Το ερώτημα που τίθεται είναι: Γιατί ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, δρ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αρνείται μια λογική, ήπια, αμοιβαία επωφελή αναδιάρθρωση του χρέους;
Το οικονομικό δράμα της Ελλάδας κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τα τελευταία πέντε χρόνια για έναν λόγο: εξαιτίας της πεισματικής άρνησης των δανειστών μας να μας χορηγήσουν μια ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους. Γιατί, ενάντια στην κοινή λογική, ενάντια στην ετυμηγορία του ΔΝΤ και στην καθημερινή πρακτική των τραπεζών όταν έχουν να κάνουν με υπερχρεωμένους οφειλέτες, οι δανειστές μας αρνούνται μια αναδιάρθρωση του χρέους; Η απάντηση δεν ανήκει στον χώρο της οικονομίας, αλλά είναι βαθιά κρυμμένη στη λαβυρινθώδη ευρωπαϊκή πολιτική.
Το 2010, το ελληνικό κράτος πτώχευσε. Παρουσιάστηκαν τότε δυο επιλογές αναφορικά με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη: η λογική, την οποία θα πρότεινε οποιοσδήποτε αξιοπρεπής τραπεζίτης και η οποία συνίστατο στην αναδιάρθρωση του χρέους και τη μεταρρύθμιση της οικονομίας, και η τοξική επιλογή που συνίστατο στη χορήγηση νέων δανείων σε μια χρεοκοπημένη οντότητα που προσποιείται ότι δεν έχει χρεοκοπήσει.
Η επίσημη Ευρώπη διάλεξε τη δεύτερη λύση, θέτοντας τη διάσωση των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών που είχαν εκτεθεί στο ελληνικό δημόσιο χρέος πάνω από την κοινωνικοοικονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας. Μια αναδιάρθρωση του χρέους θα επέφερε απώλειες στα αποθέματα του ελληνικού χρέους που κατείχαν οι ξένες τράπεζες. Απρόθυμοι να ομολογήσουν στα κοινοβούλιά τους ότι οι φορολογούμενοι θα έπρεπε να πληρώσουν ξανά για τις τράπεζες μέσα από νέα δυσβάσταχτα δάνεια, οι αξιωματούχοι της ΕΕ παρουσίασαν τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους ως πρόβλημα ρευστότητας και αιτιολόγησαν τη «διάσωση» ως εκδήλωση «αλληλεγγύης» προς τους Έλληνες.
Για να παρουσιάσουν την κυνική μετακύληση των ανεπανόρθωτων ιδιωτικών απωλειών στους ώμους των φορολογουμένων σαν μια εκδήλωση «σκληρής αγάπης», μια πρωτοφανής λιτότητα επιβλήθηκε στην Ελλάδα, το εθνικό εισόδημα της οποίας –από το οποίο έπρεπε να πληρωθούν νέα και παλαιά χρέη- μειώθηκε σε ποσοστό μεγαλύτερο του ενός τετάρτου. Ακόμη κι ένα οχτάχρονο παιδί αντιλαμβάνεται ότι αυτή η διαδικασία δεν θα είχε αίσιο τέλος. Μόλις ολοκληρώθηκε αυτή η άθλια διαδικασία, η Ευρώπη είχε αυτομάτως αποκτήσει άλλον ένα λόγο να αρνείται να συζητήσει την αναδιάρθρωση του χρέους: αυτήν τη φορά θα έθιγε τις τσέπες των Ευρωπαίων πολιτών! Έτσι, χορηγήθηκαν αυξανόμενες δόσεις λιτότητας ενώ, ταυτόχρονα, το χρέος μεγάλωνε, αναγκάζοντας τους δανειστές να δίνουν περισσότερα δάνεια με αντάλλαγμα ακόμη μεγαλύτερη λιτότητα.
