Το 2022 μας έδωσε μια γεύση από τη νέα εποχή στην οποία εισερχόμαστε. Είμαστε μάρτυρες του τέλους μιας μακράς περιόδου σχετικής σταθερότητας, ευημερίας και ασφάλειας. Από εδώ και στο εξής, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αβεβαιότητα και αυτοσυγκράτηση. Ανάλυση του Christophe Degryse, επικεφαλής της Μονάδας Προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Εμπορίου
Σαν να μην έφτανε η πανδημία, οι ακραίες καιρικές συνθήκες του καλοκαιριού σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αποτελούν πλέον απειλή για την επισιτιστική ασφάλεια. Πολλοί αναρωτιούνται πώς θα περάσουν τον χειμώνα. Οι τιμές εκτοξεύονται παντού, οι προμήθειες δεν είναι πλέον εγγυημένες για πολλές βιομηχανίες και ορισμένα ράφια καταστημάτων αδειάζουν. Διανύουμε απλώς μια στενωπό; Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα επαναληφθούν αναπόφευκτα και ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να μαίνεται για αρκετά χρόνια, επιδεινώνοντας τις γεωπολιτικές εντάσεις αλλού, ή ακόμη και προκαλώντας νέες συγκρούσεις. Περισσότερο από μια απλή σύγκρουση στον δρόμο, μάλλον ζούμε την αυγή ενός νέου κόσμου. Ποια είναι όμως η φύση αυτού του νέου κόσμου; Δεν υπάρχει σαφής απάντηση στο ερώτημα. Θα εξαρτηθεί από ανεξέλεγκτους -ενίοτε- εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και από τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δυναμικές.
Είναι σαφές ότι βιώνουμε το τέλος μιας μακράς περιόδου (σχετικής) σταθερότητας, (σχετικής) ευημερίας και (σχετικής) ασφάλειας. Από εδώ και στο εξής, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αβεβαιότητα και αυτοσυγκράτηση. Είμαστε ικανοί γι’ αυτό; Για πολύ καιρό, οι δυτικές κοινωνίες, στηριζόμενες στην οικονομία της αγοράς και τον «ελεύθερο και ανεμπόδιστο» ανταγωνισμό μας συνήθισαν –κάποιοι θα έλεγαν αναισθητοποίησαν– να πιστεύουμε σε μια μορφή ατελείωτης οικονομικής ανάπτυξης. Οι καταναλωτές με άνεση εγκλωβισμένοι στην ψευδαίσθηση της αέναης κατανάλωσης, τόσο από πλευράς ποσότητας και ποικιλίας των προϊόντων που προσφέρονται –αρκεί να δούμε το επιχειρηματικό μοντέλο της Amazon– όσο και από την άποψη της απόκτησής τους: είτε μέσω της αγοραστικής δύναμης, ή μέσω πίστωσης, δανείου, κλιμακωτών πληρωμών κ.λπ. Το διαδίκτυο έχει καταργήσει όλα τα εμπόδια για την κατανάλωση: ένα προϊόν που δεν μπορεί να βρεθεί σε ένα κατάστημα στη Γαλλία ή τη Γερμανία μπορεί να βρεθεί σε έναν ιστότοπο στην Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες ή αλλού. Η ψηφιοποίηση της οικονομίας έχει διευρύνει σημαντικά τον ορίζοντα –ή την ψευδαίσθηση– της απεριόριστης ευελιξίας: απεριόριστο διαδίκτυο, ταινίες κατά παραγγελία, μουσική σε διαρκή ροή, ατελείωτα βιντεοπαιχνίδια, κοινωνικά δίκτυα και εφαρμογές γνωριμιών σε παγκόσμια κλίμακα. Το ίδιο ισχύει και για την κινητικότητα στην «ανήσυχη κοινωνία» μας, για να δανειστώ τον τίτλο ενός βιβλίου του Κριστόφ Μινκ. Είτε μέσω στεριάς, είτε μέσω θαλάσσης ή αέρα, πρέπει πάντα να είμαστε σε κίνηση, χωρίς να σταματάμε, χωρίς να ξεκουραζόμαστε ποτέ.
Οι δυτικοί καταναλωτές έχουν βολευτεί στην υπόσχεση ενός κόσμου χωρίς όρια και περιορισμούς. Όταν ο Κένεθ Μπόλντινγκ είπε -πολύ σωστά- ότι «όποιος πιστεύει ότι η εκθετική οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον σε έναν πεπερασμένο κόσμο, είναι είτε τρελός είτε οικονομολόγος», ίσως να υποτίμησε τον ρόλο των τεχνολόγων. Γιατί, οι δυτικές κοινωνίες έχουν αναθέσει στην τεχνολογία το καθήκον της συνεχούς απώθησης των γεωγραφικών, των φυσικών, των τεχνικών, των περιβαλλοντικών και των κοινωνικών ορίων.
