος των σχετικών άρθρων γνώμης στον Τύπο, επαναβεβαίωσε τη θέση που κατέχει στην πορτογαλική εθνική ταυτότητα η ιδέα της επέκτασης στη θάλασσα, λογοκρίνοντας παράλληλα την ύπαρξη αφηγημάτων, που δήθεν εκφράζουν μεταμέλεια, σε ορισμένους στρατευμένους τομείς της κοινής γνώμης.[5]
Οι βουλευτικές εκλογές του 2019 έφεραν κάποια καλά νέα. Για πρώτη φορά, τρεις μαύρες γυναίκες εκλέχθηκαν στο Κοινοβούλιο: η Μπεατρίς Γκόμες Ντίας (Αριστερό Μπλοκ), η Ζουασίν Κατάρ Μουρέιρα (Livre) και η Ρομουάλντα Φερνάντες (Σοσιαλιστικό Κόμμα). Την ίδια στιγμή, η άκρα Δεξιά πέτυχε μια άνευ προηγουμένου εκπροσώπηση στη χώρα εκλέγοντας τον Αντρέ Βεντούρα, αρχηγό του νέου κόμματος Chega, που αυτήν την εποχή εμφανίζεται ενισχυμένο στις δημοσκοπήσεις. Παρόμοια με τα άλλα δεξιά λαϊκιστικά κινήματα που έχουν εμφανιστεί ανά τον κόσμο, η στρατηγική του Chega ήταν να διερευνήσει το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας που εδράζεται στην συζήτηση γύρω από τη «διαφθορά» των ελίτ. Η συζήτηση αυτή, όχι μόνο διατηρεί ανέπαφη τη δομή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά έχει καταλήξει πλέον να υιοθετεί ένα ολοένα και περισσότερο ομοφοβικό και ρατσιστικό αφήγημα, ιδιαίτερα εναντίον των κοινοτήτων των μαύρων και των Ρομά. Μετά τις διαδηλώσεις ενάντια στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και τις μεγάλες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις που προκάλεσε η αγανάκτηση για πράξεις ρατσιστικής βίας στη χώρα, το Chega προώθησε διαδηλώσεις με το σύνθημα «Η Πορτογαλία δεν είναι ρατσιστική» και προσπαθεί τώρα να κινητοποιήσει την εθνικιστική υπερηφάνεια μέσω της αυτοκρατορικής ιστορίας της χώρας.
Τι έπεται;
Η σημερινή Πορτογαλία δεν είναι η αυτοκρατορική δύναμη που πέρασε ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα ως αποικιοκρατική – αν και ημι-περιφερειακή – μητρόπολη. Ωστόσο, σε ολόκληρη τη χώρα, υπάρχει μέχρι σήμερα ένα είδος αυτοκρατοριοφιλίας, που προκαλεί ένα σημαντικό μέρος των συζητήσεων αναφορικά με την ταυτότητα και την ιστορία της. Το βάρος της απαρνηθείσας αποικιακής ιστορίας είναι εμφανές στον ρατσισμό που εκδηλώνεται στην αστυνομική συμπεριφορά, στις πολιτικές στέγασης και διαχωρισμού, στους νόμους περί ιθαγένειας, στον λόγο των αναπτυσσόμενων πολιτικών τομέων, καθώς και σε μια αυτοπαρουσίαση της χώρας, του λαού και του παρελθόντος του, που σημαδεύεται από το μόνιμο έρμα του Λουσοτροπικαλισμού. Η αδιάκοπη αναπαραγωγή του ίδιου αφηγήματος έχει αμφισβητηθεί τα τελευταία χρόνια, αν και είναι δύσκολο να προβλεφθεί πώς θα εξελιχθεί αυτή η διαδικασία στο μέλλον. Γνωρίζουμε μόνο ότι θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις πολιτικές συζητήσεις που θα έρθουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Lusa, "Costa diz que Web Summit coloca Lisboa no "coração" do debate sobre os desafios globais", Correio da Manhã, 06/112017; Carolina Brás e Rita Carvalho, "Web Summit. Cosgrave é o novo Fernão de Magalhães", jornal i, 05/11/2018.
- Μίχαελ Μπίλιγκ (1995), Μπανάλ Εθνικισμός. Λονδίνο: Sage.
- "Um regresso ao passado em Gorée. Não em nosso nome", Diário de Notícias, 19/04/2017.
- Στην Expresso, 12/04/2018.
- Για μια προκαταρκτική ανάλυση αυτών των συζητήσεων, βλέπε: Trindade, Luís (2019), "Onde começa a extrema-direita?", Esquerda, n.º 1.