Η κυβέρνησή μας εκλέχθηκε με την εντολή να βάλει ένα τέλος σε αυτήν τη θανάσιμη θηλιά. Να ζητήσει αναδιάρθρωση του χρέους και να σταματήσει τη λιτότητα που μας σακατεύει. Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν στο πολυδιαφημισμένο αδιέξοδο για έναν απλό λόγο: οι δανειστές μας εξακολουθούν να απορρίπτουν οποιαδήποτε απτή αναδιάρθρωση του χρέους, επιμένοντας το μη βιώσιμο χρέος μας να πληρωθεί «παραμετρικά» από τους πιο αδύναμους Έλληνες, τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Την πρώτη εβδομάδα της θητείας μου ως υπουργού οικονομικών δέχθηκα την επίσκεψη του Γερούν Ντάισελμπλουμ, προέδρου του Γιούρογκρουπ (των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης), ο οποίος μου έθεσε μια θλιβερή επιλογή: ή θα αποδεχόμουν τη «λογική» της διάσωσης και θα απέρριπτα οποιοδήποτε αίτημα για αναδιάρθρωση του χρέους ή η συμφωνία για το δάνειο θα «έσπαγε» -υπονοώντας ότι θα προχωρούσαν σε εκκαθάριση των ελληνικών τραπεζών.
Ακολούθησαν πέντε μήνες διαπραγματεύσεων σε συνθήκες χρηματοοικονομικής ασφυξίας και με ένα bankrun (μαζικές αναλήψεις) το οποίο προκάλεσε και επέβλεψε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το μήνυμα ήταν εξόφθαλμο: αν δεν υποκύπταμε, σύντομα θα αντιμετωπίζαμε ελέγχους κεφαλαίων (capital controls), υπολειτουργούντα ΑΤΜ, μια παρατεταμένη τραπεζική αργία και, τελικά, το Grexit.
Η απειλή του Grexit έχει ένα ιστορικό που θυμίζει λίγο τρενάκι του τρόμου. Το 2010 προκάλεσε δέος στην καρδιά και το μυαλό των χρηματιστών γιατί οι τράπεζές τους ήταν πλήρεις ελληνικού χρέους. Ακόμη και το 2012, όταν ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αποφάσισε ότι το κόστος ενός Grexit αποτελούσε μια αξιόλογη «επένδυση» ως τρόπος πειθάρχησης της Γαλλίας κ.ά., η προοπτική του εξακολουθούσε να τους τρομάζει τρελά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την εξουσία, τον περασμένο Ιανουάριο, και σε επίρρωση του ισχυρισμού μας ότι οι «διασώσεις» (bailouts) δεν είχαν καμιά σχέση με τη σωτηρία της Ελλάδας (ενώ είχαν απόλυτη σχέση με την περιχαράκωση της Βόρειας Ευρώπης), η μεγάλη πλειοψηφία στο Γιούρογκρουπ –υπό την κηδεμονία του Σόιμπλε- είχε υιοθετήσει την ιδέα του Grexit είτε ως προτιμώμενη έκβαση είτε ως όπλο εναντίον της κυβέρνησής μας.
Οι Έλληνες ορθώς ριγούν στη σκέψη του ακρωτηριασμού από τη νομισματική ένωση. Η έξοδος από το κοινό νόμισμα δεν έχει καμιά σχέση με την εκρίζωση ενός εμποδίου, όπως ήταν στην περίπτωση της Βρετανίας το 1992, όταν ο Νόρμαν Λάμοντ τραγουδούσε στο μπάνιο του το πρωινό που η στερλίνα εγκατέλειπε τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ERM). Αλίμονο, η Ελλάδα δεν διαθέτει ένα νόμισμα η δυσμενής σχέση του οποίου με το ευρώ να μπορεί να κοπεί. Διαθέτει το ευρώ –ένα ξένο νόμισμα το οποίο καθορίζεται πλήρως από έναν δανειστή που είναι εχθρικός στην ιδέα της αναδιάρθρωσης του μη βιώσιμου εθνικού μας χρέους-.
Για να φύγουμε από το ευρώ, θα έπρεπε να είχαμε δημιουργήσει ένα νέο νόμισμα από το τίποτα. Στο κατεχόμενο Ιράκ, η εισαγωγή νέων χαρτονομισμάτων τους πήρε σχεδόν ένα χρόνο, ενώ χρειάστηκαν περίπου είκοσι Boeing 747, η κινητοποίηση της δύναμης του αμερικανικού στρατού, τρεις εταιρίες εκτύπωσης και εκατοντάδες φορτηγά. Λόγω της απουσίας μιας ανάλογης στήριξης, το Grexit θα απαιτούσε την αναγγελία μιας μεγάλης υποτίμησης δεκαοχτώ μήνες πιο πριν. Αυτό θα ήταν μια μέθοδος ρευστοποίησης όλων των κεφαλαιακών αποθεμάτων και μεταφοράς τους στο εξωτερικό με κάθε δυνατό τρόπο.