Φυσικά, το διαρκές τέντωμα των ορίων γεννά προβλήματα, ειδικά αυτά που οι οικονομολόγοι ονομάζουν εξωτερικότητες: μπορούμε αναμφίβολα να παράγουμε και να καταναλώνουμε επ’ άπειρον, αλλά στο τέλος θα πέσει ο ουρανός και θα μας πλακώσει στην κυριολεξία, την ώρα που θα αρχίσουμε να βλέπουμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι ελπίζουν ότι οι τεχνολογίες του αύριο θα επιλύσουν τα τεχνολογικά προβλήματα του σήμερα. Ωστόσο, όσα μας είχαν υποσχεθεί μέσα από το πάντρεμα των αγορών και της τεχνολογίας δεν θα είναι ατέλειωτα. Ατέλειωτες θα είναι οι συνέπειες των κλιματικών, των υγειονομικών και των πολεμικών γεγονότων των τελευταίων μηνών.
Ποιες συνθήκες θα αναγκάσουν τις μέχρι τώρα προστατευμένες κοινωνίες μας να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των ορίων, των περιορισμών και της σπανιότητας; Τα διδάγματα από την πανδημία του Covid-19 ήταν αποτελεσματικά για πολλούς λόγους: οι πληθυσμοί πολλών χωρών επέδειξαν υψηλό επίπεδο ανθεκτικότητας και μπόρεσαν να προσαρμοστούν γρήγορα, αν και όχι χωρίς δυσκολία, στην κατάσταση εξαίρεσης. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αποδέχθηκε πρόθυμα τους νέους περιορισμούς και τα όρια στην ελευθερία τους (με εξαιρέσεις, φυσικά). Ωστόσο, η πανδημία έδειξε ότι υπήρξε ένας όρος για την αποδοχή αυτή, ο οποίος ήταν εκ των ων ουκ άνευ: η αίσθηση ότι υπάρχει κάποιος βαθμός κοινωνικής δικαιοσύνης. Με έναν χαρακτηριστικά γελοιογραφικό τρόπο, ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας μας έδωσε το καλύτερο παράδειγμα: ο κόσμος θα δεχτεί τον εγκλεισμό όσο καλύτερα μπορεί, αλλά δεν θα αποδεχθεί να επιτρέπεται στην ελίτ να συνεχίζει να κάνει γιορτές. Με άλλα λόγια, οι περιορισμοί είναι (περισσότερο ή λιγότερο) αποδεκτοί μόνο όταν θεωρούνται δίκαιοι και εφαρμόζονται συλλογικά. Διαφορετικά, δε γίνονται αποδεκτοί.
Όσοι είναι διατεθειμένοι να μειώσουν ή ακόμη και να καταργήσουν τα αεροπορικά ταξίδια, όταν δουν τις προσωπικότητες της πολιτικής, της οικονομίας, του αθλητισμού και του θεάματος να συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα ιδιωτικά τους τζετ για την ικανοποίηση της παραμικρής ιδιοτροπίας τους, θα το εκλάβουν ως αδικία. Όσοι κάτοικοι πόλεων είναι πρόθυμοι να αντικαταστήσουν το αυτοκίνητό τους με το ποδήλατο, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές του CO2, αν αντιληφθούν ότι απλώς απελευθερώνουν χώρο για τα μεγάλα αυτοκίνητα, θα το εκλάβουν ως πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης: ενώ «εμείς» δεχόμαστε να βάλουμε όρια στους εαυτούς μας, «αυτοί» συνεχίζουν να περνάνε καλά. Είναι η δραματική απεικόνιση, σε επίπεδο κοινωνίας και κλίματος, αυτού που η Oxfam αποκαλεί: απόσχιση των πλουσίων που υπονομεύει κάθε προσπάθεια των πολιτών για τη μετάβαση.
Ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στον πλούτο και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι αποδεδειγμένη: οι εκπομπές CO2 των 10 πλουσιότερων πληθυσμών στην Ευρώπη και τον κόσμο ισούνται ή υπερβαίνουν τις εκπομπές του υπόλοιπου 90%. Το πολιτικό δίδαγμα είναι σαφές: σε έναν κόσμο που ανακαλύπτει εκ νέου την έννοια του πεπερασμένου, οι κοινωνίες στις οποίες μικρές, είτε πολιτικές, είτε οικονομικές, χρηματοπιστωτικές ή πολιτιστικές ελίτ συνεχίζουν να περνάνε καλά, την ώρα που ο «λαός» πασχίζει για τη μετάβαση, θα είναι πιο εύθραυστες, πιο αργές στη μετάβαση και την προσαρμογή και, τελικά, πιο ευπαθείς στην κοινωνική επανάσταση. Από την άλλη, οι κοινωνίες που κινούνται προς την κοινωνική ισότητα θα είναι πιο ανθεκτικές και καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του «τέλους της απεραντοσύνης». Επομένως, η ανθεκτικότητα της εκάστοτε κοινωνίας δεν θα βασίζεται πρωτίστως στην αγορά ή την τεχνολογία, αλλά κυρίως στις πολιτικές που διασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή. Αυτή θα είναι η μεγάλη πολιτική πρόκληση της εποχής μας.