Με την προοπτική του Grexit να επιδεινώνει το επιβεβλημένο από την ΕΚΤ bank run, οι προσπάθειές μας να επαναφέρουμε το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έπεσαν στο κενό. Μας έλεγαν ξανά και ξανά ότι θα τους απασχολούσε στο απώτερο μέλλον και μετά την «επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος». Επρόκειτο για ένα εκπληκτικό αδιέξοδο, αφού το «πρόγραμμα» δεν θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί χωρίς μια αναδιάρθρωση του χρέους.
Αυτό το σαββατοκύριακο θα έχουμε ξανά μια κορύφωση της έντασης, αφού ο διάδοχός μου, Ευκλείδης Τσακαλώτος, πασχίζει να ξαναβάλει το άλογο μπροστά από το κάρο, δηλαδή, να πείσει ένα εχθρικό Γιούρογκρουπ ότι η αναδιάρθρωση του χρέους αποτελεί προαπαιτούμενο για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, και όχι ένα βραβείο γι’ αυτήν. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να το επιτύχει; Εγώ βλέπω τρεις λόγους: ο πρώτος είναι ότι η θεσμική αδράνεια καταπολεμάται πολύ δύσκολα. Ο δεύτερος είναι ότι ένα μη βιώσιμο χρέος εξασφαλίζει στους δανειστές τεράστια εξουσία επί των οφειλετών. Και η εξουσία, όπως γνωρίζουμε, διαφθείρει ακόμα και τους άριστους. Αλλά, ο τρίτος λόγος μου φαίνεται ο πιο ισχυρός και, στην ουσία, ο πιο ενδιαφέρων.
Το ευρώ είναι το υβρίδιο ενός σταθερού καθεστώτος συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως ήταν ο Ευρωπαϊκός μηχανισμός ERM τη δεκαετία του 1980 ή ο χρυσός τη δεκαετία του 1930, και ενός κρατικού νομίσματος. Το πρώτο στηρίζει τη συνοχή του στον φόβο της αποβολής, ενώ το κρατικό νόμισμα διαθέτει μηχανισμούς ανακύκλωσης των πλεονασμάτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη (για παράδειγμα, μέσω ενός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, κοινών ομολόγων). Η ευρωζώνη στέκεται με το ένα πόδι στο πρώτο και το άλλο στο δεύτερο: είναι κάτι παραπάνω από ένα καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών και κάτι λιγότερο από κράτος.
Και εδώ έρχεται το μπλέξιμο. Μετά την κρίση του 2008/9, η Ευρώπη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Έπρεπε να προλειάνει το έδαφος για τουλάχιστον μία αποβολή (δηλαδή, Grexit) ώστε να επανέλθει η πειθαρχία; Ή να γίνει ομοσπονδία; Μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει τίποτα, λόγω του μόνιμου υπαρξιακού της άγχους. Ο Σόιμπλε είναι πεισμένος ότι, όπως ήρθαν τα πράγματα, χρειάζεται ένα Grexit για να καθαρίσει λίγο η ατμόσφαιρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αίφνης, ένα διαρκώς μη βιώσιμο ελληνικό δημόσιο χρέος, χωρίς το οποίο θα εξασθενούσε το ρίσκο του Grexit, απέκτησε άλλη χρησιμότητα για τον Σόιμπλε.
Τι εννοώ με αυτό; Η πεποίθησή μου, μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, είναι ότι ο Γερμανός υπουργός οικονομικών θέλει να εξωθήσει την Ελλάδα εκτός του κοινού νομίσματος, για να φοβερίσει τους Γάλλους και να τους κάνει να αποδεχτούν το δικό του μοντέλο: το μοντέλο της πειθαρχημένης ευρωζώνης.
Πηγή: Το μπλογκ του Γιάνη Βαρουφάκη
Πρωτοδημοσιεύθηκε στον Guardian με τον τίτλο: “Germany won’t spare Greek pain – it has an interest in breaking us”, στις 10 Ιουλίου 2015